Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού – χίλιες οργιές -
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε τo αλάτι.
Μα “συ προσμένεις απ” το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τo άσπρο χαλίκι.
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμόι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους τη ταρίφα.
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας στο κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και τη πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο, μικρό, θαλασσινό κοχύλι.
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου “δώσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» – Όχι, απ” αλλού πονάω.
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που “χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ” Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει τη προδοσία.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταψιδέψαν τα νησιά στο πόντο, τα Κανάρια.
δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι


