ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Β 42


 

Το εγκώμιο των νεκρών

[2.42.1] «Δι’ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε  μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν  ἅμα ἐφ’ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς.

[2.42.1] Γι αυτό ακριβώς και ανέπτυξα σε μάκρος τα σχετικά με την πόλη, γιατί θέλησα να κάνω κατανοητό ότι δεν αγωνιζόμαστε για πράγματα ίσης σημασίας εμείς και κείνοι που τίποτα δεν έχουν όμοιο με τις αξίες που ξεχωρίζουν την Αθήνα απ' όλες τις άλλες πόλεις, και γιατί συγχρόνως ήθελα να παρουσιάσω με πραγματικά στοιχεία το εγκώμιο αυτών για τους οποίους τώρα μιλώ.

[2.42.2] καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν , καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή.

[2.42.2] και το μεγαλύτερο μέρος αυτού (του εγκωμίου) έχει ειπωθεί. γιατί, αυτά με τα οποία εξύμνησα την πόλη, τη στόλισαν τα ανδραγαθήματα αυτών εδώ και των ομοίων τους. και για πολύ λίγους από τους Έλληνες, όπως ακριβώς εδώ τώρα γι αυτούς, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ο έπαινος ισοβαρής με τα έργα τους. Πιστεύω ακράδαντα ότι ένας θάνατος, όπως αυτών τώρα, φανερώνει την αξία ενός ανθρώπου, είτε είναι το πρώτο φανέρωμα ή η τελική επισφράγισή της.

[2.42.3] καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησανἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν.

[2.42.3] Και στην περίπτωση όσων από κάθε άλλη άποψη είναι κακοί, είναι δίκαιο να κρίνεται σπουδαιότερη από ό,τιδήποτε άλλο η ανδρεία που θα επιδείξουν, πολεμώντας για την πατρίδα. γιατί ξεπλένοντας το ηθικό παράπτωμα με την ανδραγαθία, ωφέλησαν την κοινή υπόθεση περισσότερο απ' όσο την έβλαψαν με τα προσωπικά τους παραπτώματα.

[2.42.4] τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ’ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.

[2.42.4] Απ' αυτούς εδώ κανένας, ούτε πλούσιος προτίμησε την απόλαυση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και έδειξε δειλία, ούτε φτωχός με την ελπίδα που τρέφει για τη φτώχεια του, ότι δηλ. μπορεί και αυτή τη φορά να γλιτώσει απ' αυτήν και να πλουτίσει, προσπάθησε να δώσει αναβολή στον κίνδυνο. Θεώρησαν επίσης ότι το να εκδικηθούν τους εχθρούς, είναι πιο ποθητό απ' αυτά και συγχρόνως πίστεψαν ότι αυτός είναι ο πιο λαμπρός κίνδυνος, και αποφάσισαν αντιμετωπίζοντάς τον αυτούς να εκδικηθούν και να κρατήσουν για κείνα τον πόθο στην καρδιά τους, αφού εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα την αβέβαιη προοπτική της μάχης, και μέσα στη μάχη σχετικά μ' αυτά που είχαν μπροστά στα μάτια τους, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να στηριχτούν στον εαυτό τους και την ώρα της μάχης προτίμησαν να αμυνθούν και να πάθουν κάτι, παρά να σωθούν υποχωρώντας. και έτσι απέφυγαν τη ντροπή να τους λένε δειλούς και ανέλαβαν τον αγώνα δίνοντας τη ζωή τους. και στην ελάχιστη κρίσιμη στιγμή καθώς κρινόταν από την τύχη η ζωή τους, απαλλάχτηκαν από την κατηγορία ότι νιώθουν φόβο περισσότερο, παρά από τον φόβο (ή τους βρήκε ο θάνατος την ώρα που φούντωνε μέσα τους ο ενθουσιασμός (για την αναμενόμενη νίκη) πιο πολύ, παρά ο φόβος (για μια ενδεχόμενη ήττα).

Μετάφραση Στάθης Παπακωνσταντίνου


 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες. Είναι προτιμότερο να γυρίσεις πλάγια τη συσκευή σου.

  Μετάφραση Ά. Βλάχου Μετάφραση Ε. Βενιζέλου Μετάφραση Ε. Λαμπρίδη
[2.42.1] «Δι᾽ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾽ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. [2.42.1] »Μίλησα πολὺ γιὰ τὴν πολιτεία μας, γιατὶ θέλησα ν' ἀποδείξω πὼς ὁ δικός μας ἀγῶνας δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὰγῶνα τῶν ἐχθρῶν μας ποὺ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ παρόμοιο μὲ αὐτὰ ποὺ ἀνάφερα, γιατὶ θέλησα νὰ στηρίξω σὲ φανερὲς μαρτυρίες τὸν ἔπαινο τῶν γενναίων αὐτῶν. [2.42.1] »Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω, ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλήτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον.  [2.42.1] »Γι' αυτό λοιπόν μίλησα περισσότερο για την πολιτεία, θέλοντας να μάθετε πως δεν αγωνιζόμαστε για τα ίδια πράματα εμείς κ' οι αντίπαλοί μας, που δεν έχουν τίποτ' απ' αυτά· και συνάμα φανερώνοντάς σας με χειροπιαστές αποδείξεις πόσο δικαιολογημένος είναι ο έπαινος αυτών, που στον τάφο τους μιλώ.
[2.42.2] καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. [2.42.2] Καὶ εἶπα τὰ περισσότερα ποὺ εἴχα νὰ πῶ, γιατὶ αὐτῶν ποὺ κοίτονται ὲδῶ καὶ τῶν ὁμοίων τους ἡ ἀνδρεία ἐστόλισε τὴν πολιτεία μὲ ὅσα ἐγώ, ὑμνώντας την, εἶπα πὼς ἔχει. Λίγοι εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι, σὰν καὶ τοὺς γενναίους αὐτούς, κατώτεροι ἀπὸ τὸν ἔπαινο ποὺ τοὺς γίνεται. Νομίζω πὼς ὁ θάνατός τους καὶ φανέρωσε καὶ ἀπαθανάτισε τὴν ἀνδρεία τους. [2.42.2] Καί τωόντι το μεγαλήτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωισμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. [2.42.2] Και ειπώθηκε κι όλας το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου μου γι' αυτούς· γιατί όσα ύμνησα για την πολιτεία, της τα 'δωσαν κόσμημα οι αρετές τούτων των νεκρών, και άλλων σαν αυτούς, και δεν είναι πολλοί οι Έλληνες, που όπως γι' αυτούς, ο λόγος μπορεί να φανερωθεί αντίστοιχος με τα έργα τους. Γιατί μου φαίνεται πως φανερώνει την παλληκαριά του αντρός, σαν πρώτο μήνυμα και τελευταία σφραγίδα, ένας θάνατος σαν τούτων–εδώ.
[2.42.3] καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. [2.42.3] Ἄν σέ ἄλλα φανερωθῆ κανεὶς κάπως κατώτερος, ὅμως πεθαίνοντας γιὰ τὴν πατρίδα ἀποκτᾶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνεται μόνο γιὰ τὴν παλληκαριά του. Ὅλοι μαζί, στὴν κοινή τους προσπάθεια, ὠφέλησαν περισσότερο άπ' ὅ,τι ἴσως ἔβλαψε ὁ καθένας χωριστὰ στὴν ὰτομική του ζωή. [2.42.3] Διότι δι' εκείνους, οι οποίοι από αλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλητέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. [2.42.3] Γιατί σωστό είναι ακόμα και γι' άντρες κατώτερους, να προβάλλονται περισσότερο οι γενναίες πράξεις στον πόλεμο για την πατρίδα· γιατί σβήνοντας ό,τι κακό έκαμαν με την παλληκαριά τους, ωφέλησαν περισσότερο το σύνολο απ' όσο τυχόν έβλαψαν με τις ιδιωτικές τους πράξεις.
[2.42.4] τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ᾽ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ᾽ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι᾽ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν. [2.42.4] Ἀπὸ τοὺς γενναίους αὐτοὺς κανείς, ἄν ἦταν πλούσιος, δὲν ἐδείλιασε γιὰ νὰ σωθῆ καὶ νὰ ἐξακολουθήση νὰ χαίρεται τὸν πλοῦτο του, κανείς, ἄν ἦταν φτωχός, δὲν προσπάθησε ν' ἀποφύγη τὴν συμφορὰ γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Λογαριάζοντας πὼς ἀνώτερο ἀπ' ὅλα εἶναι νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρὸ καὶ πὼς ἀπ' ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτός τὸν ὁποῖο ἀντίκρυζαν ἦταν ὁ ἐνδοξότερος, τὸν ἀντιμετώπισαν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς πολεμίους. Μὴ ξέροντας ἄν θά ἐπιτύχουν, βασίστηκαν στὴν ἐλπίδα, στὴν μάχη, ὅμως, ἀπάνω δεν στηρίχθηκαν παρὰ στον ἐαυτό τους γιὰ νὰ πολεμήσουν. Προτίμησαν ν' ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ δειλιάσουν καὶ νὰ ζήσουν κι ἀπόφυγαν ἔτσι τὴν ντροπὴ τῆς καταλαλιάς, θυσιάζοντας τὴν ζωή τους γιὰ τὸ ἔργο ποὺ εἴχαν ἀναλάβει. Ἡ στιγμὴ ποὺ τοὺς βρῆκε τὸ χτύπημα τῆς μοίρας δὲν ἦταν γι' αὐτοὺς στιγμὴ φόβου, ἀλλὰ δόξας. [2.42.4] Κανείς εν τούτοις από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν' αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα, ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάριν ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ' ό,τι άφορα εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν' αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης. [2.42.4] Από τούτους όμως κανένας, ούτε δείλιασε από την επιθυμία να εξακολουθεί να χαίρεται τα πλούτη του, ούτε με την ελπίδα του φτωχού πως κάποτε θα ξεφύγει την αθλιότητά του πλουτίζοντας, ανέβαλε την ώρα του κιντύνου· αλλά λαχταρώντας περισσότερο απ' ολ' αυτά να εκδικηθούν τον εχτρό, και πιστεύοντας πως απ' όλους τους κιντύνους τούτος είναι ο πιο ωραίος τα παράτησαν όλα κι όρμησαν ν' αντικρύσουν τον εχτρό, ελπίζοντας μόνο από το αβέβαιο μέλλον τη νίκη και την επιτυχία τους, αλλ' αξιώνοντας να στηριχτούνε μόνο στον εαυτό τους απάνω στην πράξη που έβλεπαν κι όλας μπροστά τους· κι απάνω στη μάχη, πιστεύοντας πως χρέος έχουν κάλλιο να χαθούν παρά να σωθούν υποχωρώντας, ξέφυγαν τη ντροπή της κατηγόριας, κι ανεβάσταξαν την πράξη τους με τη ζωή τους, και σε μια σύντομη συντυχιά στην υψηλότερη κορφή, όπου προσδοκούσαν τη δόξα μάλλον παρά τον φόβο, έδωσαν τη ζωή τους.

αρχή

 



 

§42

Διδασκαλίαν ποιούμενος· γιατί θέλησα να κάνω κατανοητό ότι...

Ὁ ἀγὼν οὔκ ἐστι περὶ ἴσου· δεν αγωνίζονται για πράγματα ίσης σημασίας.

Τῶνδε· των αξιών που ξεχωρίζουν την Αθήνα απ' όλες τις άλλες πόλεις (όπως περιγράφηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια).

Ευλογία (εὖ + λέγω)· έπαινος, εγκώμιο.

Ἐφ' οἶς· τούτων, ἐφ' οἶς (πρβλ. κεφ. 34: ἐπ' αὐτοῖς).

Αὐτῆς· δηλ. της ευλογίας.

Ἀρεταί· ανδραγαθήματα.

Οὐ πολλοῖς· οὐ πολλοῖς ὥσπερ τοῖσδε.

Καταστροφή (υποκείμ. του δηλοῦν) ο θάνατος.

Πρώτη μηνύουσα· πρώτο φανέρωμα.

Τελευταία βεβαιοῦσα· τελική επισφράγιση.

Τοῖς τἆλλα χείροσι· στην περίπτωση όσων από κάθε άλλη άποψη είναι κακοί.

Προτίθημί τι (την ἀνδραγαθίαν) τινὸς (τῆς ἐς τὰ ἄλλα κακίας)· κρίνω σπουδαιότερο κάτι από κάτι άλλο.

Ἀγαθόν· ανδραγαθία.

Κακόν· ηθικό παράπτωμα.

Ἀφανίζω· ξεπλένω.

Κοινῶς ὠφέλησαν· ωφέλησαν την κοινή υπόθεση.

Ἐκ τῶν ἰδίων· με τα προσωπικά τους παραπτώματα.

Ἐμαλακίσθη· έδειξε δειλία.

Τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν· την απόλαυση για περισσότερο χρόνο.

Πενίας ἐλπίδι· τῇ ἐλπίδι, ἥν ἡ πενία διασῴζει, ὡς...

1 Εισαγωγή στην κοινωνία της κλασικής Αθήνας [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]
1 Η πόλις στην κλασική Αθήνα [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

Ἔτι· κι αυτή τη φορά.

Αὐτήν· την πενίαν.

Τὸ δεινόν· ο κίνδυνος.

Αὐτῶν· αναφέρεται στις δύο αντίθετες προσδοκίες: την εξακολούθηση της απόλαυσης του πλούτου από τη μια και την ελπίδα ν' απαλλαγούν απ' τη φτώχεια από την άλλη.

Λαμβάνω (αντικ. τιμωρίαν, κατγ.ποθεινοτέραν)· θεωρώ.

Μετ' αὐτοῦ· του κινδύνου.

Τοὺς μὲν (ἐναντίους)... τῶν δὲ (τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν... πλουτήσειεν).

Ἐφίεμαί τινος· επιθυμώ.

Ἐπιτρέπω τὸ ἀφανές τοῦ κατορθώσειν ἐλπίδι· εμπιστεύομαι την αβέβαιη έκβαση του αγώνα, την αβέβαιη προοπτική της νίκης, στην ελπίδα.

Ἔργῳ· μες στη μάχη.

Τὸ ἤδη ὁρώμενον· αυτό που είχαν μπροστά στα μάτια τους.

Ἀξιοῦντες πεποιθέναι σφίσιν αὐτοῖς· θεωρούσαν υποχρέωσή τους να στηριχτούν στον εαυτό τους (στην προσωπική τους ανδρεία).

Ἐν αὐτῷ· ἐν τῷ ἔργῳ, μες στη μάχη.

Κάλλιον ἡγοῦμαί τι ἤ ...προτιμώ κάτι από κάτι άλλο.

Λυσίας, Επιτάφιος τοῖς Κορινθίοις βοηθοῖς, [2.79]: Η θνητή φύση των νεκρών και η αθάνατη δόξα τους (δες παράλληλο κείμενο)

Ἐνδίδωμι· υποχωρώ, τρέπομαι σε φυγή.

Φεύγω· αποφεύγω.

Τὸ αἰσχρόν τοῦ λόγου· την ντροπή να τους λένε δειλούς.

Ὑπομένω τῷ σώματι τὸ ἔργον· αναλαμβάνω τον αγώνα δίνοντας τη ζωή μου.

Καιρός· κρίσιμη ώρα.

Ἀκμή τύχης· (πρβλ. ἐπί ξυροῦ ἀκμῆς) καθώς κρινόταν από την τύχη η ζωή τους.

Ἀπηλλάγησαν μᾶλλον τῆς δόξης (ενν. τοῦ δέους) από την κατηγορία ότι νιώθουν φόβο· ἤ τοῦ δέους παρά από τον φόβο.

 

αρχή

 



 

§42

1. Δι' ὅ· με τον εμπρόθετο αυτό προσδιορισμό της αιτίας έχουμε, ύστερ' από την πρώτη αιτιολόγηση της επιμήκυνσης του επαίνου της πολιτείας, στο κεφ. 36 (νομίζων... ἐπακοῦσαι αὐτῶν), και δεύτερη αιτιολόγησή της· γιατί με τον διεξοδικό έπαινο της πολιτείας ταυτόχρονα υπηρετείται το εγκώμιο των νεκρών και η δικαίωση των θυσιών, στις οποίες πρέπει να υποβληθούν και οι επιζώντες για χάρη της.

2. τῶνδε· είναι το σύνολο των αξιών και των υλικών, κοινωνικών και πνευματικών αγαθών της αθηναϊκής πολιτείας.

3. Εύλογία· ο Περικλής (όπως φαίνεται και από το παρακάτω: ὕμνησα) έχει συναίσθηση ότι φιλοτεχνεί ύμνο στην πόλη. Η Αθήνα υμνήθηκε, εκτός από τους ρήτορες όλων των Ἐπιταφίων (και τον Ισοκράτη στον Πανηγυρικό του), ιδιαίτερα από τους ποιητές, όπως τον Σιμωνίδη τον Κείο, τον Πίνδαρο, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη.

4. Αἱ τῶνδε... ἀρεταί· αμφίδρομη γίνεται η επίδραση ανάμεσα στο μεγαλείο της πόλης και τον ηρωισμό των νεκρών: όπως παραπάνω ο ηρωισμός των νεκρών στηρίχτηκε στο μεγαλείο της πόλης, έτσι εδώ το μεγαλείο αυτό πηγάζει από τα ηρωικά κατορθώματά τους. Αυτή η αμφίδρομη επίδραση δηλώνεται σε πολύ κατάλληλο σημείο· γιατί από εδώ αρχίζει το εγκώμιο των νεκρών, που μονάχα με τη φράση: ἅ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα... ἐκόσμησαν αποχτά όλο του το περιεχόμενο.

5. Αξιοπρόσεχτη είναι η κλιμάκωση (= βαθμιαίο ανέβασμα) της εκδήλωσης της ανδρείας τους: α) οὐκ ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο, β) ἐβουλήθησαν, γ) ὑπέμειναν τὸ ἔργον τῷ σώματι, δ) ἀπηλλάγησαν τῆς δόξης (τοῦ δέους). Βλ. και, παρακάτω, σελ. 79, Παράλληλο χωρίο 6.

αρχή

 



  • Συμφωνείτε με τον ισχυρισμό: «ο θάνατος για την πατρίδα παραγράφει τις προηγούμενες παρεκτροπές της ιδιωτικής ζωής»; Μπορείτε να προσκομίσετε παραδείγματα και να διατυπώσετε επιχειρήματα είτε υπέρ είτε κατά του ισχυρισμού αυτού;

  • Ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, οι αιώνια αντίπαλες κοινωνικές τάξεις (πλούσιοι... πένητες) τερματίζουν στην ίδια υψηλή κορυφή ηθικής καταξίωσης: την αυτοθυσία για τη σωτηρία της πατρίδας. Ανταποκρίνεται στα πράγματα ή είναι απλώς μια ιδεολογική σύλληψη αυτή η ταύτιση, σύμφωνα με τις εμπειρίες σας από την καθημερινή ζωή και τα δεδομένα της ιστορίας;

  • Ποια διαδοχικά στάδια ηθικής ανάτασης διακρίνετε στην ανοδική πορεία των πεσόντων, από την αρνητική διατύπωση (οὔτε... οὔτε ἐποιήσατο) ως το ηρωικό τέλος τους;

  • Αναπτύξτε διεξοδικότερα τη φράση: «δεν φοβήθηκαν τον θάνατο, φοβήθηκαν περισσότερο μήπως δώσουν την εντύπωση ότι τον φοβούνται». Πρόκειται για σοφιστική παραδοξολογία ή μπορεί να είναι ρεαλιστική ερμηνεία της ηρωικής απόφασης που οδηγεί στον θάνατο (οπότε συμπίπτει με την έννοια που δίνει ο νεοελληνικός λαός στη λέξη «φιλότιμο»);



α)

Τη στιγμή που (οι νεκροί μας) παράβλεψαν την έμφυτη σ' όλους τους ανθρώπους αγάπη για τη ζωή και προτίμησαν να πεθάνουν ένδοξα παρά ζωντανοί να δουν δυστυχισμένη την Ελλάδα, πώς η αρετή τους δεν έχει παραμείνει αξεπέραστη απ' οποιοδήποτε (ρητορικό) λόγο;

(Δημοσθένης Επιτάφιος, 1)

Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς, 2.79: Η θνητή φύση των νεκρών και η αθάνατη δόξα τους

Επομένως, ταιριάζει να θεωρούνται τρισευτυχισμένοι εκείνοι που αγωνίστηκαν για τα μεγαλύτερα και ωραιότερα ιδανικά και έπεσαν κατά τη φάση της επιδίωξής τους, χωρίς να αφεθούν αμέριμνα στη διάθεση της τύχης και χωρίς να περιμένουν τον φυσικό (μοιραίο) θάνατό τους, αλλά επιλέγοντας τον ωραιότερο.

[πηγή: Λυσίας, Ἐπιτάφιος τοῖς Κορινθίων βοηθοῖς, 2.79, μτφρ. Γ.Α. Ράπτης, Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα]

 


 



Το μεγαλείο της Αθήνας: γ) Γλυπτά από τη ζωφόρο του Παρθενώνα με θέμα την πομπή των Παναθηναίων
Για περισσότερες πληροφορίες εδώ