·
ΣΧΕΣΕΙΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ – ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ
ΡΩΜΥΛΙΑΣ
Οι περιοχές της Ανατολικής Θράκης όσο
και της Ανατολικής Ρωμυλίας ανέκαθεν διατηρούσαν
ισχυρούς και ακατάλυτους, εκκλησιαστικούς και
πνευματικούς δεσμούς με τη Μητέρα Μεγάλη Εκκλησία της
Κωνσταντινουπόλεως. Και οι δύο περιοχές, ως ευρύτερες
γεωγραφικές περιοχές και εκκλησιαστικές επαρχίες είχαν
συγκριτικά με άλλες περιοχές τις περισσότερες
μητροπόλεις και επισκοπές. Το γεγονός αυτό δεν είναι
καθόλου τυχαίο και περιστασιακό. Αντιθέτως περίτρανα
αποδεικνύει τόσο το υψηλό και γνήσιο εκκλησιαστικό
φρόνημα των κατοίκων της Ανατολικής Θράκης και
Ανατολικής Ρωμυλίας όσο και την ιδιαίτερη σημασία και
βαρύτητα που έδιδε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σ’ αυτές
τις νευραλγικές εκκλησιαστικές επαρχίες του με τον
υψηλού επιπέδου ακμάζοντα ορθόδοξο πληθυσμό.
Στην Ανατολική Θράκη μέχρι και την
ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 υπήρχαν και άκμαζαν οι
Μητροπόλεις: Αδριανουπόλεως, Ηρακλείας, Αίνου, Τυρολόης
και Σερεντίου, Βιζύης και Μηδείας, Σαράντα Εκκλησιών,
Σηλυβρίας, Γανου και Χώρας, Μυριοφύτου και Περιστάσεως,
Καλλιπόλεως και Μαδύτου, Μετρών και Αθύρων.
Το Πατριαρχείο μεριμνούσε για την ίδρυση
εκκλησιών, μοναστηριών, ευαγών φιλανθρωπικών και
κοινωφελών ιδρυμάτων και φυσικά νηπιαγωγείων, δημοτικών
σχολείων, σχολαρχείων και λοιπών ανώτερων και ανώτατων
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, διότι το Πατριαρχείο ζητούσε
και με κίνδυνο πολλές φορές να πέσει στην δυσμένεια του
Σουλτάνου, την άδεια για την ίδρυση και λειτουργία όλων
των παραπάνω. Και επιπλέον το Πατριαρχείο με τους
διακεκριμένους φιλεκπαιδευτικούς και φιλοπρόοδους
συλλόγους της Κωνσταντινουπόλεως φρόντιζε να
αποστέλλονται διδάσκαλοι και διδασκάλισσες σε όλα τα
σχολεία της Αν. Θράκης ώστε οι ελληνόπαιδες να γεύονται
τα νάματα της ελληνορθόδοξης Παιδείας και παραδόσεως για
να ανθίστανται στα σχέδια εκβουλγαρισμού και
εκτουρκισμού τους.
|
Ναός του
Αγίου Θεοδώρου στην Κων/πολη.
Κτίστηκε
γύρω στο 1100. |
·
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Με μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου
στην πρώτη γραμμή ήταν τα θέματα παιδείας και μόρφωσης,
ζητώντας από το 1850 και μετά τις σχετικές άδειες από το
Οθωμανικό κράτος. Σταδιακά λοιπόν άρχισαν να ιδρύονται
σε όλες τις μεγάλες πόλεις, κωμοπόλεις και στα πλέον
απομακρυσμένα χωριά της Ανατολικής Θράκης όλων των
βαθμίδων σχολειά, παρθεναγωγεία, αρρεναγωγεία, τα
λεγόμενα γραμματο-διδασκαλεία, σχολαρχεία, ημιγυμνάσια,
γυμνάσια, ανώτερα και ανώτατα φροντιστήρια, που δεν
υπήρχαν στην κυρίως Ελλάδα. Βιβλιοθήκες με πολλά και
σπάνια βιβλία, εργαστήρια φυσικής πειραματικής και
Χημείας, τεχνικά εργαστήρια κ.α.
Οι μαθητές και μαθήτριες διδάσκονταν από
σύγχρονα βιβλία όλα τα μαθήματα, την στιγμή που σ’ άλλες
επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και στις
επαρχίες της ελεύθερης Ελλάδος, δεν υπήρχαν εγχειρίδια
ούτε για τους δασκάλους.
Το δε διδακτικό προσωπικό σε όλα τα
εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν υψηλότατου επιπέδου, αφού οι
διδάσκαλοι, οι διδασκάλισσες και οι καθηγητές ήταν
απόφοιτοι των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της
Φιλιππουπόλεως, της Σμύρνης, της Αδριανουπόλεως, της
Τραπεζούντος και της Κωνσταντινουπόλεως.
Αξίζει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι το
επίπεδο της παρεχόμενης επιστημονικής γνώσεως ήταν τόσο
υψηλό στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της
Φιλιππουπόλεως, Ανδριανουπόλεως, Ραιδεστού, Σαράντα
Εκκλησιών, Βάρνας, Πύργου και Αγχιάλου, απ’ όπου
αποφοιτούσαν νηπιαγωγοί, διδάσκαλοι και καθηγητές, ώστε
οι Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου κυρίως της
Βορείου Ελλάδος, Μακεδονίας και Θράκης πίεζαν τις
ανώτατες σχολικές εφοροεπιτροπές των παραπάνω ανωτέρων
και ανωτάτων εκπαιδευτηρίων να δεχθούν να φοιτήσουν σ’
αυτά οι απόφοιτοι άνδρες και γυναίκες από τις διάφορες
επαρχίες για να αποφοιτήσουν νηπιαγωγοί και διδάσκαλοι
για να επιστρέψουν και να διδάξουν στη διδασκαλεία και
λοιπά εκπαιδευτικά ιδρύματα των περιοχών προελεύσεως και
καταγωγής τους. Αυτή η διακαής επιθυμία να σπουδάσουν σε
ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα την παιδαγωγική επιστήμη,
εκδηλωνόταν κυρίως για τις παιδαγωγικές σχολής της
Ανδριανουπόλεως και Φιλιππουπόλεως που ήταν υψηλότατου
επιπέδου και ασύγκριτες για την εποχή τους».
Στο σαντζάκι Αδριανουπόλεως συνολικά
υπήρχαν 143 σχολεία, με 207 δασκάλους και 9258 μαθητές.
Στο σαντζάκι Γκιουμουλτζίνας υπήρχαν 37 σχολεία, με 60
δασκάλους και 2807 μαθητές. Στο σαντζάκι Σαράντα
Εκκλησιών υπήρχαν 74 σχολεία, με 125 δασκάλους και 5792
μαθητές. Στο σαντζάκι Καλλιπόλεως υπήρχαν 71 σχολεία, με
121 δασκάλους και 7733 μαθητές. Στο σαντζάκι Δεδέαγατς
υπήρχαν 31 σχολεία, με 55 δασκάλους και 2653 μαθητές.
Τέλος, στο σαντζάκι Ραιδεστού υπήρχαν 416 σχολεία, με
651 δασκάλους και 32369 μαθητές .
Οι ανάγκες για την συντήρηση και λειτουργία
των ελληνικών σχολείων δεν μπορούσαν να καλυφθούν από το
επίσημο κράτος, ούτε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η
επίσημη Οθωμανική εξουσία απουσίαζε στον τομέα της
κρατικής μέριμνας για την εκπαίδευση των μη μουσουλμάνων
υπηκόων της. Οι πηγές εσόδων, λοιπόν, των ελληνικών
σχολείων ήταν: α) οι δωρεές των εύπορων Ελλήνων του
εσωτερικού και της διασποράς, β) η οικονομική ενίσχυση
της τοπικής εκκλησίας, γ) οι χρηματοδοτήσεις των
σχολείων από τις κοινότητες (κυρίως στις αρχές του 19ου
αι.), δ) οι χρηματοδοτήσεις που πρόσφεραν οι διάφορες
επαγγελματικές συσσωματώσεις (συντεχνίες) των βιοτεχνών
ή των εμπόρων της πόλης που λειτουργούσε το σχολείο ή
της Κων/πόλεως, και ε) τα δίδακτρα που κατέβαλαν
ορισμένες κατηγορίες μαθητών (παιδιά εύπορων
οικογενειών).
Παρόλα τα προβλήματα, σπουδαίοι δάσκαλοι
εργάσθηκαν στα σχολεία της Θράκης, θεμελιώνοντας με τον
καιρό ένα σύστημα παιδείας με ευρύτερες απηχήσεις στη
διαμόρφωση κατ’ αρχήν της ελληνικής και κατ’ επέκταση
της βαλκανικής παιδείας. Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 19ου
αιώνα Βούλγαροι μαθητές, φοιτώντας στα ελληνικά σχολεία
της Θράκης, έγιναν φορείς του ελληνικού πνεύματος,
μίλησαν και έγραψαν στην ελληνική γλώσσα, αισθάνθηκαν
αδελφικά με τους Έλληνες και αγωνίστηκαν από κοινού
έναντι του Οθωμανού κατακτητή.
Όσον αφορά τους δασκάλους του Γένους,
ενδεικτικά θα αναφέρουμε κάποιους από τους
σημαντικότερους, που συναντάμε στην Θράκη τον 19ο και
20ο αιώνα. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής
υπήρξε ο Ματθαίος ο Αινίτης, ο οποίος δίδαξε στη Σχολή
των Επιβατών και κατόπιν στην Κων/πολη από το 1802, ενώ
το 1807 έγινε μητροπολίτης Αίνου. Ο Ιωάννης Λεοντόπουλος
από το Μυριόφυτο (μαθητής του Ματθαίου Γανοχωρίτη)
δίδαξε στην Κων/πολη, το Μυριόφυτο και τη Ραιδεστό, ενώ
ήταν και συντάκτης του λεξικού «Κιβωτός της Ελληνικής
Γλώσσης». Συγγενής του Οικουμενικού Πατριάρχη Κων/πόλεως
Κυρίλλου Στ΄ (κατά κόσμον Κων/νου Σερμπετσόγλου) ήταν ο
Στέφανος Καραθεοδωρής, ο οποίος ξεκίνησε γιατρός και
δάσκαλος στη σχολή της Αδριανουπόλεως και την διεύθυνε
για πολλά χρόνια. Το δε 1828 εισηγείται την ίδρυση
Ιατρικής Σχολής στην Κων/πολη, στην οποία και δίδαξε για
40 περίπου χρόνια .
Ο καθηγητής της Μεγάλης Σχολής του Γένους
Αναστάσιος Χουρμουζιάδης (1830-1898) καταγόταν από το
χωριό Τσακήλι της επαρχίας Μετρών. Αφού δίδαξε λίγα
χρόνια στο Γυμνάσιο Τραπεζούντας ξαναγύρισε ως καθηγητής
στη Σχολή της Κων/πόλεως. Δάσκαλος του ενδοξότερου
τέκνου της Θράκης, του Γεωργίου Βιζυηνού, υπήρξε ο Ηλίας
Τανταλίδης από το Φανάρι Κων/πόλεως, ο οποίος δίδαξε
ρητορική και ελληνικά γράμματα στη Θεολογική Σχολή της
Χάλκης (1846-1876), από την οποία και αποφοίτησε.
Καθηγητές στη Χάλκη διετέλεσαν οι Αδριανουπολίτες
Χρήστος Παπαδόπουλος και Μιχαήλ Κλεόβουλος (ο δεύτερος
υπήρξε διευθυντής και καθηγητής και στη Μεγάλη του
Γένους Σχολή). Για πολλά χρόνια δίδαξε σε σχολεία της
Θράκης μέχρι να καταλήξει στο Γυμνάσιο και στο Ζάππειο
παρθεναγωγείο Αδριανουπόλεως ο Γεώργιος Λαμπουσιάδης.
Δάσκαλος στο Γυμνάσιο Αδριανουπόλεως και σχολάρχης στο
Σουφλί υπήρξε ο Κων/νος Κουρτίδης.
·
Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΧΟΛΗ
Η Μεγάλη του Γένους Σχολή είναι το
αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης.
Ιδρύθηκε το 1454, όταν ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος
κάλεσε τον φιλόσοφο Ματθαίο Καμαριώτη και του ανέθεσε να
ανασυγκροτήσει την Πατριαρχική Ακαδημία, που είχε
διαλυθεί στις παραμονές της Άλωσης. Το ίδρυμα αυτό
αποτέλεσε τον πρόδρομο της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Από το 1454 λειτουργεί σχεδόν αδιαλείπτως, παρέχοντας
υψηλού επιπέδου μόρφωση στους Έλληνες και όχι μόνο
μαθητές της. Μεταξύ των αποφοίτων της περιλαμβάνονται οι
γόνοι των διαπρεπών Φαναριώτικων οικογενειών, πλήθος
πατριαρχών και Ορθοδόξων Ιεραρχών, υψηλόβαθμοι
αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης (ακόμη και Τούρκοι) μέχρι
και πολιτικοί του Νέου Ελληνικού κράτους. Σήμερα
λειτουργεί ως σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Στα 500 χρόνια λειτουργίας του άλλαξε
αρκετές φορές έδρα. Αρχικά λειτουργούσε εντός του
Πατριαρχείου, που την εποχή εκείνη στεγαζόταν στο ναό
των Αποστόλων και στην Παμμακάριστο. Κατά καιρούς
λειτούργησε σε διάφορες οικίες στο Φανάρι ή στα χωριά
του Βοσπόρου.
Επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ' αποφασίστηκε η
ανέγερση μεγαλοπρεπούς κτιρίου, κοντά στην έδρα του
Πατριαρχείου, που θα φιλοξενούσε τη Σχολή. Υπό τη
διεύθυνση του Έλληνα αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Δημάδη οι
εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε μια διετία (1881-1883). Η
κατασκευή του κόστισε 17.210 Οθωμανικές λίρες και το
κτηριακό συγκρότημα αποτελεί σήμα κατατεθέν του Κερατίου
κόλπου, σύμβολο της χρυσής περιόδου του Ελληνισμού της
Πόλης. Αποκαλείται δε συχνά από τους ντόπιους Κόκκινο
Κάστρο ή Κόκκινο Σχολείο λόγω του χαρακτηριστικού
σχεδίου και χρώματός του.
|