Ου μπάρμπας κι ου γάδαρους.

Αυτήν τ’ν ιστουρία απ’ θα σας πω τ’ν άκσα όταν ήμαν μκρέλους κι τόσου ιντύπους μι έκανι που τη θμούμι ακόμα κι τώρα…
Ήταν ένας μπάρμπας καπνιργάτς. Πιδιά σκλια δεν είχι. Μουναχός ήταν κι μουναχός πόμνει.Δε βαριέσι ίλιγει. Τσ’ είδαμ κι αυτείν απ΄κάναν πιδιά άλλου τράβξει για τ’ν Αυστραλία άλλου για τ΄ν Αμιρική. Ιγώ τουλάχιστου δεν έχου καμιά έννοια.
Τ’ν άνοιξ πήγινε σ΄ Γκαβάλα να πιας δλεια κι κουντά για τσ΄ειλές σμαζέβουνταν στου χουριό. Κμούνταν κι ξυπνούσι μι ένα όνειρου: Να πάρ΄τ΄σύνταξη τ΄ να γυρίς΄ στου χουριό, να αγουράσ έναν γάδαρου κι να τ΄ν πιρνά ούλ τ’ μιριά στου γκαφινέ. Κατά τσ’ δέκα-έντικα να ανιβαίν στου γάδαρου κι να τουν πηγαίν στου σπίτ γιατί μουναχός τ΄δεν θα μπουρούσι να στλώς ειπειδη θα ήταν κδουν απ’ τα ρακιά.
Ετς κι γίνκει. Ουλ τ’ μιριά έπνι ρακιά έτρουγι κι κανένα μιζέ κι τ’ μπαλών. Είχι κι παρέα στουν γκαφινέ, έπιζι κανέ χαρτί , πιρνούσι τ’ μέρα τ κι ήταν μες στ’ καλή χαρά. Απ΄ντου στόμα τ΄δεν άκγεις παράπουνου.
Υπίρχι όμους ένα πρόβλημα. Ου γάδαρους ήταν βαρβάτους κι ήθιλι να έχ του νουτ να μι σέρνει καμιά γαδούρα γιατί του ζο θα κλουθούσι τ’ φύσι τ’….
Ένα βράδ’ λοιπόν απ΄γύρζει στου σπίτ’ ( μι του ζορ στέκουνταν απάν στου σαμάρ γιατί βλέπς είχει πειράς απ’ του χαλάτ απ’ βγάζαν τα ρακιά. Είχαν πάρ κι τα διουλιά κι χουρουπδούσαν ουλ νυχτιά. Του κανάτ μι του ρακί άδειαζει του ένα ύστιρα απ’ τ’ άλλου . Ήταν κουντά χαραï όταν ανέφκει στουν γάδαρου να προυμαζιφτεί.
Τ’ν ώρα που ίπιρνει τουν κατήφουρου για να στριψ΄για του σουκάκι τ’ του ζο σκώθκει στα πισνά πουδάρια γιατι η γαδούρα τ΄γείτουνα τ΄ήταν στ’ς μερις τ΄ς. Ου μπάρμπας ούτι κατάλαβει τι ντο βρίκι. Έδουκει κβάρα τ’ ανάσκιλα απάν σι έν τρουχάλ κι ικεί πόμνει γιατί του κιφάλι τ’ άνξει στα δυό.
Έτς ντου βρήκαν οι γειτόν σι κανά δυο ώρεις πού χάραξει. Ου γάδαρους βάτιβει τ’ γαδούρα κι του μπάρμπα του παίρναν τα μέτρα για τ΄κάσα.
Οι μκρέλδεις ήταν μες στ΄ χαρά γιατί  κάθει φουρά που λαμώναν κανέναν παίρναν τα μαντίλια απ΄ δέναν τα χέρια κι τα σαγούνια τ΄ πιθαμέν. Παίρναν κι κανέ ψιλό απ’ κβανούσαν τα ξιφτέρια, τα στιφάνια κι του καπάκ τ’ς κάσας κι απ” βαρούσαν τσ” καμπάνεις.
Αυτό απ΄ μας μαθαίν αυτήν η ιστουρία εν του ιξής: Αν μπικρουμαχείς κι θελς γάδαρου για να σι κβανεί ου γάδαρους πρεπ’ να έν μνούχους…….

Σχολιάστε

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Επιτρέπονται τα εξής στοιχεία και ιδιότητες HTML: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>