Η οικονομία της Θάσου ήταν αυτάρκης αγροτική-κτηνοτροφική. Οι άνθρωποι για αιώνες επιβίωναν με ό,τι τους παρείχε ο τόπος. Στο πλαίσιο αυτής της κοπιαστικής καθημερινότητας το «λάσιμο» του κάθε οικιακού ζωντανού ήταν μια βασική διαδικασία.
Κάθε σπίτι είχε δύο-τρεις κατσίκες από τις οποίες έπαιρνε τα απαραίτητα γαλακτοκομικά προϊόντα και φυσικά τα γλυκύτατα κατσικάκια για το πασχαλιάτικο τραπέζι.
Για να λειτουργήσει αυτή η διαδικασία έπρεπε η κατσίκα να γονιμοποιηθεί και να κυοφορήσει. Όμως το κόστος της συντήρησης του τράγου ήταν δυσβάσταχτο για ένα και μόνο νοικοκυριό. Άσε που ο τράγος δεν θα έμενε με τίποτα ικανοποιημένος με τις δύο-τρεις κατσίκες που θα είχε στη διάθεση του.
Έτσι λοιπόν κάποιος συγχωριανός διατηρούσε έναν τράγο «ετοιμοπόλεμο» κι όταν η κατσίκα «θμούνταν» είχε οίστρο δηλαδή την μετέφεραν στο περιβάλλον του τράγου κι αυτός αναλάμβανε τα υπόλοιπα. Φυσικά με το αζημίωτο. Ο ιδιοκτήτης της κατσίκας θα έπρεπε να καταβάλει , το αντίτιμο το οποίο στα χρόνια τα δικά μου ήταν χρηματικό και συμφωνημένο από πριν.
Η κατσίκα έμενε με τον τράγο ένα- δύο μερόνυχτα μέχρι να μην τον δέχεται άλλο. Αυτό ήταν και το σημάδι πως η διαδικασία είχε επιτυχία. Σε περίπτωση που η κατσίκα πολύ σύντομα εμφάνιζε οίστρο ο ιδιοκτήτης του τράγου έπρεπε να τη δεχτεί χωρίς περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη της κατσίκας.
Η όλη διαδικασία ονομαζόταν «λάσιμο» ή «λάσμου τσ΄ κατσίκας» στα θασίτικα.
Θυμάμαι λοιπόν τον παππού μου να ρωτάει τη γιαγιά μου (αφού αυτή ήταν υπεύθυνη για όλα τα σχετικά με τα οικόσιτα ζώα):
«Μαρίγια, λάσκει η κατσίκα;»