Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΜΩΜΟΣ





δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα, η κόρη του Χάους και της Γαίας, γέννησε τον Μώμο, προσωποποίηση της μομφής, του ψόγου, της κατάκρισης, ο οποίος τολμά να συμβουλεύει ως και τον Δία (Ησ., Θεογ. 214, Ευστ. Σχόλ. Ιλ., 1, 33). Αδέλφια του ήταν η Φιλότητα, η Κήρα, οι Κήρες, ο Θάνατος, ο Ύπνος, τα Όνειρα, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες, ο Μόρος, η Νέμεση, η Απάτη, η Έριδα, το Γήρας, η Οϊζύς (η οδυνηρή Αθλιότητα)

Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα
και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων.
Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα (Οϊζύς),
δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα,
και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά,
στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών
κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές,
προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ’ εκείνον που έσφαλλε.
Γέννησε και τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους,
η ολέθρια Νύχτα. Έπειτα την Απάτη γέννησε και τη Φιλότητα,
τα καταραμένα Γηρατειά, γέννησε και την Έριδα με τη δυνατή καρδιά.
(Ησίοδος, Θεογονία 211-225, μετ. Στ. Γκιργκένης)