|
Η έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου: Λίγο καιρό μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών ευρωπαϊκών Δυνάμεων οδήγησαν στην έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου (1914-1918). Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο: Τότε προέκυψαν στην ελληνική πολιτική ηγεσία σοβαρές διαφωνίες αναφορικά με την πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθηθεί. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος έκρινε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ θα ωφελούσε τη χώρα επιτρέποντας την ενσωμάτωση εδαφών, σε περίπτωση που η σύγκρουση ήταν νικηφόρα για την Αντάντ. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος έκλινε προς τη Γερμανία αλλά δήλωνε δημόσια ότι υποστηρίζει την ουδετερότητα καθώς σύμμαχοι των Γερμανών είχαν ήδη γίνει η Οθωμανική αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, αντίπαλοι της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Τελικά, μετά από εντονότατες εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις που έφεραν αντιμέτωπους τους δύο ηγέτες και οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου (Εθνικός Διχασμός), η Ελλάδα με επικεφαλής τον Βενιζέλο συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Οι ελληνικές διεκδικήσεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο: Το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών της Αντάντ, την ίδια στιγμή που οι κύριοι ανταγωνιστές της στα Βαλκάνια, η Βουλγαρία και η Οθωμανική αυτοκρατορία, βρίσκονταν στο στρατόπεδο των ηττημένων. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η Ελλάδα εμφανιζόταν πλέον έτοιμη να προχωρήσει στην ενσωμάτωση πολλών και σημαντικών περιοχών που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Τέτοιες περιοχές ήταν παράκτια δυτική Μικρά Ασία, η Θράκη με την Κωνσταντινούπολη, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος. Κάποιοι από τους στόχους αυτούς, όπως η Θράκη και τα μικρασιατικά παράλια, φαινόταν δυνατόν να επιτευχθούν. Άλλοι, ωστόσο, στόχοι, όπως η Κωνσταντινούπολη και η βόρειος Ήπειρος, έμοιαζαν αρκετά μακρινοί ή και απραγματοποίητοι, όπως στις περιπτώσεις της Κύπρου (που κατεχόταν από τη Μεγάλη Βρετανία) και των Δωδεκανήσων (που κατέχονταν από την Ιταλία). Η απόβαση ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919): Στο πλαίσιο αυτό, οι Δυνάμεις αποφάσισαν (Απρίλιος 1919), να παραχωρήσουν τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης στην Ελλάδα. Πράγματι, στις αρχές Μαΐου 1919, αποβιβάστηκε ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Η Συνθήκη του Νεϊγύ (14/27 Νοεμβρίου 1919) : Λίγους μήνες αργότερα οι δυνάμεις της Αντάντ και η Βουλγαρία προχώρησαν στην υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ, που αποτελούσε την επίσημη συνθηκολόγηση της ηττημένης Βουλγαρίας. Με τη Συνθήκη αυτή, η Βουλγαρία δήλωνε ότι δεν έχει πλέον διεκδικήσεις ούτε στην ανατολική Μακεδονία (που, πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ελληνική αλλά, κατά τη διάρκειά του, είχε καταληφθεί από βουλγαρικό στρατό), ούτε στη δυτική Θράκη (που, πριν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν βουλγαρική, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου). Έτσι, οριζόταν ότι η μεν ανατολική Μακεδονία θα περνούσε ξανά υπό ελληνικό έλεγχο, η δε δυτική Θράκη, βουλγαρική έως τότε, θα περνούσε στον έλεγχο της Αντάντ. Στο πλαίσιο αυτό εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, εφαρμόζοντας τη Συνθήκη του Νεϊγύ, στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάντ. Ανάμεσα σε αυτές ισχυρότατη ήταν η ελληνική στρατιωτική παρουσία. Η παρουσία ελληνικού στρατού στη Θράκη και η παράλληλη ύπαρξη στην περιοχή πυκνών ελληνικών πληθυσμών δημιούργησαν ευνοϊκούς όρους για την τελική ενσωμάτωση στην Ελλάδα ολόκληρης της Θράκης. Η Συνθήκη των Σεβρών (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920): Η οριστική συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Αντάντ και την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία υπογράφτηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 στις Σέβρες, ένα προάστιο του Παρισιού. Η συνθήκη αυτή σήμανε τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τον θάνατο ενός κράτους που δέσποσε για πέντε αιώνες στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα, σήμανε τη διαμόρφωση νέων δεδομένων στην ευρύτερη περιοχή. Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Σεβρών: - Τα εδάφη της ανατολικής Θράκης μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας (δηλαδή, χωρίς την Κωνσταντινούπολη) παραχωρούνταν στην Ελλάδα ενώ, παράλληλα, αναγνωριζόταν και επίσημα η ελληνική κυριαρχία στη δυτική Θράκη. Έτσι, ενοποιούνταν οι δύο μεγάλες περιοχές της Θράκης (η δυτική και η ανατολική), ενταφιάζονταν οι βουλγαρικές βλέψεις για έξοδο στο Αιγαίο, ενώ η Ελλάδα αποκτούσε έξοδο στον Εύξεινο Πόντο και όλες σχεδόν τις βόρειες ακτές της Προποντίδας. - Τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, μαζί με την Ίμβρο και την Τένεδο, αναγνωρίζονταν, τόσο από τις Δυνάμεις όσο και από την τουρκική πλευρά, ως τμήμα του ελληνικού κράτους. Τα Δωδεκάνησα, εκτός από τη Ρόδο, παραχωρούνταν από την Ιταλία στην Ελλάδα, με βάση ειδική ελληνοϊταλική συμφωνία. - Τέλος, με τη σημαντικότερη από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης των Σεβρών, η Ελλάδα αναλάμβανε για πέντε χρόνια τη διοίκηση της Σμύρνης και μιας περιοχής γύρω από αυτή στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Η περιοχή αυτή θα εξακολουθούσε να θεωρείται τμήμα της τουρκική επικράτειας, αλλά θα διοικούνταν προσωρινά από την Ελλάδα. Προβλεπόταν ότι μετά από πέντε χρόνια (δηλαδή, το 1925) θα γινόταν δημοψήφισμα με το οποίο οι κάτοικοι της περιοχής θα αποφάσιζαν είτε την παραμονή υπό τουρκική κυριαρχία είτε την ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Η σημασία της Συνθήκης των Σεβρών για την Ελλάδα: Η Συνθήκη των Σεβρών ικανοποίησε, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, τις ελληνικές διεκδικήσεις και θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος θρίαμβος της ελληνικής διπλωματίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η Μεγάλη Ελλάδα των «Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών», για την οποία μιλούσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος , έμοιαζε να είναι, πλέον, μια πραγματικότητα. Η Συνθήκη των Σεβρών, μια συμφωνία υπό αμφισβήτηση: Παρά τον ενθουσιασμό που επικράτησε στους Έλληνες, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης αρκούσε για να καταλάβει κάποιος ότι, στην πραγματικότητα, τίποτε απολύτως δεν είχε κριθεί οριστικά. Η Συνθήκη των Σεβρών είχε, από τουρκικής πλευράς, μόνο την υπογραφή του νικημένου και ανίσχυρου Σουλτάνου, που ήταν ένα πιόνι στα χέρια των Δυνάμεων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην Τουρκία ένα ισχυρό ένοπλο κίνημα αντίστασης με επικεφαλής τον αξιωματικό Μουσταφά Κεμάλ. Το κεμαλικό κίνημα στρεφόταν εναντίον της ξένης στρατιωτικής παρουσίας στην Τουρκία και δεν αποδεχόταν τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. Αυτό σήμαινε ότι όσοι ενδιαφέρονταν για την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης θα έπρεπε πρώτα να εξουδετερώσουν τους κεμαλικούς. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν η ένοπλη σύγκρουση. Με άλλα λόγια, αν οι Έλληνες ήθελαν να υλοποιήσουν τη Συνθήκη θα έπρεπε να κάνουν έναν σκληρό πόλεμο εναντίον των κεμαλικών. Το αποτέλεσμά του θα έκρινε και την εφαρμογή ή όχι της Συνθήκης των Σεβρών. |