Από ανάρτηση στο facebook του

τμήματος

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ που ανεβάζουμε εδώ για να δώσουμε μία αφορμή για σκέψη σε όσους ασχολούνται με το δικό μας θέμα των αρχαίων, που είναι αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα.
Είμαι πολύ ευχαριστημένος που έμαθα λατινικά (αν και είμαι δυσαρεστημένος από τον οδυνηρό τρόπο με τον οποίο μου τα επιβάλανε). Είμαι πολύ ευχαριστημένος που τα ξέρω, μια και λίγο πολύ μου χρησιμεύουν, και θα ήθελα να τα μάθω καλύτερα γιατί, εκτός των άλλων, δουλεύοντας επί χρόνια με τα μεσαιωνικά λατινικά κοντεύω να ξεχάσω τελείως τα κλασικά. Αυτή όμως η έκφραση σεβασμού προς τα λατινικά δε σημαίνει ότι νομίζω πως πρέπει να τα διδάσκονται οι πάντες. Κουράστηκα τόσο να μάθω (τσάτρα πάτρα) μόνος μου αγγλικά, που αναρωτιέμαι αν δεν θα ήταν καλύτερα να μάθαινα στο σχολείο αγγλικά, άνετα και σε βάθος, για να μάθω έπειτα μόνος λατινικά και πιθανόν σε λιγότερα από οχτώ κουραστικά χρόνια που χρειάστηκε το εκπαιδευτικό σύστημα για να καταφέρει ίσα ίσα να με κάνει να εξοικειωθώ μ? αυτά. Το θέμα όμως δεν είναι αν πρέπει ή όχι να διδάσκονται τα λατινικά. Άλλωστε όλοι ξέρουμε ότι οι στόχοι αυτών που υποστηρίζουν τη διδασκαλία τους είναι λίγο πονηροί. Είναι γνωστό ότι έτσι όπως διδάσκονται τα λατινικά είναι μάθημα δύσκολο και ταπεινωτικό και γίνονται για να υποχρεωθούν οι μαθητές, που τα τελευταία χρόνια σήκωσαν πολύ κεφάλι, να κάνουνε κάτι που θα τους αναγκάσει να γίνουνε πιο ταπεινοί. Γιατί, το ξέρουμε, η ταπεινότητα είναι μια αρετή χρήσιμη για την καλή λειτουργία της κοινωνίας και η ταπείνωση μας ασκεί για να την αποχτήσουμε. Όλοι το είπαν αυτό, ακόμη και ο Παζολίνι: «Πιστεύω ότι τα λατινικά διαπαιδαγωγούν? Και καθώς υποστηρίζω οτιδήποτε οδηγεί στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των νέων και τους απομακρύνει από μια λαθεμένη ιδέα για την πρόοδο, ιδέα που προκαλεί μόνο σύγχυση?». Και ο Parise: «? η υποχρεωτική μελέτη-τους μπορεί να είναι ένας τρόπος εξαναγκασμού αυτού του πλήθους των μαλλιάδων να σκύψουν το κεφάλι?». Και ο Dario Bellezza έγραψε: «Μια και η κατάντια του σχολείου είναι αυτή που ξέρουμε, καλά είναι και τα λατινικά. Χρησιμεύουν σαν τιμωρία για όσους θεωρούν το διάβασμα επικίνδυνο και περιττό?». Κι αν αυτά τα λένε δημοκράτες διανοούμενοι, τί θέλετε να πει ο υπουργός παιδείας, ότι πρέπει να μάθουμε να διαβάζουμε τον Μαρξ στα γερμανικά; Το γεγονός όμως που με ξαφνιάζει δεν είναι αυτό. Είναι η επιμονή με την οποία άνθρωποι με αναμφίβολη φιλοσοφική και γλωσσο­λογική κατάρτιση προβάλλουν ακόμη, υποστηρίζοντας τη διδα­σκαλία της λατινικής (ακόμη και όταν κατά τα άλλα θα συμφωνούσαν να ισχύσει η κατάργησή της), την ακόλουθη θεωρία: η λατινική είναι μια γλώσσα ορθολογιστική που μας διδάσκει πώς να σκεφτόμαστε. Ο μοναδικός κλασικός φιλόλογος που τόλμησε να την αποκρού­σει, και μάλιστα χρησιμοποιώντας ιστορικά επιχειρήματα, ήταν ο Benedetto Marzullo. Για ακούστε όμως και τη δική μου γνώμη: όταν λέμε ότι τα λατινικά διδάσκουνε πώς να σκεφτόμαστε σωστά, είναι σαν να λέμε ότι ανάμεσα στη γλώσσα και τη σκέψη υπάρχουνε πολύ συγκεκριμένες σχέσεις, πράγμα που είναι σωστό. Αλλά είναι σαν να λέμε και πολλά άλλα πράγματα: ότι υπάρχει ένας οικουμενικός τρόπος σκέψης και ότι υπάρχει μια γλώσσα που είναι πιο οικουμενική από τις άλλες γιατί οι μηχανισμοί-της ταυτίζονται με τους μηχανισμούς της σκέψης. Τώρα, το ότι υπάρχει ένας οικουμενικός τρόπος σκέψης (δηλαδή καθολικοί νόμοι που ισχύουν τόσο για έναν Κινέζο όσο και για ένα Γερμανό) είναι μια λαμπρή φιλοσοφική υπόθεση που δεν πρέπει να συζητηθεί εδώ, αν και θα μπορούσε. Το πρόβλημα πάνω στο οποίο συζητά η σύγχρονη γλωσσολογία είναι αν υπάρχουν καθολικά στοιχεία, δηλαδή μορφολογικοί και σημασιολογικοί κανόνες όμοιοι για όλες τις γλώσσες. Αλλά αυτό δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι η μια γλώσσα είναι όμοια με την άλλη: το πολύ πολύ σημαίνει ότι υπάρχουν δομές βάθους στην οργάνωση της ανθρώπινης σκέψης που εκδηλώνονται με διαφο­ρετικούς τρόπους σε διαφορετικές γλώσσες. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε διδάσκοντας τα λατινικά έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα σαν να διδάσκουμε τα βασκικά, καθώς και στις δύο γλώσσες λειτουργούν οι ίδιες βασικές δομές της λογικής. Επομένως, όταν λέμε ότι τα λατινικά είναι η κατεξοχήν ορθο­λογιστική γλώσσα, δεν εκφράζουμε το λογικό αποτέλεσμα του παραπάνω συλλογισμού: λέμε κάτι που αποτελεί αφελή άγνοια αυτού του συλλογισμού. Τα γεγονότα (αν και αρχαία) είναι γεγονότα: ο Αριστοτέλης διατυπώνει τις λογικές κατηγορίες βασιζόμενος στο πρότυπο των γραμματικών κατηγοριών της ελληνικής: και καθώς έχει μπροστά- του μια γλώσσα που λειτουργεί με απόδοση κατηγορουμένου σε ένα πράγμα θεωρεί, ότι υπάρχουν ουσίες με σύμφυτες ορισμένες ιδιότητες. Αν είχε ξεκινήσει από άλλη γλώσσα θα φιλοσοφούσε άραγε κατά τον ίδιο τρόπο; Το Μεσαίωνα οι μοδιστές διατύπωσαν μια θεωρητική γραμματική που προσπαθεί να βρει τρόπους απόδοσης νοήματος κοινούς για όλους τους ανθρώπους. Αλλά και σ? αυτή την περίπτωση οι τρόποι απόδοσης νοήματος είναι οι τρόποι μιας συγκεκριμένης γλώσσας: της λατινικής. Η θεωρία της καθολικότητας της σκέψης βασίζεται στην (αφελή) υπόθεση ότι μια μόνο γλώσσα μπορεί να μιλήσει ο άνθρωπος. Οι μοδιστές μιλάνε τα λατινικά και διατυπώνουνε πρότυπα συλλογισμού για τη δυτική σκέψη. Και καθώς μιλάνε μια λατινική γλώσσα που θα έκανε τον Οράτιο να ανατριχιάσει («respondeo dicendum quod»), να που η ιδεολογία της καθολικό­τητας της κλασικής λατινικής στηρίζεται στις συνέπειες μιας αναλογικής απόδειξης που έγινε πάνω στη γλωσσική βάση μιας λατινικής που δεν είναι αυτή που θέλουμε να διδάσκεται στα σχολεία (αλλά που διδασκόταν στις Scholae). Θαυμάσια. Συμπέρασμα: η λατινική είναι η γλώσσα της σκέψης μόνο για όποιον ξέρει μονάχα τη λατινική. Όποιος ξέρει άλλες γλώσσες ανακαλύπτει ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι σκέψης. Επομένως η λατινική διδάσκει μια εξαιρετική λογική πειθαρχία της σκέψης, αλλά με την προϋπόθεση να ενημερωθεί ο σπουδαστής ότι υπάρ­χουν και άλλες κι έτσι να μάθει αγγλικά (που δε λειτουργούν με γραμματική και λογική συνέπεια αλλά με παράθεση προφανών στοιχείων· και ορισμένες φορές είναι πιο χρήσιμη η αναγνώριση δύο αντιθε­τικών όρων συλλογισμού παρά η λήψη ενός μοναδικού συμπερά­σματος από ένα μοναδικό όρο), και μετά την τυπική λογική (που επεξεργάζεται τις λογικές σχέσεις με κανόνες διαφορετικούς από εκείνους της consecutio temporum) και μετά τη σύγχρονη μετασχηματική γραμματική, που ίσως από πολλές απόψεις έχει κληρονομήσει στοιχεία της καθολικιστικής λογικής της λατινι­κής, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι εφαρμόζεται στη γλώσσα που εμείς μιλάμε και επομένως διδάσκει πώς να συλλογιζόμαστε πάνω στη βάση της καθημερινής γλωσσικής εμπειρίας μας. Αν πολλοί επιμένουν να υποστηρίζουν τα λατινικά και μόνο τα λατινικά είναι κυρίως γιατί δεν ξέρουν αυτά τα πράγματα (ίσως εξαιτίας των υπερβολικών λατινικών) και έπειτα γιατί η στάση των μοδιστών είναι η πιο βολική: τί ωραία να πιστεύουμε ότι οι νόμοι της λογικής είναι αυτοί που μας δίδαξε η μαμά μας (ή ο καθηγητής των λατινικών!). Έτσι ανακαλύπτουμε ότι η έμμονη ιδέα των λατινικών είναι ένα φαινόμενο πολιτιστικής νωθρότητας, ή ίσως παράλογου φθόνου: «Θέλω να έχουνε και τα παιδιά μου τους στενούς ορίζοντες που είχα εγώ. Διαφορετικά δε θα υπακούνε όταν τα διατάζω». Επαναλαμβάνω ότι θα είμαι πανευτυχής αν, με ελεύθερη επιλογή, πολλοί νέοι διαλέξουν τα λατινικά στο σχολείο. Όχι μόνο γιατί είναι μια γλώσσα που έδωσε σημαντικά έργα και που επιτρέπει να καταλάβουμε το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας, αλλά γιατί δίνει επίσης τη δυνατότητα να καταλάβει κανείς σύμφωνα με ποια λογική ενεργούν οι συντάχτες των εκπαιδευτικών «προγραμμάτων».
Το κείμενο γράφτηκε στη δεκαετία του 1970, πήραμε όμως τη μετάφραση αυτή από το https://thelei.wordpress.com/ όπου δημοσιεύτηκε το 2014 (https://thelei.wordpress.com//2014/08/01/τα-αρχαία-ελληνικά-σαν-ορθός-τρόπος-σκ/). Μπορείτε επίσης να δείτε το πρωτότυπο στο https://books.google.com.cy/books?i...