Αρχική

  Εισαγωγή

  Ανατολική Θράκη

   Η ζωή στην Ανατολική Θράκη

  Το Τσακήλι     [Πετροχώρι]   της επαρχίας Μετρών [Τσατάλτζας]

   Στη νέα Πατρίδα

   Κήδεια Προύσας

   Επίλογος

   Βιβλιογραφία

   Video

 

Website counter

Αρχική

·       ΤΟ ΤΣΑΚΗΛΙ (ΠΕΤΡΟΧΩΡΙ) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΜΕΤΡΩΝ (ΤΣΑΤΑΛΤΖΑΣ)

          Το Τσακήλι Ανατολικής Θράκης είναι ένα από τα δώδεκα χωριά που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Μετρών και Αθύρων.

          Το ελληνικό του όνομα ήταν, κατά μετάφραση ίσως του τουρκικού,  Πετροχώρι , αλλά κανείς δεν το μεταχειρίζονταν. Σήμερα στα τουρκικά ονομάζεται Çakil, που σημαίνει χαλίκι.

          Την ονομασία του την οφείλει στο γεγονός ότι ήταν χτισμένο σε βραχώδη τοποθεσία. Στο χωριό δε συνήθιζαν να χρησιμοποιούν την ελληνική ονομασία του. Προτιμούσαν την ονομασία Τσακήλι. Την ονομασία «Πετροχώρι» χρησιμοποιούσαν μόνο σε επίσημα έγγραφα της κοινότητας. Η σφραγίδα της κοινότητας έφερε την επωνυμία «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΠΕΤΡΟΧΩΡΙΟΥ 1874» και στα ενδεικτικά του σχολείου και τα βαπτιστικά αναφέρονταν πάντοτε το Πετροχώριον.

          Στην όμορφη κοινότητα κατοικούσαν μόνο ελληνικές οικογένειες, ο αριθμός των οποίων αύξανε συνεχώς. Από καταγραφή στην επαρχία το 1780, γνωρίζουμε ότι υπήρχαν 64 οικίες. Το 1863 βλέπουμε ότι ο αριθμός παραμένει αμετάβλητος, ενώ το 1873 ο αριθμός των οικογενειών αυξήθηκε σε 100. Το 1886 ο αριθμός των οικογενειών ανερχόταν σε 135 και το 1892 ζούσαν στην κοινότητα 160 ελληνικές οικογένειες. Τέλος κατά τα έτη 1910-1912 αναφέρονται 897  Έλληνες κάτοικοι. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών του Ιούλιο του 1924 το Τσακήλι είχε περί τις 200 οικογένειες. Απ’ αυτές οι 20 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Κοίμησις του Σιδηροκάστρου και οι υπόλοιπες στο Παλαίφυτο Γιαννιτσών.

          Το χωριό εκτός από το επίσημο νόμισμα του κράτους χρησιμοποιούσε και το τοπικό νόμισμα "μαγκήρες", παλιά χάλκινα νομίσματα τούρκικα των 5, 10, 20 και 40 παράδων, τα οποία είχαν κηρυχθεί άκυρα από το κράτος. Αυτά προσκομίζονταν την παραμονή του Πάσχα στο πεταλωτήριο από τις επιτροπές της εκκλησίας, επισημαίνονταν με ιδιαίτερη σφραγίδα ΙΑ [Άγιος Ιωάννης] και τη επομένη τίθεντο σε κυκλοφορία. 

Το νόμισμα προέρχεται από το βιβλίο: Hans Wilski A New Table of Countermarks Donata Kinzelbach, Mainz, (2002).  Mου το έστειλε ο κ. Ιωάννης Χουρμουζιάδης.

    Το σύστημα αυτό χρησιμοποιούσαν και άλλα χωριά. Μετά την κήρυξη όμως του Συντάγματος υποχρεώθηκαν από την Τουρκική κυβέρνηση να το καταργήσουν. Αργότερα εφαρμόσθηκε υπό τύπον χάρτινων "μπιλέτων" που ίσχυαν μόνο εντός της εκκλησίας για ορισμένο αριθμό κεριών.

          Στο χωριό χρησιμοποιούσαν δική τους διάλεκτο, η οποία δεν διέφερε από την βόρεια ελληνική. Σύμφωνα με τον Καλλισθένη Χουρμουζιάδη: " Η διάλεκτος των κατοίκων του Τσακηλίου δεν διαφέρει πολύ της των Βορείων Ελλήνων. Δεν έχει όμως το δασύ   σ[ch] και ζ[j] και διότι έχει υποστή την επίδρασιν της καθαρευούσης και ένεκεν της καταγωγής των κατοίκων. Συγκόπτει τα περισσότερα άτονα ι και ου και τοιουτοτρόπως αποκτά αξιόλογον συντομίαν και σχετικήν όμως δυσκαμψίαν. Είναι η γλώσσα του κακομοιριασμένου Θρακικού λαού, του αγωνιζομένου κατά των τυράννων προς διατήρησιν της φυλετικής του οντότητος και εναντίον των στοιχείων της φύσεως προς πορισμόν των προς το ζην.

         Το αυτί των χωρικών ήτο πολύ ευαίσθητον εις το διακρίνειν την διαφοράν του τόνου και της προφοράς των ξένων και χωρίς να τον ιδούν ηδύναντο να καθορίσουν αν ο λαλών ωμίλει "πολίτικα", "αλμπασανιώτικα", "νιχωρίτικα" κ.λ.π. Τα δυο τελευταία χωριά αν και ημίωρον απέχοντα έκαστον του Τσακηλίου διέφερον μεταξύ των κατά την διάλεκτον και ούτε συνεφώνουν με την διάλεκτον του Τσακηλίου. Διηγούνται μάλιστα πολλά ανέκδοτα προς απόδειξιν της κτυπιτής διαφοράς των τριών διαλέκτων, εκ των οποίων θ' αναφέρω εδώ το εξής:

        Κατά την πανήγυριν την τελουμένην την δευτέραν ημέραν του Πάσχα εις το Αγίασμα της Παναγίας του Τσακηλίου, είχαν συναθροισθή μια χρονιά πολλοί και από τα τρία χωριά δια να διασκεδάσουν. Δυστυχώς οι μουσικοί, "τα παιχνίδια" όπως ελέγοντο εις την διάλεκτον του τόπου, αν και ειδοποιήθησαν εγκαίρως να έλθουν από τας Μέτρας, όπου ευρίσκοντο εις κάποιον τούρκικον γάμον, δεν εφαίνοντο. Η μεσημβρία παρήλθε και ο κόσμος ήρχισε ν' απελπίζεται. Αίφνης ένας Τσακηλιώτης παρετήρησεν τους πολυποθήτους μουσικούς κατερχομένους από το βουνόν του Αϊλιά με τα όργανά των ανά χείρας και ειδοποίησε τους άλλους. Όλοι οι πανηγυριώτες εξ αυτομάτου εστράφησαν προς τον δρόμον των Μετρών και βεβαιωθέντες περί της αληθείας της ειδήσεως, ενθουσιασθέντες και χειρονομούντες περιχαρείς ήρχισαν να κράζωσιν: Οι μεν Τσακηλιώτες "Άξε, φτε. Να έρκdαι οι Καdφένιες". Οι δε Αλμπασανιώτες " Άκοσε, άκοσε. Έρκοdαι οι Καdεφένιες". Και οι Νιχωρίτες " Άκουσι, άκουσι. Έρουντι οι Καντιφένιες".

         Το χωριό διέσχιζε κεντρικός δρόμος που το χώριζε σε δύο μαχαλάδες: τον Πάνω μαχαλά και τον Κάτω μαχαλά με δύο εισόδους όμως. Ίσως τα πρώτα χρόνια να ήταν χωρισμένο και σε δύο διαφορετικούς συνοικισμούς, διότι τα σπίτια του  Πάνω μαχαλά λέγονταν  "σκλάβικα σπίτια".

          Στην πρώτη είσοδο του χωριού υπήρχε βρύση με τρεις κρουνούς. Ο πρώτος ονομάζονταν "Καμαράκι" και είχε μια γούρνα για το πότισμα των ζώων και μια για το πλύσιμο των ρούχων. Ο δεύτερος κρουνός ονομαζόταν "Μεσιά" και είχε μια μεγάλη και μια μικρή γούρνα για το πλύσιμο μόνο. Ο τρίτος ονομάζονταν "Μεγάλη Γούρνα" και είχε τρεις γούρνες για πότισμα και μια για πλύσιμο. Ανάμεσα στο "Καμαράκι" και τη "Μεσιά" υπήρχε μια μεγάλη δεξαμενή θολωτή με ανοιχτή θύρα, μεταξύ δε της δεξαμενής και της "Μεσιάς" υπήρχε εξέδρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα λαγήνια. Το νερό πήγαζε επιτόπου από τη ρίζα του βράχου του Αϊθανάση. Ήταν δροσερό το καλοκαίρι και το χειμώνα ζεστό, σε βαθμό να αχνίζει.

           Κοντά στη βρύση υπήρχε και τεράστιος πλάτανος, το Τσινάρ όπως λεγόταν, που ήταν το χαρακτηριστικό του χωριού. Αυτός ο πλάτανος υπάρχει μέχρι σήμερα και είναι ηλικίας 700 χρόνων. Πρόκειται για το πλέον αιωνόβιο δέντρο της περιοχής. Μάλιστα υπάρχει παράδοση ότι στις ρίζες του πλατάνου κρύβεται θησαυρός.

         Στη μέση του χωριού  υπήρχε μεγάλη πλατεία όπου ήταν το καφενείο, το οποίο οι Τσακλιώτες ονόμαζαν «Καζίνο» που ήταν κοινοτικό και το δούλευαν με ενοίκιο  και ο «Στούμπος», ένα μεγάλο πέτρινο γουδί διαστάσεων ενός κυβικού μέτρου, όπου κοπάνιζαν το σιτάρι, όταν ήθελαν να το κάνουν πλιγούρι, με ιδιαίτερο κόπανο. Περί τα 200 μέτρα νότια της πλατείας υπήρχε δεύτερη βρύση με έναν κρουνό, δυο γούρνες για πότισμα και μια για πλύσιμο.

 

ΠΗΓΕΣ:

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι των Μετρών, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 11  [1939]  σελ. 347-413

  • ΚΑΛΛΙΣΘΕΝΗΣ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ, Το Τσακήλι των Μετρών, ΘΡΑΚΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 8  [1937]  σελ. 330-350

  • Αφηγήσεις Προσφύγων

 

Copyright ©  -   Χουρμουζιάδου Δέσποινα   2010