·
Η
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μπορούν να
χωριστούν σε διάφορες κατηγορίες: Η διαδικασία
αναχώρησης των ελληνικών πληθυσμών καθορίστηκε από τις
διαφορετικές συνθήκες της ιστορικής τους ύπαρξης. Στα
δυτικά μικρασιατικά παράλια, περιοχή με συμπαγές και
ακμάζον ελληνικό στοιχείο, ο αιματηρός διωγμός
εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων κορυφώθηκε μετά την
καταστροφή της Σμύρνης, το Σεπτέμβριο του 1922.
Αντίθετα, στην Ανατολική Θράκη η παρουσία ελληνικών
στρατευμάτων επέτρεψε την ειρηνική εκκένωση της
περιοχής.
Οι ορθόδοξοι, τουρκόφωνοι, στην πλειονότητά
τους, κάτοικοι της κεντρικής και νότιας Μικράς Ασίας
αναχώρησαν οργανωμένα κάτω από την εποπτεία της Διεθνούς
Μικτής Επιτροπής από τον Οκτώβριο του 1923 έως το 1925.
Στον Πόντο η έξοδος πήρε διαφορετική μορφή. Αν και οι
παραλιακές περιοχές εκκενώθηκαν σύμφωνα με τους όρους
της Σύμβασης της Ανταλλαγής, στις ορεινές περιοχές
δημιουργήθηκε αντάρτικο κίνημα αντίστασης στη μοίρα του
ξεριζωμού. Αρκετές κοινότητες, με την καθοδήγηση ένοπλών
σωμάτων, έφυγαν προς τον Καύκασο ελπίζοντας στη σύντομη
επιστροφή τους.
Ο τρόπος και ο χρόνος αναχώρησης καθόρισαν το
σχηματισμό δύο κατηγοριών προσφύγων. Στην πρώτη
εντάσσονται αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν
από το 1922, οι κανονικά ανταλλαγέντες και οι κάτοικοι
της Ανατολικής Θράκης, οι οποίοι μπόρεσαν να διασώσουν
την κινητή περιουσία τους ή μέρος αυτής, σε αντίθεση με
το μεγάλο ποσοστό εκείνων που έχασαν τα πάντα με την
καταστροφή. Πέρα από αυτό, μεταξύ του πολυάριθμου
προσφυγικού πληθυσμού υπήρχαν οικονομικές και κοινωνικές
διακρίσεις, πολιτιστικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες,
οι οποίες, ως ένα βαθμό, αμβλύνονταν από την κοινή μοίρα
του ξεριζωμού. Για τον αριθμό των προσφύγων δεν υπάρχουν
ακριβή στοιχεία εκτός από εκείνα της απογραφής του 1928,
στην οποία καταγράφονται 1.221.849 πρόσφυγες
(περιλαμβάνονται 117.633 προερχόμενοι από τη Βουλγαρία,
Καύκασο και αλλού) και διακρίνονται σε 673.025 αστούς
και 578.824 αγρότες.
Ο διαχωρισμός έγινε με βάση τον τρόπο
αποκατάστασής τους στην Ελλάδα και σε καμιά περίπτωση
δεν δηλώνει το προηγούμενο επάγγελμα ή τον τόπο
κατοικίας τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούσαν το
μεγαλύτερο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού, καθώς πολλοί
άνδρες εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Αν υπολογίσουμε το
υψηλό ποσοστό θνησιμότητας λόγω των επιδημιών και των
άθλιων συνθηκών διαβίωσης και το γεγονός της αναχώρησης
πολλών προσφύγων σε άλλες χώρες, καταλήγουμε στο
συμπέρασμα ότι σαφώς μεγαλύτερος πληθυσμός φυγάδων
ζήτησε καταφύγιο στο ελληνικό κράτος. Η χώρα με πληθυσμό
μόλις πέντε εκατομμύρια κατοίκους, με κλονισμένη
οικονομία και αποδιοργανωμένη κρατική μηχανή, βρέθηκε
αντιμέτωπη με τα τεράστια προβλήματα τα οποία
συνεπαγόταν η άφιξη τόσων εξαθλιωμένων ανθρώπων.
Τα κριτήρια με τα οποία τα κατά τόπους
εποικιστικά γραφεία επέλεγαν το χώρο για την εγκατάσταση
των προσφύγων ήταν οικονομικής και εθνικο - πολιτικής
φύσεως. Η δημιουργία αγροτικών προσφυγικών οικισμών
αποσκοπούσε στην κάλυψη του δημογραφικού κενού που είχαν
δημιουργήσει οι απώλειες των πολέμων στους ενήλικους
άνδρες - το πιο σημαντικό τμήμα του ενεργού πληθυσμού -
και στη συνέχεια η αναχώρηση των μουσουλμάνων
καλλιεργητών, κυρίως από τις καπνοπαραγωγικές περιοχές,
ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια της αγροτικής παραγωγής
και η είσπραξη των προσόδων. Κυρίως όμως επεδίωκε την
επίτευξη εθνικής ομοιογένειας στις Νέες Χώρες, με τη
δημογραφική ενίσχυση του ελληνικού πληθυσμού και τη
διάσπαση και αραίωση των σλαβόφωνων κατοίκων, που ήταν
εγκατεστημένοι στο βόρειο και μεθόριο τμήμα της
Μακεδονίας, και τη δημιουργία προσφυγικών οικισμών στις
παραμεθόριες περιοχές που θα κάλυπταν τις αμυντικές και
στρατιωτικές ανάγκες της χώρας.
Μέχρι το 1928 δημιουργήθηκαν 2.085 αγροτικοί
οικισμοί, στους οποίους εγκαταστάθηκαν 145.127
οικογένειες. Από αυτές, 87.084 εγκαταστάθηκαν από την
ΕΑΠ σε 1.088 οικισμούς στη Μακεδονία, 41.828 σε 623
οικισμούς στη Θράκη και 4.962 σε 212 οικισμούς στην
Κρήτη. Οι υπόλοιπες εγκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ ή το
κράτος σε διάφορες περιοχές της χώρας».
Ο πληθυσμός της
Ανατολής προ του 1915 με βάση την Οθωμανική απογραφή*
Περιοχή |
Μουσουλμάνοι
(Τούρκοι,
Κούρδοι) |
Έλληνες
(Ρωμιοί) |
Αρμένιοι |
Εβραίοι |
Άλλοι |
Σύνολο |
Κων/πόλεως |
150.347 |
120.921 |
37.695 |
5.695 |
20.557 |
335.107 |
Νικομήδειας |
142.830 |
116.372 |
52.635 |
2.587 |
2.200 |
316.624 |
Πήγας |
74.522 |
89.054 |
3.688 |
2.962 |
1.472 |
171.698 |
Προύσας |
1.127.785 |
376.299 |
88.995 |
3.985 |
32.836 |
1.629.900 |
Σμύρνης |
634.706 |
691.090 |
18.328 |
36.834 |
76.803 |
1.457.761 |
Ικονίου |
895.440 |
180.000 |
15.000 |
605 |
10.504 |
1.101.549 |
Άγκυρας |
669.232 |
107.798 |
94.200 |
478 |
2.824 |
874.532 |
Κασταμονής |
817.880 |
134.919 |
5.000 |
1.300 |
2.100 |
961.200 |
Τραπεζούντας |
752.521 |
404.633 |
46.500 |
400 |
5.000 |
1.209.054 |
Σεβάστειας |
706.334 |
180.000 |
170.433 |
400 |
766 |
1.057.500 |
Αδάμων |
190.861 |
128.000 |
87.000 |
10 |
16.939 |
422.810 |
Χαλυβώνος |
140.378 |
72.226 |
23.118 |
1.715 |
79.535 |
316.971 |
Σύνολο |
5.596.529 |
2.601.312 |
642.457 |
56.970 |
251.536 |
9.148.804 |
Ο
αριθμός προσφύγων στην Ελλάδα στα 1928*
Τόπος προελεύσεως |
Σύνολο |
Πριν από το 1922 |
Μετά το 1922 |
Μικρά Ασία |
626.954 |
37.728 |
589.226 |
Ανατολική Θράκη |
256.635 |
27.057 |
229.578 |
Πόντος |
182.169 |
17.528 |
164.641 |
Καύκασος |
47.091 |
32.421 |
14.670 |
Κωνσταντινούπολη |
38.458 |
4.109 |
35.349 |
Ρωσία |
11.435 |
5.213 |
6.221 |
Δωδεκάνησα |
738 |
355 |
383 |
Αίγυπτος |
8 |
1 |
7 |
Κύπρος |
57 |
25 |
32 |
Ρουμανία |
722 |
266 |
456 |
Σύνολο |
1.164.267 |
124.698 |
1.040.343 |
*Όπως αποτυπώθηκε στην
Επετηρίδα της Στατιστικής Υπηρεσίας το 1930.
Η αγροτική εγκατάσταση αποδείχθηκε σαφώς
πιο εύκολη από την αστική, γιατί η διαθέσιμη γη που
υπήρχε ήταν αρκετή, ιδίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η
Ε.Α.Π. αναλάμβανε να χορηγήσει στους αγρότες-πρόσφυγες
σπίτια, συνήθως αντιστοιχούσε 1 σπίτι σε κάθε 2 ή 3
οικογένειες, ενώ τους προμήθευε και τον απαραίτητο
εξοπλισμό για να μπορέσουν να καλλιεργήσουν τη γη. Η
αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων προχώρησε με γοργούς
ρυθμούς και το 1930 είχε σχεδόν ολοκληρωθεί.
Αντίθετα, η αστική εγκατάσταση συναντούσε
μεγαλύτερες δυσχέρειες, κι αυτό γιατί οι πρόσφυγες
έπρεπε όχι μόνο να εγκατασταθούν στις πόλεις, αλλά να
έχουν και τη δυνατότητα να βρουν δουλειά. Οι αστοί
αποτελούσαν το 42% μεταξύ των προσφύγων, ενώ την ίδια
εποχή ο συνολικός αστικός πληθυσμός της χώρας δεν
ξεπερνούσε το 23%. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν
γύρω από τις μεγάλες πόλεις προσφυγικοί συνοικισμοί από
χαμόσπιτα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης ήταν κυριολεκτικά
άθλιες. Η αστική αποκατάσταση των προσφύγων προχώρησε
τελικά με πολύ αργούς ρυθμούς και ουσιαστικά παρέμεινε
ανολοκλήρωτη. Μάλιστα, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας
του 1970, υπολογίζεται πως υπήρχαν περίπου 3.000
πρόσφυγες που ήταν ακόμη άστεγοι.
|