[2.42.1] «Δι’ ὃ
δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως,
διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ
περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς
τῶνδε
μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν
εὐλογίαν
ἅμα
ἐφ’ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς.
[2.42.1] Γι αυτό ακριβώς και ανέπτυξα σε μάκρος τα σχετικά με την πόλη, γιατί θέλησα να κάνω κατανοητό ότι δεν αγωνιζόμαστε για πράγματα ίσης σημασίας εμείς και κείνοι που τίποτα δεν έχουν όμοιο με τις αξίες που ξεχωρίζουν την Αθήνα απ' όλες τις άλλες πόλεις, και γιατί συγχρόνως ήθελα να παρουσιάσω με πραγματικά στοιχεία το εγκώμιο αυτών για τους οποίους τώρα μιλώ.
[2.42.2] καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε
ἀρεταὶ ἐκόσμησαν
,
καὶ
οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν
πρώτη τε μηνύουσα καὶ
τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε
καταστροφή.
[2.42.2] και το μεγαλύτερο μέρος αυτού (του εγκωμίου) έχει ειπωθεί. γιατί, αυτά με τα οποία εξύμνησα την πόλη, τη στόλισαν τα ανδραγαθήματα αυτών εδώ και των ομοίων τους. και για πολύ λίγους από τους Έλληνες, όπως ακριβώς εδώ τώρα γι αυτούς, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ο έπαινος ισοβαρής με τα έργα τους. Πιστεύω ακράδαντα ότι ένας θάνατος, όπως αυτών τώρα, φανερώνει την αξία ενός ανθρώπου, είτε είναι το πρώτο φανέρωμα ή η τελική επισφράγισή της.
[2.42.3] καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν.
[2.42.3] Και στην περίπτωση όσων από κάθε άλλη άποψη είναι κακοί, είναι δίκαιο να κρίνεται σπουδαιότερη από ό,τιδήποτε άλλο η ανδρεία που θα επιδείξουν, πολεμώντας για την πατρίδα. γιατί ξεπλένοντας το ηθικό παράπτωμα με την ανδραγαθία, ωφέλησαν την κοινή υπόθεση περισσότερο απ' όσο την έβλαψαν με τα προσωπικά τους παραπτώματα.
[2.42.4] τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας
ἐμαλακίσθη οὔτε
πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν
ἔτι διαφυγὼν
αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν
τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν
αὐτῶν
λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν
μετ’ αὐτοῦ
τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ
ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν
ἐπιτρέψαντες,
ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη
ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες
πεποιθέναι, καὶ
ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον
ἡγησάμενοι ἢ [τὸ]
ἐνδόντες σῴζεσθαι,
τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου
ἔφυγον, τὸ δ’ ἔργον τῷ σώματι
ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου
καιροῦ
τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους
ἀπηλλάγησαν.
![]()
[2.42.4] Απ' αυτούς εδώ κανένας, ούτε πλούσιος προτίμησε την απόλαυση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και έδειξε δειλία, ούτε φτωχός με την ελπίδα που τρέφει για τη φτώχεια του, ότι δηλ. μπορεί και αυτή τη φορά να γλιτώσει απ' αυτήν και να πλουτίσει, προσπάθησε να δώσει αναβολή στον κίνδυνο. Θεώρησαν επίσης ότι το να εκδικηθούν τους εχθρούς, είναι πιο ποθητό απ' αυτά και συγχρόνως πίστεψαν ότι αυτός είναι ο πιο λαμπρός κίνδυνος, και αποφάσισαν αντιμετωπίζοντάς τον αυτούς να εκδικηθούν και να κρατήσουν για κείνα τον πόθο στην καρδιά τους, αφού εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα την αβέβαιη προοπτική της μάχης, και μέσα στη μάχη σχετικά μ' αυτά που είχαν μπροστά στα μάτια τους, θεωρούσαν υποχρέωσή τους να στηριχτούν στον εαυτό τους και την ώρα της μάχης προτίμησαν να αμυνθούν και να πάθουν κάτι, παρά να σωθούν υποχωρώντας. και έτσι απέφυγαν τη ντροπή να τους λένε δειλούς και ανέλαβαν τον αγώνα δίνοντας τη ζωή τους. και στην ελάχιστη κρίσιμη στιγμή καθώς κρινόταν από την τύχη η ζωή τους, απαλλάχτηκαν από την κατηγορία ότι νιώθουν φόβο περισσότερο, παρά από τον φόβο (ή τους βρήκε ο θάνατος την ώρα που φούντωνε μέσα τους ο ενθουσιασμός (για την αναμενόμενη νίκη) πιο πολύ, παρά ο φόβος (για μια ενδεχόμενη ήττα).
Μετάφραση Στάθης Παπακωνσταντίνου
| Μετάφραση Ά. Βλάχου | Μετάφραση Ε. Βενιζέλου | Μετάφραση Ε. Λαμπρίδη | |
| [2.42.1] «Δι᾽ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ᾽ οἷς νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. | [2.42.1] »Μίλησα πολὺ γιὰ τὴν πολιτεία μας, γιατὶ θέλησα ν' ἀποδείξω πὼς ὁ δικός μας ἀγῶνας δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὰγῶνα τῶν ἐχθρῶν μας ποὺ δὲν ἔχουν τίποτε τὸ παρόμοιο μὲ αὐτὰ ποὺ ἀνάφερα, γιατὶ θέλησα νὰ στηρίξω σὲ φανερὲς μαρτυρίες τὸν ἔπαινο τῶν γενναίων αὐτῶν. | [2.42.1] »Δια τούτο ακριβώς και επεξετάθην περισσότερον εις τα του μεγαλείου της πόλεως, διότι ηθέλησα να σας δείξω, ότι τα άθλα, δια τα οποία αγωνιζόμεθα, είναι πολύ μεγαλήτερα από εκείνα, δια τα οποία αγωνίζονται όσοι δεν απολαύουν όμοια με αυτά πλεονεκτήματα, και συγχρόνως να καταδείξω δια πραγματικών αποδείξεων τον έπαινον των ανδρών αυτών εδώ, προς τιμήν των οποίων ομιλώ σήμερον. | [2.42.1] »Γι' αυτό λοιπόν μίλησα περισσότερο για την πολιτεία, θέλοντας να μάθετε πως δεν αγωνιζόμαστε για τα ίδια πράματα εμείς κ' οι αντίπαλοί μας, που δεν έχουν τίποτ' απ' αυτά· και συνάμα φανερώνοντάς σας με χειροπιαστές αποδείξεις πόσο δικαιολογημένος είναι ο έπαινος αυτών, που στον τάφο τους μιλώ. |
| [2.42.2] καὶ εἴρηται αὐτῆς τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη. δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. | [2.42.2] Καὶ εἶπα τὰ περισσότερα ποὺ εἴχα νὰ πῶ, γιατὶ αὐτῶν ποὺ κοίτονται ὲδῶ καὶ τῶν ὁμοίων τους ἡ ἀνδρεία ἐστόλισε τὴν πολιτεία μὲ ὅσα ἐγώ, ὑμνώντας την, εἶπα πὼς ἔχει. Λίγοι εἶναι οἱ Ἕλληνες ποὺ δὲν εἶναι, σὰν καὶ τοὺς γενναίους αὐτούς, κατώτεροι ἀπὸ τὸν ἔπαινο ποὺ τοὺς γίνεται. Νομίζω πὼς ὁ θάνατός τους καὶ φανέρωσε καὶ ἀπαθανάτισε τὴν ἀνδρεία τους. | [2.42.2] Καί τωόντι το μεγαλήτερον μέρος του εγκωμίου των ελέχθη ήδη. Διότι τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων των προσέδωσαν νέαν λάμψιν εις την δόξαν της πόλεως, την οποίαν ύμνησα, και ολίγοι υπάρχουν Έλληνες, των οποίων η φήμη θα ημπορούσε να δειχθή εξ ίσου ισόρροπος προς τα έργα, όσον των προκειμένων νεκρών. Νομίζω, άλλωστε, ότι τοιούτος θάνατος, όπως ο των ανδρών αυτών εδώ, αποδεικνύει ηρωισμόν, είτε ως αποκαλύπτων αυτόν δια πρώτην φοράν, είτε ως επισφραγίζων αυτόν τελειωτικώς. | [2.42.2] Και ειπώθηκε κι όλας το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου μου γι' αυτούς· γιατί όσα ύμνησα για την πολιτεία, της τα 'δωσαν κόσμημα οι αρετές τούτων των νεκρών, και άλλων σαν αυτούς, και δεν είναι πολλοί οι Έλληνες, που όπως γι' αυτούς, ο λόγος μπορεί να φανερωθεί αντίστοιχος με τα έργα τους. Γιατί μου φαίνεται πως φανερώνει την παλληκαριά του αντρός, σαν πρώτο μήνυμα και τελευταία σφραγίδα, ένας θάνατος σαν τούτων–εδώ. |
| [2.42.3] καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανίσαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν. | [2.42.3] Ἄν σέ ἄλλα φανερωθῆ κανεὶς κάπως κατώτερος, ὅμως πεθαίνοντας γιὰ τὴν πατρίδα ἀποκτᾶ τὸ δικαίωμα νὰ κρίνεται μόνο γιὰ τὴν παλληκαριά του. Ὅλοι μαζί, στὴν κοινή τους προσπάθεια, ὠφέλησαν περισσότερο άπ' ὅ,τι ἴσως ἔβλαψε ὁ καθένας χωριστὰ στὴν ὰτομική του ζωή. | [2.42.3] Διότι δι' εκείνους, οι οποίοι από αλλας τυχόν επόψεις είναι κακοί, δίκαιον είναι η κατά τους πολέμους επιδειχθείσα ανδραγαθία να εκτιμάται περισσότερον από κάθε άλλο. Διότι, αποσβέσαντες το κακόν δια του καλού, παρέσχον εις την πατρίδα μεγαλητέραν ωφέλειαν από την ζημίαν που επροξένησαν ως ιδιώται. | [2.42.3] Γιατί σωστό είναι ακόμα και γι' άντρες κατώτερους, να προβάλλονται περισσότερο οι γενναίες πράξεις στον πόλεμο για την πατρίδα· γιατί σβήνοντας ό,τι κακό έκαμαν με την παλληκαριά τους, ωφέλησαν περισσότερο το σύνολο απ' όσο τυχόν έβλαψαν με τις ιδιωτικές τους πράξεις. |
| [2.42.4] τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύνων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ᾽ αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ] ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ᾽ ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι᾽ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν. | [2.42.4] Ἀπὸ τοὺς γενναίους αὐτοὺς κανείς, ἄν ἦταν πλούσιος, δὲν ἐδείλιασε γιὰ νὰ σωθῆ καὶ νὰ ἐξακολουθήση νὰ χαίρεται τὸν πλοῦτο του, κανείς, ἄν ἦταν φτωχός, δὲν προσπάθησε ν' ἀποφύγη τὴν συμφορὰ γιὰ νὰ ἔχη τὴν ἐλπίδα μιᾶς καλύτερης ζωῆς. Λογαριάζοντας πὼς ἀνώτερο ἀπ' ὅλα εἶναι νὰ τιμωρήσουν τὸν ἐχθρὸ καὶ πὼς ἀπ' ὅλους τοὺς κινδύνους αὐτός τὸν ὁποῖο ἀντίκρυζαν ἦταν ὁ ἐνδοξότερος, τὸν ἀντιμετώπισαν γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν τοὺς πολεμίους. Μὴ ξέροντας ἄν θά ἐπιτύχουν, βασίστηκαν στὴν ἐλπίδα, στὴν μάχη, ὅμως, ἀπάνω δεν στηρίχθηκαν παρὰ στον ἐαυτό τους γιὰ νὰ πολεμήσουν. Προτίμησαν ν' ἀντισταθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ δειλιάσουν καὶ νὰ ζήσουν κι ἀπόφυγαν ἔτσι τὴν ντροπὴ τῆς καταλαλιάς, θυσιάζοντας τὴν ζωή τους γιὰ τὸ ἔργο ποὺ εἴχαν ἀναλάβει. Ἡ στιγμὴ ποὺ τοὺς βρῆκε τὸ χτύπημα τῆς μοίρας δὲν ἦταν γι' αὐτοὺς στιγμὴ φόβου, ἀλλὰ δόξας. | [2.42.4] Κανείς εν τούτοις από τους άνδρας αυτούς εδώ δεν επροτίμησε την συνέχισιν της απολαύσεως του πλούτου, ώστε να δειχθή δειλός, ούτε εζήτησε ν' αναβάλη την τρομεράν ημέραν με την φυσικήν εις τον πτωχόν ελπίδα, ότι ημπορεί ακόμη, εάν επιζήση, να πλουτίση. Αλλά θεωρήσαντες ότι η τιμωρία των εχθρών ήτο πολύ πλέον ποθητή παρά τα πράγματα αυτά, και ότι δεν ημπορούσαν να εκθέσουν την ζωήν των χάριν ευγενεστέρας υποθέσεως, απεφάσισαν, διακινδυνεύοντες αυτήν, να εκδικηθούν μεν εκείνους, παραιτήσουν δε όλα τα λοιπά. Και ενεπιστεύθησαν μεν εις την ελπίδα το άδηλον της επιτυχίας του αγώνος, αλλ' ό,τι άφορα εις τον παρόντα και προ των οφθαλμών των κίνδυνον, εστηρίχθησαν μόνον εις εαυτούς και το προσωπικόν των θάρρος. Και όταν ευρέθησαν εις το μέσον του κινδύνου, κρίνοντες προτιμότερον ν' αποθάνουν υπερασπίζοντες εαυτούς παρά να σωθούν υποχωρούντες, απέφυγαν μεν το όνειδος της δειλίας, αντιμετώπισαν όμως ψυχή τε και σώματι τον κίνδυνον, και συγχρόνως εις στιγμήν ωρισμένην υπό της ειμαρμένης μετήλλαξαν βίον, όχι τρέμοντες από φόβον, αλλά περιβαλλόμενοι από τον φωτοστέφανον της δόξης. | [2.42.4] Από τούτους όμως κανένας, ούτε δείλιασε από την επιθυμία να εξακολουθεί να χαίρεται τα πλούτη του, ούτε με την ελπίδα του φτωχού πως κάποτε θα ξεφύγει την αθλιότητά του πλουτίζοντας, ανέβαλε την ώρα του κιντύνου· αλλά λαχταρώντας περισσότερο απ' ολ' αυτά να εκδικηθούν τον εχτρό, και πιστεύοντας πως απ' όλους τους κιντύνους τούτος είναι ο πιο ωραίος τα παράτησαν όλα κι όρμησαν ν' αντικρύσουν τον εχτρό, ελπίζοντας μόνο από το αβέβαιο μέλλον τη νίκη και την επιτυχία τους, αλλ' αξιώνοντας να στηριχτούνε μόνο στον εαυτό τους απάνω στην πράξη που έβλεπαν κι όλας μπροστά τους· κι απάνω στη μάχη, πιστεύοντας πως χρέος έχουν κάλλιο να χαθούν παρά να σωθούν υποχωρώντας, ξέφυγαν τη ντροπή της κατηγόριας, κι ανεβάσταξαν την πράξη τους με τη ζωή τους, και σε μια σύντομη συντυχιά στην υψηλότερη κορφή, όπου προσδοκούσαν τη δόξα μάλλον παρά τον φόβο, έδωσαν τη ζωή τους. |

Το μεγαλείο της Αθήνας: γ) Γλυπτά από τη ζωφόρο του Παρθενώνα με θέμα την πομπή των Παναθηναίων
Για περισσότερες πληροφορίες
εδώ