Μια ιστορική αναδρομή
Γενικά
Κατά καιρούς ο όρος της εικαστικής αγωγής στο σχολικά προγράμματα αναφέρεται σαν ιχνογραφία,, ζωγραφική, σχεδιογραφία ή με τον γενικότερο όρο τεχνικά και καλλιτεχνικά μαθήματα. Από το 1982(ΠΔ 583/31-8-82,Φ.Ε.Κ. 107,τ. Α΄) «Αναλυτικό και Ωρολόγιο Πρόγραμμα των Α΄και Β΄τάξεων του Δημοτικού Σχολείου» και μετά εμφανίζεται πλέον όρος Αισθητική αγωγή όπου περιλαμβάνει τα μαθήματα ζωγραφική-σχέδιο- χειροτεχνία- μουσική. Ενώ από το 1998 με την εισήγηση του Π.Ι. στο Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών[1] η Αισθητική Αγωγή περιλαμβάνει την Εικαστική αγωγή, την Θεατρική αγωγή και την Μουσική αγωγή.
Το 1933 στο σχέδιο νόμου 5802 «Περί ιδρύσεως Παιδαγωγικών Ακαδημιών» το μάθημα των τεχνικών περιλαμβάνει ιχνογραφία, χειροτεχνία και καλλιγραφία.
Τα μαθήματα των εικαστικών διδάσκονται στο πλαίσιο των ευρύτερων εκπαιδευτικών στόχων και προτεραιοτήτων που συνυφαίνονται με το πολιτιστικό πρόσωπο και τα εκπαιδευτικά ιδεώδη κάθε εποχής. Κάθε παιδαγωγικό σύστημα διαποτίζεται από μια διαφορετική αντίληψη για το ρόλο και τη λειτουργία της τέχνης και την εντάσσει με διαφορετικό τρόπο στο σχολικό πρόγραμμα(Βάος 2000,σελ. 10).
1.1. Το μάθημα των εικαστικών στο Δημοτικό σχολείο
Αλληλοδιδακτική μέθοδο
Με την σύσταση του νεοελληνικού κράτους και με έντονα τα σημάδια της ερήμωσης και καταστροφής τόσο του αστικού όσο και του περιφερειακού χώρου η κρατική μηχανή συγκροτείται βάσει κάποιων σύγχρονων προδιαγραφών «αστικού» χαρακτήρα. Στις επιδιώξεις της κυβέρνησης είναι η διεύρυνση του σχολικού δικτύου[2] στην ελεύθερη επικράτεια όπως και η εκπαιδευτική και κοινωνική μεταρρύθμιση γενικότερα(Μερτύρη Α. 2000, σελ. 27-29).
Παρόλο των αντίξοων δυσχερειών που επικρατούσαν την εποχή αυτή στην εκπαίδευση και την κοινωνία. Ο Κυβερνήτης δείχνει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για την οργάνωση και την ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της δημοτικής, την οποία θεωρούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της ανοικοδόμησης ενός σύγχρονου και κυρίως φιλολαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος.«Φιλοδοξία του ήταν να εξασφαλίσει μαζική και δωρεάν βασική μόρφωση στο λαό» (Διαμαντής Δ, Επιστημονικό Βήμα, τ. 6, Ιούνιος 2006).
Το 1830 τα αλληλοδιδακτικά σχολεία ήταν 130 με 12000 μαθητές, όταν ο ελληνικός πληθυσμός ήταν 600000. Το ίδιο έτος θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση και ο «Οδηγός της Αλληλοδιδακτικής» του Sarasin σε μετάφραση του Ιωάννη Κοκκώνη[3]. Ήδη η αλληλοδιδακτική εισάγεται στην Ελλάδα από τις αρχές του 19ου αιώνα ως μέθοδος που έδινε τη δυνατότητα επιτυχούς και γρήγορης παροχής γνώσεων με τη συμμετοχή των ίδιων των μαθητών στη διδακτική διαδικασία. Το «κοινόν σχολείο» μέχρι τότε αντικαθίσταται από το «αλληλοδιδακτικόν». Η μέθοδος αυτή σαν διδακτική διαδικασία εισάγεται επίσημα στα σχολεία του πρώτου κύκλου το 1824 με τη Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος(29.3.1823) και θα διαρκέσει μέχρι το 1880.
Εισηγητές της μεθόδου υπήρξαν ο Γεώργιος Κλεόβουλος που την εφάρμοσε στο Ιάσιο[4], την Οδησσό και Σύρο και ο Αθανάσιος Πολίτης, σε σχολεία των Ιονίων νήσων και ένα χρόνο νωρίτερα, το 1819, λειτούργησε στον τουρκοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, στη Μάνη, το πρώτο αλληλοδιδακτικό σχολείο, ιδρυτής του οποίου ήταν ο Χριστόφορος Περαιβός.
Ο Νόμος του 1834 της Αντιβασιλείας, που είναι ο πρώτος στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης εγκαθιδρύει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του πρωτοβάθμιου σχολείου. Το παραπάνω διάταγμα όπως και τα διατάγματα του 1836 και του 1837 δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για τον φορέα που κατευθύνει και ελέγχει το εκπαιδευτικό σύστημα: την κεντρική κυβέρνηση. Αυτή η αυστηρά συγκεντρωτική οργάνωση θα παραμείνει μόνιμο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής εκπαίδευσης(Δημαράς Α.,1987, σελ. λ΄).
Στο διάταγμα του 1834 μεταξύ των άλλων μαθημάτων που προβλέπονται να διδάσκονται στο Δημοτικό ή του λαού σχολείον είναι και η Γραμμική Ιχνογραφία. Το 1831 μάλιστα στο Εθνικό Τυπογραφείο της Αίγινας τυπώνεται το εγχειρίδιο με τίτλο «Διδασκαλία της Διαγραφικής ή Γραμμικής Ιχνογραφίας» υπό του Ι. Β. Φραγκήρου, μεταγλωττισθείσα υπο του Κ. Κοκκινάκου και επιθεωρηθείσα υπό του Ι. Κοκκώνη.
Σύμφωνα με το παραπάνω εγχειρίδιο -σελ. 12, κεφ. Διαιρέσεις του συγγράματος, «Η διαγραφική ή γραμμική ιχνογραφία είναι τέχνη του μιμείσθαι τας περιφερείας, ή, ορθότερον ειπείν, τα περιγράμματα ή περιγραφάς των σωμάτων και των μερών των, γινομένη δια γραμμών απλών και χωρίς της συνδρομής των σκιαγραφιών ή των χρωμάτων».
Το μάθημα διαρκούσε 45 λεπτά και περιελάμβανε τη σχεδίαση γραμμών, γωνιών, στερεομετρικών σχημάτων, αγγείων, και αντιγραφή εικόνες μηχανών[5].
Στο διάταγμα του 1836 το μάθημα της γραμμικής ιχνογραφίας απουσιάζει από ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων των Ελληνικών σχολείων και αντικαθίσταται από το μάθημα της Καλλιγραφίας με δύο ώρες για την α, και β κλάση.
. Μέσα στις γενικότερες αρχές του θεωρητικού, κλασικιστικού χαρακτήρα, της αυστηρής πειθαρχίας και της απόλυτης εξάρτησης του εκπαιδευτικού από τη Διοίκηση το δημοτικό σχολείο θα προσφέρει στοιχειώδεις γνώσεις στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Η προσχολική εκπαίδευση αν και απουσιάζει παντελώς από την κρατική πολιτική θα αποτελέσει μέριμνα ιδιωτικών φορέων με στόχο την ομαλή ένταξη στο σχολικό σύστημα γόνων μεσαίας και ανώτερης τάξης(Λυκιαρδοπούλου- Κονταρά Σ. 2006. σελ.16). Έτσι το 1840 ιδρύεται και λειτουργεί στην Αθήνα το πρώτο νηπιαγωγείο από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία( Αρσάκεια Νηπιαγωγεία). Είναι όμως γεγονός ότι ο νέος άτυπος θεσμός, λειτούργησε ικανοποιητικά στις ελληνόφωνες επαρχίες της Τουρκίας και καλύτερα απ` ότι στην ελεύθερη Ελλάδα[6](Παπαϊωάννου Α. 1996, σελ. 245).
Το πρώτο αυτό νηπιαγωγείο λειτουργούσε με δίδακτρα και σύμφωνα με την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Από τον Κανονισμό του 1870 στα νηπιαγωγεία της Εταιρείας εφαρμόζεται το γαλλικό-αλληλοδιδακτικό σύστημα μεταξύ των άλλων τα νήπια διδάσκονται το μάθημα της γραμμικής ιχνογραφίας καθώς και εργόχειρα. (Λυκιαρδοπούλου- Κονταρά Σ. 2006. σελ.16)
Συνδιδακτική μέθοδος
Ο μηχανιστικός και αναποτελεσματικός χαρακτήρας της αλληλοδιδακτικής μεθόδου θα αντικατασταθεί με διάταγμα τις 3 Σεπτεμβρίου του 1880[7] ύστερα από την εν Αθήναις, τη 22 Μαρτίου 1880 »Γνώμη τις επί των διδακτικών μεθόδων εννεαμελούς Επιτροπείας του Ελληνικού Διδασκαλικού Συλλόγου»(Δημαράς Α.,1987, σελ. 242-244).
Η συνδιδακτική μέθοδος ως προσφορότερη για την ηθική διαπαιδαγώγηση σύμφωνα με τις αρχές του J. F. Herbart, καθιερώνει την εποπτική διδασκαλία ως βάση της σχολικής πρακτικής και τονίζει την αυθεντία του δασκάλου ως μοναδικού φορέα εξουσίας και γνώσης.
Οι δύο εργασίες των γερμανομαθών παιδαγωγών οι «Οδηγίες»[8] του γενικού επιθεωρητή Δ. Γ. Πετρίδη 1981 και η «Διδασκαλική» του Σ. Μωραίτη.1880, παρόλο που στηρίζονταν στις Ερβατιανές αντιλήψεις δεν παρουσίαζαν συστηματικά τη μέθοδο διδασκαλίας αλλά περιορίζονταν στην υπόδειξη πρακτικών οδηγιών στους δασκάλους για την οργάνωση και διεξαγωγή της διδασκαλίας(Ανδρέου Α., πρακτικά συνεδρίου)[9]. Η κυριαρχία της αρχαιολατρείας, και των αρχών της ορθόδοξης πίστης, η απουσία των φυσικών και πρακτικών μαθημάτων, η έμφαση στην τάξη, την πειθαρχία, την ομοιομορφία στα προγράμματα και τον τρόπο διδασκαλίας γίνεται εμφανής και στη νέα διδακτική αυτή προσέγγιση. Στο πρόγραμμα μαθημάτων στις «Οδηγίες» του Πετρίδη προβλέπεται το μάθημα της ιχνογραφίας για τις Γ΄ και Δ΄ τάξεις του τετραταξίου δημοτικού σχολείου το μάθημα της καλλιγραφίας δεν διδάσκεται αυτόνομα αλλά αποσπάται με δυο ώρες από το μάθημα των ελληνικών για κάθε τάξη για καλλιγραφικές ασκήσεις.
Στο ωρολόγιο πρόγραμμα που καταρτίζεται το 1894 από τον Χ. Παπαμάρκο για τα σχολεία αρρένων και θηλέων προβλέπονται 4 ώρες για ιχνογραφία, από δύο ώρες για την Γ΄και Δ΄ τάξη και 6 ώρες για καλλιγραφία από δύο ώρες για την Β΄,Γ΄,Δ΄ τάξη αντίστοιχα. Στο πρόγραμμα των θηλέων τα αντίστοιχα μαθήματα των αρρένων για την ιχνογραφία και την καλλιγραφία και επιπλέον 4 ώρες χειροτεχνία για την κάθε τάξη. Το μάθημα της ιχνογραφίας και της καλλιγραφίας ασκούνται στη βάση της μίμησης, της επανάληψης και της συνεχούς εξάσκησης στερεότυπων σχημάτων και προτύπων, μέσω των οποίων διδάσκονταν και απλές σχέσεις φωτοσκίασης και προοπτικής. Επιπλέον οι χειροτεχνικής ασκήσεις των θηλέων προσαρμοσμένες προς το γυναικείο φύλο περιέχουν τις δραστηριότητες της ποικιλτικής, της πλεκτικής της ραπτικής και της κοπτικής.
Και η προσχολική εκπαίδευση[10] υιοθετεί τη συνδιδακτική μέθοδο μέσα από το φραιμπελιανό σύστημα όπου οι απόψεις του Γερμανού παιδαγωγού είχαν ήδη γίνει γνωστές από συγγραφείς στην Ελλάδα και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη.
Από το 1880 στο πρόγραμμα του νηπιαγωγείου εισάγεται το φραιμπελιανό σύστημα, το οποίο στηριζόταν στη μορφωτική αξία του παιχνιδιού, των χειροτεχνικών κατασκευών και της εποπτικότητας(Λυκιαρδοπούλου- Κονταρά Σ. 2006. σελ. 27).
Στο πρώτο ωρολόγιο επίσημο πρόγραμμα των νηπιαγωγείων(1896) σύμφωνα με τις αρχές του φραιμπελιανού σύστηματος με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των άλλων περιλαμβάνονται Ζωγραφική και Πλαστική, Ιχνογραφία δια ξυλαρίων, Ύφανσις ταινιών χάρτου ποικίλων χρωμάτων, Πτύξις χάρτου, Πλοκή ψαθών, Συνδυασμός δακτυλίων, Συνδυασμός σχιδάκων, Σχηματισμός διαφόρων σχημάτων επί χάρτου δια κεντημάτων βελόνης, Κατασκευή ομοιωμάτων διαφόρων πραγμάτων δια πλινθίδων, Απαρτισμός σχεδιαγραφημάτων δια πλινθιδίων, απαρτισμός σχεδιαγραφημάτων δια κοπής χάρτου και προσκολλήσεως των τεμαχίων. Το παραπάνω βέβαια πρόγραμμα δεν είναι «αναλυτικό» δεν προχωρεί στην περιγραφή του περιεχομένου κάθε διδακτικού αντικειμένου(.(Λυκιαρδοπούλου- Κονταρά Σ. 2006. σελ.62-63)
Σχολείο εργασίας - Το «νέο σχολείο»
Οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις που άρχισαν στα τέλη του 19ου αιώνα με μορφές που βρίσκονται στο περιθώριο της παραδοσιακής τέχνης, η εξέλιξη και διάδοση πλαστικών και γραφικών τεχνικών σταδιακά και η τροποποίηση των αντιλήψεων για την παιδική ηλικία θα φέρουν στο προσκήνιο την παιδική ζωγραφική(Μερεντιέ Φ., 1981 σελ. 16-18).
Από το 1885 περίπου ως τη δεκαετία του 1920 εκδηλώθηκε ένα μεγάλο ενδιαφέρον των ερευνητών για την παιδική τέχνη. Ένα μεγάλος αριθμός σχεδίων που συγκεντρώθηκε εξετάστηκε και ταξινομήθηκε συχνά σε σχέση με το φύλλο ή το πολιτιστικό υπόβαθρο του παιδιού που σχεδίαζε γράφονται τα πρώτα άρθρα και κυκλοφορούν τα πρώτα βιβλία. Βιβλία όπως αυτό του C. Ricci "L` arte dei bambini" στην Βολόνια, ή το βιβλίο του A. J. Langbehn με τίτλο « o Rembrandt ως παιδαγωγός» δημιουργούν τη βάση για νέες προσεγγίσεις των εικαστικών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.(Γκλυν Τ., Άτζελ Σ., 2000, σελ. 43-44, Gisbertz,2004, s. 16-17, Κάνιστρα Μ., 1991,σελ 13), .
Από την τεχνολογική εξέλιξη μετά το 1871 δημιουργούνται νέα ζητούμενα σε σχέση με την μόρφωση, την τέχνη και την κουλτούρα. Εκφραστής της ρεφορμιστικής παιδαγωγικής ο G. Ketschensteiner αμφισβητεί το παραδοσιακό μάθημα της ζωγραφικής και ψάχνει νέες μεθόδους. Το 1905 θα μελετήσει χιλιάδες παιδικά σχέδια καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι σκοπός του μαθήματος των εικαστικών είναι η παράσταση των αντικειμένων να είναι σε αρμονία με τις ζωγραφικές ικανότητες του παιδιού σε κάθε εξελικτικό του στάδιο(J. Gisbertz,2004, s.17).
Οι αρχές του σχολείου εργασίας όπως διατυπώθηκαν από τον J. Dewey στην Αμερική και τον G. Kerschensteiner στη Γερμανία θα δώσουν νέα ώθηση στον ρόλο της τέχνης στο σχολείο. Στις αρχές του 20ου αιώνα τις μεθόδους του «σχολείου εργασίας» στην Ελλάδα θα μεταφέρουν ο Δημήτρης Γληνός και ο Αλέξανδρος Δελμούζος οι οποίοι μάλιστα σπούδασαν στην Γερμανία. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά θα εφαρμοστούν από τον Δελμούζο στο Παρθεναγωγείο του Βόλου το 1908. Μεταξύ των αρχών του «νέου σχολείου» είναι η νέα ώθηση των καλλιτεχνικών μαθημάτων, ο επαναπροσδιορισμός της τέχνης και η σύνδεση των τεχνικών μαθημάτων με άλλες περιοχές μάθησης. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Δελμούζου στο αναλυτικό πρόγραμμα του Παρθεναγωγείου για το μάθημα της ιχνογραφίας των δημοτικών ή των «Ελληνικών» σχολείων που το χαρακτηρίζει ως τυφλοσούρτη αντιγραφής πρότυπων γραμμών, σχημάτων που δεν προκαλούν ενδιαφέρον ενώ οι «προκατασκευασμένες» γραμμές και σχήματα των τετραδίων καμία γύμναση στην την ψυχή του παιδιού δεν επέφεραν.(Χαρίτος Γ. Χ. 1989, σελ. 177-178(το παρθεναγωγείο του Βόλου Ε.Ι.Ε.)
Το ωρολόγιο πρόγραμμα των δημοτικών σχολείων του 1913 όπου ζητήθηκε και η γνώμη του Εκπαιδευτικού Ομίλου[11] και παρουσιάζει σημαντική διαφορά σε σχέση με το πρόγραμμα του 1894. Οι ώρες των καλλιτεχνικών μαθημάτων καλύπτουν το 16,3% σε αντίθεση με το πρόγραμμα του 1894 όπου οι ώρες των αντίστοιχων μαθημάτων καλύπτουν συνολικά του 8,3%. Συγκεκριμένα προβλέπονται για την Ιχνογραφία και την Καλλιγραφία 17 ώρες και την Χειροτεχνία 11 ώρες συνολικά την εβδομάδα[12].(Ανδρέου Α., Π.Σ. 2002, Δημαράς Α., 1987)(Συντομογραφία Π.Σ. = Πρακτικά Συνεδρίου)
Στο μάθημα της χειροτεχνίας που για πρώτη φορά προβλέπεται και για τα αγόρια μεταξύ των άλλων διδάσκονται ράψιμο, πλέξιμο, κατασκευές με χαρτί, με ξύλο, με πηλό, τρεις φορές την εβδομάδα στην Α΄ και Β΄ τάξη και από δύο ώρες οι υπόλοιπες. Η Καλλιγραφία προβλέπεται όπως και στο πρόγραμμα του 1894 για την Β΄, Γ΄, και Δ΄ τάξη, ενώ στην Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη η Καλλιγραφία ενσωματώνεται στο δίωρο της Ιχνογραφίας. Η Ιχνογραφία προβλέπεται τρεις ώρες για την Α΄ και Β΄ τάξη και από δύο ώρες για την Γ΄ και Δ΄ εβδομαδιαία. Αν και τα νομοσχέδια του 1913 δεν ψηφίστηκαν, το αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων που θα καταρτιστεί το ίδιο έτος και θα ισχύσει τελικά μέχρι το 1969 για περισσότερο από πενήντα χρόνια.
Το μάθημα των εικαστικών ως αναγκαιότητα πλέον στην εκπαιδευτική πράξη ακόμη και στη ταραγμένη περίοδο της κατοχής και παρά την πλήρη κοινωνική και εκπαιδευτική αποδιοργάνωση είχε πλέον εμπεδωθεί στη συνείδηση των εκπαιδευτικών και δεν θεωρείτο περιττή πολυτέλεια.(Νούτσος Χ.,1990)
Σύμφωνα μάλιστα με το «σχέδιο μιας λαϊκής παιδείας» που υπέβαλλε Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης το 1944 μεταξύ των σκοπών της παιδείας είναι και τα παρακάτω:
«Η παιδεία δεν θα βασίζεται μόνο στην επιστήμη αλλά και στην τέχνη. Θα αποβλέπει να δώσει στο παιδί και γενικά στο λαό τη καλαισθητική μόρφωση. Όπως η επιστήμη με τη λαοκρατική παιδεία θα ξεκλειδώσει πια τα μυστικά της ώστε να γίνουν προσιτά σε όλους, έτσι και η τέχνη μέσα από την παιδεία θα ανοίξει τα παραδείσια βασίλειά της για το λαό»
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο τα εικαστικά μαθήματα συνεχίζουν να κατέχουν μια προνομιακή θέση στο δημοτικό σχολείο, όσον αφορά το διαθέσιμο σχολικό χρόνο, αφού παραμένει σε ισχύ το πρόγραμμα του 1913.(Βάος Α., 2000, σελ.84)
Το ΑΠ που δημοσιεύτηκε το 1969 (Β.Δ. 702/31-10-1969) που εκπόνησε το «Ανώτατο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της Εκπαιδεύσεως» και τέθηκε σε εφαρμογή, προβλέπει διαφορετικά ωρολόγια προγράμματα ανάλογα με τη δυναμικότητα του σχολείου[13]. Έτσι στο 6/θέσιο δημοτικό σχολείο για τα τεχνικά προβλέπονται 21 ώρες την εβδομάδα χρόνος μειωμένος κατά 7 ώρες επί των συνόλου των ωρών του 1913. Η διδακτέα ύλη των τεχνικών περιλαμβάνει τα μαθήματα της Ιχνογραφίας, της Καλλιγραφίας[14] και της Χειροτεχνίας. Στα αντικείμενα της χειροτεχνίας δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στα χρηστικά αντικείμενα και σε ένα πλήθος τεχνικών όπως χαρτοζωγραφική, χαρτοτεχνία, καλαθοπλεκτική, συρματοτεχνία, ξυλοτεχνία, βιβλιοδετική, ανθοτεχνία, πλαστική, γυψουργία, ψηφιδογραφία. Επιπλέον προβλέπεται για τα κορίτσια να ασκούνται στην κοπτική, ραπτική, πλεκτική και το κέντημα.
Γενικότερα ο σκοπός των τεχνικών μαθημάτων ορίζεται από τα εξής:
«Εις τας μικροτέρας τάξεις τα τεχνικά μαθήματα, οργανικώς συνδεόμενα μετά των λοιπών, σκοπόν έχουν την θεραπείαν της παιδικής κιναισθησίας, την ανάπτυξιν της δημιουργικής πλαστικής δυνάμεως αυτών, την καλλιέργειαν καλαισθητικών και άλλων ιδιαίτερων κλίσεων, την σταθεροποίησιν των διδασκομένων γνώσεων, την καλλιέργειαν της αισθήσεως του απλού, του σαφούς, του σκοπίμου και του ωραίου και την, συν τω χρόνω απόκτησιν χρησίμων διά τον πρακτικόν βίον δεξιοτήτων, ιδία εκείνων, αίτινες κρίνονται απαραίτητοι δια την προαγωγήν της βιοτεχνίας»( (Β.Δ. 702/31-10-1969 «Περί του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος των μαθημάτων του Δημοτικού Σχολείου»)
Χαρακτηριστικά αυτού του προγράμματος είναι:
- η επιβίωση του σχολείου εργασίας ιδιαίτερα στο πλήθος των χειροτεχνικών ασκήσεων
- η σύνδεση των τεχνικών μαθημάτων με την ανάπτυξη «χρήσιμων» επαγγελματικά δεξιοτήτων και μάλιστα διακριτών για τα δύο φύλα,
- η ανάδειξη των αισθητικών προσεγγίσεων των ερβατιανών παιδαγωγών με τη σύνδεση του σαφούς και του σκοπίμου» με το «ωραίο».(Βάος Α., 2000, σελ. 85-86)
Στο αναλυτικό πρόγραμμα του 1977 «περί οργανώσεως και διοικήσεως της Γενικής Εκπαιδεύσεως»(Π.Δ. 1034/12-11-1977)διαφαίνεται μια διαφορετική αντίληψη για το μάθημα των εικαστικών. Για πρώτη φορά σαν σκοπός του μαθήματος μεταξύ των άλλων ορίζεται και η ελεύθερη έκφραση του παιδιού. Τα τεχνικά μαθήματα ορίζονται πλέον από την ιχνογραφία και την χειροτεχνία και το νέο ωρολόγιο πρόγραμμα προβλέπει ένα δίωρο την εβδομάδα για κάθε τάξη. Έτσι ο χρόνος στο 6/θέσιο Δημοτικό Σχολείο μειώνεται κατά 9 ώρες συνολικά σε σχέση με το πρόγραμμα του 1969[15]. Σαν γενικός σκοπός του μαθήματος των χειροτεχνικών μαθημάτων είναι:
«η ελεύθερη έκφραση του παιδιού, η ανάπτυξη της ικανότητάς του για εξωτερίκευση και απεικόνιση του ψυχικού του κόσμου, η σταδιακή αξιοποίηση του με τις ορθότερες ιχνογραφικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες και η απόκτηση αντίστοιχων πρακτικών γνώσεων και δεξιοτήτων, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη ζωή και τον επαγγελματικό του βίο». (Π.Δ. 1034/12-11-1977)
Χαρακτηριστικά αυτού του προγράμματος είναι:
- ότι το πλήθος των χειροτεχνιών δεν διαφοροποιείται σε σχέση με το φύλο,
- προβάλλεται η ελεύθερη επιλογή και ο βιωματικός (σχολικός κυρίως) χαρακτήρας της ύλης
- τα θέματα επιλέγονται ελεύθερα από τις εμπειρίες ή τη φαντασία των παιδιών και εκτελούνται με τη διακριτική εποπτεία και καθοδήγηση του δασκάλου ώστε να αποφεύγεται κάθε επέμβαση που θα μπορούσε «να αλλάξει τον παιδικό χαρακτήρα του χειροτεχνήματος».Επιπλέον
- εισάγονται για τις μικρότερες τάξεις χειροτεχνικές εργασίες με τη μορφή παιχνιδιού καθώς και
- εισάγεται η συζήτηση μετά την εκτέλεση του έργου επικεντρωμένη κυρίως στα επιτυχή σημεία του έργου αποφεύγοντας τις άστοχες επικρίσεις.
Γενικότερα στο συγκεκριμένο πρόγραμμα γίνεται μια μετατόπιση από το πνεύμα της συλλογικότητας του μαθήματος των εικαστικών στην ενθάρρυνση της ιδιαίτερης προσωπικής έκφρασης του παιδιού(Βάος Α, 2000, σελ. 86-87, Σάλλα Τ. 2008, σελ. 236).
Με το αναλυτικό πρόγραμμα του 1982 (ΠΔ 583/31-08-1982) για τις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου Α΄και Β΄ εισάγεται ο όρος « Αισθητική Αγωγή» αντικαθιστώντας τον όρο «Τεχνικά μαθήματα» περιλαμβάνοντας σαν πρώτο μέρος την Ζωγραφική- Σχέδιο - Χειροτεχνία και στο δεύτερο μέρος την Μουσική.
Το πρόγραμμα που θα συμπληρωθεί το 1990 (ΠΔ 132/10-04-1990) για τις υπόλοιπες τάξεις Γ`, Δ`, Ε` και ΣΤ`. Με τον όρο Αισθητική Αγωγή καλύπτονται τα αντικείμενα Α: Εικαστική Αγωγή, Β: Μουσική Αγωγή Γ: Θεατρική Αγωγή και έχει σαν γενικό σκοπό τα εξής:
« Σκοπός της Αισθητικής Αγωγής είναι να βοηθήσει τους μαθητές να οργανώνουν δημιουργικά και να εξωτερικεύουν με πληρότητα τις προσωπικές τους εμπειρίες, ιδέες και συναισθήματα σε ποικίλες εκφραστικές μορφές και να αναπτύξουν προοδευτικά την απαραίτητη ευαισθησία απέναντι στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα όπως και σε κάθε εκδήλωση του ωραίου στη φύση και τη ζωή».
[1] Το Ε.Π.Π.Σ θα μετονομαστεί αργότερα (ΦΕΚ 303Β/13-03-2003 ,ΦΕΚ 304Β/13-03-2003) σε Δ.Ε.Π.Π.Σ (Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Σπουδών)- Α.Π.Σ.(Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών).
[2] Σε επιστολή του ο Καποδίστριας τον Σεπτέμβριο του 1830 με αποδέκτη τον De Saint-Vincent έγραφε μεταξύ άλλων «……………..εντεύθεν καταγίνομαι μετ` επιμονής …να συστήσω εις πάσαν κοινότητα εν ή περισσότερα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να βάλω θεμέλια τυπικών σχολείων και σχολείων τεχνών και εργοχείρων…..»
[3] Με το πέρας των συνεδριάσεων της Επιτροπής επί της Προπαιδείας, απεφασίσθη με το Διάταγμα της 12.7.1830 η κυβέρνηση να προχωρήσει στην έγκριση του γαλλικού εγχειριδίου του Charles Louis Sarazin, με τίτλο Manuel des ecoles elementaires ou expose de la methode d' enseignement mutuel, αναθέτοντας τη μετάφρασή του στον Ι. Κοκκώνη.
[4] Από την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του διδασκαλείου στο Ιάσιο (από τις αρχές Μαρτίου ως τα μέσα Ιουλίου 1820) φοίτησαν έξι «μαθητοδιδάσκαλοι», ενώ στη δεύτερη περίοδο (από τα μέσα Ιουλίου ως τα τέλη Οκτωβρίου 1820) φοίτησαν έντεκα «μαθητοδιδάσκαλοι».
Οι περισσότεροι από τους δεκαεπτά συνολικά «μαθητοδιδασκάλους» που αποφοίτησαν από το διδασκαλείο της αλληλοδιδακτικής του Ιασίου ήρθαν στην Ελλάδα και οργάνωσαν αλληλοδιδακτικά σχολεία. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί την ως το 1830 χρήση των παιδαγωγικών πινάκων και της μεθόδου του Κλεόβουλου στα περισσότερα αλληλοδιδακτικά σχολεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους
[5] Το μάθημα διδάσκονταν στους μαθητές των τεσσάρων ανωτέρων κλάσεων της γραφής, οι οποίοι διαιρούνταν σε οκτώ κλάσεις. Στην πρώτη κλάση μάθαιναν να σχεδιάζουν γραμμέςκαι γωνίες, στη δεύτερη τρίγωνα και τετράγωνα, στην τρίτη πολύγωνα, στην τέταρτη πυραμίδες και πρίσματα, στην πέμπτη κύκλους και κανονικά πολύγωνα, στην έκτη ελλείψεις και στερεομετρικά σχήματα, στην έβδομη αγγεία και στην όγδοη αντέγραφαν εικόνες μηχανών(Βάος Α., 2000, σελ. 56).
[6] Από το 1868 ως το 1879 ιδρύθηκαν εκατόν οχτώ νηπιαγωγεία μέσα στην οθωμανική επικράτεια: δώδεκα στην Ήπειρο, τέσσερα στην Θεσσαλία, σαρανταένα στην Μακεδονία, είκοσι στην Θράκη, οκτώ στα νησιά και είκοσι τρία στη Μικρά Ασία.(Παπαϊωάννου Α. 1996, σελ.245)
[7] Στα 1992 δώδεκα χρόνια μετά την «κατάργηση» της, ο Π. Π. Οικονόμος διαπίστωνε πως: «τα τρία τέταρτα όλων των δημοτικών σχολείων της Ελλάδας, ίνα μη είπωμεν περισσότερα, μένουσιν αμέτοχα εντελώς του πνεύματος της νέας παιδαγωγικής! Το μηχανικόν σύστημα του αοιδίμου Ι. Κοκκώνη (η αλληλοδιδακτική) ζη και θριαμβεύει»( Δημαράς Α.,1987, σελ. μβ)
[8] «Στοιχειώδεις πρακτικαί οδηγίαι περί διδασκαλίοις εν τοις Δημοτικοίς Σχολείοις, Εν Αθήναις 1881» που είχε την έγκριση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Υπουργός Ν. Παπαμιχαλόπουλος).
[9] Πρακτικά 2ου διεθνούς συνεδρίου πανεπιστήμιο Πατρών 2002, Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης «Η παιδεία στην αυγή του 21ου αιώνα», Ανδρέου Α., «Τα Αναλυτικά Προγράμματα του Δημοτικού Σχολείου (1881-1981) πρακτικά εισηγήσεων(ψηφιακής μορφής)».
[10] Με το νόμο ΒΤΜΘ΄ του 1895 και επί κυβερνήσεως Θ. Δεληγιάννη κατατίθεται ο νόμος «Περί στοιχειώδους ή δημοτικής εκπαιδεύσεως» ο οποίος ουσιαστικά θα ισχύσει ως τα 1929 για πρώτη φορά θα απασχολήσει το κράτος η προσχολική αγωγή. Ουσιαστικά το κράτος επεμβαίνει να «νομιμοποιήσει» και να ελέγξει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες ιδιωτικών φορέων. Απλώς τώρα το κράτος ορίζει πως επιτρέπεται στους ιδιώτες να ιδρύουν νηπιαγωγεία, δεν προβαίνει το ίδιο στην ίδρυσή τους(Δημαράς Α.,1987, σελ.κβ΄-κγ)
[11] Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος θα συσταθεί το 1910 από λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς και πολιτευόμενους με σκοπό την αναμόρφωση της ελληνικής εκπαίδευσης. Η παθογένεια της εκπαίδευσης βρίσκονταν στον σχολαστικισμό με τη δημοτική γλώσσα στο περιθώριο.
[12] Το πρόγραμμα που υπέβαλε ο Όμιλος παρουσιάζει διαφορές, συγκεκριμένα, για τα καλλιτεχνικά μαθήματα προέβλεπε 16 ώρες για Χειροτεχνία και 10 ώρες για Ιχνογραφία και Καλλιγραφία.
[13] Στα 1/θέσια και 2/θέσια Δημοτικά Σχολεία τα τεχνικά γίνονται ως «σιωπηραί εργασίαι», για το 3/θέσιο προβλέπονται συνολικά 10 ώρες, για το 4/θέσιο 14ώρες, και για το 5/θέσιο 18 ώρες συνολικά την εβδομάδα.
[14] Το μάθημα της Καλλιγραφίας όπως επισημαίνεται « δεν θα διδάσκεται ως ιδιαίτερον μάθημα εις τας τάξεις των Γ΄ και Δ΄, αλλά δια της συνεχούς ασκήσεως των μαθητών εις πάσας τας γραπτάς εργασίας αυτών να επιζητήται η απόκτησις υπ` αυτών της ικανότητος προς απλήν, ευανάγνωστον και καλαίσθητον γραφήν».Έτσι για τις τέσσερις κατώτερες τάξεις το μάθημα της Καλλιγραφίας «επιτυγχάνεται με τη δέουσα προσοχή υπό του διδασκάλου κατά τας γραπτάς εργασίαςτων μαθητών» για τις δύο ανώτερες τάξεις προβλέπει να γίνεται ως ιδιαίτερο μάθημα.
[15] Στα 1/θέσια και τα 2/θέσια Δημοτικά Σχολεία τα τεχνικά διδάσκονται ως σιωπηρές εργασίες , για το 3/θέσιο 6 ώρες, για το 4/θέσιο και 5/θέσιο 8 ώρες συνολικά την εβδομάδα.
Λώλος Γιώργος