Οι Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια (30 Οκτωβρίου)
Όταν ηγεμόνας της Κιλικίας ήταν ο Λυσίας, στα χρόνια του Διοκλητιανού, ζούσαν οι Άγιοι σε κάποιο σπίτι μαζί με τη μητριά τους επειδή είχαν χάσει και τη μητέρα τους και τον πατέρα τους, ήταν μάλιστα και αρκετά πλούσιοι. Επειδή η μητριά τους ήθελε να κρατήσει άδικα τα πράγματα των γονέων τους, τους πρόδωσε στον ηγεμόνα κατηγορώντας τους ότι είναι Χριστιανοί. Και οι νέοι όταν παρουσιάστηκαν στον ηγεμόνα του είπαν: "δεν μας νοιάζουν τα πράγματά μας ηγεμόνα. Για την πίστη μας θα υπομείνουμε κάθε κακό που θα μας συμβεί. Και η μητριά μας δεν μας πρόδωσε γιατί υποστηρίζει τη θρησκεία των θεών σας, αλλά διότι θέλει να πάρει από εμάς άδικα την κληρονομιά των γονιών μας".
Όταν άκουσε αυτά ο ηγεμόνας, συμφώνησε με τη μητριά, και θέλησε να σκοτώσει τους Αγίους για να πάρει και αυτός μερίδιο από την κληρονομιά. Έτσι αμέσως διατάζει να απλώσουν τον Κλαύδιο σε τέσσερα μέρη και να του ξεσκίσουν την πλάτη με ραβδιά. Στη συνέχεια τον κρέμασαν από τις άκρες των χεριών, έκαψαν τα πόδια του με αναμμένα κάρβουνα χαράζοντας τα πλευρά του με χάλκινα κεντριά. Έπειτα τον χτύπησαν με τούβλα και τον έβαλαν φωτιά με χόρτα. Ακούγοντας ο Άγιος τον ηγεμόνα να λέει: θυσίασε στους θεούς για να γλιτώσεις, του απαντάει: σου είπα και πριν ότι για την πίστη του Χριστού, και τον θάνατο ακόμη καταφρονώ. Κάνε ό,τι θέλεις! Και έτσι αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έρριξαν στη φυλακή.
Έπειτα έφεραν στον δικαστή τον Αστέριο στον οποίο και λέει: Πώς λέγεσαι; Ο Άγιος όμως δεν απαντούσε, κι έτσι ο ηγεμόνας διέταξε να τσακίσουν τα δόντια του Μάρτυρα. Όση ώρα του έσπαζαν τα δόντια, φώναζε ο τελάλης: θυσίασε στους θεούς μας και γλίτωσε τη ζωή σου. Ο Μάρτυρας όμως παρόλο που τον τιμωρούσαν και άκουγε τη φωνή του τελάλη, δε σταμάτησε να λέει κι αυτός: Ό, τι θέλεις κάνε ηγεμόνα, και μην καθυστερείς διότι εγώ δεν θέλω να αρνηθώ τον Χριστό και Θεό μου. Τότε τον κρέμασαν και του ξέσκισαν τα πλευρά, κι έκαψαν τα πόδια του αφού είχαν στρώσει αναμμένα κάρβουνα από κάτω. Στη συνέχεια αφού τον έδειραν με ραβδιά, τον έριξαν στη φυλακή. Μετά από αυτά παρουσιάζεται στο δικαστήριο ο Νέων. Αφού τον ρώτησαν και αυτόν πώς λέγεται, αποκρίθηκε: αν θέλεις να μάθεις το όνομά μου, μάθε ότι είμαι ο Νέων. Περισσότερα μην ελπίζεις να μάθεις. Επειδή εγώ είμαι αδελφός των νέων που τιμωρήθηκαν πριν από μένα, του Κλαύδιου και του Αστερίου, δε μπορώ να χωριστώ από αυτούς. Αλλά επειδή θέλω να ομολογήσω για τον Χριστό, γι' αυτό και είμαι εδώ μπροστά σου. Μην αργείς καθόλου και κάνε αυτό που θέλεις. Τότε τον άπλωσαν κάτω στη γη και τον έδερναν συνεχώς έχοντας στρώσει από κάτω κάρβουνα αναμμένα. Αφού τον έδειραν για πολλές ώρες, τον έριξαν στη φυλακή.
Την ερχόμενη μέρα κάθισε ο Λυσίας στο δικαστήριο. Φέρνοντας μπροστά του τον Άγιο Κλαύδιο του λέει: πες μας, μήπως σκέφτηκες και άλλαξες γνώμη; Ο Άγιος απάντησε: με ακόμη μεγαλύτερη τόλμη και λιγότερο φόβο από χθες στέκομαι μπροστά σου, γιατί τα βάσανα με έκαναν δυνατότερο και πιο θαρραλέο. Αμέσως τότε του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον κρέμασαν και τον έβαλαν σε βασανιστικό όργανο το οποίο εισχωρούσε μέσα στις αρθρώσεις και στα μέλη του σώματος. Συγχρόνως, με τανάλιες του έβγαλαν τα πέλματα από τα πόδια και τα χέρια. Και αφού μετά από ώρες τον κατέβασαν μισοπεθαμένο, τον έβαλαν στη φυλακή. Έπειτα εμφανίστηκε στο δικαστή ο Άγιος Αστέριος, στον οποίο του λέει: εσύ, σκέφτηκες μήπως να θυσιάσεις στα είδωλα και να σωθείς από τα βάσανα; Ο Μάρτυς του απάντησε: εκείνος που πιστεύει στον αληθινό Θεό, και έχει στηρίξει σ' Αυτόν όλες τις ελπίδες του, εκείνος αψηφάει το θάνατο όσα βάσανα και να πάθει. Τότε ο Λυσίας είπε: κρεμάστε τον και διαλύστε τα πλευρά του, και κόψτε τις άκρες από τα πόδια και τα χέρια του και κατακάψτε το σώμα του με πυρωμένα σουβλιά. Όση ώρα γίνονταν όλα αυτά, και ο Μάρτυς αισθανόταν αφόρητους πόνους, είπε: μακάρι κάποια μέρα να δει ο Θεός αυτά που κάνεις στους δούλους του και να σε εκδικηθεί όπως σου αξίζει. Τότε ο Λυσίας πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή, και φώναξε μπροστά του τον Νέωνα. Επειδή όμως κι αυτός ήταν σταθερός, τον ξάπλωσαν κατα γης, ξέσκισαν το σώμα του με νεύρα βοδιών και αφού όλο το σώμα του έγινε μια πληγή, τον έριξαν και πάλι στην φυλακή.
Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να φέρουν και την αδελφή τους, την Νεονίλλα. Και επειδή στην ανάκριση κατάλαβε ότι αυτή ήταν ακόμη πιο σταθερή στην πίστη και από πέτρα, πρόσταξε να τη δείρουν στο πρόσωπο. Ύστερα τη χτύπησαν στα πόδια με λουριά. Μετά την κρέμασαν από τα μαλλιά και στη συνέχεια της ξύρισαν το κεφάλι για να την ατιμάσουν. Και άπλωσαν το σώμα της από τα τέσσερα άκρα, έγδερναν τη σάρκα της με ωμά λουριά. Ύστερα την ξάπλωσαν ανάσκελα και έβαλαν επάνω στο στήθος της και στα σπλάχνα της αναμμένα κάρβουνα. Έτσι η Αγία παρέδωσε το πνεύμα της στα χέρια του Θεού. Το τίμιο σώμα της το έβαλαν σε ένα σάκο και το βύθισαν στη θάλασσα. Τους Αγίους Μάρτυρες Κλαύδιο, Αστέριο και Νέωνα τους αποκεφάλισαν έξω από την πόλη και τα σώματά τους τα έριξαν στα θηρία και στα αρπακτικά για να τα φάν. Με αυτό το μακάριο τέλος τελείωσαν τη ζωή τους οι Άγιοι Καλλίνικοι Μάρτυρες και αδελφοί, και πήραν τα στεφάνια της νίκης.
Ακούστε το βίο εδώ: