Αρχική

     Εισαγωγή

   Ανατολική Θράκη

     Η ζωή στην Ανατολική Θράκη

     Το Τσακήλι [Πετροχώρι]   της επαρχίας Μετρών [Τσατάλτζας]

     Στη νέα Πατρίδα

    Κήδεια Προύσας

    Επίλογος

     Βιβλιογραφία

     Video

 

Website counter

 

Αρχική

·       ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ - ΘΡΑΚΙΩΤΩΝ: 3-16 Οκτωβρίου 1922

Η συνθήκη των Μουδανιών δεν έθετε κανένα όρο για να εγκαταλείψουν τον τόπο τους οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης. Ποιος όμως μπορούσε να τους συγκρατήσει; Οι πληροφορίες των κατοίκων της Θράκης για τις εκτεταμένες σφαγές των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης και οι Τούρκικές συμμορίες, πού είχαν εμφανιστεί στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης, είχαν τρομοκρατήσει τους ελληνικούς πληθυσμούς και τους προειδοποιούσαν τι τους περιμένει, όταν Θα έφταναν στον τόπο τους οι βάρβαροι Τούρκοι.

Έτσι, πικραμένοι ετοιμάστηκαν να εγκαταλείψουν τα εδάφη εκείνα, στα οποία οι πρόγονοί τους έζησαν επί χιλιετηρίδες παίρνοντας μαζί τους ελάχιστα εφόδια και τις αναμνήσεις τους για τις χαμένες πατρίδες.

Στις 3 Οκτωβρίου 1922 από νωρίς το πρωί άρχισαν να κινούνται μαζικά και απελπισμένα δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου και της Προποντίδας προς τα δυτικά του ποταμού Έβρου. Για δεκαπέντε μέρες ατέλειωτες φάλαγγες από αμάξια κινούμενα με ζώα και άλλα μεταφορικά μέσα, διέσχιζαν κάτω από βαριά συννεφιασμένο ουρανό, πένθιμα και σιωπηλά, τους δρόμους της Ανατολικής Θράκης για να περάσουν στη δεξιά όχθη του Έβρου, στην ελεύθερη πατρίδα.

Τα αμέτρητα καραβάνια αμαξών κατευθύνονται προς  τα δυτικά «προχωρούν από κάθε δρόμο και ξεχύνονται προς τα γιοφύρια σαν βραδύπορη γραμμή της κάμπιας που ανεβαίνει τον ανήφορο στο πεύκο το δασύπυκνο» γράφει ο ιστορικός λογοτέχνης Πολύδωρας Παπαχριστοδούλου. Ενώ ο τότε υποδιοικητής  Αρκαδιουπόλεως κ. Λέφας γράφει.

Η φυγή πέρασμα του ποταμού με κάθε μέσο.

«Αστοί, πλούσιοι και φτωχοί, μεγάλοι και μικροί, παιδιά, ηγωνίζοντο να περισυλλέξωσιν  ό,τι ηδύνατο να μεταφερθεί. Είδον γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρωμένην άμαξαν και εκπνεύσασαν. Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου. Είδον βρέφη αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δύστυχων χωρικών  μητέρων. Οι ασθενείς κατέκειντο υπό βρεγμένα εφαπλώματα πυρέσσοντες..»

            Τα παραπάνω λόγια δεν είναι αποσπάσματα από χορικό αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, γραμμένα από κάποιον σμιλευτή του λόγου. Είναι το μήνυμα της τραγικότητας που βγαίνει μέσα από την ρεαλιστική περιγραφή ενός κρατικού οργάνου, ίσως γραφειοκράτη, ο οποίος όμως απέδωσε με ακρίβεια ό,τι έβλεπε.

        Ένα φθινόπωρο μουχρωμένο ακούστηκε η σπαρακτική κραυγή.

ΠΕΡΑΣΤΕ ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ

        Τα γεφύρια που ζεύουν τον Έβρο, τα γεφύρια τα παμπάλαια με τις θαυμάσιες καμάρες της Αντριανούς, τις εκατό καμάρες της Μακρογέφυρας της ξακουστής.

           Περάστε τα γεφύρια, συμμαζεύοντας το είναι σας. Δέστε τα γκιότσια σας, στοιβάζοντας τους κόπους σας και φορτώνοντας τα τετράτροχα σας αμάξια με τα διπλά ζευγάρια, τα στριφτοκέρατα, τα ελικόποδα βόδια και τα κατάμαυρα βουβάλια των βάλτων της Θράκης και των  πράσινων βυρών.

ΞΕΚΙΝΗΣΤΕ.

           Αυτή η θλιβερή κραυγή υψώθηκε και ο Θρακιώτικος κάμπος σείστηκε και βόγκηξε Ένας κόσμος αμέτρητος στέναξε και θρηνολόγησε βαριά. Από το μωρό στην κούνια ως την γιαγιά, σπάραξαν από θλίψη.

           Άφηναν οι Θρακιώτες τους χρυσαφένιους κάμπους και τις απέραντες κοιλάδες.  Άφηναν τους Θρακικούς δρυμώνες, τις λαγκαδιές και τα δάση τα απάτητα.  Άφηναν τη γη των τριών χιλιετηρίδων του γένους, όπου ανθοβολούσε η Ελληνική σκέψη και προκοπή.

              Άφηναν τους παμπάλαιους τάφους των προγόνων και τις εκκλησίες τους και έπαιρναν το φως της ελεύθερης ψυχής τους, τη φλόγα των θερισμένων κάμπων, την απεραντοσύνη της ανατολής, τη σοφία των αιώνων της φυλής στις αιώνιες πολιτείες τους, τις πνοές των ακρογιαλιών.   

              Φεύγουν με την ψυχή της πατρίδας τους, την ανάσα και την πνοή τους. Κι ο Θρακικός λαός, σπαραγμένος από λύπη, συμμαζεύοντας το είναι του μπήκε στον δρόμο της εξορίας και της προσφυγιάς.

"..... κι έβρεχε, ολοένα έβρεχε. Θάλεγε κανείς πως κι ο Θεός δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του, για την ανείπωτη αυτή τραγωδία. Η Δυτική Θράκη ξέφυγε από την τραγική μοίρα της προς τα αντίπερα του Έβρου αδερφής της και συνέχισε τον ιστορικό εθνικό της ρόλο. Εκατοντάδες χιλιάδων από τους εκπατρισθέντες αδελφούς της Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου δέχθηκε στην αγκαλιά της αδελφούς, που τονώσανε τον εθνικό της οργανισμό, ζωντάνεψαν τις πόλεις της και γέμισαν τους κάμπους της με καινούργια χωριά.... Στα χώματα ξαναπήρε ζωή o στρατός της Μικράς Ασίας στην περίφημη Στρατιά του Έβρου, το καλοκαίρι του 1923, με τις λόγχες, της οποίας αναγκάστηκαν περίτρομοι οι Τούρκοι να υπογράψουν τη συνθήκη της Λωζάνης, χωρίς να πάρουν τίποτα από κείνα που ζητούσαν, αντίθετα μάλιστα, κινδύνεψαν να χάσουν κι εκείνα που πήραν με την ανακωχή των Μουδανιών....

        Το δράμα της προσφυγιάς των Ελλήνων της ανατολικής Θράκης απέδωσε ο πολυβραβευμένος Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χεμινγουέι, που την περίοδο εκείνη ήταν δημοσιογράφος κι ανταποκριτής της εφημερίδας «Ημερήσιος Αστέρας» του Τορόντο. Ας παρακολουθήσουμε την ανταπόκρισή του, της 7ης Οκτωβρίου 1922. « Σε μια ατέλειωτη πορεία που συγκλονίζει, ο χριστιανικός πληθυσμός της ανατολικής Θράκης πλημμυρίζει τους δρόμους που οδηγούν στη Μακεδονία. Η κύρια μάζα, που περνά τον Έβρο ποταμό στην Αδριανούπολη, απλώνεται σε μήκος 40 χιλιομέτρων. Σαράντα χιλιόμετρα από κάρα που σέρνουν αγελάδες, νεαροί ταύροι και λασπωμένα βουβάλια γεμάτα μ’ εξαντλημένους σαστισμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σκεπάζονται με κουβέρτες πάνω στα κεφάλια τους και προχωρούν σαν τυφλοί κάτω απ’ τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους. Αυτός ο απρόσωπος ποταμός στραγγίζει όλη τη γύρω χώρα. Δεν γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, τα χωριά τους, τα γεμάτα καρπό καφετιά χώματά τους κι ενώθηκαν με το ποτάμι των φυγάδων, ακούγοντας για τον ερχομό των Τούρκων. Τώρα δεν μπορούν παρά μόνο να κρατούν τη σειρά τους στην τρομακτική πομπή, καθώς το καταλασπωμένο ελληνικό ιππικό τους συγκρατεί μαζί, όπως η αγελαδάρηδες το κοπάδι τους. Είναι μια σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε βογγητό. Αυτό που μπορούν να κάνουν είναι μόνο να περπατούν.

         Η συνθήκη της Λωζάννης του 1923, επικύρωσε σε επίπεδο διεθνούς δικαίου τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων στις οποίες βέβαια δε λήφθηκε υπόψη ούτε η μοίρα των λαών ούτε η ιστορική παράδοση χιλιετηρίδων. Οι φωτογραφίες που σώθηκαν και δείχνουν τ’ αργόσυρτα βοϊδάμαξα να διαβαίνουν τον Έβρο προς δυσμάς, σηματοδοτούν τη βίαιη διακοπή της πιο αδιάσπαστης και μυστικιστικής των σχέσεων, της σχέσεως ανθρώπου – γης. Το μέγεθος όμως του εγκλήματος της διάρρηξης μιας συνεχούς ιστορικής πορείας χιλιετηρίδων ολόκληρων είναι μη προσδιορίσιμο».

 

Copyright ©  -  Χουρμουζιάδου Δέσποινα 2010