Ο Άγιος Αντώνιος ο Νεομάρτυρας ο Αθηναίος (5 Φεβρουαρίου)

5 Agios Antonios Athinaios aa

Ο Αντώνιος ήταν από την περίφημη πόλη των Αθηνών. Οι γονείς του λέγονταν Μήτρος και Καλομοίρα. Ήταν πολύ φτωχοί αλλά ανέθρεψαν τον Αντώνιο με πολλή ευσέβεια. Όταν έγινε δώδεκα χρονών, μη μπορώντας να βλέπει τους γονείς του σε τέτοια φτώχια, πήγε να δουλέψει σε κάποιους Αρβανίτες τούρκους εκεί στην Αθήνα και από το μισθό του, τους βοηθούσε. Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, ακολούθησε τα αφεντικά του σε εκστρατεία εναντίον των Ρώσων που είχαν έρθει. Αλλά εκεί τον πούλησαν σκλάβο σε κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια για να τον τουρκέψουν, χωρίς όμως να τα καταφέρουν. Και αργότερα, όταν οι Αγαρηνοί τον πήραν στο Δούναβη ποταμό, εκεί πουλήθηκε άλλες πέντε φορές σε αφεντικά όλο και σκληρότερα, οι οποίοι προσπαθούσαν όλοι με τη σειρά τους να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει. Στο τέλος τον πούλησαν σε κάποιον Χριστιανό χαλκουργό ο οποίος τον πήρε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε και την οικογένειά του. Εκεί ο Αντώνιος εξομολογήθηκε σε έναν πνευματικό και μετέλαβε τα Άχραντα μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο στο Τζιουμπαλί.

Μια μέρα βλέπει στο όνειρό του μια όμορφη γυναίκα που του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει σε κάθε κίνδυνο και να μη φοβάται αλλά να μένει ανδρείος. Το διηγήθηκε αυτό στην κυρά του και αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται να μαρτυρήσει. Όταν ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφεντικού. Έτυχε όμως να περάσει από εκεί το τελευταίο του αφεντικό, τον γνώρισε και άρχισε να φωνάζει και να κατηγορεί τον Άγιο ότι τον παράτησε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του, και πως ήταν Τούρκος πρώτα και μετά έγινε πάλι Χριστιανός. Μάζεψε και άλλους ψευδομάρτυρες και τον πήγαν στον κριτή της Ρούμελης Μουράτ Μουλάν. Ο κριτής ρώτησε αν είναι αλήθεια. Αλλά ο Άγιος του απάντησε χωρίς να δειλιάζει ότι γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς, και είναι Χριστιανός αλλά είναι και έτοιμος να υπομείνει μύριους θανάτους για το Χριστό. Μετά από αυτά, ο κριτής άρχισε τα ταξίματα και τις υποσχέσεις για πλούτη και δόξα. Επειδή όμως είδε πόσο σταθερός ήταν ο Αντώνιος άρχισε να τον φοβερίζει με βασανιστήρια και δύσκολο θάνατο. Όμως ο Άγιος του απάντησε «όσα και να μου κάνεις, και αν μου κόψεις το σώμα μου κομμάτια, και αν με θανατώσεις, πιο πιθανό είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός παρά να αλλάξω εγώ την πίστη μου». Τότε ο κριτής αντί να θυμώσει εναντίον του Αγίου, θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες και τους κατηγόρησε ότι με το ζόρι βιάζουν τους ανθρώπους να τουρκεύουν. Έτσι παίρνει ιδιαίτερα τον Άγιο και του λέει να λυπηθεί τη νεότητά του, μόνο προς το παρόν να αρνηθεί την πίστη του, και στη συνέχεια να φύγει και να πιστεύει όπου θέλει. Αλλά ο μάρτυρας του Χριστού, σκεφτόμενος τα λόγια του Κυρίου που είπε «όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου», απάντησε φωνάζοντας ότι είναι Χριστιανός και προτιμάει να πεθάνει για τον Χριστό. Αλλά και όταν τον έστειλαν στον βεζίρη Μεχμέτ Μελέκ, και αυτός διαπίστωσε ότι άδικα κατηγορούν τον Αντώνιο, και αυτός προσπάθησε να τον ελευθερώσει. Αλλά και μέσα από την φυλακή που ήταν ενδυνάμωνε και άλλους φυλακισμένους. Έγραψε και γράμμα με το οποίο ζητούσε συγχώρηση από τους άλλους Χριστιανούς αλλά ευχαριστούσε και τον αφεντικό του που τον είχε αγοράσει από τους Τούρκους και τον παρηγορούσε ότι δεν πρόκειται να αρνηθεί τον Χριστό.

Όταν η περίπτωσή του όμως έφτασε στον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ, αυτός φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους, κι έδωσε διαταγή ή τούρκος να γίνει ή να θανατωθεί. Όταν τον ξαναρώτησε για τελευταία φορά ο βεζίρης τι θέλει να κάνει ο Άγιος, τότε ο Μάρτυρας με πολλή χαρά δέχτηκε να του δέσουν τα χέρια και έτρεχε στο θάνατο με πρόσωπο χαρούμενο. Και πηγαίνοντας στο Ακ Σαράι, γέρνει το κεφάλι του και λέει: «Κύριε στα χέρια σου αφήνω το πνεύμα μου». Ο δήμιος τον χτύπησε τρεις φορές με το σπαθί για να τον βασανίσει περισσότερο και στο τέλος τον έσφαξε σαν αρνί. Και έτσι ο Αντώνιος κέρδισε το στεφάνι του μαρτυρίου. Οι Χριστιανοί, παίρνοντας το σώμα του με πομπή, και με ύμνους επινίκιους το ενταφίασαν έξω από την Ζωοδόχο Πηγή.

Ακούστε το βίο εδώ: