Ο ρόλος της οικογένειας

Η οικογένεια αποτελεί βασικό παράγοντα στην εξέλιξη του κάθε ανθρώπου, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, των αξιών και των αρχών του. Ο ρόλος της μπορεί να είναι καθοριστικός είτε σε θετικό επίπεδο είτε σε αρνητικό.

Οι ευσεβείς γονείς αναφέρονται ξεκάθαρα από τους συναξαριστές ως βασική αιτία ευσέβειας και των παιδιών τους, δηλαδή των Αγίων. Οι γονείς του Αγίου Μάμα ήταν μάρτυρες. Πολλές φορές οι γονείς με πίστη θυσιάζοντας την αγάπη τους ενθάρρυναν τα παιδιά τους στο δρόμο για το μαρτύριο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η μητέρα του Αγίου Κυρμιδώλη  πήγε στη δίκη και προσπάθησε να τον ενθαρρύνει και να τον παρηγορήσει. Από ευσεβείς χριστιανικές οικογένειες προέρχονταν και η Αγία Ανυσία και ο Άγιος Αντώνιος ο νεομάρτυρας.

Σε κάποιες περιπτώσεις παραπάνω από ένα παιδί της ίδιας οικογένειας μαρτύρησαν μαζί. Η αδελφική αγάπη βοήθησε στην εδραίωση της πίστης. Τέτοια παραδείγματα είναι οι αδελφές Πίστη, Αγάπη, Ελπίδα, τα αδέλφια Ευλάμπιος και Ευλαμπία, οι αδελφές Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα και οι Άγιοι Αστέριος, Κλαύδιος, Νέων και Νεονίλλη τα αδέλφια.

Δε λείπουν όμως και οι περιπτώσεις που οι γονείς έφεραν εμπόδια στα παιδιά τους και ακόμα χειρότερα κάποιες φορές συνεργάστηκαν με τους διώκτες τους  «καί έχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ»[1]. Οι γονείς και τα αδέρφια της Αγίας Χρυσής την παρακινούσαν να αρνηθεί το Χριστό για να γλιτώσει. Παρ’ όλη τη συμπάθεια και την αγάπη προς τους δικούς της, τους απάντησε ότι αφού με παρακινείτε να αρνηθώ τον Χριστό, τότε δεν είστε πλέον γονείς μου και αδελφές μου. Πατέρα έχω τον Χριστό, μητέρα την Παναγία και αδέλφια τους Αγίους. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας της Αγίας Θεσσαλονίκης που ήταν ιερέας των ειδώλων. Ο πατέρας της Αγίας Βαρβάρας μετατράπηκε σε διώκτη και δήμιό της. Ιδιαίτερη περίπτωση είναι η Αγία Ακυλίνα της οποίας ο πατέρας έχοντας ο ίδιος αλλαξοπιστήσει προσπάθησε να πετύχει το ίδιο και για την κόρη του. Όμως η μητέρα της, την είχε μεγαλώσει με πίστη και ευλάβεια και την ενθάρρυνε μέχρι την τελευταία στιγμή να μη δειλιάσει.

 

[1] Βλ. Μτ. ι΄, 35-37.