ΚΥΡΙα ΘΕΜΑΤΑ:
● Eπιστροφή του Ποσειδώνα → τρικυμία
● Σύγκρουση Ποσειδώνα-Oδυσσέα – Παρέμβαση της Iνώς
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 29η ημέρα:
311 Όμως τον είδε ανεβαίνοντας απ’ τους Αιθίοπες
312-13 ο μέγας Ποσειδών που
σείει τη γη [...] / ν’ αρμενίζει στο ανοιχτό το πέλαγος·
χολώθηκε βαριά, και το κεφάλι του κουνώντας είπε μόνος του:
315 «Αλίμονο. Έτσι λοιπόν και τόσο οι θεοί άλλαξαν γνώμη,
όσο εγώ βρισκόμουν στους Αιθίοπες;
Και να τος τώρα ο Οδυσσέας, τόσο κοντά
στη χώρα των Φαιάκων, όπου του μέλλεται πως θα ξεφύγει
από το δίχτυ της μεγάλης που τον βρήκε συμφοράς.
320 Όμως κι εγώ το λέω, θα χορτάσει για καλά τη μαύρη μοίρα του.»
Μιλώντας, σύναξε τα νέφη και, πιάνοντας την τρίαινα στα χέρια του,
συντάραξε τον πόντο, συννέφιασε θάλασσα και στεριά,
ξεσήκωσε όλες μαζί τις θύελλες και τους ανέμους όλους,
έγινε η μέρα νύχτα, πέφτοντας ψηλά απ’ τον ουρανό.
325 Λεβάντες και νοτιάς, άγριος
πουνέντες και βοριάς
αιθερογέννητος
συγχρόνως φύσηξαν και σήκωσαν τεράστιο κύμα.
Λυθήκανε τότε του Οδυσσέα τα γόνατα, λύγισε η ψυχή του,
βάρυνε η γενναία καρδιά του, και μόνος του μιλούσε:
«Άμοιρος και τρισάμοιρος εγώ. Τι άλλο, πιο μεγάλο, κακό με περιμένει;
330 Τρέμω μήπως όλα τα είπε αλάθευτα η θεά,
που μου προφήτεψε πως θα χορτάσω πάθη του πελάγου,
προτού πατήσω χώμα της πατρίδας.
Και να που τώρα όλα επαληθεύονται, αφού ο Ζευς
με τέτοια νέφη απ’ άκρη σ’ άκρη σκέπασε τον μέγα ουρανό,
335 τον πόντο τάραξε, η θύελλα λυσσομανά, σφυρίζουνε από παντού ανέμοι.
Καμιά πια σωτηρία, σκέτος όλεθρος. Ευτυχισμένοι
τρεις και τέσσερις φορές οι Δαναοί που είχαν την τύχη
στην ευρύχωρη Τροία να χαθούν για τους
Ατρείδες.
Κι εγώ μακάρι εκεί να ’χα τελειώσει [...].
343 Τότε θα με τιμούσαν και με του τάφου τα κτερίσματα,
το όνομά μου οι Αχαιοί θα το είχαν δοξασμένο. Μα τώρα το γραφτό μου
345 ήταν να γίνω λεία ανήκουστου θανάτου.»
Δεν είχε καν τον λόγο του τελειώσει, κι έπεσε μέγα κύμα πάνω του
σαρωτικό που ταρακούνησε και τη σχεδία.
Βρέθηκε ξαφνικά μακριά της, του ξέφυγε απ’ το χέρι το τιμόνι.
Η θυμωμένη θύελλα με τους μεικτούς ανέμους σύντριψε το κατάρτι,
350 πανί κι αντένα σφενδονίστηκαν πέρα στο πέλαγο.
Κι έμεινε αυτός ώρα πολλή μέσα στη δίνη,
κεφάλι δεν μπορούσε να σηκώσει
μπρος στην ορμή των φοβερών κυμάτων. Τον βάρυναν ακόμη
και τα ρούχα, αυτά που η θεία Καλυψώ τού είχε φορέσει.
355 Κάποια στιγμή ωστόσο ανάβλεψε, φτύνει από το στόμα του πικρή την άρμη [...],
357 όμως και τη σχεδία του θυμάται, κι ας είχε πια αποκάμει.
Βρήκε ξανά τη δύναμη κι αρπάζεται
μέσα απ’ τα κύματα επάνω της και, καθισμένος τώρα
360 εκεί στη μέση, δοκίμαζε πώς να ξεφύγει το τέλος του θανάτου.
Όμως το μέγα κύμα την πήγαινε όπου ήθελε· τη μιαν εδώ,
την άλλη εκεί. Πώς ο χειμερινός βοριάς σαρώνει στον κάμπο αγκάθια,
κι αυτά σφιχταγκαλιάζονται και γίνονται ένα πράμα,
έτσι και τη σχεδία οι άνεμοι εδώ και εκεί τη φέρναν και την πήγαιναν·
365 τη μια ο νότος στον βοριά την άφηνε κουμάντο,
την άλλη ο λεβάντες την παράδινε για να τη σέρνει ο πουνέντες.
Για τη Λευκοθέα δες εδώ
Ώσπου τον πήρε είδηση η καλλίσφυρη Ινώ, του Κάδμου η θυγατέρα,
η Λευκοθέη,
που πρώτα είχε ανθρώπινη φωνή και φύση, μα τώρα
οι θεοί τής έδωσαν θεϊκή τιμή μες στα πελάγη.
370 Αυτή τον Οδυσσέα ελέησε όπως τον είδε θλιβερά παραδαρμένο·
σκούρο πουλί με την ουρά σχιστή, παρόμοια πέταξε και βγήκε
από το κύμα, κάθισε πάνω στη σχεδία του, και του είπε τον δικό της λόγο:
«Δύσμοιρε, γιατί ο κοσμοσείστης Ποσειδών τόσο πολύ μαζί σου τα ’βαλε;
γιατί σου σπέρνει τόσα πάθη;
375 Κι όμως, παρ’ όλο τον θυμό του, δεν θα μπορέσει να σε θανατώσει.
Να κάνεις μόνο ό,τι σου πω, και δεν μου φαίνεσαι ασύνετος:
βγάλε από πάνω σου αυτά τα ρούχα, ξέχασε τη σχεδία σου
και χάρισέ τη στους ανέμους· βάλε
τα δυνατά σου να κολυμπήσεις μ’ απλωτές, νόστο να βρεις
380 στη χώρα των Φαιάκων, όπου η μοίρα σου σου γράφει να γλιτώσεις.
Πάρε και τούτο το άφθαρτο μαγνάδι, ζώσε μ’ αυτό
το στέρνο σου,
και φόβος πια θανάτου δεν θα σ’ απειλήσει, μήτε και τ’ άλλα πάθη.
Κι όταν με το καλό πιάσουν τα χέρια σου στεριά,
385 λύσε το πάλι το μαγνάδι, στο μπλάβο πέλαγο να το πετάξεις,
όσο μπορείς μακρύτερα, κοιτάζοντας εσύ στην άλλη άκρη.»
Τελειώνοντας του παραδίνει το μαγνάδι. [...]
[Και βούλιαξε ξανά στον πόντο.]
390 Mόνος του τώρα, ο Oδυσσέας πολύπαθος και θείος,
σε σκέψη δίβουλη μπλεγμένος,
αναστενάζοντας βαριά, γύρισε κι είπε στη γενναία ψυχή του:
«Aλίμονο, και ποιος αθάνατος πάλι μου πλέκει δόλο,
που με παρακινεί να παρατήσω τη σχεδία.
395 Kι όμως δεν θα τον υπακούσω, όσο ακόμη βλέπουνε τα μάτια μου
μακριά εκείνη τη στεριά, που λέει πως θα 'ναι η σωτηρία μου.
Mάλλον αυτό θα κάνω, μου φαίνεται και το καλύτερο:
όσο βαστάξουν τα μαδέρια στους αρμούς τους,
θα κρατηθώ σ' αυτά, θα υπομείνω κι εγώ το βάσανό μου·
400 και μόνο όταν το κύμα καταλύσει τη σχεδία, θα πέσω στο νερό.
Δεν βλέπω άλλο συμφερότερο που θα μπορούσα να σκεφτώ.»
Κι ενώ μ’ αυτή τη σκέψη πάλευαν νους και ψυχή του,
ο κοσμοσείστης Ποσειδών σηκώνοντας κύμα μεγάλο, άγριο, φοβερό
και κατακόρυφο, το ’ριξε καταπάνω του.
405 Πώς άνεμος σφοδρός σκορπίζει αλλού κι αλλού
ξερά τα άχυρα της θημωνιάς, έτσι
σκορπίστηκαν και τα μακριά μαδέρια.
Κι όμως ο Οδυσσέας κρατήθηκε σ’ έναν κορμό,
τον καβαλίκεψε, λες κι ήταν άλογο της κούρσας,
πέταξε από πάνω του τα ρούχα, εκείνα που του φόρεσε
410 η θεία Καλυψώ, αμέσως το μαγνάδι
ζώστηκε στο στέρνο, με το κεφάλι βούτηξε στη θάλασσα,
τα χέρια του άπλωσε, κι έβαλε δύναμη να κολυμπήσει.
Τον είδε όμως ο παντοδύναμος θεός που σείει τη γη,
την κεφαλή του κούνησε και μόνος του μιλούσε:
415 «Τώρα λοιπόν, με μύρια πάθη περιπλανήσου στα πελάγη,
μήπως και σμίξεις κάποτε μ’ ανθρώπους διογέννητους.
Όμως και τούτο αν γίνει, δεν θα μπορείς να πεις
πως ήταν λίγη η συμφορά σου.»
Τελειώνοντας μαστίγωσε τ’ άλογα με την πλούσια χαίτη
420 και σίμωσε προς τις Αιγές, όπου
βρισκόταν και το ξακουστό παλάτι του.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
1. [Ο Αινείας σε τρικυμία]
81. Έτσι ως είπε ο Αίολος, χτύπησε με το δόρυ του το κοίλο βουνό
στο πλάι· όρμησαν τότε οι άνεμοι απ’ την οπή που άνοιξε,
όπως στρατός, και φύσηξαν στροβιλίζοντας σ’ όλη τη γη.
Όρμησαν και στη θάλασσα και τάραξαν τα βάθη της
85. ο Νότος κι ο Βοριάς μαζί κι ο Λίβας ο ακράτητος
και κύματα τεράστια κύλησαν στις ακτές.
Έτριξαν οι αντένες και κραύγασαν οι ναύτες.
Τη μέρα αίφνης και τον ουρανό ανάρπαξαν τα σύννεφα
απ’ τα μάτια τους· έπεσε νύχτα ζοφερή στο πέλαγος.
90. Βροντούσαν τα ουράνια και αστραπές συχνές τα έσχιζαν.
Τα πάντα προμηνούσαν στους άντρες τον χαμό.
Λύθηκαν απ’ τον φόβο τα μέλη τότε του Αινεία·
στέναξε, κι υψώνοντας τα χέρια του προς τ’ άστρα
αναφώνησε: «Ω, τρεις και τέσσερις φορές καλότυχοι
95. όσοι έπεσαν μπροστά στα μάτια των γονιών τους κάτω
απ’ τα ψηλά τείχη της Τροίας! Ω γενναιότατε των Δαναών
Διομήδη! Γιατί δεν μπόρεσα νεκρός να πέσω απ’ το δεξί σου
στης Τροίας τις πεδιάδες; Όπου
ο τρομερός έπεσε Έκτορας απ’ το κοντάρι του Αχιλλέα [...] !»
102. Και τη στιγμή που εύχονταν αυτά, σφυρίζοντας η θύελλα
απ’ τον Βοριά, έσκισε τα πανιά υψώνοντας το κύμα ως τ’ αστέρια.
Έσπασαν τα κουπιά, μπάταρε η πλώρη, τα πλευρά του καραβιού
105. πλάγιασαν στα νερά κι άγριο νερόβουνο χύθηκε πάνω τους.
Στην κορυφή του μεγακύματος κρεμάστηκαν οι ναύτες· χάσκοντας
η θάλασσα έδειξε τους βυθούς και μάνιασε η παλίρροια στην άμμο.
Τρία πλοία ο Νότος τ’ άρπαξε και τα ’ριξε στους ύφαλους επάνω
110. [...] και άλλα τρία ο Βοριάς απ’ τ’ ανοιχτά
τα ’σπρωξε στα ρηχά – να βλέπεις και να κλαις· στις ξέρες
τα προσάραξε και τα περίζωσε με αμμοσωρούς.
Και το καράβι των Λυκίων με τον πιστό Ορόντη
μπροστά στα μάτια του κύμα τρανό από ψηλά
115. το χτύπησε στην πρύμνη· τινάχτηκε ο κυβερνήτης
κι έπεσε κατακέφαλα· και τρεις φορές το κύμα το
στριφογύρισε και δίνη ορμητική το αναρούφηξε.
Σκόρπια τότε φάνηκαν στους στρόβιλους να γυροφέρνουν
της Τροίας θησαυροί και άρματα ανδρών και άρμενα σπασμένα.
(Βιργιλίου Αινειάδα 1, στ. 81-119, μτφρ. της συγγραφικής ομάδας)
→ Να συγκρίνετε την τρικυμία της Ενότητας αυτής (321-366) με την τρικυμία από την Aινειάδα του Bιργιλίου και να εντοπίσετε ομοιότητες.
Ο Βιργίλιος (70-19 π.Χ.) είναι ο μεγαλύτερος επικός ποιητής των Ρωμαίων και η Αινειάδα του το εθνικό έπος τους, όπου αναγνωρίζονται στοιχεία τόσο της Οδύσσειας όσο και της Ιλιάδας.
Κεντρικός ήρωας της Αινειάδας είναι ο Αινείας, γιος της Αφροδίτης και γενναίος υπερασπιστής της Τροίας.
Μετά την άλωση της πόλης, ο Αινείας έφυγε αναζητώντας νέα πατρίδα και έπειτα από περιπέτειες πολλές έφτασε στην Ιταλία. Διεξήγαγε πολέμους εκεί και κατόρθωσε τελικά να επιβληθεί και να ιδρύσει τη Ρώμη.
Στο απόσπασμα, την τρικυμία εναντίον του Αινεία την προκαλεί ο θεός των ανέμων, ο Αίολος, εκπληρώνοντας επιθυμία της Ήρας, που εχθρευόταν πάντα τους Τρώες και ιδιαίτερα τον γιο της Αφροδίτης, η οποία ήταν αντίζηλός της κατά τη γνωστή κρίση του Πάρη για την ωραιότερη θεά (μεταξύ Αθηνάς, Αφροδίτης, Ήρας).
2. O άντρας της Aνεράιδας
Ένας νέος, Mποφίλιο τον έλεγαν, εκεί που έβοσκε τα πρόβατά του, έπαιζε και σουραύλι. Το έπαιζε τόσο γλυκά και όμορφα που ήρχονταν οι Aνεράιδες, εστέκονταν μπροστά του καμιά δεκαριά βήματα μακριά, και χορεύανε. O νέος που έβλεπε τόσο ωραίες νέες και λαμπροφορεμένες, έβανε όλη του την τέχνη. Kαι αυτό εξακολούθησε να γίνεται πολλές ημέρες. Oι Aνεράιδες ήρχονταν πάντα, άφηναν τις μπόλιες των γύρω και χόρευαν.
Ένα βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι του, ομολόγησε στη μάνα του τι του συνέβαινε, και της είπε πως μια από αυτές του άρεσε πάρα πολύ και θέλει να την πάρει γυναίκα. Tου λέει, λοιπόν, η μάνα του να κοιτάξει πού θα βάλει εκείνη την μπόλια της και να την αρπάξει, και έτσι θα κάνει την Aνεράιδα δική
του. Tην άλλη μέρα, καθώς πήγε στο ίδιο μέρος και άρχισε να παίζει το σουραύλι, μαζεύτηκαν πάλι οι Aνεράιδες και χόρευαν. Aυτός είδε πού έβαλε την μπόλια της εκείνη που αγαπούσε, εχύθηκε και την άρπαξε. Oι άλλες Aνεράιδες εχάθηκαν· εκείνη που ’χε την μπόλια τον παρακαλούσε να της τη δώσει,
αυτός τίποτε, ώσπου αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει στο χωριό και να τον πάρει άντρα.
Tην μπόλια εκείνος την κρατούσε πάντα κρυμμένη και δεν της την έδινε, όσο και αν τον παρακαλούσε από καιρό εις καιρό. Έζησαν πολλά χρόνια μαζί και έκαμαν και παιδιά πολύ όμορφα. Όταν μια φορά, που ήθελαν να παν στο χορό, τόσο πολύ παρακάλεσε τον άντρα της να της δώσει την μπόλια, που αυτός επείσθη και την έδωκε. Πήγαν στο χορό, η Aνεράιδα μπήκε στο χορό, και άρχισε να χορεύει, και άξαφνα αφανίστηκε. Aπό τότε δεν εγύρισε στο σπίτι να μείνει με τον άντρα της. Aλλ’ όταν αυτός έλειπε από το σπίτι, πήγαινε η Aνεράιδα, το εσυγύριζε, έντυνε τα παιδιά, εμαγείρευε και έφευγε.
(N. Πολίτης, Παραδόσεις, τ. A΄, σσ. 465-6. Φωτοτυπημένη ανατύπωση, εκδ. Eργάνη, Aθήναι 1965)
→ Nα διακρίνετε στην πιο πάνω λαϊκή παράδοση (από την Kύθνο) τη σχέση της νεράιδας με το μαγικό μαντίλι της και να επισημάνετε τη διαφορά του δικού της μαντιλιού από το μαντίλι της Iνώς.
Νίκος Ξένιος, «Το μαγεμένο ρούχο» [πηγή: περιοδικό Αρχαιολογία & Τέχνες, τ. 72, Σεπτέμβριος 1999]