Mε την άφιξη στην Iθάκη, έληξε το θέμα του (εξωτερικού) νόστου του Oδυσσέα και αρχίζει ο αγώνας του
για τον εσωτερικό νόστο, την αποκατάσταση δηλαδή στο σπίτι του και στον λαό του. Στο μέρος αυτό
σχεδιάζεται και πραγματοποιείται η μνηστηροφονία.
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Tο ξύπνημα του Oδυσσέα και η συνάντηση με την Aθηνά
● Aναγνώριση της Iθάκης από τον Oδυσσέα
● Kατάστρωση σχεδίου αντιμετώπισης των μνηστήρων
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 35η ημέρα:
Α. 1.Περίληψη του αποσπάσματος ν 210–494
Ο Οδυσσέας ξύπνησε το πρωί (35η μέρα της Οδύσσειας) στην Ιθάκη, αλλά δεν ήξερε πού βρίσκεται. Τον πλησίασε τότε η Αθηνά, τον κατατόπισε, τον ενημέρωσε για την κατάσταση του παλατιού και του υποσχέθηκε συμπαράσταση στο έργο της εκδίκησης. Παραμόρφωσε, τέλος, τον Οδυσσέα, τον έντυσε ζητιάνο και τον έστειλε στο καλύβι του χοιροβοσκού Εύμαιου, ενώ η ίδια έφυγε για τη Σπάρτη, να φροντίσει για την επιστροφή του Τηλέμαχου.
210 Τότε κι ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν
στα χώματά του· κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη,
τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. Την είχε η θεά,
η Αθηνά Παλλάδα, περιβάλει με θολή ομίχλη, του Δία η κόρη,
θέλοντας να τον κάνει και τον ίδιο αγνώριστο,
215 να του εξηγήσει τα καθέκαστα· ότι δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν
γυναίκα και δικοί μήτε κι οι άνθρωποι της πόλης,
προτού με την εκδίκησή του τιμωρήσει τους μνηστήρες
για την ασύστολη ανομία τους.
Γι’ αυτό του φάνταξαν του βασιλιά όλα τριγύρω αλλόκοτα· [...].
222 Πάνω πετάχτηκε και, προσηλώνοντας το βλέμμα του
στην ίδια την πατρίδα του, έβγαλε στεναγμό βαρύ, [...]
225 τέλος ολοφυρόμενος μίλησε κι είπε:
«Αλίμονο, σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα!
Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
229-30 Δεν ξέρω καν πού να τα πάω τα τόσα δώρα μου, ο ίδιος / πού να πλανηθώ. [...]
[Υποθέτει ότι οι Φαίακες τον εξαπάτησαν και αναθέτει στον Δία την τιμωρία τους.]
242 Αλλά τον νου μου τώρα, να μετρήσω τ’ αγαθά μου, να δω
μήπως και πήραν δρόμο αυτοί κρατώντας κάτι για λογαριασμό τους [...].»
245 Έτσι μιλώντας, άρχισε να μετρά λεβέτια, τρίποδες πανέμορφους,
χρυσαφικά κι ωραία φαντά φορέματα.
Δεν βρήκε κάτι να του λείπει· ποθώντας όμως
κι οδυρόμενος για χώμα πατρικό, σύρθηκε
εκεί στο περιγιάλι της ασίγαστης θαλάσσης,
250 στον θρήνο του δοσμένος. Κι ήλθε κοντά του η Αθηνά,
251-2 στάθηκε πλάι του, ίδια στην όψη με παλικάρι νιούτσικο, / βοσκόπουλο [...].
255 Μόλις την είδε ο Οδυσσέας χάρηκε, στάθηκε αντίκρυ της,
κι όπως μιλώντας την προσφώνησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, ω φίλε, αφού εσένα πρώτα απάντησα
σ’ αυτόν τον τόπο. Αλλά μη βάλει τώρα ο νους σου τίποτε κακό
σε βάρος μου· σώσε κι αυτά, σώσε κι εμένα, ικέτης σου είμαι,
260 πέφτω στα γόνατά σου, σάμπως και να ’σουνα θεός.
Μόνο μολόγησέ μου τώρα την αλήθεια, να σιγουρευτώ·
ποια η χώρα, ποιος ο τόπος, ποια η φύτρα των ανθρώπων; [...]»
[Η Αθηνά ανέφερε βασικά γνωρίσματα της Ιθάκης.]
280 Ακούγοντας τον λόγο της, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
αλάφρωσε η ψυχή του, χάρηκε την πατρική του γη [...].
283 Πήρε λοιπόν να της μιλήσει, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά,
μόνο που την αλήθεια δεν φανέρωσε, συγκράτησε και πάλι
τα λεγόμενά του – ο νους του πάντα γύρευε το κέρδος:
«Την έχω την Ιθάκη ακουστά στην Κρήτη την απλόχωρη,
πέρα μακριά στην άλλη θάλασσα. Και να που τώρα φτάνω ο ίδιος
με τ’ αγαθά μου αυτά. Άφησα κι άλλα τόσα στα παιδιά μου
φεύγοντας, όταν θανάτωσα τον
γιο του Ιδομενέα [...].
293 Κι ο λόγος· γύρεψε τα λάφυρα να μου στερήσει,
όλα που μάζεψα στην Τροία, κι ας είχα υποφέρει τόσα πάθη εγώ
295 για χάρη τους, με τον εχθρό μου πολεμώντας [...].
305 Κι αφού τον σκότωσα με μυτερό κοντάρι χάλκινο,
έτρεξα σε φοινικικό καράβι, τίμιοι άνθρωποι,
και τους παρακαλούσα μαζί
τους να με πάρουν, χαρίζοντας
γενναίο μερίδιο από τα λάφυρά μου.
Τους είπα στην Πύλο να με βγάλουν ή και στη θεία Ήλιδα [...].
311 Αλλά τους έσυρε μακριά του ανέμου η δίνη [...].
313 Έτσι λοιπόν περιπλανώμενοι φτάσαμε νύχτα εδώ [...]·
316 μόλις που βγήκαμε απ’ το καράβι, πέσαμε / όλοι μας ξεροί.
318 Βυθίστηκα τότε κι εγώ σ’ ύπνο γλυκό από την τόση κούρασή μου [...].
[Οι ναύτες απόθεσαν τα πράγματά του στην άμμο και αναχώρησαν.]
322 [...] Όσο για μένα μόνος ξέμεινα, με την καρδιά βαριά κι ασήκωτη.»
Έτσι της μίλησε, κι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
325 του χαμογέλασε, απλώνοντας χαϊδευτικά το χέρι της,
αλλάζοντας πάλι την όψη της, ίδια με μια ψηλή, ωραία γυναίκα
που ξέρει πώς να υφαίνει
τα
λαμπρά φαντά της.
Κι όπως μιλώντας τον προσφώνησε, τα λόγια της πετούσαν σαν πουλιά:
«Θα πρέπει, αν κάποιος παραβγεί μαζί σου, να παραείναι πονηρός,
330 να ξέρει πώς να ξεγελά τους άλλους στον κάθε δόλο,
ακόμη κι αν θεός βρεθεί μπροστά σου.
Είσαι αλήθεια φοβερός, πολύστροφε κι αχόρταγε στους δόλους,
που μήτε εδώ, στην πατρική σου γη, δεν λες να σταματήσεις
σκέψεις απατηλές και ιστορίες πλαστές –
335 είναι το ριζικό σου αυτό.
Αλλά καιρός να σταματήσουμε τα τέτοια μεταξύ μας,
αφού κι οι δυο μας ξέρουμε
καλά την ίδια τέχνη·
αν είσαι εσύ μες στους θνητούς πρώτος στις αποφάσεις και στα πλάνα λόγια,
εγώ φημίζομαι πως ξεχωρίζω σ’ όλους τους θεούς
340 και για το ξύπνιο μου μυαλό και για την πανουργία.
Γιατί μην πεις δεν αναγνώρισες την Αθηνά Παλλάδα,
τη θυγατέρα του Διός, που παραστέκομαι στον κάθε μόχθο σου, [...]
345 και τώρα πάλι να ’μαι εδώ, μαζί σου υφαίνω
το πανούργο πλάνο. Θα κρύψω πρώτα αυτά τα δώρα,
όσα οι τίμιοι Φαίακες σου χάρισαν [...].
349 Και θα σου πω μετά ποια βάσανα σου προορίζει η μοίρα
350 να βαστάξεις στο στέρεο σπίτι σου – πρέπει να τα υπομείνεις,
γιατί η ανάγκη το καλεί.
Και προσοχή, μη φανερώσεις σε κανένα, άντρα ή γυναίκα,
τον λόγο που επιστρέφεις μετά την τόση περιπλάνηση·
αμίλητος τον κάθε πόνο σου να υποφέρεις,
355 όποια βρισιά και βία σού μέλλεται, να τη δεχτείς.»
[Ο Οδυσσέας αποδίδει στις μεταμορφώσεις της θεάς την αδυναμία του να τη γνωρίσει και – αμφιβάλλοντας ακόμη για τον τόπο – την παρακαλεί:]
373 «[...] Πες μου λοιπόν αν είναι αλήθεια πως πατώ
το χώμα της γλυκιάς πατρίδας.»
375 Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Τέτοιος ο νους σου πάντα εσένα και το φρόνημά σου,
που εγώ δεν το βαστώ στη συμφορά σου μόνο να σ’ αφήσω –
είσαι και γνωστικός και ξύπνιος κι εύστροφος. [...]
387 Μόνο που δεν το θέλησα με του πατέρα μου τον αδελφό,
τον Ποσειδώνα, να τα βάλω – κρατούσε την οργή του αυτός,
από θυμό που εσύ του τύφλωσες τον γιο.
390 Έλα, σκοπεύω τώρα να σου δείξω σήματα της Ιθάκης, να πειστείς:
αυτό είναι το λιμάνι του ενάλιου γέροντα, του Φόρκυνα·
και να η μακρόφυλλη ελιά στου λιμανιού την κορυφή·
εκεί στο πλάι της θα δεις χαριτωμένη τη θαμπή σπηλιά,
τόπο ταμένο των νυμφών που λέγονται ναϊάδες –
395 τη θολωτή κι ευρύχωρη σπηλιά, όπου κι εσύ τόσες θυσίες τελούσες [...].
397 Κι αυτό το καταπράσινο βουνό είναι το δασωμένο Νήριτο.»
Έτσι μιλώντας η θεά, σήκωσε τη νεφέλη κι ο τόπος φανερώθηκε.
Πλημμύρισε τότε χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
400
χαρούμενος σκύβει στη γη, το κάρπιμό της χώμα φίλησε,
αμέσως σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ευχήθηκε στις Νύμφες:
«Νύμφες ναϊάδες, θυγατέρες του Διός, έλεγα πως ποτέ μου πια
δεν θα σας ξαναδώ· μα να που τώρα ευφρόσυνα υποδέχεστε
τις φιλικές μου ευχές. Θα σας προσφέρουμε, όπως και πρώτα,
405 δώρα, φτάνει να δώσει πρόθυμη του Δία η κόρη, που της αρμόζει
η λεία του πολέμου, εγώ να ζω κι ο γιος μου να προκόψει.» [...]
[Η θεά τον ενθάρρυνε και έκρυψε μαζί του τα δώρα στο βάθος της σπηλιάς.]
Ύστερα κάθισαν οι δυο στης ιερής ελιάς τον λάκκο,
420 όπου και πήραν να στοχάζονται τον όλεθρο των αλαζονικών μνηστήρων.
Πρώτη η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μιλώντας είπε:
«Ω διογέννητε Λαερτιάδη, Οδυσσέα πολύστροφε,
καιρός σου να σκεφτείς το πώς θα βάλεις χέρι
στους αλαζονικούς μνηστήρες, που τρία τώρα χρόνια
425 καταπατούν το αρχοντικό σου· ορέγονται το ισόθεο ταίρι σου [...].
427 Όμως εκείνη αν μέσα της οδύρεται τον γυρισμό σου,
έξω σκορπά ελπίδες και υποσχέσεις στον καθένα
429-30 με τα μηνύματα που στέλνει – ωστόσο ο νους της / άλλα μελετά.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Απελπισία με πιάνει που το σκέφτομαι· μέλλονταν και σ’ εμένα
η μοίρα του Αγαμέμνονα, του Ατρείδη ο όλεθρος μες στο παλάτι,
εάν εσύ, θεά, δεν εξηγούσες τα καθέκαστα με τη σωστή σειρά τους.
435 Να πλέξεις όμως τώρα τη βουλή σου, το πώς αυτούς θα εκδικηθώ·
μόνο να μείνεις στο πλευρό μου, θάρρος παράτολμο μέσα μου
να σταλάξεις, μ’ εκείνο ανάλογο της Τροίας,
όταν τις απαστράπτουσες επάλξεις καταλύσαμε. [...]»
443 Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Υπόσχομαι να είμαι στο πλευρό σου, δεν θα σε λησμονήσω,
445 όταν θα φτάσει η ώρα για το δύσκολο έργο. [...]
448 Έλα τώρα κοντά μου, θα σε κάνω αγνώριστο σ’ όλον τον κόσμο:
στο λυγερό κορμί σου θα σουρώσω το ωραίο σου δέρμα,
450 θα εξαφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου· θα ρίξω πάνω σου
κουρέλια, να σε σιχαθεί όποιος σε δει ρακένδυτο·
με τσίμπλες θα θολώσω τα περίκαλλά σου μάτια,
να δείχνεις στους μνηστήρες άσημος κι άσχημος,
αλλά και στη γυναίκα και στον γιο σου που πίσω σου τον άφησες.
455 Πρόσεξε όμως, πρώτα στον χοιροβοσκό να φτάσεις,
που νοιάζεται τους χοίρους αλλά και θέλει το καλό σου,
457 τον γιο σου αγαπά, τη φρόνιμή σου Πηνελόπη σέβεται. [...]
462 Εκεί λοιπόν να μείνεις, παρακαθήμενος να τον ρωτήσεις
όλα τα καθέκαστα· εγώ στο μεταξύ στη Σπάρτη κατεβαίνω,
με τις πανέμορφες γυναίκες, να φέρω πίσω τον Τηλέμαχο [...].»
Ερωτήσεις κατανόησης
Ερωτήσεις κατανόησης
Σταυρόλεξο
Σταυρόλεξο
Ο Οδυσσέας απευθύνεται χαρούμενος στο νησί του:
Επίγραμμα ανώνυμου ποιητή
Χαίρε, Ιθάκη! Έπειτα απ' τους αγώνες, τις πικρίες,
που γνώρισα στη θάλασσα, φθάνω πασίχαρος στον όρμο σου επιτέλους.
Τον Λαέρτη, τη σύζυγό μου και το λαμπρό να ιδώ τον γιο μου.
Η αγάπη μου για σένα είναι γλυκύτατη· έμαθα τώρα:
Τίποτε προσφιλέστερο απ’ τους γονείς και την πατρίδα δεν υπάρχει.
[Τα αρχαία ελληνικά επιδεικτικά επιγράμματα (μτφρ. Β. Λαζανάς),
IX βιβλίο της «Παλατινής Ανθολογίας», σ. 261, Αθήναι 1991]
→ Tι έμαθε τελικά ο ήρωας έπειτα από την πολύχρονη περιπλάνησή του;