Ου λουλός μι τ΄ πόρτα.

Ου  λουλός μι τ΄ πόρτα.

Μια φουρά στα παλία τα χρόνια σι ένα φτουχό χουριό ζούσαν τρία αδέρφια. Οι γουνεί ντουν τα είχαν τνάξ κι τα αδέρφια παλεύαν μουναχά ντουν να ζήσειν μι καναδυό χουραφούδια απ΄ τσ? αφήσαν οι θκιοι ντουν. Δλέβαν ουλ? τ? μιριά αλά χαϊρ δε βλέπαν. Ου ένας απ? τσι δυό ήταν λιγάκ?  λουλός, δηλαδή δεν ένιουνι κι πουλύ τι του γίνουνταν.

Μια μέρα τα δυο αδέρφια σκουθήκαν  χαραϊ  να παν στου χουράφ΄ να οργώσειν κι αφήσαν τουν λουλό στου σπίτ΄ να κάν? κανέ φαγούδ΄να φάν άμα γυρίσειν.

«Τι να μαγειρέψου» ? Τσ? ρουτά αυτός. «Κάνι κανάδυό φασούλια» τουν λέν αυτοίν κι φεύγειν για την δλειά  ντουν.

Άμα πέρασει η μέρα κι άρχισει να σμουχρειγιάζ? φανήκαν τα δυο αδέρφια απ?  του χουράφ?

«Ε, λουλέ,  βάλει να φάμ’» τουν είπαν. Πιαν? κι αυτός κι τσ΄ γιμίζ δυό πιάτα μι θιρμό νιρό κι τσ΄λέει » Φάτι, φάτι να χουρτάστι»

«Τι μας έφιρις να φάμ΄λουλέ ? Σκέτου νιρό? Πού έν τα φασούλια?»

ΚΙ τσ΄λέει αυτός: » Καλά δε μι είπατι να βράσου καναδυό φασούλια? Δυο έβαλα κι ιγό στου χαρκουτσούκ. Μέχρι να έρτιτι πείνασα κι έφαγα του ένα. Τώρα φάτι κι εισείς του άλλου από μσό να χουρτάστι. Καλή όρεξ? «.

» Ααααα, δε γίνιτι δλειά μι σένα»  ντουν είπαν  κι κμηθήκαν νησκοί.

Τα αδέρφια είδαν κι απουείδαν προυκουπή δε βλέπαν στου χουριό κι πήραν τν απόφα” να ξινιτιυτούν. Μια μέρα λέν στουν λουλό:

«Λουλέ ειμείς θα φύγουν για τα ξένα, μπας κι διουμ χαϊρ. Εισί θελς έλα θέλς κάτσει ειδώ. Αλλά άμα καθίεις σι βλέπου να ψουφάς απ” τ” πείνα γι αυτό σι λέω να μας κλουθίεις κι μπουρεί να βρουμ τν άκριγια κι να  προυκόψουμ…»

Ου λουλός δεν του πουλυσκέφκει κι απουφάϊσει να κλουθείς τ΄αδέρφια τ΄.

Ένα προυί αφού ειτοιμάσαν τα σακλέρια ντουν του ΄δωκαν δρόμου. Φεύγουντας λεν στουν λουλό:

«Ε, λουλέ, τράβα τ”  πόρτα απού πίσουσ να ξικνήσουμ…»

Κι ήθηλαν να πουν να κλεις τ” πόρτα για να μη πουμείν του σπίτ ανοιχτό ειείνους όμους δε κατάλαβει ξήλουσει τ” πόρτα κι τ΄πήρει στουν ώμου τ’…..

Ύστιρα απού  καμπόσιν ώρα κι αφού ανιβήκαν ανήφουρ κι κατβήκαν κατήφουρ ου λουλός είχει πουμείν λιγου πίσου.  Κουράσκει για απ” ήταν φουρτουμένους. Φουνάζ”   τσ αδιρφοί τ':

«Βρε να σας παρ ου διάουλους αχνάρουτ του δώκατι δρόμου στουν ανήφουρου κι μένα μι ξιχάστει φουρτουμένουν μι τ” πόρτα…απ” να σας χτυπήσ΄ου τόπους…» Θα τσ είλιγει κι άλλα αλλά δε πρόλαβει γιατί λιγουθύμσει απ” του ζόρ…κι τουν πλάκουσει κι η πόρτα…

Τρέχειν τ” αδέρφια τ” τουν ξιπλακλώνειν, τουν βρέχειν  λιγλακ” κι σαν να σνίρτει..

Καλά βρε λουλέ γιατόι κβανείς τ” πόρτα? άφσεις κι του σπιτ” ανοιχτό, θα γιμήσ” γάτ κι σκύλ…

Τσ΄λέει εικέινους:

«Καλά εισείς δε μι είπατει να τραβήξου τ΄πόρτα? Δε μι είπιτει ούτι να τη κλείσου ούτι να τ” κλειδώσου. Τη τράβξα  κι ειγώ κι τ΄πήρα στουν ώμου. Κι εισείς δε μι βοηθήσατει ντιπ. Αδέρφια είστει για να μη πω…

«Καλά, καλά» είπαν αυτοίν» παράτα τ” πόρτα να κνίσουμ γιατί σι κανά δυό ώρεις θα σμουχριγιάσ…»

«Δε κβάνσα ειγώ τ” πόρτα μέχρι ειδώ για  να τ΄παρατήσου. Βάλτει ένα χερ” να τ” πάρουμ μαζί μας. Να διείτει απ” θα μας χρειγιαστεί…

Δρόμου πήραν δρόμου αφήσαν, φτάνιν σι μια ανοιχτουσά απ” είχει πουλλοί κόσμου. Αυτοίν εικεί πειρνόυσαν τ΄νύχτα γιατί πήγηναν μι τα πουδάρια σι ένα μουναστίρ εικεί κουντα για να προυσκνήσειν. Αλλ” κμούνταν καταεί στου χώμα άλλ” απάν τσι φτέρις, άλλ΄στα χουρτάρια…

«Ησυχία λέει ου λουλός για να μή μας ακούσειν» «Να, θα βάλου τ” πόρτα απάν στουν πλάτανου εικεί απ΄δεμ έχ κόσμου κι θα τ΄έχουμ για κριβάτ»

Έτσ κι έκαναν, σιγά-σιγά έδαλει ο λουλός μαζί μι τ΄αδέρφια τ”  πόρτα απάν στου πλάτανου (τη σφήνουσει ανάμισα στα κλαδιά κι ξαπλώσαν κι κμηθήκαν.

Σι λίγου του μέρους γέμσι κόσμου, κι άλλ” προυσκυνητές, που πηγαίναν κι αυτοίν στου μουναστίρ. Απού πκατ απ΄τουν πλάτανου είχει ίσα μι διακόσοιν….

Τ” αδέρφια καταλάβαν τ” πληθουκουσμία κι είπαν να  κάνειν ησυχία για να η τσ” καταλάβειν αφού αυτοίν ήταν φτουχοί κι καημένοι εινώ οι ταξιδιώτις φαίνουνταν καλουβαλμέν κι φουβούνταν να μη τσ΄πειράσειν για τίπουτα κλέφτις κι τσ παραδώσειν στν αστυνουμία ή ακόμα χειρότιρα να μη τσ τνάξειν κανένα «σουλτάν μιριμέτ» κι τσ” μιλανιάσειν κι δε μπουρούν να πουσπατήσειν.

Κμηθήκαν ούλ κι ακούγουνταν μουνάχαν τα τριζόνια, οι βατράχ άντι κι κανένας σκύλους απού μακριά.

Εκεί απλ δε του πιρίμινει κανένας ξυπνά ου λουλός , γκτά τ΄αδέρφια κκι τσ΄ λέει: » Θέλου να κατρήσου» Αυτοίν τουν λεν ο΄τι δε γίνιτι αφού δεν μπυρεί να κατβεί για τι θα τσ΄πάρειν χαμπάρ, αλλά ούτι κι να κατρήσ απάν απ΄του δέντρου για τι θα τσοι βρέξ κι πάλι θα τσ καταλάβειν.

Εικείνους ήταν ανένδουτους.» Θέλου να κατρήσου, θα σκάσ η φούσκα μ” » …κι προυτού προυλάβειν τ” αδέρφια τ΄να σκιφτούν τι θα κάνειν του βγάζ όξου ου Λουλός κι του μουλέρνει σακάτ απ΄του δέντρου.

Ήταν τόσου πουλύ του κατρουλιό που πουλλού ξύπνησαν κι ένας είπει: «Παράξινα πράματα πατριώτις. Βρέχ μι ξαστιριά.Γισ θαύμα τ΄Θειού εν” , για τ”  διαόλ» Σταυρουκουπθήκαν κι του ρίξαν πάλι στουν ύπνου…

Κμηθήκαν κι τ΄αδέρφια απάν στν μπόρτα απ” ήυαν απάν στουν πλάτανου….Ύστιρα απού κανάδυο ώρις ξαναξυπνά ου Λουλός κι ξαναγκτά τ΄αδέρφια τ”.: «Θέλου να χέσου¨  τσ΄ λέει.. «Βρε αμάν, σφίχτσι»,  «Βρε ζαμάν, κρατήτσι, θα φαμ πουλύ ξύλου….» αυτ’ος τίπουτα. Τα κατβάζ κι μουλέρνει τσ΄κουραδούκλις σακάτ απ” τουν πλάτανου. Κάποιοιν τσ” πήραν τα σκάγια κι άρχισαν πάλι να σταυρουκουπιέντιν κι έιλιγαν: «ΜΙγάλους πούλους πέρασι μιγάλ”  κουτσίλ έριξι». Κι γλέπαν κατά σαπάν τουν ουράνό λίγου σαρπτσμέν….

Τ” αδέρφια απά στουν πλάτανου είχαν χιστεί απ΄του φόβου ντουν. Σι λέει τώρα θα μαπάρειν χαμπά κι θα μα μπιτίσιν….

Λίγου ου φόβους λίγου η νύχτα παλατζάρσι η πόρτα κι δίν” γιουβαρλαμά σακάτ απ΄τουν πλάτανου (τ΄αδέρφια ντ” τιλιφταία  ώρα κριαμαστήκαν απ” τα λουμάκια κι γλιτώσαν…

Όπους έπιφτι η πόρτα έκανε μιγάλου σαματά (ήταν κι λιγάκ ξιχαρβαλουμέν). Οι ανθρώπ΄απ” ήταν αουπκάτ υα χρειγιαστήκαν.:

«Τι θα πέσ τώρα να μας πλακώσ: Τριχάτι πουδαράκια μ” να φύγουμ” απού δώ…»

Ούλ οι προυσκυνητές σκουρπίσαν στα βνά κι στα λαγκάδια απ΄ τουν φόβου ντουν…

Κατβήκαν τ” αδέρφια σιγά σιγά απ” τουν πλάτανου…Βλέπειν απού δω, βλέπειν απού κει δε φαίνουνταν κανένας.

Απάν στ”  λουλάδα τουν απ” του φόβου  ντουν φύγαν  ούλ κι παρατήσαν τα πράματα τουν.

Βλέπειν τ” αδέρφια τόσουν πλούτου μαζιμένου κι είπαν  να πάρειν τίπουτα μαζί τουν γιατί τέτοια φτώχεια απ” είχαν θα πιθαίναν απλ τλ πείνα. Εικεί απ” έψαχναν να βρουν τίπουτα  που να άξιζει βλέπειν του λουλόν να προυσπαθεί να ζιφτεί ένα τφαλ θυμιάμα.

«Τι θα του κάνς του θυμιάμα λουλέ?» Τουν ρουτήσαν τ” αδέρφια. «Ας του καταεί κι πάρει ό,τ μπουρείς κι παμ να φύγουμ να μη γυρίσειν οι ανθρώπ κι θα μας μαυρίσειν απ” του ξύλου».

Αυτός δεν άκγει τίπουτα. «Θα πάρουμ του θυμιάμα απ΄να σκάστι» τσ”  είπει.

Ειπίμεινει τόσου πουλύ που τ΄αδέρφια απλ τουν φόβουν τουν να μη τσι πιάσειν του βουηθήσαν να  κβαλήσ” του τσφαλ κι του δώκαν δρόμου σακλατ στου λαγκάδ.

Ύστιρα απού δυο μέρις δρόμου έφτασαν σι ένα βνο χουρίς δάντρα. Ου λουλός ανέφκει σι ένα πασπάρ κι αφού άδειασει του θυμιάμα καταεί του έβακει φουτιά κι άρχισει να χορεύει κι τραγδούσει κι  φώναζει: «Αγγέλ  χαρχαγγέλ κατβήτει να θυμιαστείτει» Τ΄ αδέρφια τουν γλέπαν κι τουμίσαν ότι λουλάθκει ντιπ. Κι προυτού προυλάβειν να κάνειν τίπουτα γίνκει του θάμα. Αρχίσαν να πιτούν γύρου γύρου απ΄τ” φουτιά αγγέλ κι αγγειλούδια που δε τα βαζει ου νους τσ” .

Έψειλναν κι τραγδούσαν κι έμοιζαν ειυχαριστημέν” πουλύ.

Αφού καλουθυμιαστήκαν κι έσβησει η φουτιά καθήσαν γύρου απ΄του λουλό κι τουν είπαν:

«Πουλύ μας ειυχαρίστησεις άνθρουπι. Πε μας τι χάρ”  θέλς να σι κάνουμ».

Ου λουλός δεν του πουλυσκέφκει κι τσ΄είπει:

 

Θέλου για μένα κι τ΄αδέρφια μ΄ ένα μιγάλου σπιτ απαν σι κείνου του βνο μι τρεις κάμαρεις γιμάτεις χρυσό γιατί φτουχοί ανθρώπ” είμιστει κι να μη χρειαστεί να ξαναδλέψουμ».

Τ΄αδέρφια τουν βλέπαν μι ανοιχτό τουν στόμα….

Έτσ” κι έγινι. Ξαφνικά βριθήκαν στου σπίτ μι του χρυσό κι ζήσαν αυτοί καλά κι ειμείς καλύτιρα…….

 

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επιτρέπονται τα εξής στοιχεία και ιδιότητες HTML: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>