·
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι κοινότητες στην Ανατολική Θράκη και
Ανατολική Ρωμυλία ήταν οικονομικά ισχυρές και εύπορες
και εν γένει η γεωγραφική θέση της Θράκης, την
καθιστούσε μία από τις ευφορότερες και πλουσιότερες
επαρχίες και της βυζαντινής και της οθωμανικής
αυτοκρατορίας.
Πέρα από την στρατηγική της σπουδαιότητας,
η οικονομική σημασία της Θράκης υπήρξε τεράστια, εφόσον
αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κων/πόλεως, απ’ όπου η
Υψηλή Πύλη προμηθεύονταν δημητριακά, σταφύλια, κρασί,
γαλακτοκομικά, είδη και σφάγια. Φημισμένα ήταν τα
μαλλιά, τα δέρματα, τα τυροκομικά, το σαπούνι, τα οπωρολαχανικά.
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία
και η καλλιέργεια του μεταξιού, της υφαντουργίας και της
κεντητικής.
Οι Ανατολικοθρακιώτες και οι
Ανατολικορωμυλιώτες ήταν νοικοκυραίοι από τους λίγους.
Άριστοι χορευτές και καλοί οργανοπαίκτες,
ήταν εργατικοί, πολιτισμένοι, πράοι, νοικοκύρηδες με όλη
τη σημασία της λέξεως, έντιμοι και προοδευτικοί.
Οι Θρακιώτισες ήταν και είναι
υποδειγματικές και άριστες νοικοκυρές, καλές μητέρες και
δεξιοτέχνες. Αν οι άνδρες και ειδικά η οικογένεια είχε
να εκτελέσει όλες τις γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες, η
Θρακιώτισα που συμμετείχε σ' αυτές είχε και την ευθύνη
του νοικοκυριού. Σε κάθε σπίτι ήταν στημένος " αργαλειός
" που ύφαινε ό,τι χρειαζόταν το σπίτι και η οικογένεια,
ετοιμάζοντας βέβαια μόνη της το στημόνι και το υφάδι, με
πολύ μεράκι για να ντύσει το σπίτι.
Από το καλοκαίρι θα ετοίμαζε όλα τα είδη
τροφίμων που χρειαζόταν για το χειμώνα και την άνοιξη
και γέμιζε όλα τα κελάρια με μεγάλη ποικιλία. Όταν
έμπαινες σε θρακιώτικο σπίτι, όσο φτωχό κι αν ήταν
αντίκρυζες καθαριότητα και στρώσιμο που εντυπωσίαζε και
σου΄δινε την εντύπωση της αρχοντιάς.
Γενικά η ζωή της γυναίκας στην Θράκη ήταν
δύσκολη. Την ημέρα δούλευε στο χωράφι και το βράδυ εκτός
από τις δουλειές του σπιτιού έγραφε στον αργαλειό με την
κλωστή τη ζωή της στο πανί, έφτιαχνε ρούχα με κεντίδια
που ήταν μόνο με απλά χρώματα, άλλα ρούχα με χρώματα της
χαράς, κεντημένα με δένδρα και πουλιά που πέταγαν και τα
έβαζε στο υφαντό της. Κλαδιά και ρόδια καρπερά,
μεταξένια, όλα πάνω στον τσεβρέ που η ίδια θα χάριζε στο
παλικάρι που οι γονείς της διάλεξαν γι΄ αυτήν. Ρούχα που
θα φορούσε τις σημαδιακές στιγμές της ζωής της (γέννηση
– γάμος – θάνατος).
Και όταν η κούραση του καθημερινού μόχθου
βάραινε τα βράδια που ύφαιναν ή ξεφλούδιζαν το
καλαμπόκι, άρχιζαν τα τραγούδια, τα χωρατά, τα
παραμύθια, για να μη πετρώσει η καρδιά και χαθεί η
ελπίδα. Και όλη η ζωή τους αγάπες, καημοί, μεράκια,
θάνατοι έβρισκε παρηγοριά στο τραγούδι.
·
ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Οι Θρακιώτες ήταν πράοι, ανοιχτόκαρδοι και
αγαπούσαν τις διασκεδάσεις.
Οι γυναίκες δεν ήταν δεύτερης σειράς, βουβά
πρόσωπα. Ήταν δυναμικές, καλά ενημερωμένες και
κυβερνούσαν ισότιμα με τους άντρες τους, τα του οίκου
τους. Γεμάτες από διάθεση προσφοράς, με το νου στο
πρέπει, στο καθήκον, προσπαθούσαν να κρατούν συνεχώς,
καλά αναμμένες τις πυρές των εστιών.
Ακόμα στη Θράκη τιμούσαν, τιμούν και
σήμερα τη γυναίκα, με την ημέρα της γυναικοκρατίας κατά
την οποία οι γυναίκες αναλαμβάνουν τις αντρικές ευθύνες
και δουλειές και οι άντρες τις γυναικείες.
Οι γυναίκες δεν κατέβαιναν συνήθως στην
αγορά. Οι πραματευτάδες με τα τσιράκια τους, κουβαλούσαν
στους ώμους τα τόπια με τα υφάσματα και πήγαιναν στα
σπίτια για να διαλέξουν οι πελάτισσες. Τα ρούχα ράβονταν
παραγγελία, αφού τα έτοιμα δεν υπήρχαν τότε. Οι
ράπτριες, ανάλογα με την κοινωνική θέση της πελάτισσας,
πήγαιναν και έκαναν τις πρόβες και στα σπίτια,
ακολουθούμενες από 1-2 μαθητευόμενες που κουβαλούσαν
τους μπόγους, σαν τις κλώσσες με τα κλωσσόπουλ., όπως
χαρακτηριστικά άκουσα μια, τότε μαθητευόμενη να
διηγείται.
Όταν έβγαινε ο χειμώνας, κατά το Μάιο,
σήκωναν τα μάλλινα και οι γυναίκες τα φόρτωναν στα κάρα,
για να τα πάνε στο "ποτάμι". Να τα πλύνουν, να
καθαρίσουν με το τρεχούμενο νερό, να τα στεγνώσουν, για
να τα φυλάξουν πεντακάθαρα για τον άλλο χειμώνα.
Ξεκινούσαν πρωί με τα παιδιά τους, τα φαγητά τους και
τις άλλες ετοιμασίες, για δουλειά και διασκέδαση
συγχρόνως. Ακόμα περισσότερο χαίρονταν τα παιδιά που θα
έπαιζαν ελεύθερα στην εξοχή, όλη μέρα.
Ο φωτισμός γινόταν από λάμπες
πετρελαίου, και αν τυχόν κυκλοφορούσαν τη νύχτα έξω,
πράγμα σπάνιο, φώτιζαν το δρόμο τους με λαδοφάναρα. Το
1921 ξεκίνησε μια προσπάθεια για να γίνει ένα εργοστάσιο
ηλεκτροφωτισμού από εντόπιους και κεφαλαιούχους από την
παλιά Ελλάδα, η επένδυση όμως δεν πρόλαβε να
πραγματοποιηθεί.
Στις ονομασίες τους μερικοί καλούσαν
εντόπιους ρωμιοκατσίβελους με όργανα, κλαρίνο, βιολί,
λαγούτο και νταγερέ (σαν ντέφι). Οι πλούσιοι, που
μπορούσαν να πληρώσουν, είχαν τη δυνατότητα να φέρουν
ορχήστρα. Τα εδέσματα που πρόσφεραν ήταν κρύα φαγητά,
κουραμπιέδες, σαραγλί και άλλα γλυκίσματα, έως ξηροί
καρποί. Φυσικά και εντόπιο εκλεκτό κρασί. Πέρα από τις
ονομαστικές γιορτές, είχαν και τις λοιπές επισκέψεις, τα
γειτονία και τις βεγγέρες, βράδυνες συγκεντρώσεις
συνήθως μετά το φαγητό. Επειδή όμως απέφευγαν να
κυκλοφορούν τη νύχτα, περιορίζονταν στα όρια της
γειτονιάς.
Τις απόκριες οργάνωναν χοροεσπερίδες κατά
ενορία, στις αίθουσες των σχολείων ή στην Αστική Σχολή,
όπου και η πιο σημαντική εκδήλωση. Έβγαζαν τα χωρίσματα
των αιθουσών, τοποθετούσαν καθίσματα γύρω -γύρω στον
ενιαίο χώρο και όταν η μαντολινάτα, η λατέρνα, ή το
γραμμόφωνο έπαιζε, οι καβαλιέροι, οι συνχορευτές,
ζητούσαν τις ντάμες για χορό. Για να μην υπάρχουν δε
παρεξηγήσεις, οι ντάμες κρατούσαν σειρά σε
σημειωματάρια, τα οποία έδιναν σ' αυτές οι οργανωτές
κατά την είσοδο τους στην αίθουσα του χορού. Οι χοροί
ήταν ευρωπαϊκοί, ταγκό, πόλκα, βαλς, μαζούρκα,
κατρίλλιες, λανσιέδες αλλά και ελληνικοί.
Τα καλοκαίρια, όσοι είχαν την ευχέρεια,
πήγαιναν εξοχή και για μπάνια μάλιστα, στα παραθαλάσσια
χωριά της Προποντίδος, Ραιδεστό, Αβδήμι κ.λ.π όπου
βουτούσαν στο νερό, τα αγόρια με τα σώβρακα και τα
κορίτσια με τα μεσοφόρια, με μια παραμάνα κάπου στα
γόνατα, αλλιώς τα μεσοφόρια φούσκωναν με αέρα και
ανέβαιναν στην επιφάνεια. Ακόμα μερικοί, από τους πιο
πλούσιους φυσικά, πήγαιναν σε γαλλικές λουτροπόλεις.
Η κουζίνα ήταν ανατολίτικη, αλλά όχι τόσο
βαριά όσο η πολιτική. Καλότρωγαν λοιπόν, όπως φαίνεται
και από τις προμήθειες που φρόντιζαν εγκαίρως να
συγκεντρώνουν για το χειμώνα.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ζούσαν αρμονικά,
χωρίς κοινωνικές αντιθέσεις οι Έλληνες. Πλούσιοι και
φτωχοί συμβίωναν, με την πεποίθηση ότι έτσι το ήθελε ο
Θεός.
Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι οι
κοινωνικές αδικίες ή οι διαφορές ήταν ανύπαρκτες.
Υπήρχαν, όπως παντού, άνθρωποι μορφωμένοι ή αγράμματοι,
αφεντικά ή μεροκαματιάρηδες, πλούσιοι ή φτωχοί. Πονηροί
και αφελείς, έξυπνοι και αγαθοί, ανήσυχοι και
καρτερικοί, πλεονέκτες - άπληστοι και ολιγαρκείς.
Τους ηλικιωμένους γονείς και συγγενείς,
αγόγγυστα, με πολλή αγάπη γηροκομούσαν στα σπίτια τους.
Η εγκατάλειψη ή κάτι άλλο ήταν αδιανόητα.
Τους φτωχούς βοηθούσαν η Εκκλησία, η
Κοινότητα και οι γείτονές τους, οι οποίοι φρόντιζαν για
το φαγητό και τη ζεστασιά τους, όταν ερχόταν ο χειμώνας.
Το είχαν για ψυχικό.
Ας μην ξεχνούμε όμως , ότι η Τουρκική
Διοίκηση καταπίεζε όλους, τα κακοποιά και φανατικά δε
στοιχεία εκβίαζαν και άρπαζαν με το έτσι θέλω. Υπήρχε
πάντα ο φόβος.
Αποδίδουν τη μαυρίλα που ένοιωθαν να τους
σφίγγει την ψυχή, να τους τρώει σαν σαράκι. Ο φόβος
συνείχε τα πάντα. Ένας φόβος χωρίς όριο.
|