Ιξίονας και Κένταυρος
Κι έμαθε καλά το μάθημά του [ο Ιξίονας].
Γιατί, σαν τον εδέχτηκαν καλόγνωμα οι γιοι του Κρόνου,
ζούσε ζωή γλυκιά κοντά τους·
δεν άντεξε όμως τη μεγάλη ευτυχία·
σάλεψε το μυαλό του, ερωτεύτηκε την Ήρα,
που την αξιώθηκε του Δία η μακάρια κλίνη·
αλλά η ξιπασιά του τον έσπρωξε σε κρίμα υπερφίαλο,
κι έλαβε ευθύς πρωτάκουστη και δίκαιη τιμωρία.
Τα δυο του τ’ αμαρτήματα μόνο βάσανα του ’φεραν:
το ’να, γιατί ο ήρωας,
πρώτος αυτός μες στους θνητούς,
με τρόπο δόλιο έχυσε αίμα συγγενικό·
και τ’ άλλο, γιατί κάποτε στους μεγαλόπρεπους και τους βαθιούς κοιτώνες
ζήτησε στη σύνευνο του Δία ν’ απλώσει χέρι.
Για καθετί πρέπει να βάζει όρια κανείς πάντα στον εαυτό του.
Όποιος ανόσιους έρωτες αποτολμά,
μεγάλες συμφορές τον περιμένουν.
Έτσι έπαθε κι αυτός· έσμιξε ο ανέμυαλος με μια νεφέλη,
γλυκιά ονειροφαντασιά ακολουθώντας, που είχε τη μορφή
της έξοχης μες στις θεές του Κρόνου θυγατέρας,
παγίδα που του στήσανε του Δία τα χέρια, βάσανο ωραίο.
Κι αυτός έναν τετράχτινο κέρδισε τροχό,
τον όλεθρό του.
Κι έτσι με του κορμιού του τ’ άφευκτα δεσμά
το μήνυμά του σ’ όλον τον κόσμο στέλνει.
Χωρίς τις Χάριτες του γέννησε η νεφέλη,
μοναδική μοναδικόν, έναν υπερφίαλο γόνο,
μήτε από τους ανθρώπους τιμημένον
μήτε κατά την κρίση των θεών·
αυτή που τον ανέθρεψε Κένταυρο τον είπε·
κι εκείνος με τις μαγνησιώτικες εσμίχτηκε φοράδες
στου Πηλίου τα ριζά
κι έβγαλε πλήθος θαυμαστό με τους γονείς τους όμοιο,
το κάτω σώμα της μάνας έμοιαζε, το πάνω του πατέρα.
(Πίνδ. Π. 2.24-48, μετ. Γ. Οικονομίδης)