Home

JE CROIS ENTENDRE ENCORE

JE CROIS ENTENDRE ENCORE
(Romance de Nadir)


GEORGES BIZET "Les p?cheurs des perles".


Je crois entendre encore
Cach?e sous les palmiers
Sa voix tendre et sonore
Comme un chant de ramier.

? nuit enchanteresse
Divin ravissement
? souvenir charmant
Folle ivresse, doux r?ve.

Aux clart?s des ?toiles
Je crois encore la voir
Entr'ouvrir ses longs voiles
Au vent ti?de du soir.

? nuit enchanteresse
Divin ravissement
? souvenir charmant
Folle ivresse, doux r?ve.

Charmant souvenir
Divin souvenir!


 

Ντρέπομαι σαν χώρα

Ντρέπομαι σαν χώρα

της Φωτεινής Τσαλίκογλου, καθηγήτριας Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Εικόνες ελληνικής απόγνωσης κάνουν τον γύρο του κόσμου. Ο «Guardian» ανέδειξε σε φωτογραφία της ημέρας τη δωρεάν διανομή τροφίμων στο κέντρο της Αθήνας. Δεκάδες άνθρωποι να στριμώχνονται και να απλώνουν τα χέρια περιμένοντας να πάρουν μια σακούλα λεμόνια. Αλλες φωτογραφίες με ανθρώπους να ζητούν δωρεάν λίγα τρόφιμα και άλλους να κόβουν ξύλα προκειμένου να ζεσταθούν αναπαράγονται από τα διεθνή ΜΜΕ.

 

Η εικόνα μιας εξαθλιωμένης Ελλάδας ταξιδεύει και πληγώνει. Το μιντιατικό τοπίο προβάλλει τις πληγές και τα τραύματα της χώρας μας. Τα προβάλλει αφειδώς, ασύστολα, απερίσκεπτα, θα πουν ορισμένοι και θα δυσφορήσουν. Θα προτιμούσαν να μην υπάρχουν αυτές οι φωτογραφίες και ως διά μαγείας, όπως το πιστεύουν τα μικρά παιδιά, αυτό που δεν προβάλλεται θα είναι σαν να μην υπάρχει. Θυμώνουν όχι με αυτό που απεικονίζουν οι φωτογραφίες αλλά με το ίδιο το γεγονός της απεικόνισης. «Τι θα πουν οι ξένοι; Υπερβάλλουν, μας κάνουν κακό, κάνουν κακό στον τουρισμό μας». Και ω του θαύματος, η δυσφορία ταξιδεύει, μετατοπίζεται (μέσα στο μυαλό τους) από το συμβάν σε αυτό που προβάλλεται ως συμβάν.

Πόση ιδεολογική δουλοπρέπεια κρύβει κάτι τέτοιο; Τι είδους παραμορφωτικός καθρέφτης είναι αυτός που έχουμε από τα βάθη των χρόνων εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι μας; Μέσα στον καθρέφτη αντί να βλέπουμε τον εαυτό μας, βλέπουμε την εικόνα που εικάζουμε ότι οι άλλοι έχουν για εμάς. Εμείς ως οι άλλοι. Ο υπηρέτης που βλέπει στον καθρέφτη την εικόνα του όπως φαντάζεται ότι θα την ήθελε το αφεντικό του.

Πόσο μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία ο μηχανισμός αυτός;

Εχω την αίσθηση πως η δυσφορία αυτή για τις «κακές εικόνες» αποτελεί το σύμπτωμα μιας έμμονα υποκριτικής, ψευδαισθησιακής ανάγκης τακτοποίησης μιας ατακτοποίητης τάξης πραγμάτων. Κάτι το δικό μας, κάτι με το οποίο έχουμε μάθει να ζούμε. Η δυσφορία για την εικόνα της εξαθλίωσης, και όχι για την ίδια την εξαθλίωση, είναι εναρμονισμένη με έναν τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, να υπάρχουμε, να συνυπάρχουμε, να μεγαλώνουμε, να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας, και κάποια στιγμή να πεθαίνουμε μέσα στο ψέμα και την κατασκευή. Στο όνομα του «τι θα πει ο άλλος». Αλήθεια αυτό το «τι θα πει ο άλλος» σε πόσες ελληνικές οικογένειες δεν έχει λειτουργήσει, από τα βάθη των χρόνων, σαν πυξίδα «διαπαιδαγώγησης;». «Εχω καθαρό το κούτελό μου εγώ», «πρόσεχε τι θα πει ο γείτονας». Οχι πρόσεχε γι' αυτό που είσαι, όχι πρόσεχε γι' αυτό που γίνεσαι, αλλά γι' αυτό που ο άλλος θα βλέπει σε σένα ότι είσαι. Και καθώς το βλέμμα είναι παραμορφωτικό και καθώς ο άλλος βλέπει πάντα με τα δικά του μάτια, εσύ είσαι συνεχώς υπόλογος σε ένα μη δυνάμενο ποτέ να ικανοποιηθεί αλλότριο βλέμμα. Ο άλλος θα σε κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα του. Εσύ θα πρέπει να αναλώσεις μια ζωή για να βρεις ποια είναι αυτά τα δεδομένα ώστε να συμμορφωθείς. Σε θέλουν πειθαρχημένο, τακτικό, εργατικό; Σε θέλουν ευφάνταστο και επινοητικό; Σε θέλουν εξαρτημένο και υποταγμένο; Με πρωτοβουλίες και αυτενέργεια; 'Η μήπως σε θέλουν άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς; 

Ευφάνταστα εργατικός; Επινοητικά υποταγμένος; H συμμόρφωση στο βλέμμα του άλλου είναι πάντα ατελής και ανολοκλήρωτη.

Η ιστορία με τις φωτογραφίες της ντροπής με κάνει να σκεφτώ πόσο το ψέμα συνοδεύει το μεγάλωμα ενός παιδιού σε μια ελληνική οικογένεια. «Πόσο με αγαπάς;». Υπάρχει οικογένεια που να μην έχει απευθύνει στο παιδί αυτό το ερώτημα; Μαζί με ένα ακόμη πιο φορτισμένο: «Ποιον αγαπάς πιο πολύ;». Δίχως να το πολυσκεφτείς, παρακινείσαι να πεις: «Ναι, σε αγαπώ πολύ». «Ναι! Εσένα αγαπώ πιο πολύ», για να μη δυσαρεστήσεις κανέναν, για να μη χάσεις αγάπη, αποδοχή και θαλπωρή. Ταυτόχρονα η παρότρυνση να είσαι όπως κάποιος άλλος, σε ακολουθεί από την αρχή της ζωής. «Να είσαι σαν τον Α, δες πόσο προκομμένος είναι»... Αυτή η επιταγή να είσαι σαν τον άλλον που δεν είσαι, να τον φτάσεις, να τον μιμηθείς, μοιάζει να είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ελληνικής οικογένειας. Πέρα από τη συνάφειά της με τον ανθρώπινο ψυχισμό, αυτή η προς τον άλλον έκκληση δεν ξέρω πόσο σχέση έχει και με την ιστορία και τα ιστορικά βιώματα της χώρας μας, ωστόσο εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι με αυτόν τον τρόπο χτίζεται με επιμέλεια αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «ψευδή εαυτό» ή μια «δήθεν» (As if) προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα ξένη, αποκομμένη από την πραγματικότητα των συναισθημάτων της. Υπάρχει δηλαδή ένα δούναι και λαβείν, σαν εμπορική συναλλαγή, στις σχέσεις όπου το ψέμα βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί, προκειμένου να είναι κανείς αρχικά αρεστό παιδί, στη συνέχεια αρεστός εραστής, σύζυγος, εργαζόμενος κ.ο.κ. Στο τέλος, αν το ψέμα γίνει συστατικό κομμάτι της αλήθειας σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι.

Οι εικόνες ντροπής της Ελλάδας και το πώς τις προσλαμβάνουμε είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι εικόνες μιας αλήθειας που αξίζει να μην εξορίσουμε. Στην κοινωνία του ενός τρίτου, με μια φτώχεια που τσακίζει τα κόκαλα των Ελλήνων, είναι ίσως η στιγμή να τοποθετηθούμε αλλιώς απέναντι στην αλήθεια του καθρέφτη μας.

Ενας επιπλέον τρόμος παραμένει ανοιχτός: ο εθισμός και η φυσικοποίηση τέτοιων εικόνων... Αλλά γι' αυτόν, τον άλλον τρόμο, δεν θα μεριμνήσει η προβολή της αλήθειας αλλά η μεταμόρφωσή της.

(Ιδωμεν... το μέλλον ανήκει στην έκπληξη.)

                                                      ΠΗΓΗ: εφημ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-2-2013

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ»

Πέρασε η Κατοχή, ήρθαν οι άλλες μάστιγες, οι εφτά πληγές του Φαραώ. Τα παιδιά στο μεταξύ μεγάλωναν. Τρία του μαραγκού, δύο του χτίστη και μια κοπέλα του τελευταίου, η μεγαλύτερη. Πήγαν στο στρατό? έσφιξαν τα δόντια, πολέμησαν τους κόκκινους, τους πράσινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν οι ανώτεροί τους. Σαν τη γλίτωσαν αποκεί, βγήκαν για δουλειά. Στο στρατό, ώσπου να τους κάνουν να πέσουν στη φωτιά τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια. Τώρα δε γυρνούσε κανένας να τους δει. Καταστάλαξαν στο καφενείο, που ακουμπάει στα τείχη, κι όλη μέρα έπαιζαν χαρτάκια. Το καφενείο ήταν φίσκα από άνεργους, όχι μόνο παλικάρια αλλά και μεγάλους ανθρώπους, πατεράδες με παιδιά.
Μόλις είχαν αρχίσει να υποψιάζονται τα στραβά και τ? ανάποδα αυτού του τόπου κι οι συζητήσεις στο καφενείο πήραν να γίνονται πιο ζουμερές, άνοιξαν οι δρόμοι για τη μετανάστευση? Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν ποτέ μονάχα σ? ένα καφενείο. Μάθαν οι άρπαγες την καταλαλιά, φοβήθηκαν πώς η τόση εκμετάλλευση μπορούσε να τους βγει ξινή κάποτε, κι αποφάσισαν να τους αμολήσουν.

 


Κυριάκου Χαραλαμπίδη ?ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ?

Στον Κυριάκο Πλησή

 

ΝΑ ΙΔΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ζύγωσα και πούθε

το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα

στο σπίτι τ' αλμυρό, σιμά σε λάκκο.

Μια μαντιλοδεμένη μου 'φερε νερό,

μου πρόσφερε γλυκό . ευχαριστώ την.

Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο

του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά

ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη

πραγματικά και μέλη εμποτισμένα

στην καλοσύνη τής χαράς αντιδωρήματα.

Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα

το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.

« Και βέβαια επιτρέπεται », μου λέει -

« μπορείς να 'ρθείς και στην κρεβατοκάμαρα ».

Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο

να με κοιτάει από 'να κάδρο. Αφήνω

την εντροπή και γύρεψα να πάρω

τη μάνα μου ο δόλιος απ' την Τροία.

« Πάρτηνε », λέει αυτή σαν καλογέλαστη,

« τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;

Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε

ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα

και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη

που την ομπρέλα της κρατεί».

Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι

που γαντοφορεμένο, ραδινό

σε καναπέ ακουμπούσε . αλλά τι περιμένεις ;

Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν

ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη

γλυκού του κουταλιού; μεγάλο θέμα.

Πάλι καλά πού μ' άφησε και μπήκα

στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.

Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.

Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό

να 'χω την άδειά της να ξανάβλεπα

την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.

 

 

 

Γ. Ιωάννου «Εξαίσια αστική μας κοινωνία»

(Απόσπασμα)

Ομολογώ πως αισθάνομαι πολύ άσχημα, όταν τα πρωινά,

καθώς τρέχω με την τσάντα κάτω απ? τη μασχάλη,

διασταυρώνομαι με τις παρέες των εργατών. Κατεβαίνουν

απ? τις συνοικίες τους βιαστικοί και στραφτεροί, όλο

ζωντάνια και ελεύθερο βάδισμα. Ποιος ξέρει σε τι κρεβάτια

πλάγιασαν κι απόψε κι έχουν αυτή τη λάμψη. Προσπαθώ

κοιτάζοντας να μη σκέφτομαι απ? αυτά. Ούτε η ώρα, ούτε ο

τόπος το επιτρέπουν. Πάντως για περισσότερη καταστολή

ρίχνω το νου μου στα βάσανα και σε όλα τα δυσάρεστα που

έχω περάσει.

Σταματώ στο καφενείο που βρίσκεται κάτω από? τα γραφεία

μας, μια και πάντα φτάνω πιο νωρίς. Από κάτι τέτοια

θεωρούμαι καλός υπάλληλος. Έτσι που βλέπω τους

διαβάτες να έρχονται από μακριά, δε διακρίνω βέβαια

φυσιογνωμίες. Τους ξεχωρίζω μονάχα απ? το άφοβο

βάδισμα και ποτέ δεν πέφτω έξω. Το βάδισμα είναι σοβαρό

τεκμήριο? δείχνει αμέσως τον άνθρωπο, όπως το βλέμμα και

ο τόνος της φωνής. Το μπέρδεμα αρχίζει απ? τη στιγμή που

θ? αφήσεις κάποιον να σε πλησιάσει και να σου μιλήσει

πολλά. Τότε, όσο κι αν πιστεύεις ακράδαντα στην πρώτη

εντύπωση, αρχίζεις να κλονίζεσαι.

 

 

Γιώργου Ιωάννου, από το αφήγημα "Απογραφή ζημιών"

της συλλογής του "Το δικό μας αίμα" (1980):

" Δίπλα στό «?κρόπολις» καί μέχρι τήν ?δό Πλάτωνος ?ταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ?που μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε ο?κογένειες ?βραίων. Α?τά, μέ τό ξενοδοχε?ο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τ?ς πλατείας, πού σήμερα ?νομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές ?βραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ?τλαζένιες φορεσιές τ?ς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ?ξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νά περάσει ?συχα καί ?ναμάρτητα ? ?για ?ργία. Τά σπίτια α?τά, ?ν δέν ε?χαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν ο? ?ργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ?πωσδήποτε ο? στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ?λλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά π?, ?λλά σάν πολύ ε?κολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ?νδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρε?ς καί τό θεωρο?ν ?λοι τους ε?καιρία νά ?ξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γο?στα τους καί τά πρότυπά τους, ?παλλάσσοντάς την ?πό τίς ?νοχλητικές α?τές παλιατσαρίες, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημε?α καί τούς χώρους τ?ς παλαι?ς ζω?ς. ?τσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ?πό χρόνια, ?λη ? παλιά γειτονιά ? γύρω ?πό τή Ροτόντα, δηλαδή ? παλιά ?λληνική συνοικία τ?ς Καμάρας, α?τή πού ?δινε τόν τόνο καί τά ?πιχειρήματα, καί ?φέθηκε ? τόπος ?λεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν ο? τουρίστες μέ ?νεση τή Ροτόντα."

 

 

  Γιώργος Ιωάννου «Ο δούξ του Σπρούξ»

«Όταν πρωτοπήγα, ο δούξ του Σπρούξ είχε πελατεία από πελοποννήσιους κυρίως. Άνθρωποι μελαχρινοί, πονηροί και σπαθάτοι. Αναφέρομαι στους νεαρούς φυσικά, γιατί τότε γέρους δεν έβαζαν στο δωμάτιό μου. Ατέλειωτες συζητήσεις κάμναμε ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας. Τόσο καλές ώστε την επόμενη βραδιά μαζεύονταν νωρίς νωρίς και με περίμεναν. Προτιμούσαν τη δικιά μου παρέα κι από βόλτες κι από σινεμά κι από βρωμοέρωτες της Ομόνοιας. Και τι δε μάθαινα εκείνες τις νύχτες.

...

Όταν μετά από καιρό ξανακατέβηκα, η διεύθυνση είχε αλλάξει. Ο επιχειρηματίας ήταν τώρα απ? τη Μακεδονία. Έφριξα με την τόλμη του. Τι γύρευε αυτός μες στου λύκου το στόμα; Και πράγματι οι δουλειές δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Η πελοποννησιακή πελατεία είχε σχεδόν σύσσωμη ξεκόψει. Πολλά απ? τα πονηρά δεν τα σήκωνε ή μάλλον δεν τα τολμούσε ο νέος αφέντης. Οι περισσότεροι πελάτες ήταν απ? τη μακεδονική ύπαιθρο, πόντιοι κυρίως. Δεν ενδιαφέρονταν παρά για το πώς θα τελειώσουν το γρηγορότερο τις δουλειές τους. Το βράδυ στο δωμάτιο έκαμναν συνήθως λογαριασμούς και δεν μιλούσαν καθόλου. Ύστερα έπεφταν για ύπνο. Τους έλεγα πως είμαι πελοποννήσιος για να με φοβούνται. Ξέρω τη γνώμη τους για τους πελοποννήσιους.

Ο μακεδόνας, όπως ήταν επόμενο, γρήγορα παράτησε την επιχείρηση. Κι έτσι σε λίγους μήνες βρήκα αφεντικό έναν κερκυραίο. Αυτός τα παρακατάφερνε. Είχε ξαναφέρει αρκετή απ? την παλιά πελατεία κι είχε γεμίσει το ξενοδοχείο του από επτανήσιους. Ευγενικοί, δειλοί, και φλύαροι άνθρωποι, παρόλο που πολλοί τους είχαν μια ασυνήθιστη σκληράδα στα χαρακτηριστικά. Ο δούξ του Σπρούξ άρχισε να ξαναγνωρίζει παλιές του δόξες. Μέχρι σιγανές καντάδες ακούγονταν στα δωμάτια. Και συχνά τις νύχτες απολάμβανα υπερβολικές περιγραφές των τοπίων της επτανήσου. Μέσα στον ευγενικό και θερμόαιμο εκείνο λαό ένιωθα όσο ποτέ σαν δούξ του Σπρούξ.

Τώρα μελετώ τους ηπειρώτες. Βάσκανος μοίρα σήκωσε τα μυαλά του κερκυραίου και άνοιξε άλλο μεγαλύτερο ξενοδοχείο. Φυσικά, μετέφερε και την ακολουθία του. Εγώ όμως παραμένω πιστός στα πάτρια. Δε λέμε και πολλά πράγματα με τους σοβαρούς ηπειρώτες. Άλλωστε, τα ρητά των προγόνων μας τα σχετικά με την αξία της σιωπής ουδέποτε είχαν τόση επικαιρότητα. Κανένας επαρχιώτης, και πολύ περισσότερο βόρειος, δεν κατεβαίνει πια στην πρωτεύουσα για γλέντι. Δεν υπάρχει κέφι ?γενικό το κακό.»

                                        

Γιώργος Ιωάννου «Μοτοσικλέτας εγκώμιο»

«Η αλήθεια είναι πως σε στιγμές αδυναμίας λυπάμαι κάπως που δεν έχω κι εγώ αυτοκίνητο, αλλά αυτό το ύποπτο λύγισμα είναι πάντα κάτι το παροδικό και αρκετά εύκολα το αποτινάζω. Δε μου χρειάζεται κι άλλη απομόνωση? φτάνει αυτή που έχω στο σπίτι. Δεν μπορώ να κουβαλώ την ατμόσφαιρα του σπιτιού μου πάνω σε τέσσερις ρόδες, ούτε να βλέπω διαρκώς τους άλλους μέσα απ? τα τζάμια. Θέλω να ακουμπώ, να τρίβομαι, έστω και τυχαία, πάνω σε ανθρώπους, να τους ακούω, να παίρνω απ? αυτούς κουράγιο ή απελπισία. Προπάντων θέλω να βλέπω ανθρώπους, να τους χαίρομαι από κοντά ή και να τους σιχαίνομαι, να τους μυρίζω.

...

Περπατάω λοιπόν όσο μπορώ και μάλιστα σε χώρους πολυσύχναστους, παίρνοντας το λεωφορείο μόνο όταν κάπου  πρέπει να προλάβω. Παλιότερα δεν μπορούσα να περιεργαστώ και τόσο τους διαβάτες. Περιοριζόμουν σε μια φευγαλέα ματιά κυρίως στο πρόσωπο. Τώρα διαπιστώνω ολοένα και μεγαλύτερη άνεση στον εαυτό μου. Θαρρείς και δεν προβάλλουν την ίδια αντίσταση στα βλέμματά μου, υποχωρούν. Μάλλον όμως δε με λογαριάζουν πια, ενώ, όταν ήμουν νεώτερος, μ? αντιμετώπιζαν σαν αντίπαλο, διεκδικητή σε κάτι το άγνωστό μου ή όμοιόν τους, οπότε εγώ έχανα τα βήματά μου.

Περπατώ στους δρόμους και κάθε τόσο ενθουσιάζομαι. «Θεέ μου» λέω «γιατί να μη μας δίνεις περισσότερη ζωή και νιάτα;» Όσο βαριά στεναχώρια κι αν έχω, μ? ένα καλό περπάτημα σε δρόμους εγγυημένους αλαφρώνει. Προσπαθώ, συνήθως, να κλείνω το βράδυ μου γυρνώντας στο σπίτι από την Εγνατία. Πολλές φορές, κι όταν ακόμα δεν μου ταιριάζει το δρομολόγιο, λοξοδρομώ προκειμένου να περάσω από κει. Και γιατί τάχατες να βιάζομαι να φτάσω στο σπίτι; Τι το σπουδαίο έχω να κάνω; Εκείνη την ώρα, βέβαια, πολλή κίνηση σε πεζούς ο δρόμος δεν έχει. Εκτός κι αν συμβαίνει κανένα έκτατο γεγονός: ματς ή κινητοποίηση. Κάτι άλλο υπάρχει όμως που μου παίρνει την ψυχή. Είναι οι πολλές μοτοσικλέτες που περνούν τρέχοντας αστραπιαία, ιδίως προς τα δυτικά, θαρρείς για να προλάβουν αυτοί που τις κυβερνούν τον έρωτα ή τον ύπνο. Κοντοστέκομαι στο πεζοδρόμιο θαυμάζοντας. «Όπου και να χτυπήσουν, θα τραυματιστούν», συλλογιέμαι. Κι αυτό δεν το λέω ούτε με φόβο, ούτε, φυσικά, με οίκτο, αλλά σχεδόν με βαθύ σεβασμό. Άλλωστε, κι αυτοί καλά ξέρουν τους κινδύνους. Πιάνω θέση δίπλα σε φανάρι της τροχαίας, περιμένοντας δήθεν για να περάσω. Όταν ανάβει το κόκκινο, όλοι μαζί σταματούν, ακόμα και μπροστά μου. Είναι συνήθως συμπαθέστατοι και πάντα γεροδεμένοι. Άλλοι είναι χωρικοί, κι άλλοι δικά μας σαΐνια, εργάτες. Ξέρω καλά τι έκαναν και που τώρα πηγαίνουν. Γι? αυτό γυρνούν στα σπίτια τους σα μεθυσμένοι, κρατώντας γερά στα σκέλια τους τις μηχανές. Δεν τους περιμένει εκεί ούτε ξεραΐλα ούτε και μοναξιά.

Αυτό το πράγμα, μάλιστα ?πολύ θα το ?θελα. Αυτό τ? αλλάζω με την τωρινή μου μοίρα. Με μια βαριά μοτοσικλέτα ν? αλωνίζω πόλη και προάστια. Να περνώ σαν τη σαΐτα και να σταυροκοπιούνται με δέος όλοι οι νοικοκυράκηδες. Κι από πίσω να ?ρχεται μ? ορυμαγδό όλη η παρέα. Να ξεπεζεύουμε όπου μας κάνει κέφι, είτε στα πάρκα είτε στα σκυλάδικα, παραμερίζοντας σκληρά κάθε τι που εμποδίζει και πνίγει τους ανθρώπους που έχουν δυνάμεις για ξόδεμα.»

VIDEO

Γιώργος Ιωάννου

παρουσίαση Δαυίδ Ναχμία

Μάθετε περισσότερα για τη ζωή και το έργο του...