Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΓΗΡΑΣ


Ο Ηρακλής εκδιώκει το Γήρας. Μελανόμορφος ετρουσκικός κιονωτός κρατήρας της Ομάδας του Άνθους του Λωτού, περ. 480 π.Χ.



 

δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα, η κόρη του Χάους και της Γαίας, γέννησε το Γήρας, τα γηρατειά. Αδέλφια του ήταν η Φιλότητα, ο Μόρος, η Κήρα, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, ο Μώμος, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, οι Κήρες, η Νέμεση, η Απάτη, η Έριδα, η Οϊζύς.

Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα
και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων.
Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα (Οϊζύς),
δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα,
και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά,
στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών
κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές,
προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ’ εκείνον που έσφαλλε.
Γέννησε και τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους,
η ολέθρια Νύχτα. Έπειτα την Απάτη γέννησε και τη Φιλότητα,
τα καταραμένα Γηρατειά, γέννησε και την Έριδα με τη δυνατή καρδιά.
(Ησίοδος, Θεογονία 211-225, μετ. Στ. Γκιργκένης)

Για τα καταραμένα γηρατειά μιλά και ο Μίμνερμος (απ. 5):

Κρύος ιδρώτας πάραυτα το σώμα μου όλο πιάνει,
τ’ άνθος των νέων συντρόφων μου ο νους μου άμα σκεφθεί…
έπρεπε ό,τι είναι χαρωπό και ωραίο, να μην πεθάνει,
μα σύντομό ᾽ναι ως όνειρον η νιότη η θαλερή·
γοργά το γήρας τ’ άχαρο και τ’ άσχημο μάς φθάνει
κι απάνω στο κεφάλι μας κρεμάζεται βαρύ,
που μισητό τον άνθρωπο και αγνώριστο τον κάνει
και του χαλάει και μάτια του και νουν άμα χυθεί.
(Μίμν., απ. 5, μετ. Σ. Μενάρδος)

Αποκρουστικό το Γήρας, όπως και ο Θάνατος, τιμάται μόνο στην περιοχή των Γαδείρων, στο έσχατο άκρο της Ευρώπης, όπου οι κάτοικοι, ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, είχαν ιδρύσει βωμό προς τιμή του και, μόνοι αυτοί από όλους τους ανθρώπους, υμνούσαν τον Θάνατο με παιάνες (Τὰ δὲ Γάδειρα κεῖται μὲν κατὰ τὸ τῆς Εὐρώπης τέρμα, περιττοὶ δέ εἰσι τὰ θεῖα· γήρως οὖν βωμὸν ἵδρυνται καὶ τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται […], (Φιλόστρ., Βίος Απολλ. Τυαν. 5.4).

Κι αν οι άνθρωποι λάτρευαν τη θεά Αφροδίτη με το επίθετο αμβολογήρα, δηλαδή αυτή που καθυστερεί το γήρας, ωστόσο έχουν απόλυτη επίγνωση ότι κανείς θνητός δεν μπορεί να το νικήσει, ούτε καν ο ήρωας Ηρακλής, η διαμάχη του οποίου με το Γήρας είναι γνωστή από την τέχνη, όχι όμως και από τις φιλολογικές πηγές. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5] Κι ωστόσο, δεν λείπει η επιθυμία να κατανικηθεί και να αποφευχθεί ο επερχόμενος θάνατος. Αυτή την επιθυμία καλλιέργησε η Μήδεια στον Πελία λέγοντάς του ότι η Άρτεμη την είχε προστάξει να αφαιρέσει το γήρας του Πελία [...] και να τον κάνει εντελώς νέο στο σώμα. Και τον έπεισε με τη «μεταμόρφωσή» της από ηλικιωμένη ιέρεια της Άρτεμης σε νέα γυναίκα και όσοι την είδαν πίστεψαν πως από κάποια θεία πρόνοια μεταλλάχτηκαν τα γηρατειά σε νεότητα κόρης και ομορφιά περίβλεπτη. Έπεισε και τις κόρες του Πελία να συναινέσουν στη θανάτωση και τον τελετουργικό διαμελισμό του πατέρα τους με απώτερο σκοπό την υποτιθέμενη ανανέωσή του, εφαρμόζοντας τη μέθοδο σε ένα γέρικο κριάρι. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν συνετελέσθησαν στην πραγματικότητα και ο Πελίας τελικά οδηγήθηκε στον θάνατο. Ο Διόδωρος περιγράφει τα γεγονότα:

51. Αφού [η Μήδεια] κατασκεύασε ένα κούφιο άγαλμα της Άρτεμης, έκρυψε μέσα του κάθε λογής φάρμακα, ενώ η ίδια με κάποιες ισχυρές αλοιφές έβαψε τα μαλλιά της λευκά και γέμισε το πρόσωπο και το σώμα της με ρυτίδες, ώστε όποιος την έβλεπε τη θεωρούσε εντελώς γριά· τέλος, πήρε στα χέρια της το άγαλμα της θεάς, διασκευασμένο έτσι που να προκαλεί τον τρόμο και τον φόβο των θεών στα πλήθη, και μπήκε στην πόλη με το ξημέρωμα. Παριστάνοντας πως έχει καταληφθεί από τη θεά και καθώς το πλήθος απ' τους δρόμους συνέρρεε προς το μέρος της, εκείνη παράγγελνε σε όλους να δεχτούν τη θεά με ευσέβεια, γιατί η θεά είχε έρθει από τους Υπερβορείους για να φέρει καλοτυχία στην πόλη και στον βασιλιά. Καθώς οι πάντες προσκυνούσαν και τιμούσαν τη θεά με θυσίες και γενικά ολόκληρη η πόλη είχε καταληφθεί από θρησκευτικό πυρετό, μπήκε η Μήδεια στο παλάτι κι έριξε τον Πελία σε τέτοια κατάσταση δεισιδαιμονίας και προκάλεσε στις κόρες του, με τα μαγικά της κόλπα, τόση κατάπληξη, που πίστεψαν πως όντως εμφανίστηκε η θεά για να φέρει την ευδαιμονία στον οίκο του βασιλιά. Διότι δήλωνε πως η Άρτεμη καβάλα σε δράκοντες πέταξε πάνω από πολλά μέρη της οικουμένης και πως επέλεξε τον ευσεβέστερο όλων των βασιλέων για να εγκατασταθεί και να της αποδίδονται αιώνιες τιμές, και πως η θεά την είχε προστάξει να αφαιρέσει το γήρας του Πελία με κάποιες δυνάμεις και να τον κάνει εντελώς νέο στο σώμα και να του δωρίσει πολλά άλλα με σκοπό να γίνει η ζωή του μακάρια και αρεστή στους θεούς. Έκπληκτος ο βασιλιάς από τα παράδοξα λόγια, διέταξε τη Μήδεια να του τα αποδείξει επί τόπου πάνω στο δικό της σώμα. Είπε, λοιπόν, σε μια θυγατέρα του Πελία να της φέρει καθαρό νερό, εκείνη εκτέλεσε αμέσως την εντολή της, και λένε πως κλείστηκε σ' ένα μικρό δωμάτιο, όπου πλένοντας ολόκληρο το σώμα της το καθάρισε από τις επιδράσεις των φαρμάκων. Όταν αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη κατάσταση κι εμφανίστηκε στον βασιλιά, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη σ' όσους την είδαν, που πίστεψαν πως από κάποια θεία πρόνοια μεταλλάχτηκαν τα γηρατειά σε νεότητα κόρης και ομορφιά περίβλεπτη. Με κάποια φάρμακα, επίσης, έκανε να φανούν και οι εικόνες των δρακόντων, πάνω στους οποίους δήλωσε πως ήρθε η θεά πετώντας από τους Υπερβορείους για να φιλοξενηθεί από τον Πελία. Καθώς οι ενέργειες της Μήδειας φάνηκαν να ξεπερνούν την ανθρώπινη φύση και ο βασιλιάς θεώρησε πως έπρεπε να την αποδεχτεί πλήρως και να πιστέψει ως αληθινά όλα όσα έλεγε, λένε πως κάποια στιγμή που τον συνάντησε μόνο του παρακάλεσε τον Πελία να δώσει εντολή στις κόρες του να τη βοηθήσουν και να κάνουν ό,τι κι αν τις προστάξει, διότι δεν αρμόζουν στο σώμα του βασιλιά χέρια δούλων αλλά οι υπηρεσίες από τα χέρια των παιδιών του για να δεχτεί την ευεργεσία των θεών. Έτσι, ο Πελίας είπε κατηγορηματικά στις θυγατέρες του να κάνουν όλα όσα τις προστάξει η Μήδεια σχετικά με το σώμα του πατέρα τους, και οι κόρες ήταν έτοιμες να εκτελέσουν τις εντολές.

52. Η Μήδεια, όταν έπεσε η νύχτα και κοιμήθηκε ο Πελίας, είπε πως έπρεπε να βράσουν σε καζάνι το σώμα του Πελία. Οι κόρες δέχτηκαν τα λόγια της εχθρικά, κι εκείνη επινόησε άλλο κόλπο για να πειστούν στα λεγόμενα της· στον οίκο έτρεφαν ένα κριάρι που ήταν αρκετά μεγάλο στην ηλικία, και είπε στις κόρες πως θα το βράσει για να το ξανακάνει αρνί. Εκείνες συγκατατέθηκαν κι ο μύθος λέει πως η Μήδεια διαμέλισε το κριάρι και το έβρασε και, προκαλώντας τους παράκρουση με κάποια φάρμακα, έβγαλε από το καζάνι το είδωλο ενός αρνιού. Τότε πια οι κόρες εξεπλάγησαν και νομίζοντας πως είχαν λάβει απόδειξη των επαγγελιών της, εκτέλεσαν τα προστάγματά της. Όλες οι άλλες, λοιπόν, βάλθηκαν να χτυπάνε τον πατέρα τους μέχρι να τον σκοτώσουν και μόνο η Άλκηστις, από τον υπερβολικό σεβασμό που του έτρεφε, δεν άπλωσε χέρι στον γεννήτορά της. Στη συνέχεια, λένε, η Μήδεια απέφυγε να διαμελίσει και να βράσει το σώμα, αλλά προσποιούμενη πως πρέπει πρώτα να κάνει ευχές στη σελήνη, ανεβάζοντας τις κόρες με λαμπάδες στο ψηλότερο σημείο της στέγης του παλατιού, η ίδια άρχισε να λέει και να ξαναλέει κάποια μακροσκελή ευχή στη γλώσσα της Κολχίδας, δίνοντας έτσι χρόνο σ' εκείνους που επρόκειτο να κάνουν την επίθεση. Έτσι, οι Αργοναύτες βλέποντας τη φωτιά από τη σκοπιά και θεωρώντας πως συντελέστηκε η δολοφονία του βασιλιά, όρμησαν τρέχοντας προς την πόλη, μπήκαν κραδαίνοντας τα ξίφη στο τείχος, έφτασαν στο παλάτι και σκότωσαν τους φρουρούς που τους αντιστάθηκαν. Οι κόρες του Πελία που είχαν μόλις κατέβει από τη στέγη για το βράσιμο, βλέποντας αναπάντεχα μέσα στο παλάτι τον Ιάσονα και τα παλικάρια του, γέμισαν συντριβή για τη συμφορά που τις βρήκε, διότι ούτε είχαν τη δύναμη να εκδικηθούν τη Μήδεια ούτε να διορθώσουν την απαίσια πράξη στην οποία οδηγήθηκαν με απάτη. Γι' αυτό όρμησαν, λένε, να τερματίσουν τη ζωή τους, αλλά ο Ιάσονας τις λυπήθηκε για τη συμφορά τους και τις συγκράτησε, παροτρύνοντάς τες να δείξουν θάρρος μιας και δεν αμάρτησαν από κακία, αλλά παρά τη θέλησή τους εξαπατήθηκαν και τις βρήκε τούτη η συμφορά. (Διόδωρος 4.50-52)