| |
Τα δημοτικά μας τραγούδια χωρίζονται στις εξής κατηγορίες:
1. ΚΛΕΦΤΙΚΑ
Τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια εγκωμιάζουν τη ζωή των κλεφτών,
την αντρειοσύνη τους και την παλικαριά τους. Φωτίζουν τους θρυλικούς
αγώνες της κλεφτουριάς, στα χρόνια της μακρόχρονης σκλαβιάς και του
ξεσηκωμού του λαού μας. Εξυμνούν ηρωικά κατορθώματα και θυσίες. Γεμάτος
ευγνωμοσύνη ο λαός μας έπλεξε τα λαμπρά αυτά τα τραγούδια που
εγκωμιάζουν και μοιρολογούν, εκφράζουν τόλμη και λεβεντιά και τα
διακρίνει ζωηρή εκφραστικότητα……………………………………………………………………………………………...
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑΝΤΑΡΑ
Εγέρασα, μωρέ παιδιά, 'ς τους κλέφταις καπετάνιος,
τριάντα χρόνια αρματωλός, πενήντα χρόνια κλέφτης.
Θέλω ν’ αφήοω την κλεψιά, καλόγερος να γένω,
καλόγερος και γούυενος και ρασοτυλιμένος.
Δέκα χωριά νεχάλασα, τα ξαναφκειάνω πάλε,
δυο μοναστήρια χάλασα τα ξαναχτίζω πίσω.
Και σας χαρίζω τ΄άρματα μαζί με την ευχή μου.
Να ρίχνω και στο θυμιατό μπαρούτι αντίς λιβάνι,
να μου θυμάει τον πόλεμο, τα περασμένα νιάτα,
σεις να χαλάτε την Τουρκιά, κ' εγώ να σας σχωράω.
Μαύρη, μωρέ πικρή,
είν' η ζωή που κάνουμε
Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες
Σαράντα παλικάρια από τη Λεβαδιά,
πάνε για να πατήσουνε την Τριπολιτσά
2. ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Άλλα δημοτικά αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα ιδίως από την
Επανάσταση
ΤΗΣ ΔΕΣΠΩΣ
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται,
μηνά σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι,
η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
Γιώργαινα, ρίξε τ’ άρματα,
δεν είν εδώ το Σούλι. Εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
Το Σούλι αν επροσκύνησε κι αν τούρκεψεν η κιάφα, η Δέσπω αφέντες
γιάπηδες,
δεν έκαμε, δεν έκαμε,
δεν κάνει.
Δαυλί στο χέριν άρπαξε,
κόρες και νύφες κράζει,
σκλάβες των Τούρκων μη ζήσουμε
παιδιά μ’ μαζί μου ελάτε
Και τα φυσέκια ανάψανε κι’ όλοι φωτιά γενήκαν.
ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ
Φύσα μαϊστρο δροσερέ κι αέρα του πελάγου,
να πας τα χαιρετίσματα στου Δράμαλη τη μάνα.
της ρουμελέξης οι μπέηδες,
του Δράμαλη οι αγάδες
στο Δερβενάκι κείτοντε,
στο χώμα τεντωμένοι.
Στρώμα έχουν τη μαύρη γής,
προσκέφαλο λιθάρια και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού
η λάψη.
Κι ένα πουλάκι πέρασε και το συγνορωτάτε:
πουλί πως πάει ο πόλεμος,
το κλέφτικο ντουφέκι;
Μπροστά πάει ο Νικηφόρας,
πίσω ο Κολοκοτρώνης και παραπίσω οι Έλληνες,
με τα σπαθιά στα χέρια.
Όμως και η άλωση της πόλης ήταν ένα γεγονός που συγκινούσε πάντα τον
Ελληνισμό
Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κ' η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κ’ εξηνταδυό καμπάναις,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι' απ' την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε 'ς το χερουβικό και νά βγη ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι' άπ' αρχαγγέλου στόμα.
"Πάψετε το χερουβικό κι' ας χαμηλώσουν τ' άγια,
παπάδες πάρτε τα γερά, και σεις κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν’ στείλτε λόγο 'ς τη Φραγκιά, νάρτουνε τρία καράβια,
το ‘να να πάρη το σταυρό και τ’άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζα μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε, κ' εδάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας είναι.
3.
ΑΚΡΙΤΙΚΑ
Τα ακριτικά
αφηγούνται τους αγώνες των ακριτών και ιδιαίτερα του Διγενή προς τους
Απελάτες και τους Σαρακηνούς.
ΤΟΥ
ΜΙΚΡΟΥ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Κωσταντίνος
ο μικρός κι' ο Αλέξης ο αντρειωμένος,
και το μικρό Βλαχόπουλο, ο καστροπολεμίτης,
αντάμα τρων και πίνουνε και γλυκοκουβεντιάζουν,
κι' αντάμα έχουν τους μαύρους των 'ς τον πλάτανο δεμένους.
Του Κώστα τρώει τα σίδερα, τ' Αλέξη τα λιθάρια,
και του μικρού Βλαχόπουλου τα δέντρα ξεριζώνει.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν και που χαροκοπούσαν,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε δεξιά μεριά 'ς την τάβλα.
Δεν κελάϊδούσε σαν πουλί, δεν έλεε σαν αηδόνι,
μόν' ελαλούσε κ' έλεγε ναθρωπινή κουβέντα.
"Εσείς τρώτε και πίνετε και λιανοτραγουδάτε,
και πίσω σας κουρσεύουνε Σαρακηνοϊ κουρσάροι.
Πήραν τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και του μικρού Βλαχόπουλου την αρραβωνιασμένη."
Ώστε να στρώση ο Κωσταντής και να σελλώση ο Αλέξης,
ευρέθη το Βλαχόπουλο 'ς το μαύρο καβαλάρης.
"Για σύρε συ Βλαχόπουλο 'ς τη βίγλα να βιγλίσεις,
αν είν' πενήντα κ' εκατό χύσου μακέλεψε τους,
κι' αν είναι περισσότεροι, γύρισε μίλησε μας."
Επήγε το Βλαχόπουλο στη βίγλα να βιγλίσει.
Βλέπει Τουρκιά Σαρακηνούς κι' Αράπηδες κουρσάρους,
πλάγια κοκκινίζαν.
'ρχισε να τους διαμετράει, διαμετρημούς δεν είχαν.
Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται.
Σκύβει φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει,
"Δύνεσαι, μαύρε μ', δύνεσαι 'ς το γαίμα για να πλέξης;
-Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι 'ς το γαίμα για να πλέξω,
κι' όσους θα κόψη το σπαθί τόσους θενά πατήσω.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου μ' ένα χρυσό μαντήλι,
μην τύχη λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ' τη ζάλη.
-Σαΐτταις μου αλεξαντριανές, καμιά να μη λυγίσει,
και συ σπαθί μου διμισκί, να μην αποστόμωσεις.
Βόηθα μ', ευχή της μάνας μου και του γονιού μου βλόγια,
ευχή του πρώτου μ' αδερφού, ευχή και του στερνού μου.
Μαύρε μου, άιντε να μπούμε, κι' όπου ο Θεός τα βγάλει!"
'Σ τα έμπα του μπήκε σαν αϊτός, 'ς τα ξέβγα σαν πετρίτης,
'ς τα έμπα του χίλιους έκοψε, 'ς τα ξέβγα δυο χιλιάδες,
και 'ς το καλό το γύρισμα κανένα δεν αφήνει.
Πήρε τ' Αλέξη τα παιδιά, του Κώστα τη γυναίκα,
και το μικρό Βλαχόπουλο την αρραβωνιασμένη.
Προσγονατίζει ο μαύρος του και πίσω του τους παίρνει.
'Στο δρόμο νοπού πήγαινε σέρνει φωνή περίσσα.
"Πού είσαι αδερφέ μου Κωσταντά κι' Αλέξη αντρεϊωμένε;
αν είστε εμπρός μου φύγετε κι' οπίσω μου κρυφτείτε,
τι θόλωσαν τα μάτια μου, μπροστά μου δε σας βλέπω,
και το σπαθί μου ερράγισε, κόβοντας τα κεφάλια,
κι' ο μαύρος λιγοκάρδισε πατώντας τα κουφάρια."
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΓΕΝΗ
Τρίτη εγεννήθη
ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι' όλους τους αντρειωμένους,
νά ρθη ο Μηνάς κι' ο Μαυραϊλής, νά έθη κι' ο γιος του Δράκου
νά ρθη κι' ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι' ο κόσμος.
Κ' επήγαν και τον ηύρανε 'ς τον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τα βουνά, βογγάει, τρέμουν οι κάμποι.
"Σαν τι να σ' ηύρε Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;
-Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι' αγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κ' εγώ σας αφηγιέμαι.
Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια,
που κει συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
παρά πενήντα κ' εκατό, και πάλε φόβο νέχουν,
κ' εγώ μονάχος πέρασα πεζός κι' αρματωμένος,
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια,
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.
Και τόσα χρόνια πού ζησα δω 'ς τον απάνου κόσμο
κανένα δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξυπόλυτο και λαμπροφορεμένο,
πόχει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψομε σε μαρμαρένια αλώνια
κι' όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του."
Κ' επήγαν κ' επαλέψανε 'ς τα μαρμαρένια αλώνια,
κι' όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι' όθε χτυπάει ό Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Η αγάπη της μάνας
για τα παιδιά της εκφράζεται μέσα από τραγούδια που τραγουδούσε όταν τα
νανούριζε. Δείγματα τέτοιων τραγουδιών μπορείτε παραθέτουμε στη συνέχεια
1.
Ύπνε, που
παίρνεις τα μικρά, έλα, πάρε και τοϋτο,
μικρό μικρό σου τό δωκα, μεγάλο φέρε μου το,
μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι,
κ' οι κλώνοι του ν' απλώνωνται 'ς Ανατολή και Δύση.
2.
Να μου το πάρης,
Ύπνε μου, τρεις βίγλαις θα του βάλω,
τρεις βίγλαις, τρεις βιγλάτοραις, κ' οι τρείς αντρειωμένοι.
Βάλλω τον Ήλιο 'ς τα βουνά, τον αετό 'ς τους κάμπους,
τον κυρ Βοριά το δροσερό ανάμεσα πελάγου.
Ο Ήλιος εβασίλεψεν, ο αϊτός αποκοιμήθη,
κι' ο κυρ Βοριάς ο δροσερός 'ς της μάννας του πηγαίνει.
"Γιε μ ', πού σουν χτες, πού σουν προχτές, πού σουν την άλλη νύχτα;
Μήνα με τ’ άστρι μάλωνες, μήνα με το φεγγάρι,
μήνα με τον αυγερινό, πού μαστ' αγαπημένοι;
-Μήτε με τ’ άστρι μάλωνα, μήτε με το φεγγάρι,
μήτε με τον αυγερινό, οπού 'στ' αγαπημένοι,
χρυσόν υγιόν εβίγλιζα 'ς την αργυρή του κούνια."
3.
Ύπνε μου, κ'
επαρέ μου το, κι' άμε το 'ς τα περβόλια,
και την ποδιά του γέμισε τριαντάφυλλα και ρόδα,
Τα ρόδα να 'ν 'της μάννας του, τα μήλα του κυροϋ του,
και τ’ άσπρα τριαντάφυλλα νά ναι του σάντουλού του.
Ό ύπνος τρέφει τα μωρά, κι' ο κάμπος τα βοσκάρια,
κ' εμένα το παιδάκι μου το τρέφουνε τα χάδια.
Ο ύπνος μου 'ς τα μάτια σου κ' η γεια 'ς την κεφαλή σου,
κ' η αγρυπνιά 'ς τον κύρη σου, να κάμη το προικί σου.
Κοιμήσου, που 'ς το γάμο σου, 'ς ταάρραβωνιάσματά σου
θα ανοίξουν ρόδα και ανθοί μέσα 'ς την κάμαρά σου.
Τα χιόνια αλεύρια θα γενούν και τα βουνά δαμάλια,
κ' η θάλασσα γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια
4.
Χήνα μου, άπλωσ' τα φτερά, να πλύνω του παιδιού μου,
αϊτέ μου, τα φτερούγια σου, ν' απλώσω τα’αγοριού μου,
και συ, αηδόνι μου χρυσό, 'ς την κούνια να καθήσης,
με τη γλυκιά σου τη φωνή να μου το νανουρίσεις,
και σαν το ιδείς να κοιμηθεί, τα μάτια του να κλείσει,
τρέξε τον Ύπνο φώναξε να μου το σεργιανίσει.
Έλα, Ύπνε, και πάρε το, πάν το 'ς τα περιβόλια,
και γέμισε τους κόρφους του τριαντάφυλλα και ρόδα,
τα ρόδα θα ειν' της μάνας του και τα΄άνθη του κυρού του
και τα χρυσά τριαντάφυλλα θα νά είναι του νονού του.
5.
Κοιμήσου αστρί,
κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι,
κοιμήσου, που να σε χάρη ο νιος που θα σε πάρει.
Κοιμήσου, που παράγγειλα 'ς την Πόλη τα χρυσά σου,
'ς τη Βενετιά τα ρούχα σου και τα διαμαντικά σου.
Κοιμήσου, που σου ράβουνε το πάπλωμα 'ς την Πόλη,
και σου το τελειώνουνε σαρανταδυό μαστόροι,
'ς τη μέση βάνουν τον αετό, 'ς την άκρη το παγόνι.
Νάνι του ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ ’αγγόνι.
Κοιμήσου και παράγγειλα παπούτσια 'ς τον τσαγκάρη,
να σου τα κάνη κόκκινα με το μαργαριτάρι.
Κοιμήσου μέσ' 'ς την κούνια σου και 'ς τα παχιά πανιά σου,
η Παναγιά η δέσποινα να είναι συντροφιά σου.
6. Το παρακάτω
χιακό νανούρισμα είναι του δήμου Μαστιχοχωρίων που αποτελείται από 21
χωριά και η μάνα δίνει ευχή στο παιδί της να πλουτίσει και να ιδρύσει 21
σχολεία ένα σε κάθε χωριό, αφού οι δημοτικοί άρχοντες έχοντας ξεχάσει
τις υποχρεώσεις τους προς το έθνος δε φροντίζουν γι’ αυτό
Κάμε, Χριστέ
τσαι Παναγιά, τσαι θρέψε το παιδί μου,
να μεγαλώσει να θραφεί, καλό παιδί να γίνει.
Τύχη χρυσή ας του δίνετε τσαι φώτιση μεγάλη,
να μάθη γράμματα πολλά τσαι φρόνιμο να γίνει,
για να τσερδίτζη χρήματα, παντού καλά να κάμνει,
ένα τσαι είκοσι σκολειά μ' αληθινούς δασκάλους,
να μάθουν γράμματα οι φτωχοί, αθρώποι να γενούνε,
να μάθουν πως ρφανέψαμεν από τους άρχοντάς μας,
να μάθουν πως ξεχάσαμεν του γένου μας τα φρένα,
πώς ο καθείς μας χρεωστεί βοήθειαν να δίνη
είς τα σκολειά, 'ς τοις εκκλησιές τσαι 'ς τα ορφανεμένα.
Του παιδάκι
μου το γάμο, Πασχαλιά θε να τον κάμω.
Θα καλέσω τον
Βεζύρη να βαστάει το πεσκίρι
και του Μπέη
τον υγιο να μάς κουβανάει νερό.
Έλα Χριστέ μ’ και Παναγιά, και παν το στις μπαχτσέδες
και γιόμοσε
τον κόρφο του αφράτες μενεξέδες
2.ΤΗΣ
ΞΕΝΙΤΙΑΣ
Ο ξενιτεμός ήταν βαρύς κι αβάσταχτος. Ο κόσμος σε παλιότερες εποχές δεν
πολυταξίδευε, ήταν άμαθος και δεν άντεχε τα ξένα. Ο αποχωρισμός ήταν
σκληρός.
Την ξενιτειά, την άρφανιά, την πίκρα, την άγάπη,
τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βαρύτερα ειν' τα ξένα.
Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάνη μαύρα,
για να ταιριάζη η φορεσιά με της καρδιάς τη λάβρα.
Αυτά έλεγε ο λαός μας, γιατί την ξενιτιά την είχε βαρύτερη κι απ' το
θάνατο. Κι ακόμα λέει:
Παρηγοριά 'χει ο θάνατος
και λησμοσύνη ο χάρος
ο
ζωντανός ο χωρισμός
παρηγοριά δεν έχει
Η ξενιτιά έχει βάσανα, πίκρες, καημούς και πόνους. Μαγεύει, ξελογιάζει,
πικραίνει τους γονιούς μαραίνει τις νιές, χωρίζει τα ζευγάρια. Ο πόνος
ξεχύνεται σ' αυτά τα τραγούδια, τα ωραιότερα της δημοτικής μας
φιλολογίας
Αχ! η ξενιτιά το χαίρεται
Τζιβαέρι μου
το μοσχολούλουδό μου,
σιγανά, σιγανά και ταπεινά
Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο
πουλί χαμένο που να σταθώ
Μαράζωσα στην
ξενιτιά,
εδώ στα μαύρα ξένα,
όλη μερούλα μοναχός,
το βράδυ λυπημένος.
Πανάθεμά σε ξενιτιά!
Τίνος να τον πω τον πόνο πο(υ) 'χω εγώ;
Στο παρακάτω δημοτικό παρουσιάζεται ο πικρός αποχωρισμός
μάνας και γιου:
Αλησμονώ και
χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι,
θυμούμαι και την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
- Σήκω μάνα μ' και ζύμωσε του γιου σου παξιμάδι.
Με πόνο βάζει το νερό, με δάκρυ κοσκινίζει,
και με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρο.
- Άργησε φούρο να καείς κι εσύ νερό να γένεις,
για να περάσει ο κερατζής και ν' απομείνει ο γιος μου.
Ο πόνος της ξενιτιάς
διαγράφεται και στο επόμενο τραγούδι:
Ξενιτεμένο μου πουλί
και παραπονεμένο,
η ξενιτειά σε χαίρεται κ' εγώ χω τον καϊμό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο μαδειέται,
σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει.
Να στείλω με τα δάκρυα μου μαντήλι μουσκεμένο,
τα δάκρυα μου είναι καυτερά, και καίνε το μαντήλι.
Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδησω;
Σηκώνομαι τη χαραυγή γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάταις,
κοιτάζω τοις γειτόνισσες και τοις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα μικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και μπαίνω μέσα, κάθομαι, και μαύρα δάκρυα χύνω.
Πολλές φορές παρά
τον πόνο του αποχωρισμού η ξενιτιά ξεπλανεύει τον ξενιτεμένο:
"Σ' αφήνω γεια,
μαννούλα μου, σ' αφήνω γεια, πατέρα,
έχετε γεια, αδερφάκια μου και σεις ξαδερφοπούλαις.
Θα φύγω, θα ξενιτευτώ, θα πάω μακριά 'ς τα ξένα.
Θα φύγω, μάννα, και θα ρτώ και μην πολυλυπιέσαι.
Από τα ξένα που βρεθώ, μηνύματα σου στέλνω
με τη δροσιά της άνοιξης, την πάχνη του χειμώνα,
και με τ’ αστέρια τ’ ουρανού, τα ρόδα του Μαΐου.
Θανά σου στέλνω μάλαμα, θανά σου στέλνω ασήμι,
θανά σου στέλνω πράματα, π' ουδέ τα συλλογιέσαι.
-Παιδί μου, πάαινε 'ς το καλό κι' όλοι οι αγιοί κοντά σου,
και της μανούλας σου η ευχή να είναι για φυλαχτό σου,
να μη σε πιάνει βάσκαμα και το κακό το μάτι.
Θυμήσου με, παιδάκι μου, κ' εμέ και τα παιδιά μου,
μη σε πλανέσει η ξενιτιά και μας αλησμονήσεις.
-Κάλλιο, μανούλα μου γλυκεία, κάλλιο να σκάσω πρώτα,
παρά να μη σας θυμηθώ 'ς τα έρημα τα ξένα."
Δώδεκα χρόνοι απέρασαν και δεκαπέντε μήνες,
καράβια δεν τον είδανε, ναύτες δεν τόνε ξέρουν.
Πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει,
τρίτο φιλί φαρμακερό τη μάνα αλησμονάει.
3. ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Ο πόνος της αγάπης ποτέ δεν έλειψε. Σε όλες
τις εποχές ο ερωτικός καημός ήταν αγιάτρευτος. Και με τη φτώχεια και με
την καλοπέραση. Η νιότη και η ομορφιά
ήταν τα καλά του κόσμου και ο λαός τα τραγούδησε. Τραγούδησε έντονα την
ευαισθησία και την τρυφερότητα, τον καημό της νιας και το μαράζωμα του
παλικαριού. Έχτισε την πιο λιτή κι ευγενική ποίηση ,τα δημοτικά
τραγούδια της αγάπης
Δεν
μπορώ μανούλα μ' δε μπορώ.
Αχ!
σύρε να φέρεις το γιατρό,
να
μου γιάνει μάνα τον καημό...
Σου
'πα μάνα μ' καλέ μάνα μ'.
Σου
'πα μάνα μ' πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με...
Ο ήλιος βασιλεύει κι
η μέρα σώνεται,
κι ο νους μου απ' την αγάπη δε συμμαζώνεται.
Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου,
κι ανύπαντρος θα μείνω για το χατήρι σου,
έβγα στο παραθύρι κρυφά απ' τη μάνα σου,
και κάνε πως ποτίζεις τη ματζουράνα σου.
Τέσσερα πορτοκάλια τα δυο σαπίσανε,
ήρθα για να σε πάρω μα δε μ' αφήσανε.
Σαμιώτισα Σαμιώτισα
πότε θα πας στη Σάμο;
Ρόδα θα ρίξω στο γιαλό Σαμιώτισα
για νάρθω να σε πάρω.
Με τη βαρκούλα που
θα πας
χρυσά πανιά θα βάλω
μαλαματένια τα κουπιά σαμιώτισα,
θα στείλω να σε πάρω
Και με τα μαύρα
σ’αγαπώ
και με τα
λερωμένα
και με τα ρούχα
της δουλειάς,
Σαμιώτισα τρελαίνομαι για σένα.
.
Τον καημό της αγάπης
περιγράφει και το παρακάτω δημοτικό:
"Νά χα νεράντζι νά
ρηχνα 'ς το πέρα παραθύρι,
να τσάκιζα το μαστραπά πού χει το καρυοφύλλι.
Για σε το λέγω, αγάπη μου, που σαι 'ς το παραθύρι.
Το μαντηλάκι που κεντάς εμένα ναν το στείλης,
και μην το στείλης μοναχό, παρά με την κυρά του."
Και η κόρη το παράκουσε και μοναχό το στέλνει.
Στα γόνατά του τ' άπλωσε και το συχνορωτάει.
"Γιά πες μου, μαντηλάκι μου, αν μ' αγαπά η κυρά σου.
-Όντας σε συλλογίζεται και σε καλοθυμάται,
σα θάλασσα βουρλίζεται, σαν κύμα δέρνει ο νους της,
σαν το ψαράκι του γιαλού βροντοχτυπάει η καρδιά της.
Όντας σε γλέπη και περνάς κι' ακούη τη λαλιά σου,
πηδάει από τον τόπο της και ροδοκοκκινίζει.
Όντας αργήση να σε ιδή στέκεται μαραμμένη,
κι' όπου κι' α στέκη μοναχή κλαίει κι' αναστενάζει."
ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ ΠΙΑ
(ΜΙΚΡΑΣΙΑ)
Από τα
πολλά που μούχεις καμωμένα
δε σε θέλω πια
τα σωθικά μου τάχεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια.
.
Δε μ’ αρέσουν πλέον τα γινάτια
δεν ποθώ για τα γλυκά σου μάτια
παίζω και γελώ
κι άλλην αγαπώ
στο’ πα κι άλλη μια
πως δε σε θέλω πια.
.
Μη μου μιλάς πως δε μπορείς να ζήσεις
δε σε θέλω πια
στον ίδιο τόπο αν ζήσεις κι αν δε ζήσεις
δε σε θέλω πια
.
ΜΗΛΟ
ΜΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
(ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ)
Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο
γιατί μι μάρανες το (μ)πικραμένο
γιατί μι μάρανες το (μ)πικραμένο.
.
Πηγαίνω κι έρχομαι μα δε συ βρίσκω
πηγαίνω κι έρχομαι μα δε συ βρίσκω
βρίσκω τη (μ)πόρτα σου αμπαρωμένη
τα παραθύρια σου φεγγοβολούνε.
.
Ρωτώ το πάπλωμα που ειν' η κυρά σου
ρωτώ το πάπλωμα που είν' η κυρά σου
κυρά μ' δεν είνι δω πάεισι τση βρύση
πάεισι να πιει νιρό και να γεμίσει.
Ο
ΑΓΓΕΛΟΣ
(ΧΙΟΥ)
. Ένα καιρό
ήμουν Άγγελος
τώρα αγγελίζουν άλλοι
στη βρύση που' πινα νερό
τώρα το πίνουν άλλοι.
.
Άγγελος είσαι μάτια μου
κι αγγελικά χορεύεις
κι αγγελικά πατείς στη γη
κι όλους τους νιους μαραίνεις.
.
Αν ήξερες τον πόνο μου
και μέσα την καρδιά μου
τα μάτια σου θα τρέχανε
όπως και τα δικά μου.
4. ΝΥΦΙΑΤΙΚΑ
ΟΤΑΝ
ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΠΙΤΙ Η ΝΥΦΗ
Σειστήτ', αόρια και βουνά, λαγκάδια με τα δάση,
κ' η μάννα το παιδάτσι τση κλαίει πως θα το χάσει.
Μ' από χαρά νεγρίνιασε, κι' από χαρά τση κλαίει,
κάθε γονιού ν' αξιώνει ο θιος παιδιά του να παντρεύγει.
Κλαίνε απαρηγόρητα και τα πουλιά 'ς τα δάση,
κλαίει σε κ' η φτωχολογιά γιατί θε να σε χάση.
Επήραμε την πέρδικα, την πενταπλουμισμένη,
κι' αφήκαμε τη γειτονιά σα χώρα κρουσεμένη,
σαν εκκλησιά αλειτούργητη, σα νερατζά κομμένη.
ΟΤΑΝ ΦΘΑΝΟΥΝ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΒΡΟΥ
Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι,
το ταίρι σού ναι ζηλευτό κι' όμορφο παλικάρι.
Στο σπίτι το πεθερικό, 'ς τη γειτονιά οπού ρθες,
σαν κυπαρίσσι να σταθείς, σαν πρίνος να ρίζωσης,
και σα μηλιά γλυκομηλιά ν' ανθίσεις, να καρπίσεις,
υγιούς εννιά ν' αξιωθείς και μια γλυκομηλίτσα.
ΓΙΑ
ΤΗ ΝΥΦΗ
Ωραία που 'ναι η νύφη μας ,ωραία τα προικιά της
ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.
Νύφη
μου να τα χαίρεσαι τα δέκα δακτυλά σου
που
κόψανε και ράψανε τα ωραία τα προικιά σου.
Ενα
τραγούδι θα σας πώ, απάνω στο λεμόνι
να
ζήσει η νύφη και ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ενα
τραγούδι θα σας πω , απάνω στη δεκάρα
να
ζήσει η νύφη και ο γαμπρός,κουμπάρος και κουμπάρα
Ενα
τραγούδι θα σας πω, απάνω στο ρεβύθι
χαρά
στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη.
Ενα
τραγούδι θα σας πω , απάνω στο κεράσι
τ'
αντρόγυνο που έγινε να ζήσει , να γεράσει
ΣΗΜΕΡΑ ΓΑΜΟΣ
ΓΙΝΕΤΑΙ
Σήμερα γα- σημερα γάμος γίνεταισ'ωραίο περιβόλι, σ'ωραίο περιβόλι
Σήμερα απο- σήμερα αποχωρίζεταιη μάνα απο την κόρη, η μάνα απο την κόρη
Ανοιξαν τα- ανοίξαν τα ουράνιακαι ο Χριστός εφάνη, και ο Χριστός εφάνη
να πει τα κα- να πει τα καλορίζικάστο νέο το ζευγάρι, στο νέο το
ζευγάρι.
Γάμπρε τη νυ- γαμπρέ τη νύφη ν'αγαπάςνα μη τηνε μαλώνεις, να μη τηνε
μαλώνεις
σα γλάστρα με- σα γλάστρα με βασιλικόνα τηνε καμαρώνεις, να τηνε
καμαρώνεις.
Κουμπάρε που- κουμπάρε που στεφάνωσεςτα δύο κυπαρίσσια, τα δύο
κυπαρίσσια
να σ'αξιω- να σ'αξιώσει ο θεόςνα κάνεις και βαφτίσια, να κάνεις και
βαφτίσια
4.
ΤΗΣ ΤΑΒΛΑΣ ή ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΑ
Τα τραγούδια της τάβλας ή του τραπεζιού, τα
τραγουδούν καθιστοί στα τραπέζια. Στους γάμους, στα πανηγύρια, στις
γιορτές, το γλέντι αρχίζει με μεζέδες, κρασί και αυτά τα ομαδικά
τραγούδια. Σ' αυτά φαίνεται ο καλός τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών,
που πρέπει να έχει πείρα, γνώση, μέτρο κι εκφραστικότητα……………………………………………………………………………………………………..
Κάτω στα
δασά πλατάνια στην κρυόβρυση
κάθονταν και τρων και πίναν Διαμαντούλα...
Πότες θα κάμει ξαστερά
Ε! πότες θα φλεβαρίσει...
5.
ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Ενδιάμεσα στα τραγούδια του τραπεζιού ή στο τέλος, τραγουδιούνται τα <<γυρίσματα>>.
Είναι εύθυμα και πεταχτά λιανοτάγουδα, γρήγοροι ρυθμοί με αστεία και
παιχνιδίσματα. Έχουν κεφάτα δίστιχα, χορικές εκτονώσεις με κεράσματα και
τσουγκρίσματα.
Η γήρα μες
στο στάρι κι ο βίκος στη φακή
Κορίτσι
φιλημένο, δεν κάνει προκοπή...
Πολλά
τραγούδια είπαμε, καμιά σταλιά δεν ήπιαμε.
Δωσ' του να
πάει κάτω, για να βρει η κορφή τον πάτο...
6.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ
Είναι κρητικά τραγούδια, που αποτελούνται από ομοιοκατάληκτα δίστιχα ή
τετράστιχα, σε καθιστικούς ή χορευτικούς σκοπούς. Είναι διασκεδαστικά,
ερωτικά, παινευτικά ή περιπαιχτικά.
Κάλλια 'χω
εσένα να θωρώ
παρά διαμάντια να φορώ...
Κορίτσι μου, κορίτσι μου
που πήρες το χωριάτη
και βγάζει τα παπούτσια του
απάνω στο κρεβάτι...
7. ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Είναι θρηνητικά τραγούδια που αποτελούν φόρο στους νεκρούς. Έχουν οργα-
νικό σκοπό, ελεύθερου ρυθμικού τύπου.
Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου, το ντέρτι της
καρδιάς μου;
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά; ψηλά είστε δεν τ' ακούτε,
να σας το ειπώ ψηλά δεντρά; φυσάει βοριάς, το παίρνει,
να σας το ειπώ χαμόκλαρα; φυσάει νοτιά, το παίρνει.
Εγείραν τα δεντρόφυλλα κι' ακούμπησαν 'ς το χιόνι,
σε μελετάει ταχείλι μου, μέσα η καρδιά μου λειώνει.
ΟΤΑΝ
ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΚΡΟΝ
Αυτού που
βούλεσαι να πας, κι' όπου ξεπερατιέσαι,
αν εύρεις νιους χαιρέτα τους, και νιες κουβέντιασέ τους,
κι' αν εύρης και μικρά παιδιά γλυκά παργόρησέ τα.
Μην κάμεις νιες να κλάψουνε και νιους ν' αναστενάξουν,
μην κάμεις και μικρά παιδιά και θυμηθούν τη μάννα.
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ' άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειές μανάδες,
ούτε θα βγουν τ' άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
Είχα μηλιά 'ς
την πόρτα μου και δέντρο 'ς την αυλή μου,
και τέντα κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο,
και κυπαρίσσι ολόχρυσο κ' ήμουν ακουμπισμένη,
είχα κι' ασημοκάντηλο 'ς το σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξερριζώθη,
και η τέντα η κατακόκκινη, και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κ' ετσακίστη,
τασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δε φωτάει.
ΜΑΝΑΣ ΚΛΑΙΜΑ
Αυτού που πας στη Μαύρη Γης, φτού που θα μπείς στον Άδη,
μην μας ξεχάσεις, άμοιρε, και μη μας λησμονήσεις,
γιατί λυπούνται τα παιδιά και κλαίν και λαχταρίζουν,
που’ μείναμε στην ορφανιά, στον Κάμπο ξαπλωμένα,
κι άλλος τα λέει κακόμοιρα, κι άλλος κατακαϋμένα,
κι έρχονται στη μανούλα τους κι ούλο παραπονιούνται:
Μάνα γιατί είμαστε ορφανά και μαυροφορεμένα;
Για στολισέ μας, τ’ ορφανά, κι ας είν’ και μαύρα ρούχα,
να πα να γονατίσουμε στο μνήμα του πατέρα,
να τον παρακαλέσουμε να ξανάρθει στο σπίτι,
για να μην κλαίς, μανούλα μου, και να μην κοπανιέσαι,
και αν δεν θελήσει για να ‘ρθει, να κάτσουμε κοντά του,
για να μας έχει συντροφιά, να τον παρηγοράμε.
Για πες μου,
τι του ζήλεψες αυτού του Κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε,
ευτού συδυό δεν κάθουνται, συντρείς δεν κουβεντιάζουν,
είναι κ' οι νιοι ξαρμάτωτοι, κ' οι νιαις ξεστολισμέναις,
και των μαννάδων τα παιδιά σα μήλα ραβδισμένα.
Γιατί είναι
μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
Κι' ουδ' άνεμος τα πολεμά, κι' ουδέ βροχή τα δέρνει,
μόνε διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντες κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα 'ς τη σέλλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, κ' οι νέοι γονατίζουν,
και τα μικρά παιδόπουλα τα χέρια σταυρωμένα.
"Χάρε μου, διάβ' από χωριό, κάτσε σε κρύα βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό, κ' οι νιοι να λιθαρίσουν,
και τα μικρά παιδόπουλα λουλούδια να μαζώξουν.
-Ανεί διαβώ ναπό χωριό, αν από κρύα βρύση,
έρχονται οι μάνναις για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ' αντρόγενα και χωρισμό δεν έχουν."
Εσύ, παιδί μου,
εκίνησες να πας 'ς τον Κάτου κόσμο,
κι' αφήνεις τη μανούλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;
που κι' αν τον ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι' αν τον αφήσω 'ς τα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχώρισμό σου;
Αν πέσουνε 'ς τη μαύρη γης, χορτάρι δε φυτρώνει,
αν πέσουνε 'ς τον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε 'ς τη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι' αν τα σφαλίσω 'ς την καρδιά, γλήγορα σ' ανταμώνω
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΜΑΝΑΣ ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ
Κόρη μου, σε κλειδώσανε κάτω 'ς
την Αλησμόνη,
που 'ς τό μπα δίγουν τα κλειδιά, 'ς το έβγα δεν τα δίγουν,
και 'ς το μπαινοξανάβγαρμα σφιχτά σε μανταλώνουν,
που κόρη μάννας δε μιλεί, μηδέ 'ς την κόρη η μάννα,
μηδέ τα τέκνα 'ς τους γονιούς, μηδέ οι γονιοί 'ς τα τέκνα,
κι' ο βασιλές ακόμη κει με όλους μας ειν' ίσια.
Εκεί 'ν'τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι ραχνιασμένοι,
εκεί μεγάλοι και μικροί ειν' ανακατεμένοι.
ΤΟ
ΔΕΙΠΝΟ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
[Κατά τας παλαιάς δοξασίας των
γερμανικών λαών τα δάκρυα των οικείων ενοχλούν τον νεκρόν εν τω τάφω,
διότι ως θρόμβοι αίματος κατασταλάζουν εις τα στήθη του. Τοιαύτη δοξασία
είναι άγνωστος εις τον έλληνικόν λαόν. Αλλά εν μοιρολόγιον εκφράζει την
ιδέαν ότι από τα πολλά δάκρυα, τα
χυνόμενα καθ' εκάστην επϊ του τάφου,
ενδεχόμενον να εξαφανισθή ο νεκρός και να γυρίση πίσω. Το δε κατωτέρω
μοιρολόγιον, δια πλαστικής διασκευής της ιδέας του εξαφανισμού, σκοπεί
να υποδείξη παραστατικώς την ανάγκην του περιορισμού των θρήνων δια της
διακοπής αυτών από της δύσεως του ηλίου, όπως οι πενθούντες δύνανται να
διέλθουν ατάραχον την νύκτα.]
Παρακαλώ σε, μάννα μου, μια χάρη να μου κάμης,
ποτέ σου γέρμα του γηλιού μην πιάνης μοιρολόγι,
γιατί δειπνάει ο Χάροντας με τη Χαρόντισσά του.
Κρατώ κερί και φέγγω τους, γυαλί και τους κερνάω,
κι' άκουσα τη φωνοϋλα σου κ' εσπάραξε η καρδιά μου,
και μου ραγίστη το γυαλί και το κερί μου σβήστη,
και στάζει η στάλα του κεριού μέσ' 'ς τους αποθαμένους,
καίει των νυφάδων τα χρυσά, του νιώνε τα στολίδια.
Θυμώνει ο Χάρος με τα με, 'ς τη μαύρη γης με ρήχνει,
το στόμα μ' αίμα γιόμισε, ταχεϊλι μου φαρμάκι.
ΤΟΥ
ΛΕΒΕΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ
[Την επιθανάτιον άγωνίαν φαντάζεται ο
ελληνικός λαός ως πάλην του θνήσκοντος προς τον Χάρον, εξ ου και αι
φράσεις παλεύει με το Χάρο, χαροπαλεύει, είναι 'ς το χαροπάλεμα επί του
ψυχορραγούντος. Παραπλήσιαι φράσεις φέρονται και εις άλλας ευρωπαϊκάς
γλώσσας, αλλ' ενώ εν ταύταις έχουν απλώς τροπικήν σημασίαν, εν τη
ελληνική διατηρείται οπωςδήποτε και η μυθολογική παράστασις,
συνυπονοουμένης αληθούς σωματικής πάλης. Η έκβασις του τοιούτου αγώνος
δεν είναι αμφίβολος. Εν τη πάλη προς τον δαίμονα του θανάτου υποκύπτει
μοιραίος και ο ανδρειότατος των θνητών. Ούτω καταπαλαισθεϊς υπό του
Χάρου απέθανε και ο Διγενής, το δε περί τούτου άσμα είναι το πρότυπον
προς το οποίον προσηρμόσθησαν τα λοιπά περί της πάλης άλλων ανθρώπων
προς τον Χάρον.]
Λεβέντης ερροβόλαγε από τα κορφοβούνια,
με το μαντήλι 'ς το λαιμό, το βαροκεντημένο.
Είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα,
κ' έστριφτε το μουστάκι του και ψιλοτραγουδοϋσε.
Κι' ό Χάρος τον αγνάντεψε από ψήλη ραχούλα,
καρτέρι πάει και τόβαλε 'ς ένα στενό σοκάκι.
'Γεια σου, χαρά σου, Χάροντα. - Καλό 'ς το το λεβέντη.
Λεβέντη μ', πούθεν έρχεσαι, λεβέντη μ', πού πηγαίνεις;
-Από τη μάντρα μου έρχομαι, 'ς το σπίτι μου πηγαίνω.
Πάου να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω.
-Λεβέντη μ', μ' έστειλε ο Θεός, να πάρω την ψυχή σου.
-Χωρίς ανάγκη κι' αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω.
Μον' έβγα να παλέψουμε σε μαρμαρένιο αλώνι,
κι' α με νικήσης, Χάροντα, να πάρης την ψυχή μου,
κι' α σε νικήσω πάλι εγώ, πήγαινε 'ς το καλό σου."
Πιαστήκαν και παλεύανε απ' το πουρνό ως το βράδυ,
κ' εκεί 'ς το γύρισμα του ηλιού που τρέμ' να βασιλέψη
ακούν το νιο που βόγγυξε και βαριαναστενάζει.
"Άσε με, Χάρε μ', άσε με παρακαλώ να ζήσω,
τι έχω τα πρόβατα άκουρα και το τυρί 'ς το ζύγι,
τι έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν της πρέπει,
τι έχω παιδί κ' είναι μικρό κι' ορφάνια δεν του μοιάζει.
-Τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγειέται,
και ταρφανό πορεύεται κ' η χήρα κυβερνειέται."
8. ΠΑΤΙΝΑΔΕΣ
Οι πατινάδες δεν είναι καθιστικά
τραγούδια αλλά ούτε και χορευτικά. Είναι τραγούδια της αγάπης,
τραγουδισμένα από σπίτι σε σπίτι, στους δρόμους του χωριού, με συνοδεία
οργάνων. Το παρακάτω τραγούδι τραγουδιέται σε γάμους
Σήμερα γα- σήμερα
γάμος γίνεται σ' ωραίο περιβόλι, σ'ωραίο περιβόλι
Σήμερα απο- σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη, η μάνα από την κόρη
Άνοιξαν τα- ανοίξαν τα ουράνια και ο Χριστός εφάνη, και ο Χριστός εφάνη
να πει τα κα- να πει τα καλορίζικά στο νέο το ζευγάρι, στο νέο το
ζευγάρι.
Γάμπρε τη νυ- γαμπρέ τη νύφη ν' αγαπάς να μη τηνε μαλώνεις, να μη τηνε
μαλώνεις
σα γλάστρα με- σα γλάστρα με βασιλικό να τηνε καμαρώνεις, να τηνε
καμαρώνεις.
Κουμπάρε που- κουμπάρε που στεφάνωσες τα δύο κυπαρίσσια, τα δύο
κυπαρίσσια
να σ'αξιω- να σ' αξιώσει ο θεός να κάνεις και βαφτίσια, να κάνεις και
βαφτίσια.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΓΙΑ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ
Να 'σαν τα νειάτα
δυο φορές, τα γερατιά καμμία,
να ξανανιώσω μια φορά, να γίνω παληκάρι,
να βάλω το φεσάκι μου, να πάω στο παζάρι,
για να πουλήσω γερατιά και ν' αγοράσω νειάτα.
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ
|