Οι Άγιοι Σταμάτιος και Ιωάννης οι Νεομάρτυρες, οι αυτάδελφοι, και ο συνοδίτης αυτών Νικόλαος (3 Φεβρουαρίου)
Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ιωάννης και Νικόλαος[1] κατάγονταν από τις Σπέτσες και μαρτύρησαν υπέρ του ονόματος του Χριστού στη Χίο, το έτος 1822 μ.Χ. Από αυτούς οι δύο πρώτοι, ο Σταμάτιος και ο Ιωάννης, ήταν αδελφοί. Ὁ πατέρας τους ονομαζόταν Θεόδωρος Γκίνης και ἡ μητέρα τους Ανέζω.
Κατά το έτος 1822 μ. Χ. οι Άγιοι ξεκίνησαν το ταξίδι τους για την Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε ναυτικούς, που ασχολούνταν με το εμπόριο, μεταξύ των οποίων ήταν και ο συναθλητής τους Νικόλαος. Η σφοδρή θαλασσοταραχή τους ανάγκασε να προσαράξουν απέναντι από τη Χίο, σε παραλία της Μικρασιατικής γής που ονομαζόταν Τσεσμέ. Αφού βγήκαν στην ξηρά, φοβούμενοι τους Τούρκους, εμπιστεύτηκαν την ζωή τους σε κάποιον Χριστιανό, τον οποίο παρακάλεσαν να μεριμνήσει, δίνοντάς του αμοιβή για την εξεύρεση υλικών, προκειμένου να επισκευάσουν τα χαλασμένο πλοιάριό τους. Όμως αυτός τους πρόδωσε στον αγά και οδήγησε εναντίον τους, τους Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι τους κατεδίωξαν. Από τους επτά οι δύο φονεύθηκαν, και άλλοι δύο έφυγαν δια θαλάσσης. Οι Οθωμανοί, εξαγριωμένοι, συνέλαβαν τους δύο αδελφούς, Σταμάτιο και Ιωάννη και τον γέροντα πλοίαρχο Νικόλαο. Ο πασάς, αφού τους ανέκρινε, έδωσε εντολὴ να φυλακίσουν τους δύο αδελφούς και να αποκεφαλίσουν το Νικόλαο στην εκτός του κάστρου πεδιάδα.
Οι Τούρκοι προέτρεπαν το Νικόλαο να αλλαξοπιστήσει, για να γλυτώσει τον θάνατο και να κερδίσει την ζωή, εκείνος όμως απάντησε με θάρρος ότι δεν αρνείται την πίστη του. Έτσι, ομολογώντας τον Χριστό, δέχθηκε το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού απέκοψαν την τίμια κεφαλή του.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν να εξισλαμίσουν και τους δύο αδελφούς. Παρά τις μεθοδικές και επίμονες προσπάθειές τους, επί επτά συνεχείς ημέρες, δεν κατάφεραν τίποτε. Οι Μάρτυρες βρήκαν την ευκαιρία και απέστειλαν κρυφά έγγραφη την εξομολόγησή τους προς τον Μητροπολίτη Χίου, ο οποίος τους έδωσε την ευλογία του, για να προχωρήσουν προς το δρόμο του μαρτυρίου με πνευματική ανδρεία. Αφού κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, των οποίων την αποστολή οικονόμησε ο Επίσκοπος με κάποια γυναίκα, ήταν έτοιμοι για την μεγάλη θυσία. Προσαχθέντες ενώπιον του πασά, διεκήρυξαν και πάλι την ακλόνητη πίστη τους στον Χριστό και πορευόμενοι προς το μαρτύριο φώναξαν προς το πλήθος: «Χριστιανοί είμεθα, για τον Χριστό πηγαίνουμε στον θάνατο». Έτσι δέχθηκαν τους στέφανους του μαρτυρίου, αποκεφαλισθέντες, ο μεν νεομάρτυρας Σταμάτιος σε ηλικία 18 ετών, ὁ δε νεομάρτυρας Ιωάννης σε ηλικία 22 ετών.
[1] Αποκλειστική πηγή που χρησιμοποιήσαμε για την παράθεση του Συναξαριού αποτελεί ο δικτυακός τόπος «Μέγα Συναξάριον».