
Μόλις τελείωσε ο πόλεμος , το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Ο Νίκος Καββαδίας είναι ίσως ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού στην ποίησή του. Μιλάει πάντα για τα καράβια που έζησε, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους έρωτες, τους καυγάδες και τους θανάτους στα λιμάνια, με την γλώσσα των καραβιών ,αλλά και κάποιους ιδιωματισμούς της Κεφαλλονιάς, να μπλέκονται στα γνήσια λαϊκά ελληνικά του. Ο έρωτάς του για τα ταξίδια και τη θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση αγάπης και μίσους, ο ίδιος έρωτας που τον οδήγησε να μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ετών, αφήνοντας την σίγουρη δουλειά του ναυτικού γραφείου, είναι ορατός σε κάθε στίχο του και τόσο δυνατός που διαπερνά τον αναγνώστη, τον κάνει να ξεχάσει τις γνωστές λέξεις και τους ναυτικούς όρους και να συνεπαρθεί απόλυτα από την αλήθεια του Λόγου του Ποιητή. Ο Νίκος Καββαδίας άφησε πολύ λίγα πίσω του, μόλις τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρίαμικρά πεζά*. Ταπεινά παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα και η ταπεινότητά του αυτή, μαζί με την μελοποίηση πολλών ποιημάτων του, τον έφερε κοντά στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, κάνοντάς τον έναν από τους πιο δημοφιλείς μας ποιητές, δυστυχώς μετά τον θάνατό του.
Λένε γι? μένα ο? ναυτικο? πο? ?ζήσαμε μαζ?
π?ς ε?μαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
π?ς τ?ς γυνα?κες μ? ?να τρόπον ?πουλο μισ?
κι ?τι μ? α?τ?ς ν? κοιμηθ? ποτέ μου δ?ν πηγαίνω.
?κόμα, λένε π?ς τραβ? χασίσι κα? κοκό,
π?ς κάποιο πάθος μ? κρατε? φριχτ? κα?σιχαμένο,
κι ?λόκληρο ?χω τ? κορμ? μ? ζωγραφι?ς α?σχρές,
σιχαμερ? παράξενες, βαθι? στιγματισμένο.
?κόμα, λένε πράματα φριχτ? πάρα πολύ,
πο? ε?ν? ?μως ψέματα χοντρ? κα?κατασκευασμένα,
κι α?τ? πο? ?στοίχισε σ? μ? πληγ?ς θανατερ?ς
κανε?ς δ?ν τό ?μαθε, γιατ? δ?ν τό ?πα σ? κανένα.
Μ? ?πόψε, τώρα πο? ?πεσεν ? τροπικ? βραδιά,
κα? φεύγουν πρ?ς τ? δυτικ? τ?ν Μαραμπο? τ? σμήνη,
κάτι μ? σπρώχνει ?πίμονα ν? γράψω στ? χαρτί,
?κε?νο, πο? παντοτιν? κρυφ? πληγή μου ?γίνη.
?μουνα τότε δόκιμος σ? ?να λαμπρ? ποστάλ
κα? ταξιδεύαμε Α?γυπτο γραμμ? Νότιο Γαλλία.
Τότε τ? γνώρισα -σ?ν ?νθος ?μοίαζε ?λπικ?-
κα? μία στεν? μ?ς ?δεσεν ?δελφικ? φιλία.
?ριστοκρατική, λεπτ? κα?μελαγχολική,
κόρη ?ν?ς πλούσιου Α?γύπτιου ?πού ?χε α?τοκτονήσει,
ταξίδευε τ? λύπη της σ? χ?ρες μακρινές,
μήπως ?κε? γινότανε ν? τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδ?ν τ?ς Μπασκιρτσ?φ κρατο?σε τ? Ζουρνάλ,
κα? τ?ν ?γία της ?βιλας παράφορα ?γαπο?σε,
συχν? στίχους ?πάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ?ρες πολλ?ς πρ?ς τ? γαλάζιαν ?κταση ?κοιτο?σε.
Κι ?γώ, πο? μόνον ?ταιρ?ν ?γνώριζα κορμιά,
κι ε?χα μίαν ?βουλη ψυχ? δαρμένη ?π? τ? πελάη,
μπροστά της ?ξανάβρισκα τ?ν παιδικ? χαρ?
καί, σ?ν προφήτη, ?κστατικ?ς τ?ν ?κουα ν? μιλάει.
?να μικρ? τ?ς πέρασα σταυρ?ν ?π? τ? λαιμ?
κι ?κείνη ?να μο? χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ?μουν ? πι? δυστυχισμένος ?νθρωπος τ?ς γ?ς,
?ταν ?φθάσαμε σ? α?τ?ν πο? θά ?φευγε, τ?ν πόλη.
Τ?ν ?σκεφτόμουνα πολλ?ς φορ?ς στ? φορτηγά,
?ς ?να παραστάτη μου κι ?γγελο φύλακά μου,
κα? μία φωτογραφία της στ?ν πλώρη ?ταν γι? μ?
?αση, πο? ?νας συναντ? μ?ς στ?ν καρδι? τ?ς ?μμου.
Νομίζω π?ς θ? νά ?πρεπε ν? σταματήσω ?δ?.
Τρέμει τ? χέρι μου, ? θερμ?ς ?γέρας μ? φλογίζει.
Κάτι ?νθη ?ξαίσια τροπικ? το? ποταμο? βρωμο?ν,
κι ?να βλακ?δες Μαραμπο? παράμερα γρυλίζει.
Θ?προχωρήσω!… Μία βραδι? σ? πόρτο ξενικ?
ε?χα μεθύσει τρομερ? μ? ο?ίσκυ, τζ?ν κα? μπύρα,
κα? κατ? τ? μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τ? δρόμο πρ?ς τ? βρωμερά, χαμένα σπίτια ?π?ρα.
Α?σχρ?ς γυνα?κες τράβαγαν ?κε? τους ναυτικούς,
κάποια μ? ?ρπαξ? ?πότομα, γελώντας, τ? καπέλο
(παλι? συνήθεια γαλλικ? το? δρόμου τ?ν πορν?ν)
κι ?γ? τ?ν ?κολούθησα σχεδ?ν χωρ?ς ν? θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σ?ν ?λες βρωμερή,
ο? ?σβέστες ?π? το?ς τοίχους της ?πέφτανε κομμάτια,
κι α?τ? ράκος ?νθρώπινο πο? ?μίλαγε βραχνά,
μ? σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τ?ς ε?πα κι ?σβησε τ? φ?ς. ?πέσαμε μαζί.
Τ? δάχτυλά μου καθαρ? μέτρααν τ? κόκαλά της.
Βρωμο?σε ?ψέντι. ?ξύπνησα, ?ς λένε ο? ποιητές,
«μόλις ?σκόρπιζεν ? α?γ? τ? ροδοπέταλά της».
?ταν τ?ν ε?δα κα? στ? φ?ς τ? ?χν? τ? πρωινό,
μο? φάνηκε λυπητερή, μ?κολασμένη τόσο,
πο? μ? ?να δέος ?λλόκοτο, σ? νά ?χα φοβηθε?,
τ? πορτοφόλι μου ?βγαλα γοργ? ν? τ?ν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μ? ?βγαλε μία φωνή,
κι ε?δα μία ?μένα ν? κοιτ? μ? μάτι ?γριεμένο,
κα? μία τ? πορτοφόλι μου… Μ? ?πόμεινα κι ?γ?
?να σταυρ?ν ?πάνω της σ?ν ε?δα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τ? καπέλο μου βγ?κα σ?ν τ?ν τρελό,
σ?ν τ?ν τρελ? πο? ?διάκοπα τρικλίζει κα?χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στ? α?μα μου μία ?ρρώστια τρομερή,
πο? ?κόμα βασανιστικ? τ? σ?μα μου παιδεύει.
Λένε γι? μένα ο? ναυτικο? πο? ?κάμαμε μαζ?
π?ς χρόνια τώρα μ? γυναίκα ?γ? δ?ν ?χω πέσει,
π?ς ε?μαι παλιοτόμαρο κα? π?ς τραβάω κοκό.
Μ? ?ν ?ξεραν ο? δύστυχοι, θ? μ? ε?χαν συχωρέσει…
Τ? χέρι τρέμει… ? πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
?σάλευτο ?να Μαραμπο? στ?ν ?χθη ν? κοιτάζω.
Κι ?τσι καθ?ς ?πίμονα κι ?κε?νο μ? κοιτ?,
νομίζω π?ς στ? μοναξι? κα? στ? βλακεία το? μοιάζω …
?νας δόκιμος στ? γέφυρα ?ν ?ρ? κινδύνου
Στ? ?μερολόγιο γράψαμε: «Κυκλ?ν κα? καταιγίς».
?στείλαμε τ? S.O.S μακρι? σ? ?λλα καράβια,
κι ?γ? κοιτάζοντας χλωμ?ς τ?ν ?γριον ?νδικ?
πολ? ?μφιβάλλω ?ν φτάσουμε μία μέρα στ?Μπατάβια.
Μ? δ? λυπ?μαι μία σταλι?ν – ?με?ς ο? ναυτικο?
?χουμε, λένε, τ?ν ψυχ? στ? διάολο πουλημένη.
Μία μάνα μόνο σκέφτομαι στυγν? κα?σκυθρωπή,
πο? χρόνια τώρα κα? καιρο?ς τ? γιό της περιμένει.
Τ? ξέρω π?ς ? θέση μας ε?ναι ?σχημη πολύ.
? θάλασσα τ? γέφυρα μ? κύματα γεμίζει,
κι ?γ? λυπ?μαι μοναχ? πο? δ?ν μπορ? ν? π?
σ? κάποιον, κάτι πο? πολ? φριχτ? μ?βασανίζει.
Θεέ μου! Ε?μαι μοναχ? δεκαεννι? χρον?ν,
κι ?χω σ? μέρη μακριν? πολλ?ς φορ?ς γυρίσει.
Θεέ μου! ?χω μίαν ?κακη, μία παιδικ? καρδιά,
?λλ? πολ? ?χω πλανηθε?, κι ?χω πολ? ?μαρτήσει.
Συχώρεσέ με … Κάποτες ?πού ?χα πιε? πολ?
κα? δ?ν ?καταλάβαινα τ? τί ?κανα, στ? ?λγέρι,
γι? μίαν μικρ?ν ?ράπισσα, πο? ?χόρευε γυμνή,
?πέταξα κατάστηθα σ? κάποιον τ?μαχαίρι.
Συχώρεσέ με… Μία βραδι? θολ? στ? Σάντα Φέ,
καθ?ς κάποια μ? κράταγε σφιχτ? στ?ν ?γκαλιά της,
?τράβηξα ?π? τ?ν κάλτσα της μία δέσμη ?π? λεφτ?
πο? ?λη τ? μέρα ?μάζευεν ?π? τ?ν α?σχρ? δουλειά της.
Κι ?κόμα, Κύριε… ντρέπομαι ν? τ?συλλογιστ?,
(μ? ?τανε τόσο κόκκινα κι ?γρ? τ? ?ρα?α του χείλια
κα? κάποια κάπου ?λόλυζε κιθάρα ?σπανική…)
κοιμήθηκα μ? ?να μικρ?ν ?βρα?ο στ? Σεβίλλια.
Κύριε… ?το?το τ? κορμ? τ? τόσο ?μαρτωλ?
σ? λίγο στ?ς ?δάτινες ε?ρκτ?ς νεκρ? θ? πέσει…
Μ? τέσσερα ?μως σκέφτομαι γαλόνια ?γ? χρυσ?
κι ?να θλιμμένο δόκιμο, πο? δ? θ? τ?φορέσει …
Ο? γάτες τ?ν φορτηγ?ν
for Runrun
Ο?ναυτικο? στ? φορτηγ? πάντα μία γάτα τρέφουν,
πο? τ?ν λατρεύουνε, χωρ?ς ν? ξέρουν τ? γιατί,
κι α?τή, σ?ν ?π? τ?ν βάρδια τους σχολ?νε κουρασμένοι,
περήφανη στ? πόδια τους θ? τρέξει ν? τριφτε?.
Τ?βράδια, ?ταν ? θάλασσα χτυπάει τ?ς λαμαρίνες,
κα? πολεμάει μ? δύναμη ν? σπάσει τ? καρφιά,
μέσα στ?ς πλώρης τ? βαρι? σιγή, πο? βασανίζει,
ε?ναι γι? α?το?ς σ? μία γλυκι? γυναίκεια συντροφιά.
Ε?ναι περήφανη κι ?κνή, καθ?ς ?λες ο? γάτες,
κι ε?ναι τ? γκρίζα μάτια της γιομάτα ?λεκτρισμ?
κι ?πως χαϊδεύουν ?παλ? τ? ράχη της, νομίζεις
π?ς ?ναλύεται σ? ?να ?ργ? κα? ?δονικ? σπασμό.
Στ?ρεμβασμ? κα? στ? θυμ? μ? τ? γυναίκα μοιάζει
κι ο? να?τες περισσότερο τ?ν ?γαπο?ν γι? α?τ?
κι ?ταν ?ργ? κα? ράθυμα στ? μάτια το?ς κοιτάζει,
θαρρε?ς ?ναν παράξενο π?ς φέρνει πυρετό.
Τ?ς ?χουν πάντα στ? λαιμ? μία μπακιρένια γύρα,
γι? το? σιδέρου τ?ν κακ?ν ?ρρώστια φυλαχτό,
χωρ?ς ?μως, ?λίμονο, ποτ? ν? κατορθώνουν
ν? τ?ν φυλάξουν ?π? τ? μα?ρο θάνατο μ? α?τό.
Γιατ? ε?ναι τ? ?γρια μάτια της ?γρ? κι ?λεκτρισμένα
κι ?τσι ?θελα τ? σίδερο τ? μα?ρο τ? τραβ?,
κι ο?ρλιάζοντας τρελαίνεται σ? ?να σημε?ο κοιτώνας
φέρνοντας δάκρυα σκοτειν? στο?ς να?τες κα? βουβά.
Λίγο πρ?ν ?π? τ?ν θάνατον, ?π? το?ς να?τες ?νας,
-α?τ?ς ?πού ?δε πράματα στ? ζήση του φρικτ?-
χαϊδεύοντας τ?ν μία στιγμ? στ? μάτια τ?ν κοιτάζει
κι ?στερα μ?ς στ?ν θάλασσα τ?ν ?γρια τ?ν πετ?.
Κα? τότε ο? να?τες πο? πολ? σπάνια λυγάει ? καρδιά τους,
π?νε στ?ν πλώρη ν? κρυφτο?ν μ? τ?ν καρδι? σφιχτή,
γεμάτη μία παράξενη πικρία πο? ?λο δαγκώνει,
σ?ν ?ταν χάνουνε θερμή, γυναίκα ?γαπητή.
?να μαχαίρι
?πάνω μου ?χω πάντοτε στ? ζώνη μου σφιγμένο
?να μικρ? ?φρικανικ?ν ?τσάλινο μαχαίρι
-?πως α?τ? πο? συνηθο?ν κα? παίζουν ο? ?ραπάδες-
πο? ?π? ?ναν γέρο ?μπορο τ? ?γόρασα στ? ?λγέρι.
Θυμ?μαι, ?ς τώρα ν? ?τανε, τ?ν γέρο παλαιοπώλη,
?που ?μοίαζε μ? μίαν παλι? ?λαιογραφία το? Γκόγια,
?ρθ?ν πλάι σ? μακρι? σπαθι? κα? σ? στολ?ς σχισμένες,
ν? λέει μ? μία βραχν? φων? τ? παρακάτου λόγια.
«?το?το τ?μαχαίρι ?δ? πο? θέλεις ν? ?γοράσεις
μ? ?στορίες ?λλόκοτες ? θρύλος τό ?χει ζώσει,
κι ?λοι τ? ξέρουν π?ς α?το? πο? κάποια φορ? τό ?χαν,
καθένας κάποιον ?νθρωπο δικό του ?χει σκοτώσει.
? Δ?ν Μπαζίλιο σκότωσε μ? α?τ? τ? Δόνα Τζούλια
τ?ν ?μορφη γυναίκα του γιατ? τ?ν ?πατο?σε.
? Κόντε ?ντόνιο μία βραδι? τ?δύστυχο ?δερφό του
μ? τ? μαχαίρι το?το ?δ? κρυφ? δολοφονο?σε.
?νας ?ράπης τ? μικρ? ?ρωμένη του ?π? ζήλια
κα? κάποιος ναύτης ?ταλ?ς ?ναν Γραικ? λοστρόμο.
Χέρι σ? χέρι ξέπεσε κα? στ? δικά μου χέρια.
Πολλ? ?χουν δε? τ? μάτια μου, μ? α?τ? μο? φέρνει τρόμο.
Σκύψε κα? δές το, μι? ?γκυρα κι ?να ο?κόσημο ?χει,
ε?ν? ?λαφρύ, γι? πιάσε το, δ?ν πάει ο?τε ?να κουάρτο,
μ? ?γ? θ? σ? συμβούλευα κάτι ?λλο ν? ?γοράσεις»
-Πόσο ?χει; -Μόνο φράγκα ?φτά. ?φο? τ? θέλεις π?ρ? το.
?να στιλέτο ?χω μικρ? στ? ζώνη μου σφιγμένο,
πο? ?διοτροπία μ? ?καμε κα? τό ?καμα δικό μου
κι ?φο? κανέναν δ?ν μισ? στ?ν κόσμο ν? σκοτώσω
φοβ?μαι μ? καμι? φορ? τ? στρέψω στ?ν ?αυτό μου…
Γράμμα στ?ν ποιητ? Καίσαρα ?μμανουήλ
«Φαίνεται πι? π?ς τίποτα -
τίποτα δ?ν μ?ς σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω ?γ? κάτι πο? μπορο?σε, Κα?σαρ, ν? σ?ς σώσει.
Κάτι πο? πάντα βρίσκεται σ? α?ώνια ?ναλλαγή,
κάτι πο? σχίζει τ?ς θολ?ς γραμμ?ς τ?ν ?ριζόντων,
κα? ταξιδεύει ?διάκοπα τ?ν ?τέλειωτη γ?.
Κάτι πο? θά ?κανε γοργ? ν? φύγει τ? κοράκι,
πο? το? γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τ?χαρτιά?
ν? φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τ? φτερά του,
πρ?ς κάποιαν ?κατοίκητη κοιλάδα το? Νοτι?.
Κάτι πο? θά ?κανε τ? ?γρά, παράδοξά σας μάτια,
πο? ?βρ?ς μαθήτριες τ? ?γαπο?ν κα?σιωπηρο? ποιηταί,
χαρούμενα κα? προσδοκία γεμάτα ν?γελάσουν
μ? κάποιον τρόπο πού, ?πως λέν, δ? γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, πο? μπορο?σε, βέβαια, ν? σ?ς σώσει.
?γ? πο? δ? σ?ς γνώρισα ποτέ… Σκεφτε?τε… ?γώ.
?να καράβι… Ν? σ?ς πάρει, Κα?σαρ… Ν? μ?ς πάρει…
?να καράβι πο? πολ? μακρι? θ? τ? ?δηγ?.
Μία μέρα χειμωνιάτικη θ? φεύγαμε.
- Τ? ρυμουλκ? περνώντας θ? σφυρίζαν,
τ? βρωμερ? νερ? ? βροχ? θ? ράντιζε,
κι ο? γερανο? στο?ς ντόκους θ? γυρίζαν.
Ο? πολιτε?ες ο? ξένες θ? μ?ς δέχονταν,
ο? πολιτε?ες ο? πι? ?πομακρυσμένες
κι ?γ? σ? α?τ?ς ?βρ? θ? σ?ς ?σύσταινα
σ?ν σ? παλιές, θερμές μου ?γαπημένες.
Τ?βράδια, βάρδια κάνοντας, θ? λέγαμε
παράξενες στ? γέφυρα ?στορίες,
γι? το?ς ?στερισμο?ς ? γι? τ? κύματα,
γι? το?ς καιρούς, τ?ς ?πνοιες, τ?ς πορε?ες.
?ταν πυκν? ? ?μίχλη θ? μ?ς σκέπαζε,
το?ς φάρους θ? ν? ?κούγαμε ν? κλα?νε
κα? τ? καράβια ?θέατα θ? τ? ?κούγαμε,
περνώντας ν? σφυρίζουν κα? ν? πλένε.
Μακριά, πολ? μακρι? ν? ταξιδεύουμε,
κι ? ?λιος πάντα μόνους ν? μ?ς βρίσκει?
?σε?ς τσιγάρα «Κάμελ» ν?καπνίζετε,
κι ?γ? σ? μία γωνι? ν? πίνω ο?ΐσκυ.
Κα? μία γρι? στ? ?ννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μία γρι? σ? ?να πολύβοο καφενε?ο -
μία α?μάσσουσα καρδι? θ? μο?στιγμάτιζε,
κι ?να γυμνό, στ? στ?θος σας, κρανίο.
Κα? μία βραδι? στ? Μπούρμα, ? στ? Μπατάβια
στ? μάτια μίας ?νδ?ς πο? θ? χορέψει
γυμν? στ? δεκαεφτ? στιλέτα ?νάμεσα,
θ? δε?τε – ?σως – τ? Γκρέτα ν? ?πιστρέψει.
Κα?σαρ, ?π? ?να θάνατο σ? κάμαρα,
κι ?π? ?να χωματένιο πεζ? μν?μα,
δ? θά ?ναι ποιητικότερο κα? πι? ?μορφο,
? διαφέγγος βυθ?ς κα? τ? ?γριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ?νεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπν?ς κι ?θάλη»,
πο? ?σως διαβάζοντας τ? ν? μ? ο?κτίρετε,
γελώντας κα? κουνώντας τ? κεφάλι.
? μόνη μου παράκληση ?μως θά ?τανε,
το?ς στίχους μου ν? μ?ν ε?ρωνευθε?τε.
Κι ?πως ?γ? γι? ?ν? ?δερφ? ?δεήθηκα,
γι? ?ναν τρελ?ν ?σε?ς προσευχηθε?τε.
? πιλότος Nagel
Στ?ν ποιητ? Ν. Ράντο
? Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγ?ς πιλότος στ? Κολόμπο,
?μα ?δινε κανονικ? πορεία στ? καράβια
πο? ?φευγαν γι? το?ς ?γνωστους κα? μακρινο?ς λιμένες,
κατέβαινε στ? βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μ? τ? χοντρ? τ? χέρια του στ? στ?θος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ?να παλι? χωμάτινο τσιμπούκι,
κα? σ? μία γλώσσα βοριν? σιγ?μονολογώντας
?φευγε μόλις χάνονταν ?λότελα τ? πλο?α.
? Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σ? φορτηγ?καράβια,
?φο? τ?ν κόσμο γύρισαν ?λόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι ?πόμεινε πιλότος στ? Κολόμπο.
Μ? πάντα συλλογίζονταν τ?ν μακρινή του χώρα
κα? τ? νησι? πού ?ναι γεμάτα θρύλους, τ? Λοφο?τεν.
?μως μία μέρα πέθανε στ?ν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σ?ν ξεπροβόδισε τ? Steamer Tank «Fjord Folden»
?που ?φευγε καπνίζοντας γι? τ? νησι? Λοφο?τεν…
?χω μία πίπα
Στ?ν ποιητ? ?π. Μελαχρινό
?χω μία πίπα ?λλανδικ? ?π? ?να μα?ρο ξύλο,
?πο? πολ? παράξενα τ?ν ?χουν σκαλισμένη.
?χει τ? σχ?μα κεφαλιο? Γοργόνας μ? πλουμίδια.
Κι ?νας σ? ?μ? ναύτης Δαν?ς τ?ν ?χει χαρισμένη.
Κα? μο? ?πε α?τ?ς π?ς μία φορ? το? τ?ν ?πούλησε ?νας,
στ?ν ?λεξάντρεια, ?μπορος ναρκωτικ?ν, ?ράπης,
κα? στ?ν ?ράπη – λέει – α?τόν, τ?ν ε?χε δώσει κάποια,
σ? κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τ?ς ?γάπης.
Πολλ?ς φορές, τ?ς βραδιν?ς σκοτεινιασμένες ?ρες,
?νάβοντας τ?ν πίπα α?τή, σ? μία γωνι? καπνίζω,
κι ? γκρίζος βγαίνοντας καπν?ς σιγ? μ?περιβάλλει,
κάνοντας ?να γύρω μου κενό, μαβ? κα?γκρίζο.
Κα? πότε μία ψηλή, ? καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ?να πόρτο ξενικ? πολ? κα?μακρυσμένο.
Κα? βλέπω μεσ? στο?ς δρόμους του το?ς κρύους κα?βραδιασμένους
ν? περπατ? ?ναν ?ποπτον ?ράπη μεθυσμένο.
Κα? βλέπω πάλι, ?λλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μ? τ? πανιά της ?νοιχτ? στ? ?βέβαιο ν? ?ρμενίζει
κι ?πάνω στ? μπαστούνι της ν? κάθεται ?νας ναύτης,
νά ?χει μία πίπα – ?πως α?τ?ν ?γ? – κα? ν?καπνίζει.
?χω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τ? πι? παράδοξα ?νειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ?ναι μαγική». Μ? πάλι λέω: μ? φταίει
? ?γγλέζικος βαρ?ς καπν?ς κα? ? νευρασθένειά μου;
? μαϊμο? το? ?νδικο? λιμανιο?
Κάποτε, σ? ?να μακριν? λιμάνι το? ?νδικο?,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτ? γραβάτα
σ? ?ναν ?ράπη, μία μικρ?ν ?γόρασα μαϊμο?
μ? μάτια γκρίζα, σκοτειν? κα?πονηρία γεμ?τα.
?να τσιμπούκι δάγκωνε στ? στόμα της χοντρ?
κα? τό ?βγαζε ?ταν ?θελε μονάχα ν? φυσήσει
?ναν καπν? πολ? βαρύ, πού, ?ς μο? ?πε ? πουλητής,
?ταν ?πίου, πο? ?π? μικρ? τ?ν ε?χε συνηθίσει.
Τ?ς πρ?τες μέρες μοναχ? στ?ς πλώρης μία γωνιά,
ξερνο?σε κα? μ? κοίταζε βουβ? κα?λυπημένη,
μ? σ?ν ?πέρασε καιρός, ?ρχόταν μοναχ?
κι ?ρες πολλ?ς στ?ν ?μο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
?ταν στ? γέφυρα ?κανα τ? βάρδια τ?ς νυχτ?ς
κι ? νύστα βασανιστικ? τ? μάτια μου ?τρυπο?σε,
στ?ν ?μο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπ?
κα? σοβαρ? μαζ? μ? ?μ? τ?ν μπούσουλα ?κοιτο?σε.
Στ? πόρτα τ?ς ?γόραζα μπανάνες κα? γλυκ?
κι ?ξω μ? μι? ?λυσο μικρ? τ?ν ?βγαζα δεμένη
κι ?φο? σ? ?λα καθόμαστε κι ?πίναμε τ? μπάρ,
στ? φορτηγ? γυρίζαμε κι ο? δυό μας μεθυσμένοι.
Δ? θύμωνε κα? μο? ?δειχνε πολ? π?ς μ? ?γαπ?,
ο?τε κακ? τ?ν ?κουσα ποτ? ν? μο? γρυλίσει.
Φαινόταν π?ς συνήθισε τ?ς κακουχίες κι ?μέ,
κι ?γ? σ?ν ?ναν ?νθρωπο τ?ν ε?χα συνηθίσει.
Κάποια φορ? πο? ?πήγαινα μαζί της σκεφτικ?ς
?ξέφυγ? ?π? τ? χέρια μου χαρούμενη κα? πάει.
Ε?χε προτέρημα πολ? μεγάλο: ν?σιωπάει.
Μ? κάτι ε?χε ?π? τ?ν ?πουλη καρδι? τ?ς γυναικός.
?νας νέγρος θερμαστ?ς ?π? τ? Τζιμπουτί
Το? ?. Πικραμένου
? Γουίλλη, ? μα?ρος θερμαστ?ς ?π? τ? Τζιμπουτί,
?ταν ?π? τ?ν βάρδια το? τ? βραδιν? σχολο?σε,
στ?ν κάμαρά μου ?ρχότανε, γελώντας ν? μ? βρε?,
κι ?ρες πολλ?ς γι? πράματα περίεργα μο? μιλο?σε.
Μο? ?λεγε π?ς καπνίζουνε στ? ?λγέρι τ? χασ?ς
κα? στ? ?ντεν π?ς χορεύοντας πίνουν τ?ν ?σπρη σκόνη,
κι ?πειτα π?ς φωνάζουνε κα? π?ς μονολογο?ν,
?ταν ? ζάλη μ? ?νειρα περίεργα το?ς κυκλώνει.
Μο? λέγ? ?κόμα ?τ? ε?δ? α?τός, μία νύχτα πού ?χε πιε?,
π?ς πάνω σ? ?τι κάλπαζε στ?ν πλάτη τ?ς θαλάσσης,
κα? πίσωθέ του τρέχανε γοργόνες μ? φτερά.
-Σ?ν π?με στ? ?ντεν, μο? ?λεγε, κι ?σ? θ? δοκιμάσεις.
?γ? γλυκ? το? χάριζα κα? λάμες ξουραφι?ν
κα? το? ?λεγα π?ς τ? χασ?ς τ?ν ?νθρωπο σκοτώνει,
κα? τότε α?τ?ς συνήθιζε γελώντας τρανταχτά,
μ? τό ?να χέρι του ψηλ? πολ? ν? μ?σηκώνει.
Μ?ς στ?τεράστιο σ?μα του ε?χε μι? ?θώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στ? μπ?ρ Ρετζίνα – στ? Μαρσίλια
γι? ν? φυλάξει ?μένα ?π? ?ναν ?σπανό,
?φαγε α?τ?ς μίαν ?δειαν? στ?ν κεφαλ? μποτίλια.
Μία μέρα τ?ν ?φήσαμε στεγν? ?π? τον πυρετό,
πέρα στ?ν ?πω ?νατολή, ν? φλέγεται, ν? λιώνει.
Θε? τ?ν μαύρων, τ?ν καλ? συγχώρεσε Γου?λ
κα? δ?σ? του ?κε? πο? βρίσκεται, λίγη ?π? τ?ν ?σπρη σκόνη.
Gabrielle Didot
Τ? βράδυ ?το?το κάρφωσε μ? ?πιμον? τ? νο? μου
κάποια γυναίκα πο? ?λλοτες ?γνώρισα, κοιν?
πο? ?στόσο α?τ? ξεχώριζεν ?π? τ?ς ?δελφές της,
γιατ? ?ταν πάντα σοβαρή, θλιμμένη κα?στυγνή.
Θυμ?μαι πο? τ?ν πείραζαν συχν? τ? ?λλα κορίτσια,
γελώντας την γι? τ? ?φος της τ? τόσο σοβαρό,
κα? μεταξύ τους ?λεγαν, α?σχρ?κάνοντας σχ?μα,
π?ς θ? συνήθιζε κι α?τ? σιγ? μ? τ?ν καιρό.
Κι α?τή, ψυχρ? κα? σιωπηλή, καθόταν στ? γωνιά της,
?ν? μία γάτα χάϊδευε μ? α?τάκια μυτερ?
κι ?να σκυλ? πο? δίπλα της στεκόταν λυπημένο -
?να σκυλ? ?πο? ποτ? δ?ν κούναε τ?ν ο?ρά.
Κι ?μοιαζ? ? γάτα, πο? α?στηρ? τ?ν κοίταζε στ? μάτια,
? πλήξη ?ς νά ?ταν, πο? μ? μάτια κοίταε ζοφερά,
κα? τ? σκυλ? πο? ?δάγκωνε τ? κάτασπρό της χέρι,
? τύψη ?ς νά ?ταν ?μοιαζε, πο? ?δάγκωνε σκληρά.
Πολλ?ς φορ?ς περίεργες τ?ν ?κυκλ?ναν σκέψεις
κα? προσπαθο?σε – μο? ?λεγε – συχν? ν? θυμηθε?,
τ? νο? τ?ς βασανίζοντας τ?ς ?ρες τ?ς ?νίας,
?σους μαζί της ε?χανε μία νύχτα κοιμηθε?.
?ρες πολλ?ς ?κοίταζα τ? σκοτεινά της μάτια
κι ?νόμιζα π?ς ?βλεπα βαθι? μέσα σ? α?τ?
τρικυμισμένες θάλασσες, νησι? το? ?ρχιπελάγους
κα? καραβάκια πο? ?φευγαν μ? τ? πανι? ?νοιχτά.
?πόψε ?ναθυμήθηκα κάποια κοιν?γυναίκα
κι ?να τραγούδι ?σκάρωσα σ? στ?λ μπωντλαιρικό,
πο? ?ς τ? διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε ?ναγνώστη,
γελ?ς γι? α?τ?ν πο? τό ?γραψε, μ? γέλιο ε?ρωνικό.
Ο? προσευχ?ς τ?ν ναυτικ?ν
Στ?ν Θανάση Καραβία
Ο?Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτο? ν?κοιμηθο?ν,
βρίσκουν στ?ν πλώρη μία γωνι? πο? δ?ν πηγαίνουν ?λλοι
κι ?ρα πολλ? προσεύχονται, βουβοί, γονατιστο?
μπρ?ς σ? ?να Βούδα κίτρινο πο? σκύβει τ? κεφάλι.
Κάτι μακρι? ?ς τ? πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας ο? ?χροκίτρινοι μικρο? κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε μ? τ?ν ψιλ? φωνή τους προσευχ?ς
κοιτάζοντας μία χάλκινη παγόδα πο?καπνίζει.
Ο?Κούληδες μ? τ? βαρι? ?χροκίτρινη μορφ?
βαστ?ν σκυφτο? τ? γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι ο? ?ράπηδες σιγοκουν?ν τ? σ?μα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ?νάντια το? θανάτου.
Ο? Ε?ρωπα?οι τ? χέρια τους κρατώντας ?νοιχτά,
?κστατικ? προσεύχονται γεμάτοι ?π? ?κεσία,
κα? ψάλλουνε καθολικ?ς ?δ?ς μουρμουριστά,
πο? ?μάθαν ?ταν πήγαιναν μικρο? στ?ν ?κκλησία.
Κα? ο? ?λληνες, μ? τ? μορφ? τ? βασανιστική,
?π? συνήθεια κάνουνε, πρ?ν πέσουν, τ? σταυρό τους
κι ?ρχίζοντας μ? σιγαν? φων? «Πάτερ ?μ?ν…»
τ? μακρουλ? σταυρώνουνε λερ? προσκέφαλό τους.
A bord de l? «Aspasia»
Ταξίδευες κυνηγημένη?π? τ? μοίρα σου
γι? τ? κατάλευκημ? πένθιμη ?λβετία,
πάντα στ? deck, σ? μία σα?ζ-λ?γκ πεσμένη, κάτωχρη
?π? τ? γνωστ? κα? θλιβερότατηα?τία.
Πάντοτε ?νήσυχα ο? δικοί σου σ? τριγύριζαν,
μ? ?σ? κοιτάζοντας τ? μάκρη ?διαφορο?σες.
Σ? ?τι σο? ?λεγαν πικρογέλαγες, γιατ? ?νιωθες
π?ς γι? τ? χώρα το? θανάτου ?δοιπορο?σες.
Κάποια βραδιά, πο? ?π? τ? Στρόμπολι περνούσαμε
ε?πες σ? κάποιον γελαστή, σ? τόνο ?στείου:
«Π?ς μοιάζει τ? ?ρρωστο κορμί μου, καθ?ς καίγεται,
μ? τ?ν κορφ? τ? φλεγόμενη το? ?φαιστείου!»
?στερα σ? ε?δα στ?ν Μαρσίλια σ?ν ?χάθηκες
μέσα στ? θόρυβο χωρ?ς ν? στρέψεις πίσω.
Κι ?γώ, πο? μόνο τ?ν ?γρ? ?κταση ?γάπησα,
λέω π?ς ?σένα θ? μπορο?σα ν? ?γαπήσω.
Γράμμα ?π? τ? Μαρσίλλια
?σχισα, φίλε μου, πολλ? χαρτι? γι? ν? σο? γράψω.
?δ? ? Μαρσίλλια μ? ?καμε πολ? ν? ζαλιστ?,
κι ?μως δ?ν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ?γαπητέ μου,
χωρ?ς κα? μ?ς στ? ζάλη μου ν? σ?ς συλλογιστ?.
Σ?ς ?σκεφτόμουν στ? Μπουλβ?ρ ντ? Ντ?μ σ?ν περπατο?σα
?νάμεσα σ? δυ? τροτ?ζ πο? ?κάναν σ?ν τρελές,
?ν? μιλώντας δυνατ? τριγύρω μας περνο?σαν
?νθρ?ποι ?π? ?λες, θά ?λεγες, το? κόσμου τ?ς φυλές.
Κι ?πειτα πάλι στ? μεστ? ?π? κόσμο Κανναμπιέρα,
στ? Πόρτο Βέκκιο, στ?ν τεφρ?ν ?δ? Σα?ντ ?νορέ,
κι ?κόμα, συγχωρ?στε με, σ?ς ?νιωθα μαζί μου
στ? θορυβώδη κα? γιομ?τα κόσμο καμπαρέ.
Βορινο? να?τες μπλέκονται μ? θερμαστ?ς το? Νότου,
στ? γόνατά τους κάθονται κορίτσια τ?ς δουλει?ς,
παίζει τ? πιάνο μοναχ? κα? μία μικρ? σφυρίζει
?ναν παράταιρο σκοπ? μία μελωδίας παλι?ς.
Κι ?στερα σ?ν ?π? τ? Ταρτ?ν ?βγ?κα μεθυσμένος
κα? νόμιζα τ? σ?μα μου ?νάξιο κα? μικρό,
πολ? κοντ? σ?ς ?νιωθα ν? μο? χαμογελ?τε
μ? ?κε?νο τ? παράξενο τ? γέλιο, τ? πικρό.
Κα? μόνον ?ταν στ?ν Κορνίς, σ? κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω ?π? ?βραίους πού ?χανε μ? γυναικε?α ντυθε?,
σ?ς ?χασα γι? μία στιγμ? ?π? τ? μάτια μου, μο? ?φάνη
? φύλακάς μου ? ?γγελος π?ς ε?χε πι? χαθε?.
Α?ριο φεύγω κα? μαζί μου φέρνω στ?ν ?θήνα
?ναμνησες παράξενες, πολλές, μ? τ? σωρ?
κα? κάποιο δ?ρο θλιβερό, προϊ?ν τ?ς Μασσαλίας
πο? μία Πωλ?ν μο? χάρισε προχθ?ς στ?Numeros…
? πλοίαρχος Φλέτσερ
* ? Γερμαν?ς ?μποροπλοίαρχος Χένρυ Φλέτσερ ?ξώκειλε
στ?ν Ματαπ? μ? τ? φορτηγ? «Σχέλδ», γιατ? λόγ? ?μίχλης
δ?ν μπόρεσε ?π? μέρες ν? κατεβάσει τ?ν ?λιο μ? τ?ν ?ξάντα.
Τρελάθηκε κα? πέθανε στ?ν Πειραι? ?π? ?λίαση.
Στ?ν ποιητ? Κώστα Ο?ράνη
? πλοίαρχος Φλέτσερ ?ριξε τ? «Σχ?λδ» στ?ν Ματαπ?
μία μέρα πο? τ?ν θαλασσ?ν παλε?αν τ? στοιχε?α,
γιατ? ?λιος δ?ν φαινότανε τ? στίγμα του ν? βρε?
ο?τε μπορο?σε ?π? τ?ς στερι?ς ν? πάρει ?ντιστοιχία.
Κι α?τ? στ? μέρος πο? ?πεσεν ?σφήνωσε βαθιά,
τόσο πο? ο? βράχοι ο? μυτερο? μεμι?ς τ? καταστρέψαν,
μ? τίποτ? ?π? τ? πλήρωμα δ?ν ?παθε κανε?ς
κι ?λοι μ? κάποιο ρυμουλκ? στ?ν Πειραι? ?πιστρέψαν.
Σ? λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μία μελαγχολική, στυγν? θλιμμένη συνοδεία,
κι ?μεινε ? Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στ? πιοτ?
τ?ν πίκρα του στ? βρωμερ? ν? πνίξει καφωδε?α.
Κοντός, μ? τ? πηλίκιο του, τ? γε?σο τ? χρυσό,
κα? μ? τ? τέσσερα χρυσ? γαλόνια του, τ? ?στέρια,
?μπαινε μόλις ?ρχιζε ν? ?πλώνεται ? νυχτιά,
κα? τ?ν α?γ?ν ?ναίσθητο τ?ν βγάνανε στ? χέρια.
Μ? τ?γαλόνια ξέφτισαν κα? σχίστηκε ? στολή,
τ? ?ρα?α του ρο?χα ?πούλησε, τ?ν πέτσινή του τσάντα,
κι ?να ?ργαλε?ον ?κράτησε μονάχα, ναυτικό,
τ? ?ργανο ?κε?νο πο? μετρ?ν τ?ν ?λιο, τ?ν ?ξάντα.
? στεναχώρια κα? τ? ?λκο?λ δουλεύοντας σιγά,
μέρα τ? μέρα σ? ?να χα?νον χάσμα τ?ν ?θο?σαν.
Τρελάθηκε. Τ?ν πείραζαν στο?ς δρόμους τ?παιδιά,
κι ο? ψε?ρες πάνω στ? ξανθά του γένια ?περπατο?σαν.
?ταν ? ?λιος φλόγιζε τ?ν ?ττικ? ο?ρανό,
α?τ?ς μ? τ?ν ?ξάντα του στ? χέρι ?ξεκινο?σε,
τ? ?ψος γοργ? ?πολόγιζε σ? μία μαούνα ?ρθός,
κι ?στερα α?σχρ? μουντζώνοντας τ?ν ?λιο, ?βλαστημο?σε.
Μ? κάποια μέρα βλέποντας μ? τ? ?ργανο ψηλά,
?φυγε γι? τ? σκοτειν? λιμάνι το? θανάτου,
?ν? σιγ? σ?ν πάντοτε, φαιδρ?ς κα?φλογερός,
? ?λιος τ?ν κανονικ? διέσχιζε τροχιά του.
Γράμμα ?ν?ς ?ρρώστου
Φίλε μου ?λέξη, τό ?λαβα τ? γράμμα σου
κα? μ? ρωτ?ς τί γίνομαι, τί κάνω;
Μάθε, ? γιατρ?ς π?ς ε?πε στ? μητέρα μου
?τι σ? λίγες μέρες θ? πεθάνω…
Ε?ναι καιρ?ς ?που ?πληξα, διαβάζοντας
?λο τ? ?δια πο? ?χω ?δ? βιβλία,
κι ?λο ?ποθο?σα κάτι νέο ν? μάθαινα
πο? ν? μο? φέρει λίγη ποικιλία.
Κι ?ρθεν ?χθ?ς τ? νέο ?τσι ?προσδόκητα
-σιγ? ? γιατρ?ς στ? διάδρομο ?μιλο?σε-
κα? τ? ?κουσα. Στ?ν κάμαρα ?σκοτείνιαζε
κι ? θόρυβος το? δρόμου ?σταματο?σε.
?κλαψα βέβαια, κάτω ?π? τ?ν κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Γι? σκέψου, τόσο νέος!
Μ? στ?ν ?αυτό μου ?μέσως ?ποσχέθηκα
π?ς θ? φαν?, σ?ν πάντοτε, γεννα?ος.
Θυμ?σαι, πο?ταξίδια ?νειρευόμουνα
κι ε?χα ?να διαβήτη κι ?να χάρτη
κα? πάντα γι? ν? φύγω ?τοιμαζόμουνα
κι ?λο ? μητέρα μο? ?λεγε: Τ? Μάρτη…
Τώρα στ? τζάμι ?να καράβι ?σκάρωσα
κι ?να το? Μ?γκρ στιχάκι ?χω σκαλίσει:
«Τί θλίψη στ? ταξίδια κρύβεται ?πειρη!»
Κι ?γ? γι? ?να ταξίδι ?χω κινήσει.
Ν? πε?ς στο?ς φίλους χαιρετίσματα,
κι ?ν τύχει κι ?νταμώσεις τ?ν ?λένη,
π?ς μ? ?να φορτηγ? -πές της- μπαρκάρισα
κα? τώρα πι? ν? μ? μ? περιμένει…
?λήθεια! ? Χάρος ?θελα ν? ?ρχότανε
σ?ν ?νας καπετάνιος ν? μ? πάρει
χτυπώντας τ?ς βαρι?ς πέτσινες μπότες του
κι ?να μακρ? τσιμπούκι ν? φουμάρει.
?λέξη, νιώθω τώρα π?ς σ? ?κούρασα.
Μπορε? κιόλας ν? σ? ?καμα ν? κλάψεις.
Δ? θά ?βρεις, βέβαια, λόγια γι? μι? ?πάντηση.
Μ? δ? θ? λάβεις κόπο ν? μο?γράψεις…
Mal Du Depart
Στ?ν ?δερφή μου Ζένια
Θ? μείνω πάντα ?δανικ?ς κι ?νάξιος ?ραστ?ς
τ?ν μακρυσμένων ταξιδι?ν κα? τ?ν γαλάζιων πόντων,
κα? θ? πεθάνω μία βραδιά, σ?ν ?λες τ?ς βραδιές,
χωρ?ς ν? σχίσω τ? θολ? γραμμ? τ?ν ?ριζόντων.
Γι? τ?Μαδράς, τ? Σιγγαπούρ, τ? ?λγέρι κα? τ? Σφ?ξ
θ? ?ναχωρο?ν σ?ν πάντοτε περήφανα τ? πλο?α,
κι ?γώ, σκυφτ?ς σ? ?να γραφε?ο μ? χάρτες ναυτικούς,
θ? κάνω ?θροίσεις σ? χοντρ? λογιστικ? βιβλία.
Θ? πάψω πι? γι? μακριν? ταξίδια ν? μιλ?
ο? φίλοι θ? νομίζουνε π?ς τά ?χω πι? ξεχάσει,
κι ? μάνα μου, χαρούμενη, θ? λέει σ? ?ποιον ρωτ?
«?ταν μία λόξα νεανική, μ? τώρα ?χει περάσει…»
Μ? ? ?αυτός μου μία βραδι?ν ?μπρός μου θ? ?ψωθε?
κα? λόγο, ?ς ?νας δικαστ?ς στυγνός, θ? μο? ζητήσει,
κι α?τ? τ? ?νάξιο χέρι μου πο? τρέμει θ? ?πλιστε?,
θ? σημαδέψει, κι ?φοβα τ?φταίχτη θ? χτυπήσει.
Κι ?γώ, πο? τόσο ?πόθησα μία μέρα ν? ταφ?
σ? κάποια θάλασσα βαθι? στ?ς μακριν?ς ?νδίες,
θά ?χω ?να θάνατο κοιν? κα? θλιβερ? πολ?
κα? μι? κηδεία σ?ν τ?ν πολλ?ν ?νθρώπων τ?ς κηδε?ες.
? πλώρη μας
Στ?ν Θ. Λιαρο?τσο
?ταν ? πλώρη μας καθ?ς τ?ν φορτηγ?ν ο? πλ?ρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, πο? ?μύριζαν βαριά,
μ? ?να τραπέζι ξύλινο στ? μέση, λερωμένο
κα? σκαλισμένο σ? πολλ?ς μερι?ς μ? τ? σουγι?.
Ε?χε δεξι? κι ?ριστερά, ?πάνω τό ?να στ? ?λλο,
τ? ξύλινα κρεβάτια μας στ? πλάγια κολλητά,
πο? ?μοιαζαν, μέσα στ? θαμπόν, ?νάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα πο? ξεχάστηκαν κα? μείναν ?νοιχτά.
Σ? μία γωνι? τ? ?ρμάρι μας, ?π? ?ξω στολισμένο
μ? ζωγραφι?ς χρωματιστ?ς ?π? περιοδικ?
? γαλλικ?ς φωτογραφίες α?σχρές, πο?παρασταίνουν
τ? ?μάρτημα τ?ς ?δον?ς τ? προπατορικό.
Πάντα βασίλευε σιγ? θανατερ? ?κε? μέσα
κα? περπατούσαμε ?λοι μας στ?ς μύτες τ?ν ποδι?ν,
κι ?ταν στιγμ?ς πο? νόμιζες π?ς ?κουες ν? χτυπο?νε
σ?ν τ? ρολόι, μ?ς στ? σιγή, ο? χτύποι τ?ν καρδι?ν.
Κι ?κοβε μόνο τ? σιγ?ν ? χτύπος τ?ς καμπάνας
πο? ?πάνω στ? καμπούνι, ?ργά, χτυπο?σε τ?ν ?ρ?ν
τ? πέρασμα, μ? ?να βαρ? μ? λυπημένο ?χο,
πο? πνίγονταν μ?ς στ? βο? το? ?γέρα ? τ?ν νερ?ν.
Τ?ς Κυριακές, σ?ν ε?χανε δουλει? μονάχα ο? βάρδιες,
σ? α?τ?ν ?μαζευόμαστε κι ?νάβαμε φωτι?
κι ? α?σχρές, σιγά, γι? τ?ς γυνα?κες λέγαμε ?στορίες
? τ? φαΐ μας παίζαμε μ? πε?σμα στ?χαρτιά.
Στ?ν πλώρη α?τ? κατάστρεψα τ?ν ?ρεμο ?αυτό μου
κα? σκότωσα τ?ν τρυφερ? παιδιάτικη ψυχή.
?μως ποτ? δ? μ? ?φησε τ? ?πίμονο ?νειρό μου
κα? πάντα ? θάλασσα πολλ? μο? λέει, ?ταν ?χε?.
William George Allum
?γνώρισα κάποια φορ? σ? ?να καράβι ξένο
?ναν πολ? παράξενο ?γγλέζο θερμαστή,
?που δ?ν μίλαγε ποτ? κι ο?τε ποτ? ε?χε φίλους
κα? μόνο πάντα ?κάπνιζε μία πίπα σκαλιστή.
?λοι ?λεγαν μία θλιβερ? π?ς ε?χε ?στορία
κι ?σοι ε?χαν στ? στόκολο μ? δα?τον ?ργαστε?
?λεγαν ?τι κάποτες, ?π? τ? λαιμ? ?ς τ? νύχια,
ε?χε σ? κάποιο μακριν? τόπο στιγματιστε?.
Ε?χε στ?μπράτσα του σταυρούς, σπαθι? ζωγραφισμένα,
μία μπαλαρίνα στ?ν κοιλιά, πο? ?χόρευε γυμν?
κι ?π? στ? μέρος τ?ς καρδι?ς στιγματισμένη ε?χε
μ? στίγματ? ?νεξάλειπτα μίαν ?γρια καλλον? …
Κι ?λεγαν ?τι τ? γυναίκα α?τ? ε?χε ?γαπήσει
μ? ?γριαν ?γάπη, ?κράτητη, βαθι? κι ?ληθιν?
κι α?τ? π?ς τ?ν ?πάτησε μ? κάποιο ναύτη ?ράπη
γιατ? ?τανε μία ?ναίσθητη γυναίκα κα? κοινή.
Τότε προσπάθησε α?τ?ς ν? διώξει ?π? τ? νο? του
τ?ν ξωτικ? πο? ?γάπησε, τόσο βαθιά, ?μορφι?
κι ?π? κοντά του ?ξάλειψεν ?,τι δικό της ε?χε,
?μεινεν ?μως στ?ς καρδι?ς τ? θέση ? ζωγραφιά.
Πολλ?ς φορ?ς στ?σκοτειν? τ?ν ε?δανε τ? βράδια
μ? βότανα στ? στ?θος του ν? τρίβει, ο? θερμαστ?ς …
Το? κάκου, γνώριζε α?τ?ς – καθ?ς τ? ξέρουμ? ?λοι -
?τι το? ?νν?μ τ? στίγματα δ?ν βγαίνουνε ποτ?ς …
Κάποια βραδι? ?ς περνούσαμε ?π? τ? Bay of Bisky
μ? ?να μικρ? τ?ν βρήκανε στ? στήθια το? σπαθί.
? πλοίαρχος ε?πε: «Θέλησε τ? στίγμα του ν?σβήσει»
κα? διάταξε στ? θάλασσα τ?ν κρύα ν? κηδευτε?.
Καφάρ
Στ? Γι?ργο Παπ?
Ν? ζε?ς στ?ν ?δια πολιτεία παντοτιν?
κα? νά ?χεις τ?ν ?ναχωρήσεων τ? μανία,
μ? φεύγοντας ?π? τ? γραφε?ο τ? βραδιν?
ν? κάνεις ?φθαλμοπορνε?α στ? καφενε?α.
?λλοτες ε?χαμε τ? πλο?α κρυφ? σκοπό,
μ? ? κόσμος ?γινε σ?ν ?δειαν? φυλλάδα,
ε?ναι τί ?διο πι? ν? μένεις στ?ν ?λλάδα
μ? τ? ν? ταξιδεύεις στ? Fernando Po.
Τ? φορτηγ? ε?ναι κακοτάξιδα κι ?ργο?ν,
μ?ς στ? ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
τ? ν? φορτώνεις μ?νες ρύζια στ? Ραγκο?ν
ε?ν? ?να πράγμα πο? σκοτώνει το?ς ?ρτίστες.
Ο? πόλοι γίνανε σ? μ?ς πολ? γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλ?ς φορ?ς τ? Βόρειο Σέλας
κι ?χουν ο? πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστε?
?π? ?δειαν? κουτι? σπανιόλικης σαρδέλλας.
Στ?ν Ταϊτ? ?ζησε μ?νες κι ? Λοτί,
?ν π?ς λιγάκι παρακάτου, στ?ς Μαρκίζες,
πο? ?λλοτες τρώγανε μπανάνες κι ?γριες ρίζες,
καλλυντικ? τώρα πουλ?νε το? Coty.
Ο?Γιαπωνέζες, τ? κορίτσια στ? Χιλή,
κι ο? μα?ρες του Μαρόκου πο? πουλ?νε μέλι,
?χουν σ?ν ?λες τ?ς γυνα?κες τ? ?δια σκέλη
κα? δίνουν μ? τ?ν ?διο τρόπο τ? φιλί.
? α?τοκτονία, προνόμιο πι? στ?θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι ?με?ς α?τ? τ? σκέψη.
Πεθαίνεις πι? σιγ? μ? τ? ναρκωτικά,
μ? τελευταία κι α?τ? τ?χουν νοθέψει.
Coaliers
Στ? Ν. Φαμελιάρη
Σ? πολιτε?ες το?Καναλιο?, στ? Λίβερπουλ, στ? Σου?νς
βλέπει κανε?ς πρω? πρωί, στο?ς ντόκους μ? τ? κρένια,
κάποιους πο? ?ν? δ? μοιάζουνε πολ? γι?ναυτικοί,
πρ?ς τ? καράβια ?δεύουνε γελώντας δίχως ?ννοια.
Πέντ? ?ξι ?ργι?ς τ? μπάρκα τους κι ?μοια τόσο πολύ,
πο? ?ς ν? τ? βρο?ν κουράζονται πολλ?ς φορ?ς στ? ράδα.
Πλώρη ψηλ? ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι ε?ναι τ? πι? μεγάλο τους ταξίδι μία βδομάδα.
?να βρακ? ?σιδέρωτο φορ?νε βρωμερ?
κα? μία φανέλα ?π? φιλ? χειμώνα καλοκαίρι,
?να μαντίλι τ?ς φωτι?ς δεμένο στ? λαιμ?
κα? περπατ?ν τρεκλίζοντας πιασμένοι ?π? τ? χέρι.
?μως περνο?ν τ? τρομερ? κανάλι το? Saint George
κι ?ρθοπλωρίζουνε γι? κε? πο?κυβερνάει πούσι,
πο? τ? καραβοφάναρα, βογγώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τ?ν ?μαθο πο? θ? τ? πρωτακούσει.
Περήφανα το? ?τλαντικο? διαβαίνουν τ? νερά,
τ?ν φαναρι?ν ?κολουθώντας πάντα τ?ς σειρ?νες,
χορεύοντας ?να χορ? στ? κύματ? ?λαφρό,
πο? ο? ναυτικο? τ?ν φορτηγ?ν τ? λέμε μπαλαρίνες.
Ο?Φλαμαντέζοι ναυτικο? γελ?ν κα? λένε π?ς
ο? ?γγλέζοι το?ς πνιγμένους το?ς κλα?νε μία μέρα μόνο
μ? ?ν ?θελαν περισσότερο δ? θά ?χανε καιρό:
δέκα ?π? α?τ? σ?ν φύγουνε, γυρν?νε πέντε μόνο.
?π? συνήθεια παίρνουνε σ? χρ?μα τ?ν τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χ?μ κι ?να κουτ? μ? βρώμη
μ? τό ?χουν προτιμότερο ν? πιο?νε τ? λεφτά,
πρ?ν φύγουν κα? ν? το?ς τραβο?ν στερν? στιγμ? ο? λοστρόμοι.
Μ? ε?ναι τ? πι?καλύτερα πο? γνώρισα παιδι?
μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυ? δυ?πιασμένοι,
κα? δίχως ν? τ? νιώσουνε καλά, πολλ?ς φορ?ς
βουλιάζουν μ? τ? μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.
Μαύρη λίστα
Στ?ν Π. Τζόανο
Ε?ναι κάτι μεσόκοποι καπετανα?οι ?γγλέζοι,
πο? φάγανε τ? νιάτα τους στ?ς γέφυρες ?πάνω,
σ? βάρδιες ?ξαντλητικές, κοιτώντας τ?φανάρια,
σ? θεωρίες παράξενες γι?στίγματα, γι? μήκη,
πο? ?λη στ? νο? τους κλείσανε τ? ναυτικ? ?πιστήμη.
Μ? θ?ς ?π? τ?ν κούραση ? ?π? τ? πολ? πο? ?πίναν
?πεσαν ?ξω, τ? μεγάλο δίπλωμα το?ς π?ραν,
στ? «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ?να χαρτ? το?ς δώσαν,
?να χαρτ? πο? δίνουνε μονάχα στο?ς λοστρόμους.
Κα? τότε α?τοί, ?π? κούραση κι ?π? πικρία γιομάτοι,
στ?ς πολιτε?ες τους μείνανε κα? δ?ν ?ξαναφύγαν.
Ξέρω κάτι μεσόκοπους ?γγλέζους καπετάνιους,
?λκολικούς, μ? τ?ς χρυσ?ς πο? σχίστηκαν στολές τους,
πο? ?λη τ? μέρα μ?ς στ? μπ?ρ γυρίζουνε κα? πίνουν,
τσίκλα μασ?ν, α?σχρολογο?ν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μ? σ?ν βραδιάσει κι ?ρχιν?ν ν?φεύγουν τ? καράβια,
κάνοντας μέσα στ? νερ? το? λιμανιο? μπρ?ς πίσω,
βγαίνουν α?το? κα? κρίνουνε μ? πε?σμα τ?ς μανο?βρες.
Πολλ?ς φορ?ς μαλώνουνε, παίζουν γροθι?ς κα?βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικ? το? Σέφιλντ σκουριασμένα.
χτυπιο?νται κα? πεθαίνουνε πάνω σ? μπάλες κάμποτ
? σ? τσουβάλια ?π? τ? Penang μπαχαρικ? γιομάτα.
Παραλληλισμοί
Τρία πράματα στ?ν κόσμο α?τό, πολ? ν? μοιάζουν ε?δα.
Τ? ?λόλευκα μ? πένθιμα σχολε?α τ?ν Δυτικ?ν,
τ?ν φορτηγ?ν ο? βρώμικες σκοτεινιασμένες πλ?ρες
κα? ο? κατοικίες τ?ν κοιν?ν, χαμένων γυναικών.
?χουνε μία παράξενη συγγένεια κα? τ? τρία
παρ? ?λη τ? μεγάλη τους στ? βάθος διαφορά,
μ? μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατ? το?ς λείπει
? κίνηση, ? ?νεση το? χώρου κα? ? χαρά.
Μ






