Αρχική

  Εισαγωγή

  Ανατολική Θράκη

   Η ζωή στην Ανατολική  Θράκη

   Το Τσακήλι     [Πετροχώρι]   της επαρχίας Μετρών [Τσατάλτζας]

   Στη νέα Πατρίδα

   Κήδεια Προύσας

   Επίλογος

   Βιβλιογραφία

   Video

 

Website counter

Αρχική

·     ΤΣΑΚΛΙΩΤΙΚΟ ΚΑΛΑΝΤΑΡ

           Τo Χωριάτικο Καλαντάρ γράφτηκε γύρω στα  1902 στο Τσακήλι από τον Καλλισθένη Χουρμουζιάδη και εκδόθηκε το 1937. Στο Καλαντάρι βρίσκονται καταγεγραμμένα τα ήθη και έθιμα του χωριού κατά μήνα. Είναι τόσο γλαφυρός ο τρόπος παρουσίασής του που διαβάζοντας το μεταφέρεσαι χωρίς να το θέλεις σε εκείνη την εποχή.

Για να διαβάσετε σωστά τη σελίδα κατεβάστε τη γραμματοσειρά

Avdira

ΤΟ ΤΣΑΚΗΛΙ (ΠΕΤΡΟΧΩΡΙ)

ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΕΤΡΩΝ

ΧΩΡΙΑΤΚΟ ΚΑΛΑDΑΡ

A΄  ΓΕΝΑΡΣ

    Αυτόνα το μήνα  τονε λένε και Μεγάλο και Τρανό, γιατί  αυτός σα  πρώτος από τς δώδεκα είναι και ο όλω μεγάλος τς. Κι ένα σ΄αυτόν το μήνα αρκεύνε να μεγαλών-νε οι μέρες και γένται οι μεγάλ οι εγλεντζέδες. Γενάρ τονέ λένε γιατί τότες αρκεύνε να γεννάνε οι όρνιθες.

        Άμα bουbνίξ το Γενάρ το καλοκαίρ θάναι αρρώστειες . Οι γρηές που πολύ τα δοξάζνε αυτά τα πράματα λένε: Γούλ οι μήν να βροdάνε αμά ο Γενάρς να σωπαίν.

1.   Τ’  Α ϊ β α σ-λ ε ι ο ύ κ α ι Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά: Μεγάλη γιορτή. Σήμερα έχνε ονομασία ο Βασίλς, ο Βασ-λάκς, η Βάσω, η Βασίλω, η Βασ-λιώ, η Βασιλκή η Βασίλενα, η Βασ-λοπούλα και ο Πολυχρόνς.

         Από βραδίς βγαίν-νε τα παιδιά με τα φαναράκια στο χερ και πέρν-νε τα σπίτια με την αράδα και καλαdάνε τον Αϊβασίλ:

        Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος.

Αϊβασίλης έρχεται από την Καισαρεία.

φέρνει γουρούνια δώδεκα, κατσίκια δεκατρία.

βαστάει κόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.

το καλαμάρι έγραφε, και το χαρτί μιλούσε.

-      Βασίλη μ πόθεν έρκεσαι και πούθε κατεβαίνεις;

-      Από τη μάννα μ έρκουμαι και στο σκολιό πηγαίνω.

-      Κάτσε να φας, κάτσε να πιής, κάτσε να τραγουδήσης.

-      Εγώ γράμματα μάθαινα, τραβούδια δεν ηξέρω.

-      Σα μάθαινες και γράμματα πες μας την αλφαβήτα.

Και στο ραβδί ακούμπησε να πη την αλφαβήτα.

και το ραβδί ήdανε ξερό, κι απόλκε δυό βλαστάρια.

κι απάνω στα βλαστάρια του πέρδικες κελαηδούσαν.

και κάτω στις ριζίτσες του ανάδυνε νεράκι.

Κατέβηκαν οι πέρδικες με τα περιστεράκια

πέρνουν νερό στα νύχια τους και μόσχο στα φτερά τους

κι αγιάζουν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο.

 

Ύσταρα καλαdάνε με τν αράδα τσι νκοκεροί του σπιτιού. Αν είναι χηριός, χηριά, παλικάρ, κορίτς, παdρεμένος με παιδιά για χωρίς παιδιά, ότ ταιριάζ στο καθενίνενα.

Στο νοικοκύρ λένε:

Τα μαύρα βόδια στο ζυγό, τα κόκκινα στ΄ αλέτρι.

αυτά τα λαμπροκέρατα στους κάμπους δε βουλιάζουν.

Από μηλιά τ’ αλέτρι σου, δαφν είναι ο ζυγός σου.

και το φυκέντρι που κρατείς, της τριανταφυλιάς κλωνάρι.

να σπέρνης πέντε κόσκινα, να βγάζης χίλια μόδια.

να δερμονίζης τα φλουριά, να κοσκινίζης τ’ άσπρα.

Κέρνα τα αφέντη μ κέρνα τα, τα κακονυχτισμένα.

που κακονύχτισαν πολύ για να σας καλαdήσουν.

Μην τα κεράσης κάλπικο και τα βαρυκαρδίσης,

μον κέρνα τα Βενέτικο να τα καλοκαρδίσης.

Όσ’ άστρα ν’ απ’ τον ουρανό και φύλλ’ από τα δέντρα,

τόσα καλά να δίν ο Θεός, εδώ που τραγουδάμε.

Ελάτε παληκάρια μου να πούμε: «Και του χρόνου»

 

Για τη νοικοκερά:

Η πάπια φέρνει το νερό, η κίσσα το σαπούνι,

η ξάσπρη περιστέρα της φέρνει τη φορεσιά της,

για να λουστή η κεράτσα μας, Σάββατον όλη μέρα.

την Κυριακή πο το πουρνό στην εκκλησιά να πάη.

Οι δρόμοι ρόδια γιόμιζαν, τα μονοπάτια μόσκο,

και τα σκαλοπατήματα αδρύ μαργαρητάρι.

Τν είδαν παπάδες τάχασαν, γραμματικοί ξεχάσκαν

και τα γραμματικόπουλα έχασαν τα χαρτιά τους.

-Ψάλλε παπά μ, σαν έψαλλες, και σαν καλοναρχούσες.

τα κάλη ο Θεός με τάδωκε και το κορμί οι αγγέλοι.

 

Για την κορ:

Η κόρη σου η πεντάμορφη η κορσ η ακριβή σου

πώχει τα μάτια σαν ελιές τα φρύδια σαν γαϊτάνι

πώχει τα μακριά μαλλιά σαρανταπέντε πήχες.

στον ουρανό τα γέγδιαζε στους κάμπους τα τυλίζει,

και μεσ’ τη μεσ τη θάλασσα κάθεται η κορ και φαίνει.

Από το βρόντο τ΄αργαλιού, κι απ’ τον αχό της κόρης

ο ήλιος σκανταλεύτηκε κι αργεί να βασιλέψη.

- Ήλιε μου για βασίλεψε, για λάμψε ή να λάμψω

για δο με τις ακτίνες σου να πα να βασιλέψω.

 

Και για το γιο λένε:

Κερά μου τον υιόκα σου, το μοσχοκανακάρη

γυρεύουν και καταρρωτούν να τον αρραβωνιάσουν

γυρεύνε από ψηλή μεριά κι από παπαδοσόγι

        γυρεύνε νάν και ροδινή, γυρεύνε νάν και ξάσπρη.

Αν θέλης νάναι ροδινή, αν θέλης νάναι ξάσπρη

Πέρασε πέρα στο Μωριά πέρα στη Σαλονίκη.

και πάρε ρούχα dέβγαλτα κι όλ’ αργυρό ζουνάρι

και σκουλαρίκια κεχρωτά, κανέλλα με το δράμι.

Πέντε μικρές τον αγαπούν και δεκοχτώ μεγάλες,

η μια την άλλη ρώταγαν ποια να τον πρωτοπάρη.

- Ελάτε να τον πάρουμε κουδούνι κι εγεράκι

Να πορπατή να χαίρεται στους κάμπους καβαλλάρης.

Στους κάμπους κυνηγά λαγοί και στα βουνά περδίκια.

Κι εδώ τρογύρω στις αυλές κυνγάϊ τις μαυρομάτες.

 

        Ύσταρα ανοίγνε τ’  πόρτα κα τα δίν-νε το bαξίς κι άμα εί- ναι από δκό τς σόϊ τα πέρν-νε μέσα και τα δίν-νε και σύκα, σταφί-δες και γλυκά.

       Αποβραδίς ζμών-νε πήτες με προζύμ και ζάχαρ, τσε βάζνε στα ταψιά, πέρν-νε δυό περούνια και τσε ξουλιάζνε, τσ’ αλείφνε αυγό, τσε πισπιλών-νε με σουσάμ, τσε στολίζνε με καθερισμένα μύγδαλα, στην-νε ένα κλωνί βασιλικό στ’ μέσ, περνάνε από πάντ και αυγότσεφλο και τσε ψήν-νε στο φούρνο για τ bαραμονή για κι ανήμερα.

       Από βραδίς σφάζνε και το καπόν και κάμν-νε στο ζμι τ τσορβά. Άμα γυρίσ-νε απ τν εκκλησιά θα κάτσνε στο τραπέζ να φάνε το τσορβά και το καπόν , κι αφού άγλυψνε και τα κόκκαλα, ο μεγαλύτερος του σπιτιού θα κτάξ  και το καράβ. Σαν είναι γιομάτο(σκοτεινό) η χρονιά θα πάη bερεκετλίδικ, σαν είναι πάλε άδειο (ημιδιαφανές) θα έχμε φτώχεια, κι αν είναι στραβό, θα πη πως για ο νοικοκύρς για η νκοκερά στραβοπατούνε. Άμα είν στραβό στ’ αριστερά στραβοπατά ο νοικοκύρς, κι άμα ειν στα διξιά στραβοπατά η  νκοκερά. Ύσταρα ο μεγαλύτερος κόφτ τ bήτα. Το πρώτο το κομμάτ είναι για το σπίτ, το δεύτερο για τ’ αbέλ, το τρίτο για το χωράφ, άλλο για το bαχτσέ, άλλο για το μαγαζί, ύστερα για τα βόδια, για τα κατσίκια, για τα πρόβατα, κατά το έχ του καθενού. Ύστατα κόφτ για το νοικοκύρ, τη νκοκερά, και τα παιδιά με τν αράδα, απ’ τ όλο μεγάλο ως τ όλο μικρό. Σ’ όποιανου κομμάτ βρεθή το γροσάκ εκείνος θα είναι ο τυχερός τση χρονιάς. Τον bαρά που βάζν-νε στ bήτα τονε φλάνε στα εικονίσματα του σπιτού και δε dονε ξοδιάζνε. Τα κορίτσια κρατούν μια βούκα από τ bήτα και τονε βάζνε απ’ κατ στο μαξιλάρ τς για να διούνε στο νύπνο τς ποιόνα θα πάρνε. Ύσταρα από το φαγί παγαίν-νε στς βίζιτες, στσι δκοι και στσι φίλ πώχνε ονομασία. Εκεί κερνιούdαι , ευκιούdαι και γυρίζνε ως το βραδ από σπιτ σε σπιτ. Τα παλιά τα χρόνια τέτοιες μέρες κέρναγανε ρετσέλ για μέλ. Ύσταρα σα βγήκε ο καβές κερνάγανε καβέ με το μέλ. Τώρα π γείναι η ζάχαρ, κερνάνε γλυκό κι από κανά ρακάκ για κρασάκ τσ γερ και τσ άdροι.

        Σήμερα τα κορίτσια βγάζνε τα προικιά τς, τα φλουριά τς και τα σμαδιακά τς απ’ το σεdούκ και τα στολίζνε στο τραπέζ. Ο καταπού στολίζνται και οι ίδιες, φορούνε και τα σμαδιακά τς και κάμνε από γούλες τσι δλιές,  κι από κομμά ράψιμο, κομμά κέdμα, κομμά πλέξμο για να βασ-λέψνε  γούλο το χρόνο.

        Καθενίνας κτάζ να είναι χαρούμενος γουλμέρα για να περάς γούλο το χρόνο με χαρά.

        5. Π α ρ α μ ο ν ή  τ ο υ  Φ ω τ ό ς. (Νηστεία) Απόψα κάθε νκοκερά θα ζμώσ αλεύρι με τη ψλή τ σίτα, θ’ ανοίξ φύλλα, θα τα πισπιλώσ bαχαρκά και καρύδια κουπανισμένα, θα τυλίξ τα φύλλα, θα τ’ αραδιάσ  μες το ταψί ζουγρά ζουγρά, θα τα ψησ, θα τα χύσ και το σερbέτ και αύριο θα το φάνε το σαραγλί γιατί σήμερα νηστεύνε.

         Μόνε σκοτνιάσ βγαίν-νε τα παιδιά με τα φαναράκια τς, καλαντάνε στα σπίτια και μαζώ-νε δεκάρες. Βγαίν-νε ακόμα και μεγάλ με τ λατέρνα για το καρνέτο και καλαdάνε:

Αύριο είναι τo Φωτό π’ αγιάζνε οι παπάδες

που τρέχνε οι αρχιερείς με το σταυρό στο χέρι

μέσα στα σπίτια μπαίνουνε και λεν τον Ιορδάνη

βοήθεια τον έχουμε αυτόν τον Ιορδάνη.

Άνοιξαν τα ουράνια, βγαίν ένα περιστέρι

το Άγιο Πνεύμα ήτανε την μαρτυριά θα φέρη

 η θάλασσα και το ορχή χαίρει χαριτωμένη.

        Ύσταρα καλαdάνε και τον αφέντη, τη κερά, τη κόρ τς και το γιό τς, αν έχη, με τν αράδα κατά πως θα είναι στο κάθε σπιτ.

Αφέντη μου στη τάβλα σου στην άγια τράπεζά σου

χρυσή καντήλα κρέμεται, χρυσή λαμπάδα φέγγει.

Συ βάζεις λάδι και κερί και φέγγει η γειτονιά σου

κι ανεβοκατεβαίνουνε οι παραπονεμένοι.

Φέγγει και τα καράβια σου π’ ανεβοκατεβαίνουν

και κουβανούνε μάρμαρο να κάμουν μοναστήρι.

Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας ας πούμε της κεράς μας.

Κερά μ ψηλή, κερά μ λιγνή, κερά μ γαϊτανοφρύδα

μοσκοβολάει το σπίτι σου και λάμπουν οι αυλές σου

και σε ζουλέβ η γειτονιά τις χίλιες πιδεξάδες.

Πολλά είπαμε και της κεράς ας πούμε και της κόρης.

Κερά μ τη θυγατέρα σου, κερά μ την ακριβή σου,

γραμματικός τη γύρεψε και ψάλτης θα την πάρη

κι εκείνος ο γραμματικός πολλά προικιά γυρεύει

γυρεύει τ’ άστρα πρόβατα και το φεγγάρι κούπα

γυρέβ και τον αυγερινό καθάριο δαχτυλίδι.

Προξενητάδες ήρτανε πο μες από την Πόλη

Λιγύζουνται τσακίζουνται που βρήκαν τέτοια κόρη,

πώχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη

πώχει τα μακριά μαλλιά σαράντα πέντε πήχες.

Πολλά είπαμε της κόρης σου, ας πούμε και του γιού σου.

Κερά μου τον υιόκα σου γαμπρό να τονε κάμης

με τα χρυσά τα στέφανα με τις χρυσές λαμπάδες

μέσα στη μές ο γιόκας σου και γύρω οι παπάδες.

Και του χρόν.

 

Άμα τελέψνε το καλάdισμα, βροdάνε τ bόρτα για να τα δώκ το bαξίς. Από καμμιά φορά η νκοκυρά μάξους το μακροκοσκινίζ και τότες τα παιδιά λέν

Εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίση

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλά χρόνια να ζήση.

Φάγατε εσείς τον πετεινό, φάγατε και την κότα.

Δόστε και μας τον κόπο μας να πάμε σ’ άλλη πόρτα.

Και εις έτη πολλά.

 

Και ξαναβροdάνε. Τότες ανοίγ η νκοκερά τα δίν το bαξίς και φεύγνε σ’ άλλο σπίτ.

Από καμμιά βολά λαχαίν κι από κανείς τσικρικόνς  σβείν τ λάμπα, κάμνει πως κμάται και δε βγαζ τσιμουδιά για να μη τα δώκ τίποτα. Τότε τα παιδιά πεισμώννται, τραβιούdαι ξέμακρα και καλαdάνε όσο bορούνε δυνατά:

Εσένα πρέπ αφέντη μου τσάπα και δεκανίκι,

και μια παλιά προβόγουνα να σε τραβούν οι λύκοι.

Εδώ είναι ένας παλίκαρος, έν’ άξιο παληκάρι

γαδάρου κώλο φίλησε να πάρη το δεκάρι.

Έχεις τα μάτια του λαγού, τα φρύδια της καμήλας

έχεις τα κατωσάγωνα της παλιοπροβατίνας.

 

Και φεύγουνε λήγορα και βιαστικά, για να μη τζε τρυγήσ-νε. Απόψα βάζνε μέσα σ’ ένα ποτήρ νερό μια λούνα βασιλικό, και κάθ-νται και τονε φλάνε ως π ν’ ανοίξ ο βασιλικός. Άμα ανοίξ ο βασιλικός ανούνε τα ουράνια. Όποιος προφτάξ και διή τον ουρανό ανοιχτό, ό,τ να γρέψ απ’ το Θεγό γένεται.

 

6. Τ ο υ  Φ ω τ ό ς. Μεγάλη γιορτή. Σήμερα έχνε ονομασία ο Φώτς, ο Φώτης, ο Φωτάκς, η Φωτνή, η Φωτνιώ, η Φωτνίτσα, η Φωτίκα, το Φωτνάκ, η Φώτκο κι η Φωτνάρα.

Η γιορτή αυτή έχ κι άλλο όνομα. Τα Θεοφάνεια. Γι αυτό γιορτάζ κι ο Θεοφάνς, ο Φάνιος, η Φανιώ, η Φανή, η Φανίτσα.

Ακόμα έχ ονομασία κι ο Λιγορδάνς, γιατί σήμερα ψέλνει ο παπάς: Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε.

Σήμερα κάθε ν-νός ετμάζ φωτίκ, πωρκά, σύκα, μήλα, πορτοκάλια κι απ’ τα καbάδκα τα σεκέρια, τα πενίρια εκείνα π γείναι σα χαλκάδες. Τα περνάει στν αρμαθιά σ’ ένα σπάgο.

Όλω bροστά δεν ένα τσάκνο, ύσταρα ένα σύκο, ένα πορτοκάλ, ένα σεκέρ, και πάλε τα ίδια με τν αράδα, ίσαμε π να γιομίς η αρμαθιά. Όλ απάν δέν ένα σ-μίτ κι ένα μεγαλούτσκο κερί και τα στέλνει στ αδεξίμ τ. Όσο μεγάλο είναι το φωτίκ, τόσο θα μεγαλώς και τ’ αδεξίμ και τόσο πολύ τ’ αγαπάϊ ο ν-νός. Άμα κανείς έχει βγαλμένο gώμ σ’ άλλονα γένεται ν-νός τ και τονε στέλνει φωτίκ για να γελάσνε.

Ο παπάς βγαίν απ’ τν εκκλησιά, με το σταυρό στο χερ, με τσι ψαλτάδες, τα σύχνα, και το gόσμο και πηγαίν-νε στο τζεσ-με ν αγιάς τα νερά. Αυτό το μήνα δεν αγιάζ ο παπάς πρωτομηνιά κι αγιάζ στα σπίτια σήμερα, και χώρια απ’ το ταχτικό τ, τονε δίν-νε και γρουνίσιο κριάς για σουτζούκια για καμμιά μσάδα λαρδί. Το ίδιο στέλν-νε και στς δασκάλ.

Σήμερα οι καλκατζάρ μαζώνται αυγίτσα απ’ κάτ στο Τσνάρ, κοdά στο τζεσ-μέ και χορεύνε τραβδώντας:

 

Φεύγετε να φεύγουμε

κ’ ερχετ’ ο ζουρλοπαπάς,

και ο σταυροτήρας,

με την αγιαστούρα του

κι όποιονα θ’ αγιάς,

θα χαθή θα σκάς.

 

Ο μεγάλος τς βόϊβοdας τραβάϊ το χορό, ένας παίζ το ζορνά, κι ένας άλλος το dαγούλ, κι άμα μαζωχτή η τσούρμα τς, φεύγουνε στα ρέματα να κρυφτούνε στ’ Βουλτσάκ τ’ δες, ίσαμε του χρον τ bαραμονή του Χστού. Φεύγουνε πρι ν’ αγιαστούνε τα νερά, γιατί όποιονα θα τον αγιάς ο παπάς, έδεκει σκάν, γένεται καπνός και χάνεται.

Μια φορά σάνε σήμερα καλή ώρα, οι καλκατζάρ έκλεψαν τα μσάδια μιανής γριάς. Άμα τώνιωσ η γριά, τσιτσιδώνεται μάνε μάνε, βάζ ένα πήλινο τέτζερ στο κεφάλ, καλικέβ τ’ πάνα και πάϊ τα προφταίν απ’ κάτ στο Τσνάρ. Πιάν κ’ εκείν το χορό μαζί τς. Ο μεγάλος τα τνε φοβήθκε κι ‘αρκεψε να τραβδάϊ. 

-      Όπου πήγα κι όπου είδα

    τέτοιο διάβολο δεν είδα

    νάχ τ’ αρ…. μέσ’ στα στήθια

            και μαλλιά στη κολοκύθα.

Η γριά τότες σκών το ξύλο τς πάνας με τα δυό χέρια να τον βαρές και λέϊ

- Πού ν το σωdμα: Πού ν το νήμα μ;

Απ’ το φόβο τα εκείνος το μαρτύρσε.

-      Στης αβατσουνιάς τη ρίζα.

 

Τότες πια ξεθαρρεύτκε η γριά και τσε λέϊ:

 

- Δείξτε με τα εννιά πηγάδια

- Μη σας ρήξω στα λανάρια.

 

Τα εννιά πηγάδια ήτανε η μαdραγόνα πώκρυβαν οι καλκατζάρ τ’ ασημκά τς και τα μαλαματκά τς. Εκείν τν ώρα πήγε ,να λαγής τ’ αρνίθ, κι άξπαdάν χάθκανε γούλ τς, κι απόμκε η γριά μονάχη τς. Παγαίν στν αβατσνιά, χών το κοντάρ τς πάνας και βγάζ τα μσάδια τς, τα παίρνει και φεύγει 

7. Τ’  Α γ ι α ν ν ι ο ύ. Σήμερα έχνε ονομασία ο Γιάννς, ο Γιαννάκς, ο Γιαννάκος, ο Γιαννακάκς, ο Γιάνκος, ο Γιοβάνς, ο Γιάνναρος, ο Γιωγάννς, ο Γιωγαννής, η Γιαννού, η Γιαννούλα  κι ο Πρόδρομος.

Σήμερα όποιος είναι νιόπαdρος, τονε πιάν-νε τα παλλκάρια τ χωριού, να τονε ρίξνε στ’ γούρνα τ’ τσεσμέ. Ένα παλλκάρ λέϊ: Σας δίνω ένα καπόν να ρίξτε το νιόπαdρο στ γούρνα. Ο γαbρός τότες λέϊ: Εγώ σας δίνω δυό. Ή λέϊ: Εγώ σας δίνω ένα χιλάρκο κρασί από παν να ρίξτ εκείνονα π το είπε. Έτς τραβάϊ ο λόγος ως που να σταθή ο ένας απ’ τσι δυό, και τότες όποιος δίν τα πλιότερα κερδίζ, και τον άλλονα τονε ρίχν-νε μες στ γούρνα και τονε βρέχνε. Ύσταρα πηγαίν-νε γούλ μαζί και φλεύdαι σ’ εκνού πώκαμε το τάμα

17. Τ’  Α γ ι α d ω ν ι ο ύ. Σήμερα έχνε ονομασία ο Αdώνς κι ο Αdωνάκς.

18. Τ’  Α ϊ θ α ν α σ ι ο ύ. Γιορτάζνε ο Θάνος, ο Θανάϊς, ο Θανασός κι ο Θανασάκς. 

25. Τ’  Α ϊ λ η γ ο ρ ί ο υ. Έχν ονομασία ο Ληγόρς, ο Ληγορής, ο Ληγοράκς κι ο Ληγοράσκος. 

27. Τ ο υ  Χ σ ο σ τ ό μ. Έχ ονομασία ο Χσόστομος.

30. Τ ω ν  τ ρ ι ώ ν  ι ε ρ α ρ χ ώ ν. έχ ονομασία ο Αρχοντής και η Αρκοdού. Ακόμα γιορτάζνε και γούλ οι δασκάλ, οι παπάδες και οι δεσποτάδες, σα να είχανε ονομασία.

Από καμμιά χρονιά , άμα ο δάσκαλος λάχ μερακλής, βαζ τα παιδιά και λένε ποιήματα στο σκολιό κι ο κόσμος μαζώνεται και τα΄ακού.

 

Β΄ ΦΛΕΒΑΡΣ

 

Αυτόνα το μήνα τονέ λένε Φλεβάρ γιατί ανούνε οι φλέβες τς γης και βγαίν-νε τα νερά. Τονέ λένε και Κουτσοφλέβαρο γιατί το ένα ποδάρ τ είναι κτσό. Τονέ λένε ακόμα και Gούτζο γιατί έχ τν ορά τ κομμέν.

Μέσα στο Φλεβάρ κάμνει και καλές μέρες, που λαb ο ήλιος και λών-νε τα χιόνια, μα εκεί που ξεθαρρεύεται κανείς πως τάχα ήρτε η άνοιξ, γλέπς και πιάν ένα τφάν π’ ασπρίζ τον κόσμο. Γι αυτό λένε:

Ο Φλεβάρς κι αν φλεβίς

καλοκαίρ θα μυρίς

άμά στή σώς

σα gακιώς

πολλά χαdάκια θα γομώς.

1. Τ’ Α ϊ τ ρ ύ φ ω ν α. Σήμερα έχ ονομασία ο Τρύφος, αμά γιορτάζνε και οι παχτσεβάνδες

Ο παπάς το πουρνό στον όρθρο δαβάζ  αγασμό, και μ’ αυτόνα, όποιος έχ bαχτσέ παγαίν από μιαν ακρίτσα, χωρίς να bη μέσα και τον αγιάζ, για να μην βγαίν-νε σφαλάg.

2. Τ ς  Π α π α ν τ ή ς. Μεγάλ γιορτή. Σήμερα έχ ονομασία η Παπαντή.

Ότ καιρό καμ  σήμερα, τέτοιο καιρό θα καμ γούλο το μήνα.

3. Τ ’  Α ϊ σ υ μ ι ο ύ. Σήμερα έχ ονομασία ο Σίμος, αμά γιορτάζνε και γούλες οι γναίκες, κομ πολύ οι βαρούμενες, που στολίζdαι και κάθdαι στο παραθύρ για να φαίνται όμορφες και να κάμνε όμορφο παιδί χωρίς σημιό.

Σήμερα γιορτάζνε από γούλες τς δλιές. Δε ζμών-νε για να μη κοσκινίζ ο κώλος τ  μωρού. Δε στρίφτνε για να μη στραβοπατή. Δε μαγερεύνε και δε κακομελετάνε γιατί Παναγία να φλάϊ, γούλα bορ να γέν-νε σήμερα.

Αυτή την ημέρα ασ-λ-ή πολύ τνε δοξάζνε, ακόμα κι εκείν πώχνε χαϊβάνια gαστρωμένα κατσίκια, πρόβατα, αγελάδια, φοράδες γιατί bορεί να γεννήσνε τίποτα σημιό. Πέρς, σανε σήμερα ένας χωριανός μερεμέτ-σε ένα τριπόδ σκαμνί απ’ αυτά τα χαμλά για να κάθεται και γένσ η κατσίκα τ ένα ολάκ  με τρία ποδάρια.

Μια γναίκα ζύμωσε πίττα τέτοια μέρα, κ έξσε τ κηλιά τς. ‘Ηdανε καστρωμέν και το παιδί  π γένσε είχε μια τούφα άσπρα μαλλιά στο κεφάλι τ.

Του Σκλήπου η μάννα είχε μια gαστρωμένη αγελάδα και τν έζεψαν τ΄Αϊσυμιού όdε γένσε το μουσκαράκ τόνα το bροστινό το ποδάρ τ αdίς να διπλών η θελήκως μέσα δίπλωνε σα όξω κι άμα μεγάλωσε τόδωκαν στο μαχαίρ.

10. Τ’  Α ϊ χ α ρ α λ ά b. Έχ ονομασία ο Χαραλάbης κι ο Λάμπος.

Αυτός ο Άγιος είνε για τν bανούκλα, γιατί τν έπιασε και τν έκλεισε μέσα στο bκάλ. Στα παλιά τα χρόνια που πότε πότε έρκdανε αυτό το θανατικό και ρήμαζε σπίτια και χωριά αλάκαιρα, ο Άϊ-Χαράλαbος φύλαγε τον κόσμο.

Τ σ ι   Τ σ ι κ ν ο π έ φ τ ς. Σήμερα τσικνίζνε τ’ όλο υστερνό το καπόν και το τρώνε. Γι αυτό τνε λένε αυτή τ Πέφτ τσικνοπέφτ.

Τ ω ν  Ψ υ χ ώ. Σήμερα πηγαίν-νε οι γναίκες στα μνήματα με τα μερδοχάρτια και τα κόλβα, έρκεται κι ο παπάς και τρισαγίζ τσ πεθαμέν.

Α π ο κ ρ η ά. Σήμερα όσ κβανιούdαι αρβωνιάζdαι, κι ό είναι αρβωνιασμέν και στ Πόλ να είναι θάρτνε ν’ αποκρέψνε με το κορίτς, κι άμα πια δε bορούνε από μεγάλ ανάg τότε στέλν-νε τα πολίτκα, πώρκα, καταϊφ, βούτρο και ζάχαρ να φάνε στην υγεία τς.

Όποιος θέλ να αρβωνιαστή στέλνει το σ-μάδ με το προξενήτ κ’ εκείνος φέρνει τα μαdήλια απ’ το κορίτς κι ύσταρα έρκdαι στς νύφς κερνιούdαι, ευκιούdαι, χορεύνε, ρίχν-νε και κάbοσες τφεκιές στον αγέρα ν’ ακουστή στο χωριό π’ γένκε αρβώνα.

Τετράδ και Παρασκευή bροστά απ’ τη κρηώνε ατνή αποκρηά αρτύνται για να ξεχωρίζνε απ τς  Αρμένδοι και το λένε «αρτσβούρτς».

Απ’ αύριο ώσαμε τ Gυριακή δε dρώνε κρηάς. Τρώνε μόνο γαλατερά αυγά και λαδερά.

Τ ς  Τ υ ρ ν ή ς.  Απόψα μαζώνται γούλες οι γενιές σ’ ένα σπιτ κι αποκρεύνε μαζί. Χορατεύνε, πράζdαι, γελάνε, λένε κι από κανά στροgλό λόγο για παραμύθ και στα υστερνά γρίζνε τ’ αυγό, τρώνε από κομματάκ καθανίνας και λένε: Με τ’ αυγό κλώ το στόμα μ με τ’ αυγό να τ’ ανοίξω τ bασχαλιά.

Σήμερα φορτώνται όσα τσάτζαλα πάρτσαλα έχνε, βάζνε και μουτσούνες, για μουτζουρών-νε τα μούτρα τς και γρίζνε μες στο χωριό. Πηγαίν-νε και στα σπίτια π γείναι γενιά και κάμ-νε χάσκα, καμώματα και εγλεντίζνε.

Κ α θ α ρ ο δ ε υ τ έ ρ α. Σήμερα πλέν-νε γούλα τα bακήρκα και τα κάπια, τα τρίβνε με τη σταχτ καλά καλά, κι ό,τ απόμκε απ΄ τα χτεσ-νά φαγιά τα δίν-νε στς κατσβέλες, γιατί από σήμερα αρκέβ η νηστεία τς Μεγάλς Σαρακοστής. Όποιος θέλ ν΄αγιάς η ψχή τ πιάν τρίμερο. Αυτό τώρα το κάμνουνε μόνε οι γρηές. Τρείς μέρες δε dρώνε τίποτα και κάμνουν μόνε καθιστές δλιές: ρόκα, λανάρισμα, άνοιγμα μαλλιού, κάλτσα για ράψιμο. Τη Τετράδ πηγαίν-νε στν εκκλησιά και μεταλαβαίν-νε κι ύσταρα γρίζνε στο σπιτ και τρώνε τριφτή με το ταχίν. Αν τυχόν πεθάν κανείς πιάνοdας τρίμερο δε βγάζνε το λείψανο τ από τ bόρτα να τονε θάψνε, γιατί κολάσκε που σκότωσε τον εαυτό τ  και gρεμάνε το dβάρ και τονε βγάζνε.

Σήμερα ίσαμε το βράδ οι μουτσούνες dρέχνε.

Πρί να βγη ο Φλεβάρς αθίζνε οι ακρανιές. Ο διάβολος μόνε τσε διή π κιτρινίζνε σύφταστα πλαλεί να τσε ζαπώς και κρεμάϊ τ ζυγαριά τα στα κλωνιά τς θαρρώdας dεγί που οι ακράνες θα γέν-νε όλω bροστά. Αμά κι ο Θεγός μάξως αφίν τς ακράνες να γέν-νε όλωπίς, κι έτς τρώϊ ο κόσμος τα κεράσια, τα ζέρdελα, τα σύκα και τα άλλα τα πωρκά και χορταίν-νε κι ο διάβολος απομήσκ με τν όρεξ.

 

Γ’ ΜΑΡΤΣ

Ο Μάρτς είναι ξακουσμένος για τον άτσαλο καιρό τ. Μια χιονίζ, μια βρέχ, μια βγάζ ήλιο. Δεν έχ ένα καράρ. Για  ταυτό το τέτοιο τον καιρό και σ’ άλλο μήνα να είναι, τονε λένε «μαρτιάτκο καιρό». Θέλνε να πούνε πως τάχα ο Μάρτς έχ μια όμοργ γναίκα, αμά πολύ τσαχπίνα και καμωματού. Ότες τνε γλέπ ατίκρυ τ ανοί η καρδιά τα και γελά, κι ότες αρκέψ τα καμώματά τς πεισμώνεται κι αγριέβ. Γιαταυτό έδεκει π κάμνει καλό καιρό, το γυρίζ στο κρύο και στο χιόν.

Τώρα γένται τα υστερνά τα κρύα του χιμώνα, κι ο κόσμος άμα δε τσε φτάξνε τα ξύλα, αναγκάζνται να βγάλνε και τα παλούκια απ’ τσε φράχτες και να τα κάψνε, για να ζεσταθούνε και να βράσνε το τραχανό τς.

Μια χρονιά πήγε ένας χωριανός να φέρ κληματσίδες απ’ τ’ αμπέλ τ για καψίδια. Άξπαταν αγριέβ ο καιρός, παίρνει ένας τσουχτερός βοριάς που κρουστάλιασανε τα δάχλα τ και δε μπόρεσ’ ο καμένος να λύσ’ το ζνάρ τ, για το χοτρό τ το νερό, και τά καμ’ απάν τ.

Γούλα τα ζμέτια και τα ζαρούτια αυτό το μήνα ψοφάνε και τα γδέρνε τ  bροβιά τς.

Για τα κείνο λένε τ παροιμία:

 

Μάρτς

Γδάρτς

Παλουκοκαύτς

κι ολορτοχέστς.

 

Μια φορά λένε στσι τριαταμιά τ ο Μάρτς έκαμε τέτοια καλή μέρα, σα να ήτανε καλοκαίρ. Μια γριά π φύλαγε τα πρόβατά τς όξω στα χωράφια, ξεθαρεύκε κι απ’ τ  χαρά τς πήδξε και είπε 

Πριτς. Μάρτ, καλοκαίρ,

Γλίτωσα τα’ αρνάκια μ

Και τα κατσκάκια μ.

Τότες πεισμώθκε ο Μάρτς, κι ως το βράδ γύρσε τ καιρό, κι έκαμε τέτοιο άγριο κρύο, τέτοιο τφάν, που η γριά παραζαλίσκε, δε μπόρσε να γρίς στ’ μάτρα με τα χιόνια που καπλάτσανε το κόσμο, και πάγωσε με το σουρί τς, έδεκει απάν στο δρόμο.

Ως τα τώρα το δείχν-νε «Τσή γριάς το πήδμα» απά στο δρόμο, παγαίνοντας στ Σηλυβριά κάμποσο κοντά στ Μπόλ.

Απ’ τα τότες οι γέρ και οι γριές πολύ τονέ φοβούνται το Μάρτ και δε gοτάνε να συχναυλίζονται όξω ίσαμε να βγή με το καλό. Είναι πολύ κατεργάρς. Ο ήλιος τ  καί και ξεγελά τον κόσμο να βγάν-νε τς γούνες τα κι ύσταρα στα bερτέν το γρίζ στο κρύο και στ κακοκαιριά και τσε ξεπαγιάζ.

Γι αυτό σ’ αυτόν το μήνα δε λείπν οι αρρώστιες. Και μι κρυολογήματα και βελέντζα, και στα παιδιά κοκκινούδ, και πολλές βολές ευλογιά, λαιμός, μαγούλα και αλλονίνα και σκαρλατίνα.

Τσι πρώτες εφτά μέρες τ’ Μαρτιού τσε λένε «δρίματα», και δε μπαίν-νε στ’ αμπέλια, και δε γκλαδεύνε, γιατί τρίβνται τα μάτια στα κούρουβλα. Λένε και τ’ παροιμία: «Τ’ Μάρτ τα δρίματα, στα κλήματα, και τ’ Αυγούστ στα πανιά».

Αυτό το μήνα βγάζνε οι καλές οι κλώκες πρώϊμα «μαρτιάτκα» πλάκια, οι πάπιες παπάκια, οι χήνες χνάρια, και οι κούρκες κουρκιά. Σα κάτσνε μόνε οι όρνιθες, τότες και τα παπίτκα και τα χνίτκα και τα μσιρίτκα τ’ αυγά σ’ εκείνες τα βάζνε και τα μεγαλών-νε σαν ορφανά, γιατί η όρνιθα τ’ αφήν  λήγορα.

Τώρα πια ξεκλαδεύνε τ’ αμπέλια, διαλέζνε τς βέργες απ’ τα κούρουβλα π δίν καλό σταφύλ τσε φακίζνε, τσε δέν-νε από εκατό, εκατό, τσε κμίζνε ανάποδα, τς κορφές κάτ και τς ρίζες απάν, μέσα σ’ ένα λάκκο, όξω στς κουπριές, τσε σκεπάνε με λνάτσα βρεμέν και φουσκί, και κάθε οχτώ μέρες τσε ποτίζνε, ίσαμε π’ να βγάν-νε ρίζες και να μανταριάσν-νε το πολύ ως τα’ ΑϊΓιωργιού και τότες τσε βγάζνε απ’ το λάκκο και τσε φτεύνε στο κύλισμα. Τώρα ξεσπέρν-νε και τα γιαζλίκια τα κριθάρια, τα ψμόσταρα και τα ψμόληνα. Οι όξω δλειές ώσο μπά και περσεύνε.

Άμα πάϊ καλός ο καιρός, αρκεύνε να σπέρν-νε τα όσπρια και να κάμν-νε γιαστίκια τς καπνοί και τότες λένε: «Από Μάρτ καλοκαίρ»

Μια παροιμία λέ:  «Δε λείπ ο Μάρτς απ’ τη Σαρακοστή», κι αλήθεια έτς είναι.

Οι γιορτές π νηστεύνε τ Μεγάλ Σαρακοστή, γνέθνε λνόξλο και το κάμν-νε κροκίδ, και το σκλί σώdμα και νήμα. Το κροκίδ το γλιούνε στ γλυτήρ, το χωρίζνε σε  δυό πάσματα από 48 ζευγάρια κλωστές και τα λένε μια θελειά. Το σώdμα το γλιούνε και το χωρίζνε κι εκείνο σε τέσσερα πάσματα, από 50 ίσαμε 55 ζευγάρια το καθανίνα, και το λένε ένα μσάδ. Το νήμα είναι ψλό σώdμα π το στρίφτνε από το καλλιγότερο το σκλί π απομήσκ άμα θα το βουρτσίσν-νε κι ύσταρα. Οι νιές οι γναίκες και τα κορίτσια πέρν-νε το σώντιμα, το διάζται και βάζοτας φάδ το κροκίδ, φαίν-νε σκαλοπάνια για τσι σκάλες, κροκιδένιες βρανιές να σκεπάζται δροσερά το καλοκαίρ, βασταγαριές για να βάζνε τα στάρια και να στέλν-νε το σεκλέμ στο μύλο, τβαριαστίκες μαξλάρες για τα σετήρια, στρώματα για τα μετέρια, σταχτοπάνια για τ’ γκούφα τση πλύς και δεσάκια για να βάζνε το ψωμί τς, ότε παγαίν-νε όξω στη δλειά. Σα θέλνε να φάν-νε ψλά πανιά , τότες βάζνε στμόν νήμα και φάδ σώdμα και κάμν-νε πκάμσα και βρακιά καλοκαιρνά, μεσάλια του τραπεζιού, μεσάλες για να σκεπάνε το ψωμί στ σκαφίδα και τσαdήλες για να στραgιούνε το γάλα και το τρί.

Απ’ τη πρωτομαρτιά ίσαμε τς δέκα τ Μαρτιού βαρούνε στς τέσσερς άκρες τ τσαηριού dουbέλια, τρείς λισγαριές χώμα απανωτές σα μκρές dούbες. Αυτό είναι σ-μάδ για τς αγελαδάρδοι και τς τσοπάνδοι να μη βάζνε τα πρόβατα και τα μεγάλα τα πράματα και βοσκάνε στα τραήρια.

1. Π ρ ω τ ο μ α ρ τ ι ά. Φέτο, εξαιτίας που η Απόκρηα ήdανε ξώρας, σήμερα αρκεύνε τα Παναγίας οι χαιρετισμοί κι όσες έχνε παιδιά στο σκολιό, παγαίν-νε στν εκκλησιά ν’ ακούσν-νε τς χαιρετισμοί και τ gόρ τς π θα πή το «Άσπιλε» ή το γιό τς π θα πή το «Και δος ημίν».  

Σήμερα άμα αγιάσ’  ο παπάς κι ύστερα, έδε βγή απ’ το σπίτ, ή νκοκερά ρίχνει το καταπόδ τ καμνιά παλιολαγήνα για καμμιά φούχτα στάχτ και λέϊ: «΄Οξω ψύλλ ποdκοί». Άλλες πάλε σκώνται πουρνούτσκο, σκουπίζνε, ξεραχνίζνε και φλάνε τα σκουπίδια μαζωμένα να τα πετάξνε από πίσ απ’ το bαπά.

Από νωρίς τα παιδιά πέρν-νε τη ξλένια χελδόνα τς εκκλησιάς απ’ το bαπά, τνε στολίζνε με τρές, από καμμιά νιόνυφ, τνε κρεμάνε ένα κδουνάκ στο λαιμό τς, τνε bήγνε σε μια βέργα, που τνε bερνάνε απ’ το τρύπιο το μανίκ μιανού πανεριού παγανού σα μκρή σπόρτα, το περνάνε κι απ’ το τρύπιο πάτο τ  πανεριού που το γιομίζνε κισσό, και ύσταρα πέρν-νε τα σπίτια με τν αράδα. Άμα bούνε μέσα μεριά από τ’ bόρτα το παιδί πώχ τ  χελιδόνα, με το ζερβί το χέρ τ βαστά αgαλιασμένο το πανέρ και με το δεξί τ  απ’ κάτ απ’ το πανέρ πιάν τν άκρη τς βέργας πού είναι bηγμέν η χελιδόνα και μια τνε σκουdάει σαπάν μια τνε τραβαί σακάτ, χορέβ τ  χελιδόνα και τραβδά:

Μάρτης μας ήρτε

και καλώς μας ήρτε.

Τα όρη ανθίζουνε

οι κάμποι λουλουδίζουνε

τα χελιδόνια έρχουνται

και πάνε στις φωλιές τους.

Μάρτη Μάρτη μου καλέ

και Απρίλη λαμπερέ

τη Λαμπρή μας έφερες

τον παπά μας έσεβες.

Μπήκε μήνας θάλασσα

θάλασσα την πέρασε.

Έκατσε και λάλησε

στου προφήτου την αυλή.

Κάμ αυγά σαρακοστά

και πουλιά πεντηκοστά

να dύσουμε το Μάρτη

πούναι γεροντάκι

πούναι τσιτσιδάκι.

Όξω ψύλλοι ποντικοί.

Μέσα ήλιος και χαρά.

Και καλή νοικοκερά.

Και του χρόνου δυό αυγά.

Το άλλο παιδί έχ ένα καλάθ και βάζ τ’ αυγά π θα το δώκνε. Η νκοκερά του σπτιού παίρνει κομμά κισσό και τρα και τα βάζ στ φωλιά π γεννάνε οι όρνιθες κοdά στο bρόσφωλ για να γεννάνε οι όρνιθες σα dα χελιδόνια, και να κλωσσίσ-νε , να βγάν-νε πλάκια σα dα χελιδονάκια, δίν  και στα παιδιά έν’ αυγό και παγαίν-νε αλλού.

Οι πρωταρβωνιασμένες, π θα πή εκείνες που περνάνε το bρώτο Μάρτ αρβωνιασμένες, ετμάζνε δίκλων κλωστή, μ’ άσπρο και κόκκνο για κόκκνο και χσό και βάζνε στα παιδιά «μάρτ». Βάζνε στο δεξί το χέρ, για να τόνε δώκνε στο λέλεgα να πάρ τ χαϋνιά τς. Βάζνε στο ζερβί, για να τονε δώκνε στ χελδόνα  να τονε βάν στ φωλιά τς, και να πετάνε σα dα χελδονάκια. Βάζνε στ ποδαριού το μεγάλο δάχλο, για να μη σκοdάφνε, βάζνε μαρτ και στο λαιμό τς, για να μη τζε και ο ήλιος, και τονε φορούνε ίσαμε τ’ bασκαλιά. Τότες τονε βγάζνε και δέν-νε τα φύλλα τς δάφνης στο κερί τς.

Σ α β β ά τ ω  τ’  Α ϊ Θ ο δ ώ ρ. Έχ ονομασία ο Θόδωρος, ο Θοδωράκς, ο Θοδώρκος και η Θοδώρα.

Όποια έχ κανένα ζουριάρκο παιδί, το παγαίν σήμερα στς Μέτρες στον Άϊ Θοδώρ, που είναι το παρακκλήσ τ μέσα στον αυλόγυρο του σπιτιού τ  Μανώλ τ  δασκάλ, κοdά στο gαλέ,  και διαβάζ παράκλησ. Ύσταρα πέρν από κεί ένα πετραδάκ το βάζ απ’ κάτ στου παιδιού το μαξιλάρ, το βράδ τν ώρα π θα το κμής και λέϊ: «Άϊ Θόδωρε μ, να δείξης στς οχτώ το θάμα σ. Για να το γιάνς για το σκολάς». Στς οχτώ το παιδί για θα γιατρευτή για θα πεθάν.

Σήμερα και τα δυό τα Σάββατα π πέρασανε δε dώχνε σε καλό να λθούνε και λένε:

Ανάθεμάτον που λουστή, τα τρία τα Σαββάτα,

Τς Αποκρηάς, τση Τυρινής κι αυτό του Άϊ Θοδώρου.

Τ ς  Ο ρ θ ο δ ο ξ ί α ς. Έχν ονομασία η Δοξή κι ο Δοξάκς.

9. Τ’  Α ϊ   Σ α ρ ά d. Έχν ονομασία ο Σαράdς, ο Σαραdός, ο Σαραdής, κι ο Σαραdόλκος.

Σήμερα κάμν-νε κουρκούτ με νερό κι αλεύρι, βάζνε το σάτς στ φωτιά τ’ αλείφνε λάδ και ψήν-νε λαλαgάκια, τα περεχύν-νε μέλ,  για πετμέζ, για τα πισπιλών-νε με ζάχαρ και τα τρώνε ζεστούτσκα. Μράζνε και στσι δκοί  και τς  γειτόν και λένε

Σαράdα φας, σαράdα πιής

Σαράdα δώκης για τη ψυχή σ.

 Οι τσαγανοί σήμερα χορεύνε στα ρέματα από σαράdα. Οι μερακλήδες παγαίν-νε πουρνούτσκο, τσε πιάν-νε, τσε ψήν-νε και τσε κάμν-νε μεζέ στο κρασί τς.

Σήμερα έρκdαι οι λελέg. Όποιος πρωτοδιή λέλεgα φωνάζ κνώdας το χέρ τ, σα να τονε χαιρετά:

«Πάρε τ χαϋνιά μ

Και τ bονοκεφαλιά μ.

Εσύ τόπακας

κι εγώ πέτακας»

Τα παιδιά άμα διούνε λέλεgα, κόβνε το μάρτ απ’ το δεξί το χέρ τς, τονε δέν-νε σε καμμιάν αβατσινιά να τονε bάρ ο λέλεgας μαζί με τ  χαϋνιά  τς, και ύσταρα τραβδάνε:

« Λέλεgα πασιά, πασιά.

-      Πού ν’ τα χίλια πρόβατα;

-      Κάτου στα πατώματα.

 Τρώ ο λύκος χαίρεται

 η αλεπού μαραίνεται».

 

Σήμερα σπέρν-νε το βασιλικό, για να γέν  σαραdάλνος και φουdωτός.

25. Τ ο υ   Β γ α g ε λ ι σ μ ο ύ. Μεγάλ  γιορτή. Έχν ονομασία ο Βγαgέλς, η Βγαgελιώ, η Βγαgελινή, ο Άγγελος, ο Αγγέλκος, ο Αgελής, και η Αgελκώ.

Σήμερα έρκdαι τα χελιδόνια, κι όποιος τα πρωτοδγή λε: «Καλώς καιρός και χρόνος. Να πάρς τ  χαϋνιά μ». Τα παιδιά μονε διούνε χελιδόν, κόβνε το μάρτ απ’ το ζερβί το χέρ τονε σκαλών-νε σε κανά τσαλί και τραβδάνε:

Άφκα σύκο και σταφύλ

και Σταυρό και λιχνυστήρ

κι ήρτα βρήκα τον Απρίλ.

 

Θέλνε να πούνε πως τάχα αυτό είναι το τραβούδ π λένε τα χελδόνια, όdας πρωτοέρτνε στ bαλιά τ  φωλιά τς. Τα χελδόνια δε gαμ να τα πιάσ  κανείς, γιατί πέφνε τα μαλλιά τ. Μόνε όπ θα κάμ φωλίτσα τ  μέσ στο σπίτ, καρφών-νε απ’ κάτ ένα σανδάκ για τενεκέ να μη bέφνε οι κατσλιές τ.

Όποιος είναι μερακλής στα ψάρια παγαίν σήμερα στο Κούγdερέ, για στο Καράσουγιου και πιάν ταζέδκα ψάρια και τρώ.

Σάνε σήμερα οι κλέβδες πδάνε τα χάρbα και βγαίν-νε στο κλαρί, γι’ αυτό ο κόσμος δεν βγαίν-νε όξω απ’ το χωριό.

Κ υ ρ ι α κ ή. Τ ο  Λ ο υ λ ο ύ δ. (Της Σταυροπροσκυνήσεως) έχν ονομασία η Λουλούδα, η Μελδή και η Μελούδα.

Ο παπάς μράζ στν εκκλησιά ζbούλια, ζερνέκαdεδες, μγίτσες και μαρίτσες, κι όπου είν μεγάλα κορίτσια, π μόνε όdε μεταλαβαίν-νε παγαίν-νε στν εκκλησιά, παγαίν τα λουλούδια στα σπίτια τς και μαζών παράδες.

Σήμερα π γείναι διπλογιόρτ (Κυριακή και το Λουλούδ) σπέρν-νε δεdρόγες, για να βγούνε διπλές. Πρί να σπείρνε το σπόρο τονε bερνάνε τρείς βολές απ’ του σφοdλιού τη dρύπα.

 

Η χελδώνα

Δ΄  ΑΠΡΙΛļΣ

Αυτό το μήνα ανθίζνε τα δέdρα και πρεπομαχάνε οι bαχτσέδες, κι έχνε ένα καμάρ οι αβραβλιές, οι δαμασκηνιές, οι ροδακνιές, οι κερασιές και τ’ άλλα δέdρα π  μοσκίζνε τον αγέρα. Οι μέλσσες αρκεύνε να βοΐζνε, η γής παdού πρασν-νίζ, τα σπαρτά αψλών-νε και τα τσαήρια φουdών-νε. Αμά έχ κι ο Απρίλς τα ξαφνικά τ τα κρύα. Ως τς δώδεκα τ λένε δεν εχ  bιστοσύν, όπως το λε και η παροιμία:

«Απριλίου δώδεκα: Τσακναράκια μάζωνε».

Οι Κατσβέλ πολύ τον οχτρεύdαι τον Απρίλ. Μδέ τ’ όνομά τ  ν’ ακούσ-νε δε θέλνε και γι αυτό λένε: «Βγήκε ο Μάρτς, bήκε ο Μάς». Κι αν τσε ρωτής: Άμ ο Απρίλς: λένε: « Ω π να πριστή και να σκάς». Γιατί μια χρονιά έκαμε τ bρωταπριλιά τέτοιο κρύο που ψόφσε τ Κατσίβελου το γαδούρ το πουρνό, κι ως το βράδ έκαμε τέτοια ζέστα που το βρώμσε.

Αυτόν το μήνα αρκεύνε τα παναγύρια.

Σ α β β ά τ ω. Τ’  Ά ϊ  Λ α ζ ά ρ. Έχνε ονομασία ο Λαζαρής, ο Λαζαράκς, κι ο Λάζος.

Σήμερα γρίζνε οι Κτσβέλες μέσα στο χωριό, ένα Κατσβελάκ κορίτς το dύν-νε καινούργιο σαλβάρ, το βάζνε τσεbέρ με τρέμες και τρές στο κεφάλ τ, χορεύνε το Λάζαρο και τραβδάνε:

Ήρτ ο Λάζαρος

ήρταν τα Βάγια.

Κόσκινα, πίττες, πέντ΄αυγά,

κι ένα βοτσί κρασί,

να πιούν τα παληκάρια

να μεθύσουνε,

να κάτσουνε καρσί, καρσί,

να τραβοουδήσουνε.

Κι ο κόσμος τσε δίν από κανά κομμάτ ψωμί για καμμιά δεκάρα. Από σήμερα αρκεύνε να φεύγνε οι Οβριγοί απ’ τα χωριά και να μαζώνται στ Σηλυβριά, για να κάμνε τ  bασκαλιά τς. Γιαταυτό τα παιδιά θέλ να φλάγdαι, να μη τα πάρνε οι Κακαρέζδοι και τα βάν-νε στα λανάρια. Λένε πως κάθε Πασκαλιά πέρν-νε οι αναθεματισμέν ένα Ρωμνάκ το κρύβνε, το ταγίζνε καλά φαγιά και φιστίκια και σταπίδες να παχαίν, κι ύσταρα το βάζνε στα «λανάρια» π γείναι ένα βαρέλ φαρδύ και ίσαμε ένα μέτρο αψλό, με πάτο σα λανάρ απ’ τα καρφιά π γείναι γιομάτος. Το βαρέλ από παν είναι ανοιχτό, κι εκεί μέσα ρίχν-νε το παιδί τσίτσιδο όπως το γέννσε η μάννα τ. Οι Σκυλόβριγοι μαζώνται λόϊρα στο βαρέλ και κει π τ αρίσκο τσροβολά απ’ το πόνο κι απλών τα χεράκια τα να το τραβήξνε, εκείν το φωνάζνε: «Έλα να σε γλιτώσωωω» και μόνε απλώσ το δίν-νε μια σκουdιά και πέφτ πάλε απάν στα λανάρια, ως π να βγή η ψχή τ. Ύσταρα πέρν-νε το γαίμα τ και το κάμν-νε bοκάδο, ένα πράμα σα dομάτα σάλτσα, π το dλύγνε στο μαρλόφλο και το τρώνε, παραμονή τ bασκαλιά, από βραδύς, και το πουρνό ρωτιούdαι ένας τον άλλονα «Πώς πέρασες;» γιατί φέρνει αναγούλα.

Μια χρονιά ο Αβραγάμς ο πραματευτής π γήdανε στο χωριό, φεύγοdας τ bασκαλιά για τ  Σηλυβριά με τ’ άλογο και τς κούφες τ, πήρε τον Αδάμ τς Κορασιάς και τον έβανε στ κούφα τ. Κατά λαχού να τον αdαμώσ ο Χαρίτος και τόνε λέϊ:

-  Πού το παγαίνς το παιδί;

-  Να λέ τό βανα στ άλογο να παρ καβούλα.

- Λήγορα, λέ ο Χαρίτος, να το κατεβάς , και να φκαριστάς πώχω ένα χέρ. Ειδεμή είχες να φας ξύλο, π να βάνς και στ τζέπ σ.

Κ’ έτς πήρε το παιδί και γύρσε στο χωριό.

Ο Παπαdώνς στς Μέτρες είχε ένα σαλόζκο αγόρ και κάbοσο gαιρό χάθκε. Το πήρανε οι Οβριγοί και το καλοτάϊσανε και πάχαινε. Αμά ύσταρα σαν είδανε π γήdανε ξίκκο, τ απόλκανε και γήρτε στο bαbά τ.

Η Κυριακίτσα στ Αλbασάν είχε το μαγαζάκ τς νοικιασμένο σ΄ ένα Οβριγιό, και μια χρονιά ο αναθεματισμένος, δε bήγε στ Σηλυβριά να κάμ Πασκαλιά, και κλείσκε στο μαγαζάκ. Εκείν τονε gύτταζε από μια τρυπίτσα πώβανε το bετνό μ’ ανοιχτά φτερά στο dβάρ και τονε σκέτζευε με τα βελόνες.

Ο Γιάκοβας Οβριγιός όdες κάd-dανε στ Αλbασάν, πάγαινε πολλές βολές στ bαπαδιά και τνε γύρευε να τονε δώκ «απ το λοτουριά με το βούλα» για να σκάσ να φάϊ και να κάμ το μυστήριο τ. Η παπαδιά τό νοιωσε π δε dο ήθελε για να το φά, και για να μη gολαστή, όλω bροστά έβγαζε με το μαχαίρ το καύκαλο τς λειτουργιάς π’ γείχε το σφραγιστό με το σταυρό, κι ύσταρα τον έδινε.

Κ υ ρ ι α κ ή. Τ ω  Β α γ ι ώ. Έχ ονομασία η Βαΐτσα.

Σήμερα οι νιόγαμπροι παγαίν-νε στο ορμάν και φέρν-νε βάα, μεγάλα κλωνιά δάφνη, τα παγαίν-νε το bαπά στν εκκλησιά και τα μράζ στο κόσμο. Γιαταυτό ο παπάς κτάζ να δώκ στς νιόνφες τ όλω καλό το κλωνί για να μην έχ ύσταρα λόγια απ’ τς άνdροι τς.

Καθανίνας κτάζ τι λογιώ κλωνί βάα θα τονε dύχ. Σαν είναι με λουλούδια για με bουbούκια, τότες οι όρνιθες θα βγάν-νε πολλά πλιά, και η χρονιά θα πά bερεκετλίδκ. Άμά σα λάχ η βάα να γείναι μόνε φύλλα, τότες η χρονιά τς θα πά ξεραΐλα.

Με το κλωνί τς βάας τρίβν-νε τ  οdά τα αβάρια, για να ψοφήσ-νε οι κόρζες. Ύσταρα βάζνε το κλωνί στο εικονοστάθ του σπιτιού και τ  bασκαλιά πέρν-νε τρία φύλλα και δέν-νε το κερί τς.

Σήμερα τρώνε ψάρια, και τα παιδιά τραβδάνε:

Βάα, βάα τω Βαώ,

τρώνε ψάρι και κολιό,

και την άλλη Κυριακή,

τρώνε κόκκινο αυγό.

Μ ε γ ά λ    Δ ε υ τ έ ρ α. Απόψα αρκεύνε οι Καλονυχτιές, που ψέλν-νε στν εκκλησιά το «‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται». Όποιος δε bόρσε να νηστέψ τ  Μεγάλ τ  Σαρακοστή, θα νηστέψ τ  όλω λίγο αυτήν τν εβδομάδα, θα πάη να ξομολοηθή κ ύσταρα θα μεταλάβ. Τα παιδιά του σκολιού μεταλαβαίν-νε τ  Μεγάλ Τετράδ, κι ο άλλος ο κόσμος από τ μεγάλ Πέφτ ίσαμε τς Πασκαλιάς ανήμερα. Πολλοί είναι π δε μαγερεύνε κάνε αυτήν τν εβδομάδα.

Μ ε γ ά λ    Π έ φ τ. Σήμερα τρώνε νερόβραστ φακή, και ίσαμε τ  bασκαλιά περνάνε με ξεροφάγ, ψωμί, ελιές και χαλβά.

Πουρνούτσκο βάζνε ένα κόκκνο χράμ στο παραθύρ, να το διή ο γήλιος. Ά δεν έχνε χράμ, βάζνε κανά  άλλο κόκκνο πράμα. Ύσταρα βάφνε κόκκνα αυγά με τα  ξλένια τ  bογιά για με το κ-ηρμήζ, και τα παπίτκα τα βάφνε κίτρινα με τα κρομδόφλα και τς τσουκνίδες. Το πρώτο αυγό π θα βάψνε το βάζνε στα εικονίσματα και το φλάνε. Σα dύχ  καμμιά βολά να βρέξ δυνατά μ αστραπές και bουbούνες, τότες πετάνε χ-ηζνά κατά γής να γέν  κομμάτια και μαζί μ αυτό να σκορπίς και το κακό.

Οι νκοκερές σήμερα κοσκινίζνε αλεύρι με τη ψλή τ σίτα και ζμών-νε κλίκια με κανέλλα, γενήbαχαρ, μοσκοκάρφια και μοσκοκάρδα, τα πλάθνε, τα ξοbλιάζνε με το χλιάρ, για με το περούν, τ’ αλείφνε αυγό, τα πισπιλών-νε σουσάμ και τα ψήν-νε στο φούρνο. Από καμμιά τα βάζ και ζάχαρ μέσα. Όποια έχ  παιδιά  δκά τς για αδεξίμια, για ανέψια τα κάμνει κι από μια κρούνα μ’ ένα κόκκνο αυγό στη μιάν άκρη, για να το φάνε ανήμερα τ  bασκαλιά.

Τα μεγάλα παιδιά πέρν-νε παλιά ρούχα, τα γιομόζνε λινάτσα και κάμν-νε τον Οβριό, τονε γρίζνε μέσ στο χωριό από σπίτ σε σπίτ, και μαζών-νε κληματσίδες για να τονε gάψνε. Όποιος δεν έχ καψίδια να δώκ  τονε bερεχύν  κομμά gάζ, και τα παιδιά τονε τραβδάνε:

Ράτσα, κεράτσα
δόσ' μια κληματσίδα
να κάψουμε τον Οβριγιό
πώχ
πολλή κασίδα,
Οβριός, φορεί φτερό
στο κεφάλι τ' το ξερό,

Οβριός πουλεί μετάξ

η κασίδα τ  να πετάξ.

Οβριός, ο κερατάς

έκλεψε μιάν όρνιθα

τν έβανε μές στο βρακί τ

η όρνιθα κακάρισε

Οβριός ξυπάστηκε.

Έχουμε την έννοια του

χέζουμε τα γένεια του.

Έχουμε και τον αbά τ

χέζμε και τη ψχή τ  bαbά τ.

 

Δυό παιδιά πέρν-νε τον ασ-μένιο το σταυρό πώχ ο παπάς κι αγιάζ, τονε βάζνε σ’ ένα δίσκο τς εκκλησιάς, τονε σκεπάνε με λουλούδια, και πέρν-νε τα σπίτια με τν αράδα. Το ένα παιδί έχ ένα καλάθ  και μαζών  κόκκνα αυγά για το bαπά π θα τα μράσ στ Δευτερανάστας και τ’ άλλο με το σταυρό παγαίν  bροστά στο εικονοστάθ του σπιτιού και λέει του Χστού το τραβούδ.

Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερα έβαναν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά,  οι τρισκαταραμένοι

για να κρεμάσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.

Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι

να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.

Η Παναγιά η Δέσποινα κάθουνταν μοναχή της,

Την  προσευχάς της έκαμνε για το μονογενή της.

Φωνή ηκούσθ’ απ’ Ουρανού κι  από αγγέλου στόμα:

-Φθάνουν κυρά μου οι προσευχές, φθάνουν κι' οι μετάνοιες,

Και τον υιόν σου πιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε

-Χαλκιά-χαλκιά, φκιάσε καρφιά, φκιάσε τρία περόνια.

Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φκιάχνει πέντε.

-Συ Φαραώ, που τά 'φκιασες πρέπει να μας διδάξης.

-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ' άλλα δυο στα πόδια,

το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,

να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η καρδιά του.

Η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε κ’ ελιγώθη,

σταμνιά νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο

για να την ήρθ' ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.

Κι' όταν της ηρθ' ο λογισμός, και σαν την ηρθ' ο νους της,

Ζητεί  μαχαίρι να σφαγή, φωτιά να πα να πέση,

Ζητεί  σκοινί να κρεμαστεί για το μονογενή της.

Είχα υιόν μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.

Μαρία η Μαγδαληνή και του Λαζάρ η μάννα

και του Ιακώβ η αδερφή,  οι τέσσερες αντάμα,

επήρανε στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι

το μονοπάτι τς έβγανε εις του ληστού την πόρτα.

-Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.

Κι' η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.

Τηρά δεξιά, τηρά ζερβά, κανένα δεν γνωρίζει,

Τηρά παρά δεξιώτερα τον Άγιο Ιωάννη.

Άγιε Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του υιου μου,

μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου;

-Δεν έχω στόμα να σε πω, γλώσσα να σε μιλήσω,

δεν έχω χεροπάλαμα για να σε τόνε δείξω.

Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,

οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτημένο,

οπού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;

Αυτός είν  ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου!

Κι' η Παναγιά πλησίασε κοντά και τον ρωτάει.

-Δε με μιλείς παιδάκι μου, δε με μιλείς παιδί μου;

-Τι να σε πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·

μόνον το Μέγα-Σάββατο κοντά  το μεσημέρι,

που θα λαλήσει ο πετεινός σημαίνουν οι καμπάνες,

Σημαίν’ ουρανός , σημαίνει η γη, σημαίνουν ταπουράνια,

σημαίνει και η Άγιασοφία με τρείς χρυσές καμπάνες.

 

Από σήμερα οι γναίκες π κάddαι στα σπίτια πγ είναι κοdά στο τζεσ-μέ, κρύβνε τς λαπάτες για να μη λαπατίσ καμμιά τα ρούχα τς  στο τζεσ-μέ, ίσαμε τς σαράdα τς Πασκαλιάς. Άν τυχό καμμιά γναίκα θελήσ να μη gρατήσ τ’ αdέτ και φέρ απ’ το σπίτ το gούπανο που κπανίζνε τα σκλιά, για να τσακίσ μ’ αυτόνα τα ρούχα τς, οι άλλες τνε φωνάζνε: « Μή λαπατάς μαρή. Ακόμα η Πασκαλιά δε σαράdσε». Λαπάτα λένε τ bαλιά αψίδα του τρεχλιού, π τν έχνε στο τζεσ-μέ, και τα ρούχα που τα πλέν-νε μόνε με κρύο νερό και σαπούν  τα λαπατίζνε μ’ αυτήνα για να παστρευτούνε. Ίσαμε τ  Μεγάλ  Τετράδ πρέπ να σωθή ό,τ πλύσ έχνε και τ Κόκκιν  Πέφτ δε gάμ ν’ απλώσ-νε άσπρο ρούχο στον ήλιο, γιατί είναι ημέρα π σταυρώσανε οι Οβριγιοί το Χστό.

Σήμερα και τσι δυό Πέφτες πώρκdαι καταπόδ, δε δλεύνε στ αbέλια, γιατί κι αυτές λογαριάζdαι δρίματα, κι άμα δλέψης στ’ αbέλ το καί η πάχνη.

Μ ε γ ά λ   Π α ρ α σ κ ε υ ή. Σήμερα παγαίν-νε οι γναίκες λουλούδια και πρασ-νάδες και στολίζνε το νηπτάφιο, ανάβνε κεριά, χαιρετάνε τν αϊκόνα του Χστού και περνάνε απ’ κάτ στο νηπτάφιο να τσε πιάσ η χάρ. Άμα απολύκ  η εκκλησιά το μεσμέρ, κατά το κεντί οι γναίκες π θα φλάξνε το λείψανο του Χστού κβανούνε τα στρώματα τς στν εκκλησά και ξενυχτάνε εκεί. Μια απ’ αυτές θα πή αυτό το μρολό.

Καλό είναι τ «Άγιος ο Θεός», καλό είναι και το λένε

Όποιος το λέγει σώζεται κι' όποιος τα΄ακού  αγιάζει,

κι' όποιος το καλοφηραgστή Παράδεισο θα λάβη,

Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Dάφο.

Εκεί ψέλνουν οι εκκλησιές και λειτουργούν παπάδες,

Εκεί τρέχουν κι οι Οβριγιοί και το Χριστό γυρεύουν,

Βαστούν χρυσό στα χέρια τους κι αργύρια στις ποδιές τους.

Κανείς δεν τους λιμπίστηκε, κανείς να τους ρωτήση,

Κι ο πρώτος του ο μαθητής, ο πρώτος ο Καϊάφας,

Εκείνος τους λιμπίστηκε, εκείνος τους ρωτέι:

- Τι τρέχετε σκυλόβρυγιοι και μένα δεν το λέτε;

- τον Ιησού γυρεύουμε και σένα δεν το λέμε.

          - Για τάξτε με, για δόστε με, να σας τον μολογήσω.

          - Χίλια αργύρια έχουμε στο μαχμουdιέ δεμένα,

Όλα σου τα χαρίζουμε να μας τον μολογήσης.

Πάρτε μαζί μου το δρομί, άρτε το μονοπάτι.

Το μονοπάτι τα έβγανε κει στου παχτσέ την πόρτα.

Χτυπούνε μια, χτυπούνε δυό και πηλογή δεν δίνουν,

  Κι οι πόρτες απ’ το φόβο τους ανοίγουν μοναχές τους.

  Σηκών  λαγήν  να πιή νερό και με το μάτι γνεύει:

- Αυτός είναι και πιάστε τον, σφιχτά να τονε δέστε.

Απ’ τα μαλλιά τον άρπαξαν, στα μάρμαρα τον ρίξαν,

Τα μάρμαρα ραγίστηκαν κι η γης ανεκατώθη.

Η Παναγιά η Δέσποινα κάθουνταν μοναχή της,

τις  προσευχές της έκαμνε για το μονογενή της.

- Φτάνουν κερά μας Παναγιά, φτάνουν οι προσευχές σου,

Το γιόκα σου τον πιάσανε και στα χαλκιά τον βάλαν,

   Και στου Πιλάτου τις αυλές, εκεί τον τυραννάνε.

Σαν τα’ άκουσεν η Παναγιά πέφτει λιγοθυμάει.

Σταμνί νερό της ρίξανε για ναρτ στον εαυτό της.

- Σώπα κερά μας Παναγιά και μην αναστενάζης,

Ο Κύριος θ ανεστηθή τριήμερος εκ τάφου

Και τη Λαμπρή χαρούμενοι και πάντ αγαπημένοι.

 

 Αφού πούνε το τραβούδ κι ύσταρα κάddαι και τονε φλάνε, όπως κάμν-νε στο bεθαμένο τον άθρεπο. Κατά τα ξμερώματα π θα αρκέψ η ακολουθία, μόνε βαρέσ η καbάνα, σ-μαζών-νε τα στρώματα τα και τα πάνε στα σπίτια τς.

Ύσταρα απ’ τα μεσάνυχτα ασ-μαίν  η καbάνα κι ο κόσμος παγαίν  στν εκκλησιά. Τα παιδιά του σκολιού ψέλν-νε το νηπτάφιο και το γρίζνε στο χωριό. Άμα έρτνε στον Αϊγιώργη, στέκdαι και μνημονέβ ο παπάς τα ονόματα και ύσταρα κορών-νε τον Οβριό και φλοgαρίζ στη σκοτίδα. Από τη στάχτ, πέρν-νε οι γυναίκες από μια φούχτα και τνε παγαίν-νε στα μνήματα τς.

Μ ε γ α λ ο σ ά β β α τ ο. Σήμερα οι γναίκες παγαίν-νε στα μνήματα. Έρκετ ο παπάς και τρισαγίζ τς πεθαμέν και οι γναίκες μράζνε κόκκνα αυγά, μουστολαbάδες, καρύδια και κουλκάκια, λαδερά. Φέρν-νε και μια φούχτα απ’ τ στάχτ τ’ Οβριού που πήρανε εψές, και τνε ρίχν-νε απάγ στο μνήμα.

Απόψε τα μεσα΄νυχτα παγαίν-νε στν εκκλησιά και ξμερώνται με το «Χστός ανέστ». Ένας παίρνει το παλιό το σήμανdρο και με δυό τσεκίτσια το βαρεί και άλλ  ρίχν-νε τφέκια μές στν εκκλησιά. Τα παιδιά τσιgρίζνε τ’ αυγά τς και κεί τα τρώνε. Έτς ξμερών  η Πασκαλιά και καθανίνας γρίζ στο σπίτι τ ανάφτ τ  gαdήλα στο εικονοστάθ. Οποιανού σβής το κερί, φέρνει απ’ το φώς τς Δευτερανάστας 

Π α σ κ α λ ι ά. Αυτήν  είναι η τρανύτερ γιορτή τση χρονιάς. Το μεσ-μέρ στ Δευτερανάστας ο παπάς μράζ κόκκνα αυγά αdίς αdίδερο, και γούλος ο κόσμος βάζνε τα γιορτερά τα και χαίρdαι. Παγαίν-νε στα βίζιτες γιατί σήμερα έχνε ονομασία ο Πασκάλς, ο Πασκαλάκς, η Πασκαλιώ, ο Ανέστς, ο Αναστάϊς, ο Αναστασός, ο Τάσος, ο Dάτσης, η Αναστασία, η Τσιτσίκα, η Ανάστω, η Λαbρινή και η Λαbρινιώ. Από σήμερα ίσαμε τα Αναλήψεως, σαράdα μέρες δε λένε «καλμέρα» και «καλησπέρα» μόνε λένε «Χστός ανέστ» και «Αληθώς ανέστ». Πολλοί πίν-νε και μεθάνε, κι ύσταρα γρίζνε  με τα λατέρνα για με τα παιχνίδια και χορεύνε.

Δ ε υ τ έ ρ α [του Πάσχα]. Τ ς  Π α ν α γ ι ά ς. Σήμερα γένεται παναγύρ στς Παναγιάς τ’ αbέλια, εκεί π γείναι το αγίασμα τς Παναγιάς. Ο παπάς διαβάζ παράκλησ κι ο κόσμος, αφού προσκυνήσ, ύσταρα πιάνται στο χορό με τα τραβούδια γιά με τα παιχνίδια. Έρκdαι κι απ’ τ’ Αλbασάν, το Νιχώρ, τς Μέτρες κι απ’ τ’ άλλα τα χωριά παναγυριώτες και βραδιάζdαι με τς χοροί και τα τραβούδια.

 Τ ρ ί τ η [του Πάσχα]. Τ’ Α ϊ γ ι α ν ν ι ο ύ.  Σήμερα ο παπάς διαβάζ παράκλης στο άγιασμα π γείναι bροστά απ’ τον Αϊλιά. Παγαίν-νε ο κόσμος και εγλεντίζνε. Αυτός ο Αϊγιάνς είναι για τ’ θερμασιά.

Π α ρ α σ κ ε υ ή. Τς  Ζ ω ο π η γ ή ς. Έχ  ονομασία η Ζωγιώ, η Ζωγή, Η Ζωγίτσα, η Ζώϊκα, η Ζωγαρνιώ και η Πγίτσα. Όποιοι τόχνε τάμα, παγαίν-νε σήμερα στο bαλουκλή τς Πόλς να διούνε και τ bόλι. Στα παιδιά λένε πώς όdας θα περάς κανείς απ’ τς πορτάρες τ Γεdίκουλε, εκεί φλάει ένας αράπαρος, και σα δε dα φλίς δε d αφίν να περάσν-νε. Κι όdας γρίς κανά παιδί απ’ το bαλουκλή το ρωτάνε: «-Πήγες στ’ bόλ; -Πήγα. – Είδες Τούρκο; - Είδα. –Φοβήθκες; -Φοβήθκα. –Φτύς το gόρφο σ ». Πολλοί παγαίν-νε μέσα στο άγιασμα και φλάνε μάξος ως να διούνε τα ψάρια, π γείναι τγανισμένα απ’ τη μια μεριά.

Λένε πως την ημέρα που πάρτκε η Πόλ, ένας καλόγερος τγάνζε ψάρια μέσ στο bαλουκλή, κι άκσε μια φωνή: «Έπεσε η Πόλ». Εκείνος δε dο πίστεψε και είπε –Σα ζdανέψνε τα ψάρια απ’ το τγάν  και πηδήξνε μέσ το νερό, τότες θα πέσ και η Πόλ. Έδεκεί π τό λεγε πήδξανε τα ψάρια απ’ το τγάν, κι άρκεψανε να πλέχνε μέσ το άγιασμα. ΄Υσταρ’ απ’ αυτό το θάμα έκαμαν εκεί το bαλουκλή.

Ανάμεσα στς πορτάρες τ  Γεdίκουλε και τ  θάλασσα, είναι οι Έφτά κουλάδες. Μέσα είναι bαχτσέδες, και μέσα σ’ ένα bαχτσέ είναι ο βασιλές Κωσταdίνος Παλαιολόγος. Ο dαγής ο Κυριάκος πήγε μια φορά, κι ο bαχτσεβάνς τονε είπε θέλ  να πάγ καμμιάν άλλ  μέρα, π να μη είναι κόσμος, για να τονε δείξ το μέρος. Είναι λέϊ η πόρτα σα συρτάρ μεγάλο, τνε τραβάς και κατεβαίνς μια σκάλα, και bαίνς σε μια στενή σούδα. Εκεί είναι ένα παραθυράκ, και γλέπς μέσα σε μιάν εκκλησιά. Ο βασιλές είναι ξαπλωμένος dμένος με τη στολή τ, και σκεπασμένος μ’ ένα χσό πάπλωμα. Μόνε οι μύτες απ’ τα ποδήματά τ  φαίνται. Κοdά στο κρεβάτ τ, απάν σ’ ένα χσό μανάλ  είνε ένα μεγάλο κερί, χοdρό τόσο που δυό νοματοί άντζακ bορούνε να τ’ αgαλιάσ-νε, και φέg  θαbά στν εκκλησιά. Το κερί είναι και δεν είναι ίσαμε μια πιθαμή. Άμα θα σωθή, θα σκωθή κι ο βασιλές να πάρ τ’ bόλ.

Κ υ ρ ι α κ ή  τ ο υ  Θ ω μ ά. Το αdίπασκα. Έχν ονομασία ο Θωμάς κι η Θωμαή. Σήμερα ό,τ κερί απόμκε από τ  bασκαλιά το παγαίν-νε και τ’ ανάφτνε στν εκκλησιά.

Δ ε υ τ έ ρ α. Τς  Π α ν α γ ί α ς.(Ρευματοκρατούσης). Σήμερα είναι το μετρηνό το παναγύρ, που παλεύνε οι Τούρκ οι πεχληβάνδες με τς Ρωμιοί, και παγαίν κόσμος από γούλα τα χωριά να σεργιανίσ.

23. Τ’  Α ϊ   Γ ι ω ρ γ ι ο ύ. Σήμερα έχ ονομασία ο Γιώργης, ο Γιωργής, ο Γιωργάκς, ο Γιώργος και η Γιωργίτσα.

Γένεται παναγύρ στο χωριό στ Αϊ Γιώργη το μεϊdάν κοdά στο παλιοκλής και τα τσιτσιδάκια παγαίν-νε στο κοσί. Δεν-νε ένα σκοινί στ μές στο δρόμο, απ’ τόνα σπίτ στ’ άλλο και κρεμάνε μαdήλια. Αυτά τα δίν-νε οι αρβωνιασμένες κι από καμμιά βολά δίν-νε πκάμσο και σε μιάν άκρη τα μαdλιού δέν-νε κανά κάρτο, τα κρεμάνε στο σκοινί κάbοσο αψλά π να πδήξ εκείνος π θάρτ πρώτος για να τα φτάξ. Ο πρώτος διαλέζ και παίρνει όποιο θέλ, το ίδιο και οι άλλ. Από καμμιά χρονιά παγαίν-νε στο κοσί και με τ’ άλογα. Όποιος έρτ πρώτος απ’ το κοσί παγαίν στα σπίτια π’ γείναι γύρω στον Αγιώργη και μαζών bαξίσια.

Σ’ αυτό το παναγύρ καbόσ χωριανοί γένται το ένα, κάμν-νε αδρεφάτο, σφάζνε ένα δυό αρνιά, τα βράζνε, ζμών-νε και ψωμί,  κι άμα τα χαζηρλαdήσ-νε κόβνε το κρηάς, τα’ αλατίζνε, το πιπερών-νε και το μράζνε σε γούλ τς παναγυριώτες απόνα κομμάτ ψωμί κι ένα κομμάτ κρηάς. Αυτό το  λένε «κουρbάν» και το κάμν-νε στα μεγάλα παναγύρια, τ’ Αϊγιωργιού, τ’ Αϊθανασιού, τς Αγιατριάδας και τ’ Αϊλιός, αμά όχ ταχτκά. Στα παλιότερα τα χρόνια είχανε μάξως πνάκια πήλνα, πράσ-να, που μοιράζανε στο gόσμο το τζορβά και το κρηάς, κι έτς οι ξέν  οι παναγυριώτες δεν απόμσκανε νηστκοί. Τα πνάκια αυτά τάκρυβανε στν εκκλησιά μαζί με τα ξλένια τα χλιάρια, απ’ κάτ στ βορνή τη σκάλα του γναίκειου.

Το πουρνό, ύσταρα απ’ τ  λειτουργία πέρνει ο παπάς τα σίχνα και μαζί με τσι ψαλτάδες παγαίν-νε στον Αϊγιώργη, μνημονέβ τα ονόματα, διαβάζ παράκλης και γρίζνε πίσω πάλε. Σήμερα ανιούνε το gουκλόσπορο, όσες θέλνε να βάν-νε σκλήκια.

Σήμερα ως και οι Τούρκ  και οι Κατβέλ  έχνε παναγύρ. Οι Κατσβέλ σφάζνε αρνί, χορεύνε το σκατζόχερο και παγαίν-νε απάν στο Μά  μοναχοί τς κι εγλεντίζνε. Από σήμερα ώσαμε τ’ Αϊδημητριού κάddαι στς τσέργες. Όσα τσράκια δε στοίχσανε τ bρωτομαρτιά, στχίζνε σήμερα, ώσαμε τ’ Αϊδημητριού, για ώσαμε το Σηλυβρινό το παναγύρ, για κι ώσαμε ξάλωνα.

Οι βριοχές τ’ Απριλιού, είναι πολύ bερεκετλίδκες, γι αυτό λένε:

Ας βρέξ ο Απρίλης δώδεκα κι ο Μάης μία δύο,

θα πάρνε τη κασέλα σου και όλο σου το βίο.

Από καμμιά χρονιά δε βρέχ  όσο πρέπ τν άνοιξ, τα σπαρτά δε μεγαλών-νε κι ο κόσμος σταναχωριέται. Τότες μια γναίκα στολίζεται με μολόχια, τσατζαλάκια, παπαδίτσες, γλυστρίδες, παπαρούνες και λάπατα, βάζ  στο κεφάλ τς ένα ψαθένο καπέλλο, παίρνει στν αgαλιά τς ένα πανέρ, το γιομόζ λογιώ dω λογιώ χορτάρια, γένεται «λαπατάς», γρίζ μέσ στο χωριό και τραβδά.

Λαπατάς μας πορπατεί

το Θεγιό παρακαλεί,

να μας δώκει μια βροχή,

να χαρούνε οι φτωχοί,

να δροσίσνε τα χορτάρια,

τα κριθάρια και τα στάρια,

τ’ αbελάκια και τα ρόβια,

του φτωχού τα παρασπόρια.

Θέ μου ρίξε μια βροχή,

να χαρούνε οι φτωχοί,

τα σπαρτά μας να πληθέν-νε,

τα δεμάτια μας να γέν-νε,

καθενίνα και κοιλό,

κάθε κλήμα και καλάθ,

να πληθαίνη το ψωμακ,

να φτηναίνη το κρασάκ.

 

Έχ  κι ένα bακράκ νερό στο χέρ τς, κι αγιάζ τς πόρτες σα dό bαπά. Ο κόσμος τνε χύν-νε από κομμά νερό bροστά τς, για το καταπόδ τς, και δεν αργεί να βρέξ.

 

 

Ε΄ ΜΑΪΣ

Αυτός είναι ο καθεαυτού μηνας τα λουλουδιού. Τώρα ανοίγνε τα τριαdάφλα και τα λογής κοπής λουλούδια στσι bαχτσέδες. Αθίζνε τα τριφύλλια στα τσαήρια, τα κ-κιά ψωμών-νε κι αρκεύνε να γένται τα κεράσια, τα μαύρα και τα gλαβάτα. Γιομίζνε οι κάb αγριολούλδα, παπαρούνες, μαστχίστες, τσατζαλάκια, μαυροκούκια, βροτοκούδνα, θρούbο, κλώκες, μολόχες, τς Παναγίας τα δάχλα και τόσα άλλα λουλούδια. Ο Μάϊς bαίν με τα κ-κιά και βγαίν με τα κεράσια.

Το Μά  θερίζνε τα τσαήρια και μαζών-νε τα χορτάρια. Πολλοί παγαίν-νε απ’ το χωριό και δλεύνε στα bεϊλίκκα τα τσαήρια, ανα΄μεσα Μέτρες και Παξαής. Τα κορίτσια βοθάνε όξω στστ δλειές, στο τσάπισμα και στο βοτάνισμα. Τα παιδιά θεραπεύdαι παιχνίδια. Παίζνε ξλάκ, μρούνα, bιρτιρbίρ, τρακλατζίκ, γαϊδουρίτσα, σκαμνάκια, ομάδες, λύκο, κρυβιστήρα, τυφλοπόdκα, κι άλλα τέτοια παιχνίδια. Ακόμα παγαίν-νε στ’ αρπαλήκια, κόφνε τσαβdάρια και κάμν-νε ζαbούνες και τσε λαλιούνε. Από κανείνα κάμνει τρύπες στ ζαbούνα και τνε bαίζ σα φλογέρα τσοbάνικ, κι άμα θα χαλάς και δε βγάζ φωνή, τότες τνε βάζ ανάμεσα στς φούχτες τ, τνε τρίβ λαφρυά και λέϊ:

Λάει λάει ζαbουνίτσα,

μη σε ρίξω μέσ στο ρέμα,

και σε τρώνε τα ψαράκια,

και σε κλαίϊ η Μαριγώ.

΄Υσταρα τνε φσάϊ κι ανοί η φωνή τα κι αρκέβ πάλε να λαή.

Ο κατσκάς αυτόν τον μήνα φέρνει τα κατσίκια και τα μεσ-μέρια στο χωριό και τ’ αρμέγνε τρείς φορές την  μέρα. Τον άλλο μήνα πάλε αρκεύνε να τ’ αρμέγνε μόνε δυό φορές: πουρνό και βράδ.

Το Μάϊ δε γένται χαρές, γιατί ζουριάζνε οι νιόπαdροι σα μαγιάτκα κατδάκια. Μόνε σαν είναι μεγάλ ανάg, bορεί κανείς να παdρευτή. Αμά αρβώνες γένται.

Π ρ ω τ ο μ α γ ι ά. Σήμερα ο κόσμος σκώνται χαράματα, παγαίν-νε στα χωράφια και στα τσαήρια και απά στο bαήρ, στο Μά και κλιούdαι απά στα πρασ-νάδες για ανα χοdρέν-νε. Οι παραδαρμένες, που γρεύνε άdρα, κλιούdαι απάν στα χορταράκια και λένε: «Φάγε Μά  πτσ και φάγε Μά μ πτσ», για να τσε πάϊ ογούρ και να παdρευτούνε λήγορα.Ύσταρα μαζών-νε λουλούδια, κάμν-νε στεφάνια και τα στολίζdαι, και τραβδώδας έρκdαι στο χωριό. Τότες ακούς τα τραβούδια: «Καλώς τονε το Μάη το χρυσομάλλη», «Μια κόρη όπου είδα με ζγουρά ξανθά μαλλιά», «Τούτ η γής με τα χορτάρια», «Εγώ είμαι ενού ψαρά παιδί»,τ « Ρουμπαλιά», κι άλλα τέτοια. Όdε γρίσνε στο σπίτ, κρεμάνε το στεφάν τα λουλούδια και άλλα πράσ-να κλωνιά, απανωθιού στ bόρτα και τ’ αφήν-νε κεί, ως του χρόν τα bρωτομαγιά.

Σήμερα παγαίν-νε στσι γλίστρες και γλιστράνε.

Οι μάγσσες π ξέρνε απ’ τα όξω, βγαίν-νε τσίτσιδες με τη σκοτίδα, αυγίτσα, καλκεύνε τα bάνα, παγαίν-νε στα gιουρέδκα τα χωράφια, διαβάζνε τα μαγικά τς, κόφνε από ‘να στάχ από τς τέσσερις άκρες τ χωραφιού, το παγαίν-νε στα δκά τς  και τα ρίχν-νε κεί και πέρν-νε το bερεκέτ.

Όποιονα έχνε όχτρα, παγαίν-νε στο σπίτ τ  και κόφνε ένα πελεκούδ από τ’ ανώφλιο τς πόρτας τ, το διαβάζνε με τα διαβολικά τς τα λόγια κι ύσταρα το ρίχν-νε στα χωράφια τα δκά τς και κλέφνε το bερεκέτ απ’ τς  αλλνούς.

Όdε πάλε θέλνε να χάσ ο άθρεπος π οχτρεύdαι το ίσιο τ  και να σερλεμλεdιστή, πέρν-νε ένα μσάδ σώdμα, το ζαλίζνε έτς π να μη bορή κανείς να βρή τν άκρη τ, και το ρίχν-νε στ bόρτα τ, για να το δρασκελίσ το πουρνό καπώς θα βγαίν απ’ το σπίτ τ, ή να το πατήσ και να μαγευτή.

Άμα πάλε θέλνε να ζουριάσ εκείνος π θα μαγέψνε, κλέφνε απ’ τν απλώτρα τ κανά βρεμένο ρούχο, βάζνε μέσα ένα πολιφάδ σαπούν, το παραχών-νε σε μέρος π να συχναυλίζεται για να το δρασκελά, και κάθε βράδ παγαίν-νε από κρυφά και το ποτίζνε. Όπως σγολιών το σαπούν , έτς ρέβ και ζουριάζ κι ο άθρεπος εκείνος.

Άμα διή κανείς π τον έρρξανε μάγια, τα λύν για με το καλό για με το κακό. Όλω bροστά θα κτάξ καλά να μη τ’ αgιάξ και να μη τα δρασκελίσ. Ύσταρα παίρνει ένα σιδερένιο δεκράν τα σκών και τα πετά όξω στα κουπριές. Αν είναι άθρεπος π το λάϊ η καρδιά τα και δε φοβάται, κάθεται και κάμνει απάν τα το χοdρό τα το νερό χωρίς ν’ αbκίς στα μάγια και χαλνάνε. Αμά σαν είναι φοβιτσιάρς, τότες φωνάζ το bαπά, διαβάζ ξορκισμό, χύν αγιασμό, σ’ εκείν το dόπο, χαλνάνε τα μάγια και πά.

Μια χρονιά ο Μαυρουδόγλους ο bεχτσής, είδε τ μάγισσα π γύρζε στα χωράφια καβάλλα στ bάνα, έπεσε το καταπόδ τς, τνε κνήγσε, bήκε μέσ στο χωριό και χώθκε μέσ σε μια χρεία και τονε πέταγε σκατά, για να μην έρτ κοdά και τνε γνωρίσ. Τότες τράξε κι εκείνος το τφέκ  να τνε βαρέσ κι απ’ το φόβο τς φανερώθκε ποια ήdανε και χάλασανε τα μάγια τς.

Σήμερα άμα πάρς απ’ το νερό που σβήν ο σιδεράς το κόκκινο σίδερο και το ποτίς εκείνονα π δε σ’ αγαπά τονε κάμνεις να σε γλέπ και να κάμνη η καρδιά τ «τζιζ» απ’ τ λαχτάρα τ για σένα.

Άμα θέλνε ν’ αποκμήσ-νε κανείνενα, για να μη τζε νοιώσ τι θα κάμνε, πέρν-νε «πεθαμένο χώμα» σάνε σήμερα και το βάζνε απ’ κάτ στο μαξλάρ τ. Έτς έκαμανε τ Κατερίνα τ μαμή και δεν ένοιωσε όdες έκλεψανε τ gόρ τς.

Σήμερα θέλ να χ κανείς το νού τ, να μη dονέ μαγέψνε. Κάθανεις, μεγάλος και μκρός, κτάζ να μαγέψ όποιονα bορέσ. Και μόνε να πή «Να ένα καρτάλ» ή «Να έρκεται η ν-νέ σ» και να κάμ τον άλλονα να το ψτέψ και γρίσ να κτάξ, φτάν κιόλας. Τονε μάγεψε και πά.

2. Τ’  Α ϊ θ α ν α σ ι ο ύ. Σήμερα γίνεται μεγάλο παναγύρ στο χωριό μας στον Αϊ Θανάς, απανοθιού στο τζεσ-μέ. Μαζώνται ο κόσμος απ’ κάτ στο Τσνάρ, έρκdαι τα παιχνίδια απ’ το Ξάστερο και παίζνε καρνέτο (ψλό και καbάδκο) λαγούτα και λύρα, για βιολί και χορεύνε τα κορίτσια και οι άdροι. Κάμν-νε και κουρbάν, όπως τ’  Αϊ Γιωργιού, και παγαίν-νε τα τσιτσιδάκια στο κοσί. Σήμερα έχνε παναγύρ και στς Λαγοθήρες, που έχνε τν εκκλησιά τ Αϊ Θανάς και είναι για τσι τρελλοί. Έχνε και μιάν αλυσίδα και τσε δέν-νε εκπέρα.

8. Ι ω ά ν ν ο υ  τ ο υ  Θ ε ο λ ό γ ο υ. Λαφρογιόρτ. Έχν ονομασία ο Θεολόγος κι ο Λόγος. Τα παιδιά πολλές βολές, όdας παίζνε και κάμν-νε το χέρ, για να διούνε ποιος θα γέν  μάννα, λένε, αλλάζοdας σε κάθε σλλαβή το χέρ.

Ιω-άννη Θεο-λόγο

Πές με τον κα-λό το λόγο

απ’ αυ-τά τα δυό τα χέρια

ποιο είναι το κα-λύτε-ρο.

Ακόμα τα παιδιά παίζνε «λόπκες». Βάζνε ένα σανίδ απά σ’ ένα χοdρό κούτσουρο, κάθεται ένα παιδί στη μιάν άκρη τ σανιδιού κι ένα στν άλνα και μια σκώνεται το ένα και γέρνει το σανίδ απ’ τ’ άλλο μέρος, μια σκώνεται τ’ άλλο και γέρνει το σανίδ απ’ αυτό το μέρος. Εκείνο που σκώνεται φωνάζ «Λόπ» και τ’ άλλο π κάθεται «κες» και γιαυτό το παιχνίδ το λένε λόπκες. Άλλα πάλε φωνάζνε «hοπ».

Στς Μέτρες έχνε το άγιασμα τ και το λένε «Βτσέλα», γιατί είναι μια gιόλα γιομάτ νερό. Τον άγιο τονε λένε και Άη Γέρο. Και στς Dελιόνες έχ το άγιασμα τ, μέσα σ’ ένα περιβόλι και το λένε Γεροστάν.

21. Τ’  Α ϊ  Κ ω ν σ τ α d ί ν. Έχνε ονομασία ο Κωσταdίνος, ο Κωσταdής, ο Κωστής, ο Κωσταdάκς, η Κωσταdνιά, η Ελέν, η Ελενιώ, η Ελενίτσα, η Ελένκω και η Ελενκάκ.

Σήμερα γένεται παναγύρ στ Αλbασάν, γιατί είναι η εκκλησία τς. Πολλοί χωριανοί παγαίν-νε και εγλεντίζνε, πίν-νε, χορεύνε, γρίζνε στς βίζιτες και το βράδ έρκdαι πίσω στο χωριό.

Π έ φ τ  τς  Α ν α λ ή ψ ε ω ς. Σήμερα κάμν-νε γαλατόπτες. Βάζνε αλεύρι, γάλα, αυγά και ζάχαρ, τ’ ανακατών-νε, σα gουρκούτα πηχτή, αλείφνε το ταψί με κομμά βούτρο, χύν-νε μέσα τ gουρκούτα και τνε ψήν-νε στο φούρνο. Άμα ψθή και γέν κνηκάτ, τνε βγάζνε απ’ το φούρνο, τνε πισπιλών-νε με ζάχαρ, τνε κόφνε κομμάτια, τν αφήν-νε να κρυώσ κομμά, και ύσταρα τνε τρώνε. Απ’ αυτήν πέρν-νε κάbοσα κομμάτια, και κεράσια και κόλβα, τα παγαίν-νε στα μνήματα, τρισαγίζ ο παπάς τς πεθαμέν, μνημονέβ τα ονόματα και ύσταρα τα μράζνε στα παιδιά για σχώριο. Από σήμερα σώνεται το «Χτός ανέστ» κι αρκεύνε να λένε «Καλμέρα και καλησπέρα». Σήμερα δεν gοιμούdαι τη μέρα γιατί αναλήβdαι.

Αυτόν το μήνα βγάζνε τ’ άλογα στο τσαήρ και τα τσαηρλαdίζνε. Τα’αφήν-νε τα’ όλω λίγο 15 μέρες να φάνε τριφύλλ και να ξεκραστούνε. Απ’ αυτό απόμκε και η παροιμία π λέϊ:

Ζήσε Μάϊ να φας τριφύλλ

και τον Αύγουστο σταφύλ.

Τ΄ άλογα όdας τα βγάζνε στο τσαήρ, δέν-νε τα ποδάρια τς με τ σιδερένια τ bουκαγιά. Από καμμιά βολά τχαίν ν’ ακbήσ η bκαγιά σε τριφύλλ  με τέσσερα φύλλα και ξεκλειδώνεται μοναχή τς και φύγει τ’ άλογο.

Το τριφύλλ  με τέσσερα φύλλα έχ  μαγική δύναμ να ανοί κάθε κλειδαριά και κάθε καρδιά. Τη bρωτομαγιά, κι όποια άλλ μέρα τύχ  να βρή κανείς τριφύλλ  με τέσσερα φύλλα, το παίρνει, και το κρύβ για ώρα ανάg. Άμα έχς κανείνενα υποψία π δε σε λέϊ τν αλήθεια, τον αναgάς μ’ αυτό να σε μολογήσ το σωστό και το κρυφό. Άμα πάλε ζλέβς τη γναίκα σ, μ’ αυτό ανοίς τ gαρδιά τς και μαθαίνς  τα μυστικά τς.

 

ΣΤ΄ ΘΕΡΤΗΣ

Αυτόν το μήνα τονε λένε Θερτή, γιατί τώρα αρκέβ ο θέρος και γούλο το μήνα θερίζνε. Πρώτα θερίζνε τα χορτάρια, ύσταρα τα κριθάρια, τα στάρι και τσι βρώμες.Άμα τα σπαρτά είναι gιουρέδκα, τα θερίζνε με τ gόσα, άμα είναι κοdά, με το δρεπάνι, κι άμα δε χρηματάνε κάνε, κι είναι αριά, γιά και πολύ κοdά, τότες βάζνε κορίτσια και γναίκες και τα βγάζνε με το χέρ απ’ τ  ρίζα. Οι θερστάδες όdε δλεύνε μακριά απ’ το χωριό, κμούdαι όξω στα χωράφια, και το τσράκ τσε κβανεί φαγί απ’ το σπίτ. Μόνε οι γναίκες και μακριά να είναι και κοdά, δεν απομνήσκνε στα χωράφια. Γρίζνε τα βράδια στο σπίτ, και το πουρνό, αυγίτσα ξαναπαγαίν-νε. Οι άdροι φορούνε στο κεφάλ τα από να ψαθένιο καπέλλο, και οι γναίκες και τα κορίτσια ένα μεγάλο άσπρο μαμούκ, για να μη τσε και  ο γήλιος. Το παιδί π κβανεί το φαγί, παγαινοέρκεται με τάλογο για με το γαδούρ. Το φαγί το βάζνε μέσα σε bακράκι, και το κρασί στο νεροκολόκθο για στ τσότρα για να μήν έχ φόβο να τσακστή. Το νερό το κβανεί με το λαϊνάκ απ’ το bνάρ π γείναι όλω κοdά στο χωράφ π θερίζνε. Πολλές φορές το τσράκ κατσιρdά  το κμάρ απ’ τα χέρια τα, και τσακιέται το μανίκ τ. και τότες το πιάν-νε απ’ το λαιμό, ως που να το ξανακατσιρdίς και να τσακστή κι ο λαιμός τ. και τότες δεν-νε δυό χοdρούτσκα ξλάκια σ’ ένα σκοινάκ, ως μια πιθαμή μακρύ, χών-νε το ένα ξλάκ μέσα στο κούτρουλο το κμάρ για να πιάν, κι απ’ τ’ άλλο το ξλάκ το βαστάνε, κι έτς παγαίν καbόσες μέρες ακόμα, ίσαμε να τσακστή καμμιά μέρα στα καλά και ναναgαστούνε να πα΄ρνε καινούργιο. Τα ελιές και το τρί τα βάζνε στο κλειδοκούτ. Το ίδιο και τ’ άλας και το πιπέρ και τ’ άλλα ξεροφάγια. Οι θερστάδες κάθε μέρα τρώνε σκόρδο, για να μην έρκdαι κοdά τς τα φίδια τν ώρα που κμούdαι και τσε τσbίσ-νε και τ’ άλλα ζούζουλα και μαμούδια και τσε πορπατίξνε και τσε μολέψνε, και bούνε μές στα τσίτσιδα τς.

Οι θερστάδες παγαίν-νε από τρείς τρείς. Ο πρώτος, ο dραγομάνος, θερίζ με τ gόσα, το καταπόδ τ ο dεμεττσής δεν τα δεμάτια, κι όλω πίσω ο τουρμουκτσής τραβά το τουρμούκ και κάμνει τς θεμωνιές. Μαζών και τς τουρμουκιές και τσε βάζ κοdά στ θεμωνιά για να μη τζε τσαλαπατούνε τα παιδιά πώρκdαι και μαζών-νε στάχια, άμα τραβηχτή το τουρμούκ κι ύσταρα. Τα στάχυα που μαζών-νε τα παιδιά και οι φτωχές οι γναίκες, τα κάμν-νε χαμούτσες, τσε λιάζνε στον ήλιο, τσε κουπανίζνε, τσε λιχνάνε, και το κριθάρ, για το στάρ το κάμν-νε αλεύρι, για το πλιούνε. Το στάρ τς χαμούτσας κάμνει πολύ καθαρό ψωμί γιατί είναι κ-κί μετρημένο χωρίς μαυροκούκ κι άλλα πράματα μέσα. Απ’τα καλύτερα στάχυα, τα ψωμωμένα πλέχνε σταχυές και τσε κρεμάνε στο σπίτ.

Όποιος έχ gιουρέδκο λνάρ, μακρόλνο, παίρνει τα κορίτσια π γείναι γενιές τα, και τα παγαίν στο χωράφ να βγάν-νε σκλιά. Διαλέζνε πια μεριά έχ  το καλύτερο και το βγάζνε με τα χέρια. Το κάμν-νε σκλιά, και η κάθε μια τα δέν μ’ αλλοιώτκο δέσ-μο για να τα γνωρίζ. Άλλ να πούμε τα δέν ρίζα με ρίζα, άλλ σπόρο με σπόρο, άλλ ρίζα με σπόρο, και τ’ αφήν-νε στο χωράφ στασιές στασιές. Το άλλο το κοdόλνο το λνάρ το θερίζνε με τ gόσα, Άμα ξαλωνίσ-νε τ’ άλλα τα σπαρτά κβανιούνε και τα λνάρια, και τα σκλιά στ’ αλών, έρκdαι και οι γναίκες και η καθαμιά ξεχωρίζ τα σκλιά τς, τα κπανίζ για να πέσ ο σπόρος και τ’ αφήν στ’ αλών. Το λνάρ δε d’ αλωνίζνε με τ  λοκάν, μόνε το μαρμαρίζνε, μαζών-νε τη λνάτσα για καψίδια στο φούρνο, και το σπόρο τονε λιχνάνε. Ύσταρα μια άλλ  μέρα φορτών-νε τα σκλιά στ’ αμάξ, έρκdαι και τα κορίτσια και τα παγαίν-νε στο ρέμα. Η μια βάζ σαλβάρ, bαίν μέσ στο νερό και οι άλλες τνε βοθάνε να τα πετρώσ με πέτρες και τεζέκες. Εκεί τα λιμνιάζνε από οχτώ ίσαμε δέκα μέρες, κατά το gαιρό π θα κάμ. Όσο ζεστός ο καιρός τόσο γλήγορα λιμνιάζdαι. Ύσταρα τα βγάζνε απ’ το ρέμα, τα φορτών-νε στ’ αμάξ και τα φέρν-νε στο χωριό. Εκεί χωρίζ καθαμιά τα δκά τς, τα λάζ στον ήλιο, τα κουπανίζ, τα μελgά, τ’ αποσέρνει στ λανάρα, τα κάμνει στρούbες και τα κουπανίζ ως να γέν-νε στουπί. Ύσταρα τα λαναρίζ στο λανάρ όπως τα μαλλιά, τα χτενίζ με τα βούρτσα και το σκλί π θ’ απομήκ το δεν στ  ρόκα και το στρίφτ νήμα για σώdμα. Τσι ξλόρζες που βγαίν-νε όdας τ’ αποσέρνει τσε στρίφτ κροκίδ και με το λνόξλο γιομίζ τα μεdέρια και τς μαξλάρες τς.

Αυτόν το μήνα σώνται και τα σκληκια, πλέχνε το κουκούλ τα και σώνεται ο κόπος τς. Οι γναίκες οι καμένες που βγήκε το κουσκούν τς να dρέχνε το καταπόδ τς να τα κ-ηdίζνε τα φύλλα όdας πρωτοβγούνε μηρμυgάκια και ύσταρα ασπροκεφαλούδια και σταχτούδια και να μη bορούνε να τα προφταίν-νε φύλλα στο κεdρί, το πλουμί και στ μεγάλ, άμα τα διούνε στο bλάνο ν΄ανεβαίν-νε στα ρείκια και τα σπάρτα και να αρκέψνε να πλέχνε θαρρείς κ’ ένα βάρος πέφτ απ’ τα ψχή τς.

Αυτός είναι μήνας τα δλιάς. Μκροί μεγάλ, γούλ δλεύνε 

Σ α β ά τ ο. Τ ω  Ψ υ χ ώ. Σήμερα παγαίν-νε οι γναίκες στα μνήματα, τρισαγίζ ο παπάς, διαβάζ τα μιρδοχάρτια και ύσταρα μράζνε κόλβα, σταροκούκια για κουλκάκια.

Κ υ ρ ι α κ ή. Τς  Γ ο ν α τ ι σ τ ή ς. Σήμερα καθανίνας παγαίν στν εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ για να το βάν να γονατίσ απάν. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψχές τση Τρίχας το Γιοφύρ κι όσες είναι καθαρές bαίν-νε στο bαράδεισο, ειδεμή πέφτν-νε μές στ Gόλασ. Ο Χστός όdας αναστήθκε πήρε γούλες τσι ψχές απ’ τ Gόλασ στο bαράδεισο. Ύσταρα από κείνο, όσ πήγανε στ Gόλασ απόμκανε εκεί να βασανίζdαι.  Τότες παρακάλεσε η Παναγία να τ αφήν-νε απόλυα τς πενήdα μέρες τς Πασκαλιάς και να ξαναγρίζνε τς Γονατιστής κι όσ είναι μετανοιωμέν και bορούνε να περάσ-νε τσι Τρίχας το Γιοφύρ, να γλιτών-νε. Γι αυτό γονατίζμε να γέν το γιοφύρ π θα περάσ-νε οι ψχές.

Δ ε υ τ έ ρ α. Τς  Α γ ι α τ ρ ι ά δ α ς, για  Τ’  Ά η  Π ν έ μ α. Σήμερα γένεται παναγύρ στον αυλόγρο τς εκκλησιάς. Έρκεται ο δεσπότς από τς Μέτρες, κι από τν εκκλησιά με τα σίχνα παγαίν-νε στν Αγιατριάδα και διαβάζνε παράκλησ. Παίρνει απ’ τ άγιασμα π γείναι στο πγάδ κι αγιάζ το gόσμο. Μέσα κει στο πγάδ είναι κ’ ένα φίδ αμά δε το πράζνε, γιατί φλά τ χάρ. Μετά απ τν απόλυσ κάμν-νε εξετάσεις στο σκολιό, κι ο δεσπότ-ς μονάχος τ  ρωτά τα παιδιά τα μαθήματα τς, για να διή τι ξέρνε.

Κ υ ρ ι α κ ή. Τ ω ν  Α γ ί ω ν  Π ά ν τ ω ν. Σήμερα έχ ονομασία ο Πάντος, ο Παντσής και το Νιχώρ παναγύρ.

Από αύριο αρκέβ η νηστεία τ’ Αγιαποστόλ. Αμά αυτήν τ νηστεία δε τνε bολυπιάν-νε γιατί είναι καιρός τσι δλιάς. Γι αυτό λένε: «θέρος, τρύγος, πόλεμος». Οι δλιές αυτές γένται με μαχαίρια και με δρεπάνια σα dο bόλεμο, κι ο κόσμος έχ ανάg να φά, για να πιάς  η καρδιά τ, και να βαστήξ στο gόπο. Και ένα όπως στο bόλεμο δεν εξετάζνε σαρακοστή και νηστεία, έτς και στο θέρο και το τρύγο, ό,τ  βρούνε τρώνε.

23. Π α ρ α μ ο ν ή  τ΄ Α γ ι α ν ν ι ο ύ. Απόψα βάζνε το gλήδονα. Ένα κορίτς, για αγόρ παγαίν  στο τζεσ-με και φέρνει αρπαχτκό νερό, μ’ ένα bακ-ήρ. Όποιος το νοιώς, πολεμά  μάξως να το κάμ να κρίν  κι άμα γελαστή και κρίν, χύν το νερό και παγαίν  παίρνει άλλο. Ύσταρα το φέρνει και κάθε κορίτσ  ρίχνει ότ θέλ  μέσ στο νερό (κbί, καρφίτσα, δεκάρα, δαχλύδ κλπ) βάζνε κι ένα αgούρ, σκεπάζνε το bακ-ήρ μ΄ένα μεσάλ  το δέν-νε και το κρεμάνε μ΄ένα σπάgο, περνάνε και μια κλειδαριά, το κλειδών-νε και το κρεμάνε σ΄ένα δένdρο τ bαχτσέ και τ΄αφήν-νε γούλ νύχτα να ξαστριστή.

Ύσταρα μαζώνται τα παιδιά τση γειτονιάς φέρν-νε χαμούτσες, λνάτσα και τσάκνα τα κορών-νε και πδάνε με τν αράδα από παν τσι φλόγες. Αυτό το λένε «πλάν». Σα dύχ κανείς να έχ παρανχίδες, για κανά bόνο, παίρνει μια φούχτα στάχτ, τρίβ το μέρος εκείνο και περνά.

Απόψα όποιος  θέλ να ξέρ τι θα είναι η τύχ τ αυτό το χρόνο, κόβ ένα σκόφλο, το γρίζ ανάποδα, βάζ και τρία κ-κιά άλας απάν τα και τ΄ αφίν. Άμα το πουρνό τώβρη μαραμένο, για αναποδογρισμένο, θα μαραθούνε οι ελπίδες τ  και η χρονιά τ  θα πά  ανάποδα.

24. Τ΄ Α γ ι α ν ν ι ο ύ. Σήμερα έρκεται ο παπάς με τα σίχνα και τσι ψαλτάδες και διαβάζ παράκλης στο παλιοκλής τ’ Αϊγιάν και μνημονέβ τα ονόματα.

Τώμ απολύκ  η εκκλησιά, μαζώνται γούλα τα κορίτσια στο bαχτσέ πώχνε το gλήδονα, κάddαι απ’ κάτ σ’ ένα δέdρο, στ’ μές βάζνε ένα πρωτοπαίδ πώχ  και bαbά και μάννα γεροί, το κάμν-νε νύφ, για να τραβήξ τσι τύχες, και ανοίγνε το gλήδονα. Ολόπρωτα ξεκλιδών-νε τα κλειδαριά, λούνε το σπάgο, ξεσκεπάζνε το bακ-ήρ, και βγάζνε τα’ αgούρ λέγοdας:

«Ανοίξαμε το gλήδονα να βγή χαριτωμένος

Βγήκε κι ένας αgούραρος θεριός, θεριοκασμένος».

Καθαρίζνε τ’ αgούρ, και τρώνε γούλα από κομματάκ. Ύσταρα κάθεται η νύφ στ μές, μ’ ένα gαθρέφτ στν αgαλιά κ’ ένα πανί απάν στο κεφάλ τς και στο gαθρέφτ. Γύρω γύρω κάddαι τα κορίτσια. Η νύφ με το ζερβί χέρ  βαστά  το gαθρέφτ και με το δεξί πιάν  ένα απ’ τα σμάδια π γείναι μέσα στο bακ-ήρ και φλά ως που να πούνε ένα τραβούδ. Όποιανου είναι το παίρνει κι ύσταρα λένε άλλο τραβούδ και βγάζ άλλο, όσο να σωθούνε γούλα τα σ-μάδια. Τα κορίτσια γελάνε, χωρατεύνε, πράζνε εκείνες που το τραβούδ τα βγήκε ταιριασμένο, κ ύσταρα πέρν-νε το bακ-ήρ τα κορίτσια π δεν ευχαριστήθκανε απ’ τη dύχ  τς κι από δυό κορίτσια το γρίζνε απά στα μεγάλα δάχλα τα (αντίχειρας), για να γρίς η τύχ  τς. Αν τύχ  να πές το bακ-ήρ και να χθή το νερό, δε είναι σε καλό. Θα σκορπίσ-νε οι ελπίδες τς.

Πουρνούτσκο βγαίν-νε όξω πρι να βγή ο ήλιος και φλάνε άμα βγή να διούνε τον ίσκιο τς. Σα θαν είναι χωρίς κεφάλ, θα πεθάν-νε στο χρόνο, σαν είναι με κεφάλ θα ζήσ-νε.

Ο Αναστάς ο bελιγραδιώτς, όdας ήdανε παλκάρ, είχε τάξ ένα μουσκάρ στον Αη Γιάνν, άμα ύσταρα πισ-μάνεψε και δε dο πήγε να το κάμ κουρbάν. Το μουσκάρ ψώριασε και πολύ gαιρό το γιάτρευε. Η μάννα τ κάθε μέρα τονε τρώγdανε γιατί δε dο παγαίν το τάμα, κι αυτός πεισμώθκε και το παράτ-σε dιbιdούζ και είπε: «Ας το γιατρέψ ο Αη Γιάννς νατο πάγω». Σε λίγες μέρες το μουσκάρ γιατρεύκε μοναχό τ  και τότες αναgάσκε να το πά. Ο Αη Γιάννς γήdανε κάbοσο μακριά, και το μουσκάρ δεν ήdανε μαθμένο στο γεdέκ  και μάξως δε dώδεσε. Άμά να διήτε το θάμα. Το μουσκάρ ήρτε το καταπόδ τ απ’ το χωριό ώσαμε τ’ άγιασμα μόν και μοναχό τ, χωρίς να το τραβήξ, και το παράδωκε το τάμα και ησύχασε.

29. Τ’  Α γ ι α π ο σ τ ό λ. Έχνε ονομασία ο Πέτρος, ο Πετρής, ο Παύλος, ο Απόστολος, ο Αποστόλς, ο Αποστολάκς, ο Αποστολιός κι ο Ποπόλς.

Σήμερα σκών-νε οι κουκλάδες τα κουκούλια. Γένται και τ’ αποστολιάτκα τα σύκα.

Αρκεύνε να έρκdαι οι λοκαντζήδες, με τα παράξενα τα βρακιά, απ’ τα μέρια τση Προύσας, και φέρν-νε λοκάνες και τσακμακόπετρες. Οι Κιούρτες απ’ το Τζιγέζ, φέρν-νε γιαbάδες, δεκράνια, ξλόφκιαρα, λιχνιστήρια, γιαbαδάκια, τουρμούκια, και τουρμουκάκια. Οι κοσκινάδες φέρν-νε κόσκινα, σίτες, δερμόνια, καινούρια και μερεμετίζνε τα παλιά. Έρκdαι και οι λαναράδες και φέρν-νε λανάρια γιουρούκκα, καθιστά και λανάρες, γδιά, κλειδοκούτια, τσότρες, και χτένια τ’ αργαλιού. Πιάσε απ’ τα εξηdάρια για τα χράμια και τσι βρανιές, τα πενηdαπεdάρια, πενηdάρια, σαραdατεσσάρια, σαραdάρια, τριαdαεξάρια, τριαdα-τριάρια, εικοσπεdάρια, και κατέβα στα δωδεκαμσάρια που φαίν-νε ποδοπάνια, από γούλα φέρν-νε και σιάζνε και τα χαλασμένα.

 

Θερισμός σταριού

 

 

Ζ΄ ΑΛΩΝ’ΤΗΣ

Μήνας τση δλειάς και τ παιδεμού. Γούλος ο κόσμος αλωνίζνε, πρώτα τα στάρια, ύσταρα τα κριθάρια, τσι βρώμες, τα λινάρια, τα ψμόλνα, το κούσοτου, το κεχρί και τα κ-κιά. Άμα αλωνίσ-νε το πρώτο τ’ αλών, το στάρ π θα βγάν-νε το αλέθνε, το ζμών-νε ψωμί φλαγούνες, πέρν-νε μια ζεστή ζεστή τν βρέχνε με το νερό κι όποιον αdαμώσ-νε στο δρόμο τονε δίν-νε από ένα κομματάκ.

Όποιος δεν έχ αλών στ Αλώνια, κάμνει αλών σ’ ένα χωράφ. Όλω bροστά το τσαπίζ για να βγούνε τα χορτάρια και οι καλαμνιές, ύσταρα κβανεί νερό με τν αμαξοβτσέλα απάν στ αμάξ. Ένας χύν  με το gαζοτενεκέ νερό κι ο άλλος με τη χραbούλια ανάποδα τρίβ το μέρος να ισιώς και το σκεπάζ με το άχερο. Τν άλλ μέρα ζέβ το μάρμαρο και το μαρμαρίζ για να ισιάξ παdού. Ύσταρα άμα φέρν-νε τα δεμάτια , μαζών-νε τ’ άχερο που είχαν σκεπασμένο τ’ αλών  και στρών-νε τα δεμάτια, αφού πρώτα λύσ-νε το δεματκό, ζεύνε τς λοκάνες κι αρκεύνε ν’ αλωνίζνε με τα βώδια , τ’ άλογα γιά τα γαϊδούρια. Άμα γέν (κοπή) η όψ τ’ αλωνιού, πέρν-νε τα δεκρά-νια και το γρίζνε φέρνοdας το άκοπο μέρος τ δεματιού από πάν. Αφού το γρίσ-νε τρείς φορές με το δεκράν, ύσταρα το γρίζνε με το γιαbά, και στα υστερνά με το φκιάρ. Άμα γέν τ’ αλών, ξεζεύνε τς λοκάνες και το μαζών-νε με το τουρμούκ και με τς σύρτες συρτίζνε όσο απομήκ απ’ κάτ και το κάμ-νε μια στοίβα, π το λένε «τνάζ» γιατί από κεί το τνάνε στον αγέρα και το λιχνάνε. Το στάρ για ό,τ  άλλο γένμα είναι, πέφτ έδεκει στο σέτς και το άχερο το παίρνει ο αγέρας και πέφτ παρακάτ στν αχερίστρα. Ύσταρα το χαλίζνε με τη χραbούλια απάν απάν και μαζών-νε τα σκύβαλα τα dύματα σε μιάν άκρη. Άμα σωθή το λίχνισμα, πέρν-νε ένα λιχνιστήρ, το στην-νε ολόρτο κοdά στο σετς, περνάνε απ’ τα δάχλα τ το σκοινί τ δερμονιού και δερμονίζνε. Το στάρ πέφτ απ’ κάτ κι από παν απομήσκνε τα κότσαλα. Εκείνα τα ρίχν-νε στν άκρη, κι όλο πίσ άμα ξαλωνίσ-νε το στάρ, τα ξαναλωνίζνε. Άμα σωθή το δερμόνισμα έρκεται ο σουρτζής, το μετράνε με το μσοκοίλ, ένα, δύο… ίσαμε τα σαραdαεννιά και αdίς πενήdα, λένε «dάλια μια», και μετρώdας το γιομίζνε τα τσβάλια στ’ αμάξ και τα παγαίν-νε στο σπίτ και τ’ αδειάζνε στσι βτσέλες, στ’ αbάρια τς, σε κανα οdά, για τ’ αφήν-νε μέσα στα τσβάλια. Παγαίν-νε και τ’ οσούρ και το παραδίν-νε στα σουρτζίδκα τ’ αbάρια, μαζί με τα bούσλα και ύσταρα τραβάνε να κοιμθούνε στ’ αλών.

Αρκεύνε να γένται τα καβούνια και τα καρπούζια.

2. Τς   Α γ ι α β λ α χ έ ρ α ς. Λαφρογιόρτ. Παγαίν-νε και θυμιάζνε στ’ άγιασμα τα Αγιαβλαχέρας.

7. Τς  Α γ ι α κ υ ρ ι α κ ή ς. Έχ ονομασία ο Κυριάκος και η Κυριακίτσα. Γένεται παναγύρ στο Νιχώρ, που το λέμε και αγγουρόζ παναγυρί, γιατί τώρα γένται τ’ αgούρια.

17. Τς  Α γ ι α μ α ρ ί ν α ς. Λαφρογιόρτ. Έχν ονομασία ο Μαρίνς και η Μαρίνα. Σήμερα παγαίν-νε στ’ αbέλ με το κούτρουλο το καλάθ και τα λίγα σταφύλια π θα μαζώξνε τα φέρν-νε στν εκκλησιά, τα διαβάζ ο παπάς κι ύσταρα τα μράζνε για σχώριο.

20. Τ’  Α η λ ι ό ς. Μεγάλ  γιορτή. Σήμερα έχ ονομασία ο Ηλίας. Γένεται παναγύρ στο χωριό. Ύσταρα απ’ το μεσ-μέρ ανεβαίν-νε στ’ Αηλιά τ’ άγιασμα και διαβάζ ο παπάς παράκλης. Μαζώνται ο κόσμος, πέρν-νε νερό και νίβdαι, πίν-νε κιόλας για να τσε πιασ  η χάρ κι άμα έχνε κανά bόνο να τς αφήκ. Τα παιδιά κατεβαίν-νε μέσα στ’ Αηλιά το ρέμα και μαζών-νε φουdούκια απ’ τς φουdουκιές π γείν εκεί. Άμα γύρ ο ήλιος και πάρ να βραδυάζ, ανεβαίν-νε στ ράχ  π γείναι ίσωμα και χορεύνε με τα τραβούδια, τα παιχνίδια, για τ λατέρνα, κι άμα πάρ να σκοτνιάζ, κατεβαίν-νε στο χωριό. Από καμμιά παρέα γρίζ στς καβέδες και στ’ αγραστήρια και πίν-νε, τραβδάνε, και χορεύνε. Μα ο πλειότερος κόσμος σμαζώνται στα σπίτια τς.

Τώρα σφάζνε τα πετνοί και λένε: «Κποτα πίττα το γενάρ κόκορο τον Αλωνάρ», και κρατούνε καινούργιοι απ’ τα μαρτιάτκα τα πετναράκια. Τα παιδιά τρώνε τα φτερά για να πετάνε, οι μεγάλ τα ποδάρια για να πορπατούνε, και οι γναίκες το πίσω μέρος για να κάd-dαι στα σπίτια να κτάζνε τσι δλειές τς και να μη σουρτουκεύνε εδώ κι εκεί. Όλω πίσ, βάζνε και το κόκκαλο πώχ στ’ αστήθ εκεί π’ αρκέβ ο λαιμός, που μοιάζ σά ν και πιάν-νε γιάdες. Το κορίτς λέϊ: «Άμα με γελάϊς θα σε κεdήσω ένα μαdήλ, για ένα ζευγάρ κάλτσες θα σε πλέξω, για θα σε ράψω ένα πκάμισο».  Ο άdρας πάλε τάζ να πάρ για χτέν, για σκλαρίκια, για φστάν. Όποιος πιάσ γιάdες μ’ άλλονα, κτάζ πώς να τονε γελάσ. Άμα τονε δώκ κανά πράμα κι εκείνος το πάρ χωρίς να πή «γιάdες», τότες λέϊ «γιάdες» εκείνος π το δωκε και κερδέβ. Από καμμιά βολά λαχαίν και οι δυό τς να είναι τετραπέρατ και δε γελάζdαι με τς μέρες και με τς μην, και χίλιες δυό κατεργαριές σκαρφίζdαι ως να κερδήσ ο ένας απ’ τσι δυό. Αυτό το κάμν-νε κι όσες βολές σφάξνε όρνιθα για καπόν μέσα στο χρόνο.

Σήμερα κόφτνε ταζέδκα καρύδια και κτάζνε τα dύχ τς, άμα θα βγή γιομάτο θα γέν ό,τ έβανανε με το νού τς, άμα θα βγή άδειο, θα πή δε θα γέν.

25. Τς  Α γ ι α σ ά ν ν α ς. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ η Άννα, η Αννίκα, και η Αννιώ και η Αννίτσα.

26. Τς  Ο σ ί α ς  Π α ρ α σ κ ε υ ή ς. Λαφρογιόρτ. Στς Μέτρες είναι ένα άγιασμα τς  Αγιά Παρασκευής, απάν στο bαΐρ. Είναι σα σπηλιά, ίσαμε 50 μέτρα βάθος, και στο ζερβί το μέρος έχ μια τρύπα. Στα παλιά τα χρόνια λένε αυτήν η τρύπα ήdανε μεγάλ, και μια βολά bήκε μια gαστρωμέν  β-βάλα και βγήκε στο Τζιγέζ κοdά στο Τεκέτερε με το μαλάκ. Εκεί λένε ήdανε μια αρχαία πολιτεία και τώρα σώζdαι τρείς μεριές με σπίτια σκαλιστά στ ριζιμιά τ bέτρα μέσα. Το ένα έχ 40 σκαλοπάτια «κ-ήρκ μερdεβέν» το λένε οι Τούρκ. Λένε γείναι και πολλά φλουριά καταχωνιασμένα εκπέρα αμά τόσο που έκαμανε οι μαdραγο-νατζήδες, δε bόρσανε να τα βγάν-νε.

Έχ ονομασία η Παρασκευού, η Παρασκευίτσα κι ο Παρασκευάς 

27. Τ’  Ά ϊ  Π α ν τ ε λ ε ή μ ο ν α. Μεγάλ  γιορτή. Σήμερα γένεται παναγύρ στ’ Αλbασάν και πολλοί χωριανοί μας παγαίν-νε, άλλ  για τη χάρ κι άλλ  για κέφ. Το αγιάσμα είναι όξω μεριά απ’ το χωριό κι όποιος είναι άρρωστος, παγαίν  από βραδίς, κμάται εκεί και τονε πιάν  η χάρ. Όποιος θέλ να καταλάβ αν θα γέν εκείνο π γύρεψε, απ’ τον Άϊ Παντελεήμον, κολνάϊ μια δεκάρα τσν αϊκόνα τ. Σα dνε πάρ, θα γέν ό,τ κρυφομελέτ-σε, σα δε dνε πάρ πάϊ ο κόπος τ  χαμένος. Ο Άϊ Παντελεήμονας είναι ξακουσμένος για τα θάματα τ  και πολύς κόσμος παγαίν στ χάρ τ. Για τ’ αυτό λένε: «Κτσί στραβοί στον  Άϊ Παντελεήμονα».

Στον  Άϊ Παντελεήμονα τ’ Αλbασάνιού ήdαν ένα μεγάλο καβάκ  υψωμένο, δηλαδή με καιρό είχε βάν  σ’ αυτό ύψωμα ο παπάς. Μια μέρα γένκε μεγάλ φουρτούνα και το καβάκ gρέμσε κατά γής, απά στο δρόμο και bόδζε το gόσμο να περάσ. Πήγανε και τό κοψανε με το πριόν αμά βράδυασε κι απόμκε ένα κομμάτ απ’ τ ρίζα κι απάν ως ένα μέτρο. Πήγανετο πουρνό να κόψνε κι εκείνο και να πάρνρκαι τα ξύλα, και γλέπνε το άκοπο κομμάτ σκώθκε τα νύχτα και στέκdανε ολόρτο. Τότες μια γριά τς έφερε στο νού τς π γήdανε υψωμένο το δέdρο και δε gότ-σε κανείς να πάρ ξύλα από κεί και τ’ άφκανε και σάπσανε για να μη gολαστούνε.

Πολλοί πέρν-νε ένα τσάμα απ’ τα αρρώστ τα ρούχα και το δέν-νε σε καμμιάν αβατσνιά κοdά στ’ άγιασμα για να δεθή η αρρώστεια τ. Άλλ πάλε βάζνε άγιασμα σ’ ένα κάπ, το ζεσταίν-νε και  λούγνε τον άρρωστο, βγάζνε και τη σκούφια τ, το πκάμσο τ, ή το σώβρακο τ, κατά τν αστένεια πώχ, και τ’ αφήν-νε εκεί για ν’ απομήκ  και η ανάg  τ. Ακόμα κόβνε τρίχες απ’ τα μαλλιά τ και τσε δέν-νε στς αβατσνιές π γείναι στ’ άγιασμα, για να κοπή το κακό από πάν τ  και να σκαλώσ  εκεί. Αυτά τα κάμν-νε και σ’ άλλα αγιάσματα, στον Αηλιά, τ Bαναγιά, τον Αηγιάνν, τον Αϊθόδωρο, τν Αϊπαρασκευή, τν Αϊακατερίν, για να τσε πιάσ  η χάρ.

Άμα σκωθούνε τα δεμάτια, γρίζ ο κατσκάς με τα κατσίκια μές στα χωράφια και τρώνε ό,τ στάχυα βρούνε. Γι’ αυτό το γάλα τ γένεται παχύ και το καρδαρίζνε οι γναίκες μες στο καρδάρ, βγάζνε το βούτρο, βράζνε τ’ αριάν στραgιούνε τη μζίτρα, και το τρόγαλο το δίν-νε στα γρούνια. Από καμμιά το πήζ ξύγαλο και ύσταρα το καρδαρίζ και σα βγάν το βούτρο κι ύσταρα το περνάϊ απ τ τζαdήλα και γένεται ξύγαλο στραgιστό.

Αρκεύνε να μαζών-νε το καπνό, τσε περνάνε αρμαθιές, τσε δεν-νε στα κοdάρια και τσε λιάζνε στον ήλιο. Ύσταρα τονε κάμν-νε ελπεζέδες, τονε gόφτνε στο χαβάν, και τονε πλούνε κατσάκκο. Στο Ρετζί δίν-νε μόνε τς χορδάδες.

Άμα σωθούνε τ’ αλώνια και μαζωχτούνε οι κουκνάρες αρκεύνε οι βεγκέρες, σdάνκες, τα «μετζιά» όπως τα  λεν οι Αλbασανιώτες. Μαζώνται νιοί και νιές στα σπίτια πώχνε κουκνάρες τσε ξεφλουδίζνε, τσε ξερέν-νε κι ύσταρα τσε τρίβ-νε. Τσι τρυφερές τσε διαλέζνε και τσε βράζνε να τσε φάνε. Ο νοικοκύρς μαγερέβ κανά πλάφ, ή καμμιά κούρκα, ή χήνα και φλέβ τς βοθηστάδες. Εκεί π δλεύνε τραβδάνε, χορεύνε, λένε χαϊμόσκα παραμύθια και περνάνε τν ώρα τς  με γέλοια και χαρές.

Τώρα γένται τ’ αβράβλα, τα βάζνε στα ταψιά και τα λιάζνε, και μεθαύριο τα κάμν-νε ρετσέλια. Τα πλάκια, τα παπάκια και τα χνάρια ξετνάζdαι κι αρκεύνε να τα πλούνε και να τα σφάζνε.

 

Τ’ αλώνισμα

 

 

Η΄ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Κι αυτός είναι μήνας τση δλειάς. Αρκεύνε να σ-μαζώνται τ’ αλώνια, κι όποιος ξαλωνίσ, κβανεί τ’ άχερο τ με τς καλαμωτές. Οι ζίζικ  την ημέρα και οι γρύλ τ  νύχτα ακόμα παίζνε το σκοπό τς. Τα τσαούσια και τα πρωϊμάδια αρκεύνε να γένται, το ίδιο και τα ζέρdελα, τα καΐσια και τα σύκα, τα μικρά τα ξακουσμένα για τη γλύκα τς περδικόσκα, τα μεγάλα ματζανιά, και τα τρανύτερα τα λόπια π γείναι σαν απίδια, και τ’ άλλα τα στροgλά με το μέλ στο σκισμένο πάτο τς. Οι σκάδες και οι μελσσάδες, με τα φαdαχτερά γαλάζια και κίτρινα φτερά, οι αχελώνες, οι λαγοί, οι αλεπές, τα τσακάλια κι τ’ άλλα τ’ αγρίμια κατεβαίν-νε στ’ αbέλια και οι αβτζήδες βγαίν-νε και τα σκοτών-νε. Αρκεύνε ν’ ανοίγνε τα ραδίκια, τα μαυράκια, τα γαλάζια τα τσαλιά και πλήθος άλλα λουλούδια ξεθωριασμένα κι ο κόσμος αρκέβ να συχνοπαγαίν στ’ αbέλια.  Τώρα βγάζνε τα σκόρδα, τα κρομμύδια και τα λιάζνε. Ύσταρα πλέχνε τα σκόρδα από 100 και τα λένε πλεξούδες και τα κρομμύδια τα δέν-νε με το σάζ αρμαθιές και τσε λένε χέρια. Βγάζνε τα ροβύθια, τ’ φακή, τα λαθήρια, τα κ-κιά, τα κουπανίζνε, τα λιχνάνε στον αγέρα και τα βάζνε στο κελλάρ για το χμώνα.

Τσι πλειότερες φορές τον Αύγουστο γένεται ζέστα ίσαμε τς δεκαπέdε. Αμά κατά το έβγα τ’ Αυγούστ, από καμμιά χρονιά κάμνει βροχές και κρύο τσουχτερό με κρυολογήματα κι αρρώστειες και τότες λένε τ  παροιμία: «Από Αύγουστο χειμώνα».

Αυτόν το μήνα βγάζνε και τς χωριανκοί τσι μράδες στο μεζάτ, σα δε τζ έβγανανε τον Αλωντη, και τσε παραδίν-νε σ’ εκείνονα π θα δώκ τα πλειότερα, το Σιλυβρινό το παναγύρ.

Στα παλιότερα τα χρόνια τσι πρώτες οχτώ μέρες τ’ Αυγούστ τς έλεγανε δρίματα. Τώρα δρίματα λογαριάζνε μόνε τσί τρείς πρώτες μέρες, και σ’ αυτές, δε bλέν-νε, δε λούγ-dαι και δε bαίν-νε στο νερό, γιατί λένε κόβdαι τα ρούχα και κάμνει πανάδες το πρόσωπό τς.

Αυτόν τον μήνα διαλέζνε τα ξετναμένα τα πετνάρια και τα καπονιάζνε. Για να κάμς καπόνια και να ταιριάξνε, θέλ να γείναι στ γιόμς τα φεgαριού. Τότες γιομίζνε και παχαίν-νε σα dα γρουνάκια. Άμα τα κάμς στ σώσ τ φεgαριού, σώνται και δε bροκόβνε.

1. Π ρ ω τ α υ γ ο υ σ τ ι ά. Σήμερα ο παπάς διαβάζ αγιασμό στν εκκλησιά. Κάθε χωριανός φέρνει ένα κάπ γιομάτο νερό, για bακ-ήρ, για μαστραπά, για κανάτα, για ποτήρ, και τ’ αραδιάζνε bροστά στα δμόθυρα του ιερού. Άμα ξεδιαβάς ο ππάς τον αγιασμό, παίρνει ο καθανείς το κάπ τ και ύσταρα παγαίν στ’ αbέλια τ  και τ’ αγιάζ, διαλέζ κι’ από κανα πρωϊμάδ γινωμένο γιά κανα τσαούς και τα φέρνει στο σπίτ τ.

Από σήμερα ίσαμε τς 15 είναι η νηστεία τ’ Δεκαπεταύ-γουστου, και τνε πιάν-νε γούλος ο κόσμος γιατί είναι για τν υγειά τς. Δε dρώνε κρηάτα και γαλατερά, και τα γάλατα τα κάμν-νε τυριά και τα γιομίζνε στα τλούμια για το χμώνα. Τ’ Πασκαλιά όdε σφάζνε τα κατσκάκια, κρατούνε τα τλούμια, τ’ αλατίζνε, τα ξεραίν-νε στον ήλιο και τώρα τα κουρεύνε, δέν-νε τσι τρύπες π γήdανε τα ποδάρια και η ορά, τα πλέν-νε καλά καλά, γρίζνε τσι τρίχες από μέσα, και τα γιομίζνε τρί από το λαιμό, βάζνε και άρμη μέσα, τα δέν-νε και τα βάζνε στ ράφ να στεγνώξνε για το χμώνα.

Ακόμα απ’ τα γάλατα, τώρα π νηστεύνε κάμν-νε χμωνιάτκα. Βάζνε αυγά, γάλα κι αλεύρι, τα ζμών-νε, τ’ ανοιούνε φύλλα, τ’ αφήν-νε και στεγνών-νε καbόσο, ύσταρα τα κόβνε μακριές λουρίδες, ίσαμε δυό δάχλα φαρδιές, και τα ματακόφνε με το μαχαίρ, ίσαμε μσό δάχλο φαρδιά, τ’ απλών-νε στον ήλιο και ξεραίνται, τα γιομίζνε στο πθάρ και τα κρύβνε να τα φάνε το χμώνα. Αυτά τα λένε «γιφκάδες» και για τα βράζνε με το νερό και τα ζεματάνε με το βούτρο για τα βράζνε με το  κρηατοζούμ και τα τρώνε.

Ακόμα κάμν-νε και κουσκούς, που μοιάζ με gόλιαdρος. Πέρν-νε αλεύρι, το βάζνε μέσα σε μια σκαφίδα, στη μιάν άκρη, έχνε και γάλα μ’ αυγά ανακατωμένο σ’ ένα τέτζερ. Βάζνε bροστά τ μαγιά, μια φούχτα περσνό κουσκούς, τνε περεχύν-νε ένα φιλτζάν  γάλα, ρίχν-νε και μια φούχτα αλεύρι από πάν κι αρκεύνε να το γρίζνε γούλο απ’ τόνα μέρος ναι να το τρίβνε κιόλας λαφρυά. Εκείνο φτουρίζ και γένεται πολύ το βάζνε στο κόσκινο, το κοσκινίζνε να πέσ το ψλό μέσα στη σκαφίδα, κι όσο απομήκ στο κόσκινο, τ’ απλών-νε σ’ ένα παστρικό σεdόν να στεγνώξ. Έτς έτς το κάμν-νε γούλο, κι άμα στεγνώξ καλά το βάζνε στο πθάρ για σε κανα dουρβά και το κρεμάνε στο καρφί, για να μη το μουρdαρέψνε τα ποdίκια.

Αυτήν τ  σαρακοστή τρώνε ελιές και νερόβραστα φαγιά, δίχως λάδ και σταφλάκια, σύκα και αβράβλα.

Ακόμα κάμν-νε και τραχανό.  Άλλ τονε κάμν-νε με ξύγαλο κι αλεύρι, άλλ  με γάλα, αλεύρι και προζύμ, κι από κανείς τονε κάμνει με dομάτα. Τόνε ζμών-νε, κόφτνε το ζμάρ με το χέρ κομματάκια, τ’ αφήν-νε στον ήλιο να ψαχναδιάσνε κομμά, ίσαμε π να μη ζμαριάζνε, ύσταρα τα τρίβνε καλά καλά απά στο κόσκινο να περάσ-νε, και ύσταρα τα κοσκινίζνε. Το ψλό π θα περάσ απ’ το κόσκινο, τ’ απλών-νε να στεγνώξ χώρια και το λένε τραχανό, κι όσο δε bερνάϊ απ’ το κόσκινο, τς χοdράδες, τσε λένε τριφτή και το τρώνε χώρια.

Τσι πρώτες δώδεκα μέρες τ’ Αυγούστ τσε λένε μερομήνια. Τσε κτάζνε πολύ αυτές τς μέρες, γιατί κάθε μια είναι κι ένας μήνας, όποιος θέλ να ξέρ τι καιρό θα κάμ γούλο το χρόνο κτάζ τα μερομήνια. Αν είναι να πούμε τ bρώτ μέρα το πουρνό συννεφιά, οι πρώτες μέρες τ Γεννάρ θα είναι σκοτνές, αν ύσταρα βρέξ κατά το μεσ-μέρ, γιά το βράδ, γιά πάϊ καλός καιρός, έτς θα είναι κι εκείνος ο μήνας στ μέσ και στο σώστ τ. Άλλ  λογαριάζνε τ bρώτ μέρα για το Γενάρ, τ δεύτερ για το Φλεβάρ, άλλ πάλε οξωπίς, τ bρώτ του Χστού, τ’ δεύτερ τ’ Αϊαdριός κλπ. Ακόμα και για το gαιρό κτάζνε τα μερομήνια. Είναι και π λένε ο καλός καιρός στα μερομήνια φανερών  κακό κι ο κακός καλό για τς μην. Άλλ πάλε κτάζνε τς δώδεκα ώρες τς Πρωταυγουστιάς και κάθε ώρα τνε λογαριάζνε ένα μήνα.

6. Τ΄  Α ϊ   Σ ω τ ή ρ ο ς. Μεγάλ  γιορτή. Έχν ονομασία ο Σωτήρς, ο Σωτράκς, η Σωτρώ και η Σωτηρή.

Όποιος έχ  πρώϊμα σταφύλια, μαζών  σήμερα, τα φέρνει στν εκκλησιά, τα διαβάζ ο παπάς και ύσταρα τα μράζνε.

15. Τς  Π α ν α γ ί α ς. (Το Δεκαπανταύγουστο) Μεγάλ γιορτή. Έχ ονομασία η Παναγιώτα, Η Παναγιωτή, Ο Παναγιώτ-ς, ο Παναγιωτάκς, ο Παναγής, Η Δέσποινα, Η Δεσποινιώ, η Δέσπω, η Μαρία, η Μαργώ, η Μαριωρή και η Μαριωρώ.

Σήμερα γένεται παναγύρ στο Γαρδά, και βαστάει ίσαμε τα εννιάμερα τς Παναγίας. Εκεί είναι μια μεγάλ  πέτρα, τρύπια στ μέσ, που τνε λένε Ξλόπετρα κι ο κόσμος που παγαίν  στο Γαρδά περνάει από τη τρύπα εκείννα για να τσε πιάσ  η χάρ. Από καμμιά βολά λαχαίν  από κανείς χοdρός και τονε σφίg  η πέτρα και δε bόρ να βγή, και ύσταρα εκείν π γείναι μαζί τ, άλλ τονε τραβάνε απ’ τα χέρια με τα χέρια τς, άλλ  τονε σκουdάνε απ’ τα ποδάρια με τα ποδάρια τς και τάζνε στ Παναγιά και τον αφήν  η χάρ και βγαίν.

Τώρα και ίσαμε τ σώσ τ’ Αυγούστου, πολύ τρώνε τα άρμυρα τα ψάρια, κολιοί, κολιαρούδια και σαρδέλλες. Για τ’ αυτό και λένε: Κάθε πράμα στο gαιρό τ  κι ο κολιός τον Αύγουστο.

Σήμερα φεύγνε οι λελεg  και πάνε να ξεχμωνιάσ-νε αλλού.

23. Τ α   ε ν ν ι ά μ ε ρ α τς  Π α ν α γ ί α ς. Σήμερα γένεται παναγύρ στα Δεμοκράνα.

29. Τ’  Ά η  Γ ι ά ν   τ’  α π ο κ ε φ α λ ι σ τ ή. Σήμερα δε τρώνε μαύρο σταφύλ.

 

 

Θ΄  ΣΤΑΥΡΟΣ

Αυτόν το μήνα τονε λένε Σταυρό. Σώνται πια τ’ αλώνια και οι όξω οι δλειές, κι αρκεύνε να γλυκαίν-νε στα καλά τα σταφύλια τα περατνά. Αρκεύνε νάρκdαι οι σταφλάδες π’ αγοράζνε τ’ αbέλια και κβανιούνε τα σταφύλια στ Πόλ. Απ’ τ απάν τα χωριά, το Κλαλή, τ’ Άγαλαν, το Τσιφλίκιο, τη Στράντζα, αρκεύνε νάρκdαι οι καρβουνάδες με τ’ αμα΄ξια τς φορτωμένα κάρβουνα. Απολυούνε τα βόδια τς απ’ κάτ στο τσνάρ, πλιούνε τα κάρβουνα κι αγοράζνε στάρ ή σταφύλια και τα παγαίν-νε στα χωριά τς. Άλλ πάλε έρκdαι με τα καμήλες, gλάν gάν αραδιασμένες γραμμή, με το γαϊδουράκ από bροστά, και παγαίν-νε και γονατίζνε στο Στούbο, στο μεϊdάν. Τα παιδιά μαζώνται να διούνε τς καμήλες και τραβδάνε:

 

- Καμήλα κασιδιάρα

που κατρείς τα μήλα

δός κι εμένα ένα.

- Είναι κατρουμένα.

 

και το άλλο:

 

- Αγαπάς τα σύκα μήλα;

- Αγαπάς και την καμήλα;

- Αγαπάς και το παιδί της;

- Τότες πιέ και την πορδή της.

 

και το αδιάτροπο:

 

Ο ψύλλος εγονάτισε καμήλα να ψειρίση

Κι ο καληλάρης πρόσταξε να μη την ζορλαdίση.

Ακόμα υστερώτερα, κατά τα έβγα τα μηνού, έρκdαι οι πνακάδες με τα πήλνα τα πράσ-να τα πνάκια, πνάκες, τετζερέδες, καβουρdιστήρια, κούπες, κανάτες, gαβάτες, καυκιά, τα στολίζνε απ’ κάτ στο Τσνάρ και οι γναίκες τ’ αγοράζνε με το στάρ.  Έρκdαι και οι bακ-ηρτζήδες με λογής κοπής bακ-ηρκά, καζάνια, bακ-ήρες, bακ-ήρια, bακ-ράκια, ταψιά, σ-νιά,τετζερέδες, σαχανιά,λεκάνες, και ιbρίκια. Ο ένας φεύγει ο άλλος έρκεται. Κάθε μέρα απ’ κάτ στο Τσνάρ τα πράγματά τς σερgί. Φέρν-νε και πατάτες απ’ τα χωριά τ Τσεκμετζέ.

8. Τς  Π α ν α γ ί α ς  τ σ ή  Σ λ υ β ρ ι ν ή ς. Μεγάλ γιορτή. Παναγύρ στ Σηλύβρια. Σήμερα ξεστχίζνε τα τσιράκια. Πέρν-νε κι ένα κάρτο χώρια απ’ το χάκ  τς και παγαίν-νε στο παναγύρ. Όποιος έχ τάμα στν Παναγιά θα το πάϊ σήμερα. Εκεί μαζώνται κόσμος και κακό από γούλα τα χωριά τα δκά μας, κι απ’ τα Γανόχωρα κι από τ Πόλ  ακόμα. Όποια έχ  αρρωστιάρκα παιδιά τα παγαίν  και τα πλεί στ Παναγιά. Ο καdλανάφτς τα περνάϊ  ένα σύρμα στο λαιμό τς και φωνάζ «ο σκλάβος τα Παναγίας». Αυτό το φορούνε ως το χρόνο, και γιατρεύdαι. Και ύσταρα από χρόν ξαναπαγαίν-νε πλερών-νε κανά μετζίτ κι ό,τ  άλλο τάμα έχνε. Είναι και που παγαίν-νε για να σιργιανίσ-νε και να ψνίσ-νε.

9. Τς  Α γ ι ά ς  Ά ν ν α ς. Λαφρογιόρτ. Έχν ονομασία ο Γιακουμής, η Άννα, η αννίκα, η Αννιώ και η Αννίτσα.

14. Τ ο υ   Σ τ α υ ρ ο ύ. Μεγάλ  γιορτή. Έχ  ονομασία ο Σταύρος, ο Σταύρακος, ο Σταυράκς, η Σταυρινή και η Σταυρούλα. Σήμερα μράζ ο παπάς βασιλικό στν εκκλησιά κι ύσταρα στα σπίτια πώχνε τα μεγάλα κορίτσια. Γιατί λένε όdε πήγε η Αγία Ελέν  τσ Γερουσαλήμ να γρέψ το Σταυρό του Χστού, όποιονα και να ρώτ-σε κανείς δεν ήξερε που ήdανε. Απ’ τα πολλά ένας γέρος είπε πγ είχε ακουστά πως ο Σταυρός ήdανε παραχωμένος σ’ ένα μέρος που πάdα φύτρωνε βασιλκός. Πήγανε τότες και ηύρανε το μέρος όπως τσε είπε σκεπασμένο με βασιλκό. Σκάφτνε και βρίσκνε τρείς σταυροί, άμα δε bόργανε να καταλάβνε ποιος ήdανε του Χστού. Κατά λαχού νε περάσ ένα λείψανο από κεί. Βάζνε τον ένα  το σταυρό απάν στο κιβούρ τίποτα, βάζνε τον άλλονα, τίποτα, σαν έβανανε και του Χστού το Σταυρό, σκώθκε ο πεθαμένος στα περdέν. Τότες κατάλαβανε πως αυτός είναι ο Σταυρός του Χστού, τονε πήρανε και τονε πήγανε στν εκκλησιά τς Ανάστασης. Ύσταρα τον έκοψανε με το πριόν  τέσσερα κομμάτια και πήρανε από ένα τα τέσσερα πατριαρχεία. Τα πριονίδια τ’ ανακατώσανε με το μάλαμα πόκοψα-νε τα κωνσταντινιάτικα τα φλουριά, γι αυτό κι εκείνα έχνε τν ίδια τ χάρ, σα το τίμιο ξύλο. Όποιος έχ  απάν τ αυτό κουρσούμ δε dονε περνάϊ, κι άμα το βάν στο ζμάρ ανεβαίν  χωρίς προζύμ.  Από κείνο καταλαβαίνεται σαν είναι αληχνό το τιμιόξλο και το  κωνσταντινιάτκο το φλουρί. Σήμερα φεύγουν τα χελιδόνια, αφού πρώτα τραβδήσ-νε τ  bαλιά τ φωλιά τς.   

  

 

 

Ι΄   ΑΪ  ΔΗΜΗΤΡΙΑΤΣ

Αυτό το μήνα τονε λένε Αϊδημητριάτ απ’ τον Αηδημήτρη, που είναι η πιο μεγάλ τ γιορτή. Στα έbα τα μήνα σώνται τα’ αbέλια κι αρκέβ ο τρύγος, ο μούστος, τα ρετσέλια, τα πεκμέζια. Αυτές τα μέρες κατασκοτώνται στ δλειά. «Θέρος, τρύγος, πόλεμος». Τρυγάνε και τα καρύδια και τα μύγδαλα.

Με τη bρώτ τη βροχή αρκεύνε οι ψυχρίτσες και τα αλετρίσματα. Όdας βρέξ πρώϊμα κατά το έbα του Σταυρού, bοζαρίζνε μάνε μάνε και σπέρν-νε τα λνάρια και τα κ-κιά. Σώνται πια οι σάλτσες και τα καπνά και τα κβανιούνε στο χωριό. Όποιοι έχνε μεγάλετρα κάμν-νε νιάματα χμωνιάτκα. Ζεύνε πεdέξ ζευγάρια βόδια, γιά τα βουβάλια κι αλετρίζνε και το βράδ αφήν-νε τ’ αλέτρι στο χωράφ για να μη κβανιούνε τόσο βάρος, μόνο το γυνί πέρν-νε στο χωριό κι άμα σωθή το νιάμα, τότες φέρν-νε και το μεγάλετρο. Τρυγάνε και τα σούρβα και τραβιούdαι πια οι bεχτσήδες απ’ τ αbέλια. Τα παιδιά παγαίν-νε στ’ αbέλια και μαζών-νε τα τσαbρούδια.

Ανοιούνε τ’ αστράκια και τ’ αϊδημητριάτκα.

Οι γναίκες πέρν-νε το μούστο τονε κόφτνε με το ασπρόχωμα,ύσταρα τονε στραgιούνε τονε βράζνε στσι ταβάδες, τονε κάμν-νε πεκμέζ, ύσταρα βάζνε μέσα τα λιασμένα τ’ αβράβλα, τα σύκα, τα κυδώνια και τα κάμν-νε ρετσέλια. Ακόμα βράζνε και ματζάνες με το πεκμέζ για κολοκύθια bαλκαbάκια, αφού τα βάν-νε πρώτα στον ασβέστη να σφίξνε. Ακόμα κάμν-νε και λαρδέν με μούστο άκοπο και το τρώνε το καλοκαίρ ανακατωμένο με το νερό για δροσιστικό.

Από καμμιά χρονιά αργεί να βρέξ και τότες ανακάζdαι να κάμνε τ τζαμάλα. Καρφών-νε τέσσερα χοdρούτσκα ξύλα, σα τσερτσεβέ, κι από πάν τρία βεργιά, το μεστ-νό αψλότερο απ’ τ ακρινά, και το σκεπάνε με μια παλιά βρανιά, να φαίνεται σα καμήλα με καbούρα. Ύσταρα πέρν-νε μια κοκκάλα, τνε περνάνε σ’ ένα κοdάρ, δεν-νε και για τον απ κάτ το τζεγνέ ένα σανίδ, κρεμάνε και κδούνια bόλκα στ μέσ τ τσερτζεβέ. Ένας παίρνει το πίσω μέρος στς νώμ τ  κ’ άλλος το bροστνό και βαστάϊ και το κοdάρ με τ gοκκάλα. Ένας άλλος γένεται «χανούμσα», ένας «καμπούρς» κι ένας «γιατρός». Μαζώνται κι άλλ, όσοι θέλνε και πέρνε τ τζαμάλα και τνε γρίζνε μέσ στο χωριό.

Άμα έρτνε bροστά στο σπίτ που έχνε καμμιά φιλνάδα, ψοφάνε τ τζαμάλα, δηλαδλη τν αφήν-νε καταγής . Η χανούμσα τότες αρκέβ να φωνάζ στο καμπούρ και να τονε ζαμακών με μια σόπα και να τσρίζ: «Μαλιμί ιστερίμ, κερατά καμπούρ» (το πράμα μου θέλω) . Ο καbούρς δε bονεί γιατί η καbούρα τα είναι παραγιο-μισμέν  με προβιές και λνάτσα και λέει στ χανούμσα για να τνε παρηγορήσ: «Σαβατζάκ χανούμ, σαβατζάκ» (θα περάσ κερά). Τότες φωνάζνε το «γιατρό» να διή τι έπαθε η τζαμάλα και ψόφσε. Ο γιατρός κατά το μέρος λέει και γιατρικό. Σαν είναι bροστα στο σπίτ καννού  που έχ πρόβατα, λέϊ: «Θέλ  μια οκά τρί να γέν καλά». Ύσταρα βαρούνε τ bόρτα τ και γρεύνε το γιατρικό, το πέρν-νε, σκών-νε τ τζαμάλα και παγαίν-νε σ’ άλλο σπίτ και τνε ψοφάνε. Πάλε η χανούμσα δέρνει το καbούρ και τσρίζ, εκείνος φωνάζ το γιατρό, κι ο γιατρός λέει: «Θέλ ένα ζεστό ψωμί», για «ένα bκάλ πεκμέζ», για «ένα χλάρκο κρασί» κατά το τι έχνε σ’ εκείνο το σπίτ. Ύσταρα πάλε ο καbούρς φωνάζ « Ες μαλίμ ές» και σκώνται και πάνε άλλού. Όλω πολύ βαστέι ο ψόφος τς τζαμάλας απ’ κάτ στα παραθύρια εκνής που κβανιέται κανείνας τς παρέας, για να βγή το κορίτς να τσε κρίν  και να τσε δώκ  κανά τίποτα να φάνε, γιά μουστολαbάδα, γιά λιασμένα σύκα, για πίττα. Απ’ αυτό απόμκε η παροιμία και λένε: «Στν αυλή τ ψοφάνε τ τζαμάλα».

Από καμμιά φορά τνέ παγαίν-νε και στ’ Αλbασάν  και τνε γρίζνε και τνε τραβδάνε:

Dίdιλ – dίdιλ τζάμαλι

της τζαμάλας το παιδί

έβγανε κακό στ’ αυτί

και κασίδα στη gορφή.

26. Τ’  Α ϊ δ η μ η τ ρ ι ο ύ. Μεγάλ  γιορτή. Σήμερα γιορτάζ γούλος ο κόσμος. Αρκεύνε οι χαρές και οι αρβώνες. Ονομασία έχ ο Δημήτρης, ο Δημτρός, ο Δημτράκς, ο Δημτρούλς, ο Μήτσος, η Δημτρού και η Δημτρούλα.

27. Τ’  Α ϊ ν έ σ τ ο ρ α. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Νέστωρς.

Οι γναίκες αρκεύνε να λαναρίζνε τα μαλλιά, στρίφτνε τα κροκίδια και πλέχνε τσράπες για τς άdροι. Στρίφτνε και ψλό μαλλί και το διάζdαι με το κλουβί γιά με τη διάστρα και φαίν-νε ποδοπάνια, σερβέτες, ζνάρια, μεσόφστες, σαγιάκια κι αbάδες. Ακόμα αρκεύνε να φαίν-νε και bαbακερά πανιά. Μαζαλιάζνε το στημόν με σαπούν  κι αλεύρι μέσ στο ζεστό νερό. Ύσταρα τα στεγνών-νε, το ρίχν-νε στν ανέμ το καλαμιάζνε, το διάζdαι, το περνάνε στα μτάρια, στο χτένι, το ζεύνε στον αργαλειό, και το φαίν-νε.   

Τζαμάλα

 

 

ΙΑ΄  ΑΪΑDΡΙΑΣ

Αυτό το μήνα ο κόσμος σπέρνει όσα χωράφια απόμκανε άσπαρτα, προτού ν’ αρκέψνε οι παγωνιές και τα χιόνια. Από καμμιά βολά στο έβγα του μήνα κάμνει μεγάλο τφάν, κι άλλες πάλε βολές χιονίζ απ’ τς δέκα κι’ ύσταρα. Γι αυτό λένε τς παροιμίες: « Ο Αϊ Μηνάς το μήνσε, κι ο Φίλιππας το καρτερεί» και «Στσι τριάdα Αϊαdριάς, αdριεύετ ο βοριάς».

Άμα αρκέψνε τα χιόνια, κόβdαι οι δλειές στα χωράφια. Οι γναίκες αρκεύνε να bαλών-νε τα χμωνιάτκα ρούχα, να bασλαdίζνε τα τσράπια και τα παιδιά να παγαίν-νε στο σκολιό με το μαμκάκ  στο κεφάλ  και το ψωμί στο καλαθάκ.

Γούλο το Σαραdάμερο σπέρν-νε δένdρα γιατί τώρα πιάν-νε.

Οι γριές αρκεύνε να στρίφτνε μαλλιά και να κάμν-νε ρόκα. Άμα γιομίσ’ τ αδράχτ το γλυούνε στο γλυτήρ π γείναι ένα ξύλο τσαταλωτό απ’ τη μια μεριά, και στν άλλνα έχ  μια τρύπα, που μέσα περνάνε ένα καρφί. Το γλυτήρ έχ  μάκρος ένα πχόπλο. Σα γλύσ-νε το μαλλί κι ύσταρα μετράνε τς κλωστές και τσε χωρίζνε σε πάσματα, από πενήdα ίσαμε πενήdα πέdε ζευγάρια, κι άμα γέν-νε τα πάσματα οχτώ, τα λένε ένα μσοπήχ,  το βτάνε μές στο νερό να βραχούνε καλά καλά, τ’ αφήν-νε να στεγνώξνε, κι ύσταρα βγάζνε το μσοπήχ απ’ το γλυτήρ και το μαζών-νε κβάρ στα χέρια για στν ανέμ 

1. Τ’  Α ϊ  Α ν ά ρ γ υ ρ. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Αργύρς και η Αργυρώ.

8. Τ ω ν  Τ α ξ ι α ρ χ ώ. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Μχάλς, ο Μχαλιός, ο Μχαλάκς, ο μούχαλος, ο Γαβριηλάκς κι ο Αξιώτ-ς. Το Μιχαήλ τονε γιορτάζνε γιατί παίρνει τσι ψχές.

11. Τ΄  Α ϊ  Μ η ν ά.  Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Μνάς.

Σήμερα ο Άγιος κνηγάϊ τσι κλέβδες, και βρίσκ τα χαμένα. Από σήμερα σφίg το κρύο και μρίζ  χιόν.

13. Τ’  Αϊ  Γ ι ά ν ν    τ’  Χ σ ο σ τ ό μ. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Χσόστομος.

14. Τ’  Α ϊ   Φ ι λ ί π. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Φίλππας, ο Φιλπάκς, η Φιλίππα κι η Φιλππίτσα. Σήμερα σα χιονίσ  ίσαμε το Μάρτ δε λυών-νε τα χιόνια. Απ’ αύριο αρκέβ το Σαραdάμερο.

18. Τ’  Αϊ   Π λ α τ ά ν. Ό,τα καιρό κάμ σήμερα, τέτοιος θα πάϊ ο καιρός γούλο το Σαραdάμερο.

21. Τς  Π α ν α γ ί α ς  τ σ ή  μ σ ο σ π ο ρ ί τ-σ α ς. Τνε λένε έτς γιατί απάν κάτ έχνε τα μσά σπαρτά σπαρμένα ως τα τώρα.

25. Τς  Α γ ι α   Κ α τ ε ρ ί ν ς. Λαφρογιότρ. Γιορτάζ η Κατερίνα, η Κατίνκω, η Κατίνα, η Κατνιώ, η Κατερνιώ και η Ερινιώ.

30. Τ’  Α ϊ   Α d ρ ι ό ς. Μεγάλ  γιορτή. Έχν ονομασία ο Αdρέας, ο Αdριάς, ο Αdρόνκος και η Αdρονίκ. Από σήμερα πλακών-νε τα πολλά τα χιόνια, π γιομίζνε οι πόρτες και ο κόσμος αναgάζdαι να bαινοβγαίν-νε απ’ τα παραθύρια, ίσαμε ν’ ανοίξνε δρόμο με τα φκιάρια. Αρκεύνε να βάζνε κρασί στς καdήλες γιατί το νερό πιά παγών, βγαίν το φτυρί από πάν και σβύν  η καdήλα.

 

 

ΙΒ΄ ΠΑΧΝΙΣΤΗΣ

Αυτόν τον μήνα τονε λένε Παχνιστή, γιατί δεν-νε πιά τα βόδια και τα’ αγελάδια στο παχνί, και δε dα βγάζ-νε όξω να βοσκίσ-νε ίσαμε π νανοίξ ο καιρός. Τονε λένε και Χστό, απ’ τ γιορτή του Χστού.

Αρκέβ πιά ο καθεαυτού χμώνας, με τα τσουχτερά τα κρύα, τα καbάδκα χιόνια, τα κρυώματα, τς κόκκνες μύτες, τα σκασμένα χέρια και τς παγωμέν  δρόμ, που μιάζνε σα να τς έστρωσε κανείς γιαλί.

4. Τς   Α ϊ α   Β α ρ β ά ρ α ς. Μεγάλ  γιορτή. Έχ  ονομασία η Βαρβάρα.

Η Αϊα Βαρβάρα φλάϊ το gόσμο απ’ την ευλογιά. Σήμερα βράζνε κουπανισμένο στάρ με ζάχαρ και σταπίδες , σα τσορβά, το κενών-νε στς κούπες, το πισπιλών-νε με κουπανισμένα καρύδια και το τρώνε. Αυτό το λένε βαρβάρα και γούλ  πώχνε παιδιά θα το κάμνε και θα μράσ-νε στσί δκοί και στς φίλ.

5. Τ’  Ά η   Σ ά β β α. Λαφρογιότρ. Γιορτάζ ο Σάββας.

6. Τ’  Ά ϊ   Ν ι κ ο λ ά ο υ. Μεγάλ  γιορτή. Έχ  ονομασία ο Νκόλας, ο Νκολάκς κι ο Νίκος. Ο Άϊ Νικόλας φλά τς gεμιτζήδες.

Γι αυτές τσί τρείς γιορτές λένε για όποιονα δε τζε δοξάζ, πως σα ξανάρτ η Αϊα Βαρβάρα δε θα τς εύρη ζdανοί. Θέλνε να πούνε dεγί π θ’ αφήκ τν ευλογιά να τσε παιδέψ και λένε:

 

Αϊβαρβάρα βαρβαρών,

Αησάββας σαβανών,

κι Αϊνικόλας παραχών.

 

Οι Καραμανλήδες πάλε λένε: Αϊβαρβάρα βάρ, Αησάββα σάβ κι  Αϊνικόλα dούρ. Δηλαδή τς Αϊβαρβάρας πάνε στ δλεία, τ’ Αησάββα στείλε στη δλειά και τ’ Αϊνικόλα σταμάτα.

9. Τς  Ά ϊ α ς   Ά ν ν α ς. Λαφρογιόρτ. Σήμερα αρκεύνε να μεγαλών-νε οι μέρες.

12. Τ’  Ά ϊ   Σ π υ ρ δ ώ ν. Μεγάλ  γιορτή. Έχ ονομασία ο σπύρος.

Ο Αϊ Σπρύδωνας είναι για τ’ αυτιά, κι όποιος πονεί τ’ αυτί τ βτά  ένα bαbάκ  στ καdήλα τ, το βάζ στ’ αυτί τ και περνάϊ.

15. Τ’  Α ϊ   Λ ε φ τ έ ρ. Λαφρογιόρτ. Γιορτάζ ο Λευτέρς κι ο Λευτεράκς και γούλες οι βαρύμενες γναίκες, για να λευτερωθούνε με το καλό.

Ακόμα γιορτάζνε και οι μαμές.

13. Τ’  Α ϊ σ τ ρ α τ ι ο ύ. Έχν ονομασία ο Στράτος κι ο Στρατής.

16. Τ’  Α ϊ   Μ ο δ έ σ τ. Μεγάλ  γιορτή. Ονομασία έχ  ο Δήμος. Ο Αϊ Μόδεστος είναι για τα χαϊβάνια, και γιατί στο Μηναίο τα εκκλησιάς δε τον έχ, έχνε χωριστή φλάδα για τν ακολουθία τ. Όσ έχνε μεγάλα χαϊβάνια κάμν-νε άρτο, και πέρν-νε κι αdίδερο και το δίν-νε στα χαϊβάνια να το φάνε και να μην αρρωστάνε.

24. Π α ρ α μ ο ν ή  τ ο υ   Χ σ τ ο ύ. Σήμερα γιομίζνε τ γωνιές τσερπιά, για να  μη bορούνε να κατεβούνα οι καλκατζάρ και κλέψνε τα γρούνια, π τα σφάζνε σήμερα, για και λίγες μέρες bροστήτερα για να στραgίς το κρηάς, και για να πλήσ-νε το παραπανήσιο. Οι καλκατζάρ όλω bροστά έρκdαι απ’ κάτ στο Τσνάρ, χορεύνε μια γύρα κι ύσταρα σκορπάνε μέσ στο χωριό. Όπ τσε μρίσ γρουνίσιο κρηάς κατεβαίν-νε απ’ τ  γωνιά για να το κλέψνε. Η γριά του σπιτιού, γούλο τς  έχ  έννοια, κι άμα νοιώς π καταβαίν-νε, δίν  dμάν τα τσερπιά, και τα αναgάζ να φύγνε. Λένε για μια γριά π τα Δωδεκάμερα, έψνε γρουνίσιο κρηάς στη σκάρα κι ο καταραμένος ο καλκάτζαρος κρυμμένος μέσ στ γωνιά φύλαγε να τ’ αρπάξ. Καπώς άφκε μια βολά η γριά τ μασιά απ’ το χέρ τς για να σκουπίσ τα αυτί τς, αυτός εμέν απλών το μαλλιαρό το χέρ τ να καπτίσ τ bριζόλα. Μια τον έχ  η γριά με το δαυλί π βάσταγε. Αυτός τραβήχκε μέσ στ γωνιά και παραφύλαγε τν ώρα π θα βαζε η γρια τσι bριζόλες στο πνάκ, για να τς αρπάξ μαζωμένες. Τότες ρίχνει εκείν  μια φούχτα λνάτσα μές στη γωνιά και φλοgάρσε στα περdέν τονε τσουρούφλισε στα καλά. Πάϊ και πάϊ μέσ από τ γωνιά ο καλκάτζαρος τσρίζοdας:

 

Μ’ έκαψες κερά Dουdού,

και στα  bούτια και παdού.

Οι καλκατζάρ όdε σκορπίσ-νε μέσ στο χωριό bαίν-νε άγριοι στα σπίτια και φοβερίζνε τα παιδιά με τς φωνές και το πατερdή π κάμνουνε και τραβδάνε:

 

  Τσάγγηρ, τσαγγηρτή μασιά,

  πεζεβέγκ Αναστασιά.

  Πού ν  το τόπι το πανί;

- Από κάτ στη gλαβανή.

- Πού είναι και το λιναρένιο,

  κι η μσάδα το λαρδί;

το λαρδί τ’ αλατισμένο;

 

Απόψα άμα πάρ να σκοτιδιάζ, βγαίν-νε τα παιδιά με τα φαναράκια, γρίζνε από πόρτα σε πόρτα τα σπίτια και καλαdάνε:

 

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Χριστός γεννιέται σήμερα. Χριστός πρωτογεννιέται.
Γεννιέται κι αναθρέφεται με μέλι και με γάλα
Το μέλ
 το τρωνε  οι άρχοντες, το γάλα οι παπάδες

και τ’ άλλα τα καλά φαγι ατα τρών οι δεσποτάδες.

 

Και του χρόν.

Σα θέλ  η νκοκερά, λέϊ στα παιδιά και τραβδάνε και το καθενείνα του σπιτιού κι ύσταρα τα δίν  καναδυό δεκάρες για κανα γροσάκ  και παγαίν-νε αλλού. Όλω bροστά λένε για το νοικοκύρ:

Εσένα πρέπ αφέντ μου καράβια ν’ αρματώσης,

και τα σκοινιά του καραβιού να τα μαλαματώσης.

Εσένα πρέπ αφέντη  μου στην τάβλα να καθήζης,

με τόνα χέρι να μετράς, με τα’ άλλο να δανείζεις.

Και πάλε ξαναπρέπη σου καρέκλα ασημένια,

για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.

 

Ύσταρα λένε για τα νκοκερά:

Σαν τι τραβούδι ταιριαστό να πούμε της κεράς μας,

π’ αλλάζεις και στολίζεσαι, στην εκκλησιά παγαίνεις,

κι όθε περάσης και διαβής μοσκοβολούν οι στράτες.

Κερά χρυσή, κερά αργυρή, κερά μαλαματένια,

άπλωσε το χεράκι σου στη χουμαγένια τσέπη,

Βγάνε φλουρί και κέρνα μας πού μαστε βραχνιασμένα.

 

Ύσταρα λένε για το γιό.

Κεράμου τον υιόκα ου το μοσχοκανακάρη,

τον έλουζες , τον χτένιζες και στο σκολιό τον στέλνεις.

Τον έδερνε ο δάσκαλος με μιάχρυσή βεργίτσα

τον έδερνε η δασκάλισσα με δυό κλωνάρια μόσκο.

Κερά μου τον υιόκα σπυ παπά να τονε κάμης,

να bαίν  να βγαίν  να λειτουργά θυμιάμα να μυρίζη.

- Παπά μ γιατί μοσκοβολάς; Παπά μ γιατί μυρίζεις;

- Η μάννα που μ’ εγέννησε και με κοιλοπονούσε,

μόσκον έτρωγε το πρωί,μόσκον το μεσημέρι,

και το ηλιοβασίλεμα άφρατο παξιμάδ.

 

Κι όλω πίς για τη gόρ.

Γερακινίτσα πλουμιστή, με τα εφτά κουδούνια,

τρία λαλούνε το πρωί, τρία το μεσημέρι,

τα τρία τα καλύτερα λαλούν προξενητάδες,

προξενητάδες και γαμπροί πο μέσα από την Πόλη.

     Κι εμείς πολυχρονούμεν την καλά να τα περάση,

     να ζήση σαν αρχόντισσα, ν’ ασπρίση να γεράση.

Και εις έτη πολλά.

 

Οι νκοκερές απόψα κάμν-νε τα σαραγλιά τα με το bεζίρ και τα αψήν-νε στο μαgάλ, για στο φούρνο, ύσταρα τα περιχύν-νε ζάχαρ και τα τρώνε.

 

25. Τ ο υ   Χ σ τ ο ύ. Μεγάλ γιορτή. Σήμερα έχν ονομασία ο Χρίστος, ο Χστάκς, ο Χστόδλος, ο Χσάφς, η Χσή, η Χσάνα, η Ξαφένεια, ο Μανώλς κι  ο Μνωλάκς.

Γούλος ο κόσμος παγαίν-νε στν εκκλησιά, και στο γύρσμα κάddαι στο τραπέζ, τρώνε γρουνίσιες bριζόλες, τα ψαρονέρια, πατσά και σαραγλι, τσούζνε κι από κανείνα κρασάκ  κι  ευκιούdαι: «Κι από χρόν γεροί και καλόκαρδ». Ύσταρα απ’ το μεσμέρ βγαίν-νε στς ονομασίες.

Από σήμερα αρκεύνε τα Δωδεκάμερα. Σα dύχ  να γενθή κανά παιδί αυτές τς μέρες, το δέν-νε με μια σκορδοπλεξούδα, για ψαθόσκνο απ τ μέσ τ και στ μάννας τ το ποδάρ, για να μη dο πάρνε οι καλκατζάρ και το κάμνε καλκατζαράκ. Το αβάφτιστο παιδί, όποτε και να γενθή, το λένε, σαν είναι αγόρ «δράκο», και σαν είναι κορίτσ «πατσούρα». Από σήμερα αρκεύνε να σφάζνε τα καπόνια, ώσαμε τ τσικνοπέφτ που τρώνε τ’ όλο υστερνό.

Η παροιμία λέϊ: «Του Χστού με τς πεντόφλες και τ Πασκαλιά με τα ποδήματα», γιατί θέλνε να πούνε πως άμα κάμ παγωνιά τώρα και βροχές τ Πασκαλιά, εκείν  τ χρονιά θα κάμ μεγάλο bερεκέτ.

26. Τς   Π α ν α γ ί α ς.

27. Τ’  Α ϊ   Σ τ ε φ ά ν. Κι αυτές τσι δυό μέρες τσε λογαριάζνε γιορτές. Σήμερα έχ ονομασία ο Στεφανής, ο Στέφος κι η Στεφανάρα.

31. Π α ρ α μ ο ν ή   τ ς  Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά ς. απόψα πι αρβωνιασμέν  θα στείλνε στν αρβωνιαστκιά τς πεσκέσια, πωρκά, μεταξωτή ομπρέλλα, πεντόφλες λουστρίν  και κανα φουστανλίκ.

Τα παιδιά βγαίν-νε με τη σκοτίδα και καλαdάνρε τον Άϊ Βασίλ.

Αύριο πο πουρνό όποιος θα πάϊ όλω bροστά στς γεννιές τ, τονε βάζνε και κάθεται απάν στη σκούπα, πίσ απ’ τ bόρτα τ’ οdά, τονε δίν-νε και μια φούχτα στάρ για κριθάρ στο χέρ τ και σκορπά κατά γής  στο πάτωμα και κα΄μνει: «Κλώκ κλώκ κλώκ» σα gλώκα για να βγάν-νε πρώϊμα πλιά.

Καbόσ έχνε το συνήθειο, άμα ν έρτ μσαφίρς, τονε παγαίν-νε στο gαλό τον οdά, κι άμα κάτσνε, παίρνει η νκοκερά ένα καλάμ και τονε βαρεί στη πλάτ απ’ τα ψέματα και λέϊ:

 

Σούρβα, σούρβα, σουρβανιά, 

σαν ασήμι τα κανιά,

γερό κορμί, γερό σταυρί,

και του χρόνου νάν καλά.

 

Αυτό κομ πολύ το κάμν-νε στ’ απάν τα χωριά κι όσ χωριανοί π από κείνα βαστά η κούδα τς.

 

ΤΕΛΟΣ

 

ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΛΑΝΤΑΡΙΟΥ

αβατσνιά

=

βάτος

αβράβλο

=

κορόμλο

αβτζής

=

κυνηγός

αδεξίμ

=

βαπτιστικό

αλάκαιρος

=

ολόκληρος

αληχνός

=

αληθινός

αλλονίνα

=

εκτός τούτου

αbάρια

=

αποθήκη σιτηρών

ανοιώ

=

ανοίγω

άντζακ

=

μόλις

αdέτ

=

έθιμο

άξπαdαν

=

αιφνιδίως

απά

=

επάνω

απαναθιού

=

υπεράνω

απόλυα

=

ελευθερία κίνησης

απολνάγω

=

αφήνω

αράδα

=

σειρά

αργιάν

=

αποβουτυρωμένο γάλα

αρίσκο

=

δυστυχισμένο

αρνίθ

=

πετεινός

αρπαχτκό νερό

=

αμίλητο νερό

αρτύνμαι

=

τρώω μη νηστήσιμα φαγητά

ασλή

=

εν γένει

ασμαίν

=

σημαίνει η καμπάνα

άσπρο

=

μικρό νόμισμα 1/3 του παρά

άτσαλος

=

ευμετάβλητος

αχερίστρα

=

σωρός του άχυρου στο αλώνι

αψίδα

=

ξύλινο τμήμα του τροχού

βάζω και στ τσέπ μ

=

παίρνω επιπλέον

βαρώ τουbέλια

=

στήνω ορόσημα χωραφιών

βαρούμεν

=

έγκυος

βασ-λεύω

=

πετυχαίνω σε κάθετι

βασταγαριά

=

λευκός λινός χοντρός σάκος 2 μ.

βγήκε το κουσκούν

=

κόπιασε πολύ

βελέντζα

=

γρίππη

θέλ

=

πρέπει

θελύκωσ

=

κλείδωση

ιbρίκ

=

μπρίκι

ίσιο [το]

=

το λογικό

καβές

=

καφές, καφενείο

καβούλα

=

ευχαρίστηση

κάθμαι

=

ονομάζω [τον έκατσαν]

καΐσια

=

βερύκοκκα με γλυκό κουκούτσι

κακαρέζος

=

περιφρονητικά ο Εβραίος

καλαφηκριούμαι

=

ακούω προσεχτικά

καλκεύω

=

ιππεύω

κάλπικο

=

ψεύτικο

κάμνω τζίζ

=

φλέγομαι από πόθο

καbάδκο

=

απαλό

κάνε

=

καθόλου

κάπ

=

δοχείο

καπλαdίζω

=

σκεπάζω

καπόνι

=

ευνουχισμένος πετεινός

καπτίζω

=

αρπάζω

καπώς

=

ενώ

καράρ

=

σταθερότητα

καρδάρ

=

ξύλινο δοχείο για βούτυρο

καρτάλ

=

αετός

κάρτο

=

νόμισμα

καταπόδ

=

μετά ταύτα

κατά λαχού

=

τυχαία

κατδάκια

=

γατάκια

κατσιρdάγω

=

αφήνω να πέσει απ’ τα χέρια

κατσάκκος

=

λαθρεμπορικά πολούμενος

καύκαλο

=

φλοιός του ψωμιού

καυκί

=

ποτήρι

κατά ρωτούν

=

ζητούν επίμονα

καψίδια

=

οτι καίνε στο φούρνο

κβανιούμαι

=

φλερτάρω

κεραμάρς

=

κεραμοποιός

κερνάγω

=

φιλοξενώ

κεχρωτά

=

όσα έχουν ανώμαλη επιφάνεια

κ-ηϊdίζω

=

κόβω κρέας

κι ένα

=

εκτός τούτου

κλαρί

=

ύπαιθρο

κληματσίδα

=

δέμα από κλαδιά αμπελιού

κλίκια

=

είδος από τσουρέκι

κλειδοκούτ

=

ξύλινο κουτί για φαγητά

κλουβί

=

εργαλείο υφάντρας

κμίζω

=

κάνω καταβολάδες

κνηκάτ

=

ροδοκόκκινη

κοκκάλα

=

κρανίο νεκρού ζώου

κολάζμαι

=

αμαρτάνω

κόρζα

=

κοριός

κοσί

=

δρόμος ταχύτητας

κόσα

=

μεγάλο δρεπάνι για θέρισμα

κορώνω

=

βάζω φωτιά

κοτάγω

=

τολμώ

κοdόλνο

=

με κοντά κλβνιά

κούδα

=

γενιά

κουλκάκια

=

ψωμάκια για μνημόσυνο

κουκνάρα

=

καλαμπόκι

κουρκούτα

=

χυλός με νερό κι αλεύρι

κουρbάν

=

θυσία

κουρσούμ

=

σφαίρα τουφεκιού

κουσκούς

=

ζυμαρικό

κούσοτου

=

καναρόσπορος

κούτρουλο

=

χωρίς λαιμό

κρένω

=

μιλάω

κροκίδ

=

χοντρή κλωστή

κρουσταλλιάζω

=

παγώνω

κτσός

=

κουτσός

κρούνα

=

πασχαλινό τσουρέκι με αυγό

κύλισμα

=

χωράφι έτοιμο για φύτεμα

λαγούτα

=

είδος κιθάρας

λάει

=

λαλεί

λαιμός

=

αμυγδαλές

λαλαgάκια

=

τηγανίτες

λαπάτα

=

ξύλο που χτυπάν τα ρούχα

λαρδέν

=

είδος ξυνού πετμεζιού

το λέϊ η καρδιά τ

=

είναι θαρραλέος

λέλεgας

=

πελαργός

λιχνιστήρ

=

ξύλινο φτυάρι με 3ή 4 δάχτυλα

λογής κοπής

=

διαφόρων ειδών

λοκάν

=

δοκάνα αλωνιού

λούνα

=

κλωνί, φούντα

λόϋρα

=

γύρω

λούγμαι

=

λούζομαι

μαγεύω

=

εξαπατώ

μακροκοσκινίζω

=

αργοπορώ την εκτέλεση

μαμούδ

=

ζωύφιο

μανταριάζω

=

αποκτάω μήκυτες

μαλαματκά

=

χρυσαφικά

μάdρα

=

σταύλος με ζώα

μαdραγόνα

=

θησαυρός

μαdραγόνατζης

=

θησαυροθήρας

μάξως

=

επίτηδες

μαστραπάς

=

μεταλλικό ποτήρι

μαχμουdιέ

=

νόμισμα

μεϊdάν

=

πλατεία

μεdέρ

=

ξύλινος καναπές

μερεμετίζω

=

επιδιορθώνω

μεζάτ

=

πλειοδοτικός διαγωνισμός

μεσάλα

=

τραπεζομάντηλο

μεσάλ

=

πετσέτα

μιρδοχάρτ

=

ψυχοχάρτι

μολεύω

=

ερεθίζω το δέρμα

μουρdαρεύω

=

καθιστώ ακα΄θαρτο

μσάδα

=

κομμάτι λαρδιού

μσιρίτκο

=

αυγό ινδικής κότας

μυστήριο

=

θρησκευτικό έθιμο

νερό χοντρό

=

κενώσεις εντέρου

νηπτάφιο

=

επιτάφιος

νιάμα

=

όργωμα

ν-νέ

=

μητέρα

ν-νός

=

νουνός

ξέβγαλτα

=

αφόρετα

ξεσπέρνω

=

τελειώνω τη σπορά

ξεστχίζω

=

παύω νάμαι μισθωτός

ξέκκο

=

ανισόρροπο

ξοbλιάζω

=

ποικίλλω

ξύγαλο

=

γιαούτρι

ολάκ

=

κατσικάκι

ολορτοχάστς

=

ο αποπατών όρθιος

ονομασία

=

ονομαστική εορτή

ορμάν

=

δάσος

ασούρ

=

δέκατο

παγανός

=

ρηχός

παιχνίδια

=

οργανοπαίχτες, μουσικοί

πάνα

=

χοντρό πανί στην άκρη κονταριού

πάρτσαλα

=

κουρέλια

πεκμέζ

=

βρασμένος μούστος

πενίρια

=

λευκά μαλακά κουφέτα

περατνά

=

ποικιλία λευκών σταφυλιών

πηλογή

=

απόκριση

πεχλεβάνς

=

παλαιστής

πιάν’ η καρδιά τ

=

ενισχύεται

πισ-μανεύω

=

μετανοιώνω

πλεξούδα

=

αρμαθιά σκόρδων

πνακάς

=

πωλητής μαγειρικών σκευών

πολίτκα

=

δώρα απ’ την Πόλη

πολφάδ

=

υπόλειμμα σαπουνιού

πουρνούτσκο

=

πολύ πρωί

πράζdαι

=

αλληλοαστειεύονται

πράματα μεγάλα

=

μεγάλα ζώα

πούσ-λα

=

σημείωση

πρόσφωλς

=

αυγό που αφήνουν στη φωλιά

πχόπλο

=

πήχυς

ρακάκ

=

ούζο

ρέβ

=

αδυνατίζει

ρετσέλ

=

καρπός βρασμένος με πετιμέζι

ρετζί

=

μονοπώλειο καπνού

σακάρος

=

μαύρο ζώο με λευκή βούλα

σαλβάρ

=

φαρδιά βράκα

σαλόζκο

=

ηλίθιο

σαραdάλνος

=

πολύκλωνος

σατς

=

πήλινος ή μεταλικός δίσκος

σαχάν

=

χάλκινο πιάτο με καπάκι

σεκέρια

=

κουφέτα

σεκλέμ

=

το προς άλεση στάρι

σερβέτα

=

μάλλινο ανδρικό σάλι κεφαλής

σερgί

=

έκθεση εμπορευμάτων

σερσεμλεdίζμαι

=

παραλογίζομαι

σέτς

=

σωρός σιτηρών στο λίχνισμα

σίχνα

=

εξαπτέρυγα

σκάς

=

συκοφάγος [πτηνό]

σκαρφίζομαι

=

επινοώ

σκλί

=

ακατέργαστο δέμα λιναριού

σκετζέβω

=

βασανίζω

σ-μαδιακά

=

κοσμήματα

σ-νί

=

μεγάλος χάλκινος δίσκος

σουρί

=

κοπάδι

σουρτζής

=

ενοικιαστής

σουρτουκεύω

=

γυρίζω έξω

σταροκούκκια

=

κόλυβα χωρίς αλεύρι

στασιές

=

πολλά σκαλιά μαζί

στχίζω

=

προσλαμβάνω

στρούbα

=

δέμα ινών λιναριού

σύρτς

=

εργαλείο αλωνιστικό

σύφταστα

=

αμέσως

συχναυλίζομαι

=

μπαινοβγαίνω συχνά

σώdμα

=

λινή κλωστή χοντρή

ταβάς

=

μεγάλο χάλκινο ταψί

τεζέκες

=

χοντροί βόλοι χώματος

τλούμ

=

ασκί

τουρμουκάκι

=

εργαλείο που δένουν τα στάχυα

τουρμούκ

=

εργαλείο για μάζεμα σταχυών

τρά

=

λεπτό σύρμα[για νύφες]

τρέμσα

=

πούλια για μαντήλες

τρώγμαι

=

γκρινιάζω

τσαήρ

=

βοσκότοπος

τσάκνο

=

ξυλαράκι

τσαbρούδια

=

μικρά σταφυλάκια

τσαούσια

=

πρώιμα λευκά σταφύλια

τσαdήλα

=

σάκος για στράγγισμα

τσεγνές

=

σαγώνι

τσεκίτς

=

σφυρί

τσεbέρ

=

μαντίλι για το κεφάλι

τσέργα

=

σκηνή τσιγγάνων

τσερπί

=

θάμνος

τσερτσεβές

=

πλαίσιο πόρτας

τσεσ-μές

=

βρύση

τσικρικόνς

=

τσιγγούνης

τσίτσιδα

=

γυμνά

τσιτσιδάκια

=

οι δρομείς

τσορβάς

=

ζωμός σούπας

τσροβολάγω

=

φωνάζω δυνατά

τσράκ

=

υπηρέτης

τφάν

=

θύελλα

φάδ

=

υφάδι

φακίζω

=

κόβω κλαδιά αμπελιού

φλοgαρίζω

=

αναδίνω μεγάλες φλόγες

φ’dώνω

=

αναπτύσσω κλάδους

φουσκή

=

κοπριά αλόγου

φωτίκ

=

δώρο νουνού τα Φώτα

χαβάν

=

εργαλείο κοπής καπνού

χαϊβάν

=

ζώο

χαϊμόσκο

=

αστείο

χάκ

=

δίκιο, μισθός

χαμούτσα

=

δέσμη σταχυών

χάρbα

=

σπαθί

χαϋνιά

=

τεμπελιά

χ-ηζνά

=

ορμητικά

χέρ

=

αρμαθιά κρεμμυδιών

χορδάδες

=

υπολείμματα

χόσκος

=

ευχάριστος

χράμ

=

χαλάκι

χραbούλια

=

τσουγκράνα

χρεία

=

αποχωρητήριο

χρηματάγω

=

είμαι επιτυχημένος

χτεν

=

εργαλείο υφαντικής

χωρατεύω

=

αστειεύομαι

ψαχναδιάζ

=

ξερένεται η επιφάνεια

ψμόλινο

=

λινάρι σπαρμένο την άνοιξη

ψμόσταρο

=

στάρι σπαρμένο την άνοιξη

ψ΄ρίζω

=

βατεύω

ψωμώνω

=

ωριμάζω

bακ-ηρκά

=

χάλκινα σκεύη

bακ-ράκ

=

χάλκινο δοχείο με χερούλι

bαλκαbάκ

=

κίτρινο γλυκό κολοκύθι

bαξίς

=

φιλοδώρημα

Bασ-λαdίζω

=

επιδιορθώνω

bαχτσεβάνς

=

κηπουρός

bερdέν

=

αμέσως, γρήγορα

bεχτσής

=

φύλακας

bκάλ

=

φυάλη

bνάρ

=

πηγή

bοζαρίζω

=

οργώνω

bουκαγιά

=

σιδερένια κλειδαριά ποδιού

bου bούνα

=

βροντή

gαβάτα

=

μεγάλο βαθύ πιάτο

gόλα

=

λακούβα με νερό

gουρέδκο

=

εύρωστο φυτό

gλαβάτα

=

ασπροκόκκινα κεράσια

gρεμάγω

=

γκρεμίζω

gώμ

=

παρατσούκλι

dαγούλ

=

τύμπανο

dβαργιαστίκα

=

μαξιλάρα τοίχου

dβέρ

=

τοίχος

dεγί

=

τάχα

dεμετζής

=

ο δένων  δεμάτια σιτηρών

dίdιλ

=

πήδα, χόρευε [επιφώνημα]

dίbιdουζ

=

εντελώς

dούbα

=

λόφος

dουbέλια

=

ορόσημα χωραφιών

dραγομάνος

 

=

αρχηγός ομάδας εργατών

  

ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ   ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ

 

ΠΗΓΕΣ:

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι (Πετροχώρι) της Επαρχίας Μετρών» ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 8 [1937]  σελ. 330-350

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι (Πετροχώρι) της Επαρχίας Μετρών» ΚΑΛΑΝΤΑΡΙ, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 9 [1938] σελ. 310-362

  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

 

Copyright ©  -   Χουρμουζιάδου Δέσποινα   2010