Ο
κατά κόσμον Νικόλαος Βασίλιεβιτς Κουτέπωφ
γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1924 στο χωριό Κουτέπωβο του Κυβερνείου Τούλας. Τον Οκτώβριο του 1946
διορίστηκε Γραμματέας του Αρχιεπισκόπου Τούλας. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το
1952. Στις 12 Ιουλίου 1953 χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Επίσκοπο
Βόλογδα και
Τσερεποβέτς Γαβριήλ και εισήλθε στον κλήρο της
Επισκοπής Βόλογδα. Τον 1952 αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο της Μόσχας και
τον Ιούνιο του 1958 από τη Θεολογική Ακαδημία του
Λένινγκραδ. Τον Νοέμβριο του 1959 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Στις 20
Δεκεμβρίου του ίδιου έτους εκάρη μοναχός στη Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου (ήταν
ο τελευταίος μοναχός πριν το κλείσιμο του Μοναστηριού από τις Σοβιετικές
αρχές το 1960). Στις 28 Αυγούστου 1961 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Στις 10 Σεπτεμβρίου 1961 χειροτονήθηκε Επίσκοπος
Μουκατσέβου και Ούζγκοροδ. Την χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης
Κρουτίτσης και
Κολόμνας Πιτιρίμ, συμπαραστατούμενος από τον Μητροπολίτη
Χερσώνος και Οδησσού
Βόρι, τους Αρχιεπισκόπους
Έδμοντον και Καναδά Παντελεήμονα,
Γιαροσλάβου και
Ροστόβου Νικόδημο και τους Επισκόπους
Ποδόλσκ Κυπριανό,
Κοστρομά και Γκάλιτς
Νικόδημο και Ταλλίνης και Εσθονίας Αλέξιο. Στις 9 Οκτωβρίου 1963 εξελέγη
Επίσκοπος Όμσκ και Τιούμεν και στις 16 Δεκεμβρίου 1969 Επίσκοπος Ροστόβου και
Νοβοτσερκάσκ. Την 1 Δεκεμβρίου 1970 εξελέγη Επίσκοπος Βλαδίμης και Σουσδαλίας.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1972 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Διετέλεσε
τοποτηρητής της Επισκοπής Ριαζάν και Κασιμώβου από τις 11 Αυγούστου 1972 μέχρι
τις 11 Οκτωβρίου 1972. Στις 17 Απριλίου 1975 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Καλούγας και
Μπορώβου και στις 11 Ιουνίου 1977 Αρχιεπίσκοπος Γκόρκι και Αρζαμά. Την 1
Οκτωβρίου 1990 ονομάστηκε Αρχιεπίσκοπος Κάτω Νοβγορόδου και Αρζαμά. Στις 25
Φεβρουαρίου 1991 προήχθη σε Μητροπολίτη. Εκοιμήθη στο Κάτω Νόβγκοροντ στις 21 Ιουνίου
2001 ύστερα από καρδιακό επεισόδιο. |