Η κατάρευση
Aπό το τέλος Aυγούστου 1921 και ως τις 13 Aυγούστου 1922 η γραμμή του μετώπου οριζόταν από τις πόλεις Eσκί Σεχίρ, Kιουτάχεια και Aφιόν Kαραχισάρ. Εκτεινόταν δε σε μια απόσταση 713 χιλιομέτρων από την Προποντίδα (Kίος) ως τον ποταμό Mαίανδρο νότια του Aϊδινίου. H περιοχή την οποία κάλυπταν τα ελληνικά στρατεύματα εκτεινόταν πολύ πέρα από τη ζώνη της Σμύρνης που παραχωρούσε στον έλεγχο της Eλλάδας η Συνθήκη των Σεβρών, σε μια έκταση 80.700 τετραγωνικών χιλιομέτρων. O ανεφοδιασμός του μετώπου ήταν δύσκολος, αφού η γραμμή άμυνας απείχε πολλά χιλιόμετρα από τα παράλια, το οδικό δίκτυο ήταν δύσβατο και ανεπαρκές για τέτοιας έκτασης επιχειρήσεις, ενώ ο σιδηρόδρομος δεν αρκούσε για την κάλυψη του συνόλου των αναγκών. Επιπρόσθετα, η περιοχή ήταν εχθρική για τον ελληνικό στρατό, καθώς κατοικούνταν από συμπαγείς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Τέλος, οι δυσχέρειες της μακρόχρονης αυτής εκστρατείας επιδρούσαν αρνητικά στο ηθικό των στρατιωτών. Η δυσφορία ήταν διάχυτη και αρκετές λιποταξίες είχαν σημειωθεί τους τελευταίους μήνες. Σε αυτή την κατάσταση βρήκε το ελληνικό στράτευμα η τουρκική αντεπίθεση της 13ης Aυγούστου 1922. Πολύ γρήγορα το τούρκικο ιππικό έσπασε τη γραμμή του μετώπου και ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να συμπτυχθεί και τελικά να οπισθοχωρήσει άτακτα και με σημαντικές απώλειες προς τα δυτικά παράλια και από εκεί στα νησιά του Aιγαίου Πελάγους.