Ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, ἀπάντησε ὁ στάρετς, φθάσαμε σὲ τέτοια χλιαρότητα στὴν πίστη καὶ σὲ τέτοια ἔλλειψη εὐαισθησίας ὡς πρὸς τὴν κοινωνίαν μας μὲ τὸν Θεό, ποὺ ἔχουμε ἀπομακρυνθῇ ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωή. Διάφορα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μᾶς φαίνονται σήμερα παράξενα. Παραδείγματος χάριν, διαβάζουμε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐμποδίσθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κηρύξη τὸν λόγο στὴν Ἀσίαν, ἄλλα, ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸν συνώδευσε ὅταν πῆγε στὴ Μακεδονία. Σὲ ἀρκετὰ χωρία τῆς Ἅγιας Γραφῆς ἀναφέρονται ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Σήμερα μερικοὶ λένε: «Εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦμε, ὅτι ἄνθρωποι μποροῦν νὰ δοῦν τὸν Θεὸ μ’ ἕνα τόσο συγκεκριμένο τρόπο; Ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς μορφώσεως, τῆς ἐπιστήμης, μπλεχτήκαμε σὲ ἕνα τέτοιο σκοτάδι ἀγνωσίας, ποὺ βρίσκομε ἀδιανόητα ὅλα αὐτὰ, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ παλαιοὶ εἶχαν μιὰ γνώση ἀρκετὰ σαφῆ, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ μιλοῦν ἀναμεταξύ τους γιὰ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους σὰν γιὰ πράγματα πασίγνωστα καὶ καθόλου παράξενα».
«Ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰακώβ, ὁ Μωϋσὴς εἶδαν τὸν Θεό. Ἡ στήλη τῆς πύρινης νεφέλης -τὸ Ἅγιο Πνεῦμα- χρησίμευε γιὰ ὁδηγὸς στὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ μέσα στὴν ἔρημο. Οἱ ἄνθρωποι ἔβλεπαν τὸν Θεὸ καὶ τὸ Πνεῦμα του ὄχι σὲ ὄνειρο ἢ σὲ ἔκσταση – ποὺ εἶναι καρποὶ μιᾶς ἀρρωστημένης φαντασίας – ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα. Ἔτσι ἀπρόσεκτοι ποὺ γίναμε, ἀντιλαμβανόμαστε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς ἀλλοιώτικα ἀπ’ ὅ,τι θά ‘πρεπε. Καὶ ὅλα αὐτά, γιατί, ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τη χάρη, τὴν ἐμποδίζουμε ἀπὸ διανοητικὴ ὑπεροψία νὰ ἔλθη νὰ κατοίκηση στὶς ψυχές μας».
Γιὰ τὸν στάρετς, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀδὰμ κυριαρχεῖ στὴν ἱστορία, ὄχι μόνο στὴν ἀνθρώπινη ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς κρίσεως. Ἡ σκέψη του δὲν ἔρχεται σὲ ἀντίφαση μὲ τὶς διάφορες ἐπιστημονικὲς θεωρίες γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατ’ αὐτόν, ὁ Ἀδὰμ δημιουργήθηκε ζῶον, ὅμοιο μὲ τ’ ἄλλα πλάσματα ποὺ ζοῦν στὴ γῆ, ἂν καὶ ἀνώτερος ἀπ’ ὅλα αὐτά. Θὰ ἔμενε ζῶο, ἂν δὲν εἶχε δεχθῇ «τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς» – τὸ Πνεῦμα- ποὺ τὸν ἔκανε συγγενῆ μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος μόνο ἐζωοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια τήν πνοὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕπαρξή του θεμελιώνεται ἀπ’ εὐθείας στὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὴν Εὔα τὴν ἴδια σοφία καὶ ἐφύτευσε στὸ μέσον τοῦ Παραδείσου τὸ Δένδρο τῆς Ζωῆς. Γιὰ τὸν στάρετς Σεραφείμ, ὅπως καὶ γιὰ τὸν Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὸ Δένδρο τῆς Ζωῆς καὶ τὸ Δένδρο τῆς Γνώσεως τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ δένδρο, σύνολο τῆς δημιουργίας. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλησε νὰ οἰκειοποιηθῇ τὰ πράγματα τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὸν Θεό, πρὶν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι κατὰ τὸν Θεό», καὶ γεύτηκε ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ Δένδρου τῆς Γνώσεως τοῦ Καλοῦ καὶ τοῦ Κακοῦ, ἔμαθε νὰ ξεχωρίζη τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ὑπέκυψε σὲ ὅλες τὶς ἀθλιότητες ποὺ αὐτὸ ἐπέφερε. Ὄχι μόνο ὁ Ἀδάμ ἀλλὰ ὁλόκληρη ἡ φύση παραδόθηκε δι’ αὐτοὺς λεία στὸν θάνατο. Ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε πιὰ χαθῇ.
«Παρ’ ὅλα αὐτά, δίδασκε ὁ στάρετς, αὐτὸ δὲν ἐσήμαινε, πὼς τὸ Πνεῦμα ἀποτραβήχθηκε ἐντελῶς ἀπὸ τὸν κόσμο. Παρὰ τὸ ἔγκλημά του, ὁ Κάιν μπόρεσε νὰ καταλάβη τὶς θεῖες ἐπιπλήξεις, ὁ Νῶε μπόρεσε νὰ συνομιλήση μὲ τὸν Θεό. Ὁ Ἀβραὰμ εἶδε τὸν Θεὸν καὶ «τὴν ἡμέρα του» καὶ ἐχάρη . Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα μίλησε διὰ τῶν προφητῶν.
Μὲ μιὰ δύναμη μικρότερη βέβαια ἀπ’ ὅ,τι στὸν ἐκλεκτὸ λαό, ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκδηλωνόταν ἀντιστοίχως καὶ στοὺς ἐθνικούς. Οἱ παρθένες – σίβυλλες προφήτευαν καὶ φύλαγαν τὴν ἁγνότητά τους γιὰ ἕναν ἄγνωστο Θεό.
Χωρὶς αὐτὴ τὴν ἄμεση γνώση τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ διατηρήθηκε μέσα στὴν ἀνθρωπότητα, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ ξέρουμε ἐὰν εἶχε ἔλθει ὁ καιρὸς, ποὺ ἡ γυναῖκα θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῇ ὁ Θεὸς στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα;
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἀναγγέλλει, πὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναγνώρισε τὸ παιδίον ὡς τὸν Λυτρωτὴ Χριστόν.
Γιὰ νὰ ὁλοκλήρωση τὸ ἔργον τῆς Λυτρώσεως, ὁ Κύριός μας, μετὰ τὴν Ἀνάστασή του, «ἐνεφύσησε» στοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς ξανάδωσε τὴν ἴδια πνοὴ ζωῆς, ποὺ ὁ Ἀδὰμ εἶχε χάσει – τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Πρὶν νὰ ἀνεβῇ πρὸς τὸν Πατέρα, ὁ Χριστὸς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ στείλη στὸν κόσμο τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὡς Παράκλητο, ποὺ θὰ διδάξη τὴν ἀλήθεια στοὺς Ἀποστόλους καὶ στοὺς διαδόχους τους καὶ θὰ τοὺς ὑπενθύμιζε ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε πῇ, ὅταν ἦταν ἐδῶ κάτω στὴ γῆ.
Ἦλθε ἡ Πεντηκοστή καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία.
Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ χάρη ποὺ χορηγεῖται ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς δίνεται μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Ἐπισφραγίζεται διὰ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐλαίου, ποὺ δίδεται μὲ τὸ ἅγιο χρῖσμα στὰ μέλη τοῦ σώματός μας καὶ κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἱερεὺς ἐπαναλαμβάνει: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου».
Ἄρα λοιπόν, ρώτησε ὁ στάρετς, σὲ τί ἄλλο βάζουμε τὶς σφραγῖδες μας, παρὰ πάνω σὲ δοχεῖα ποὺ τὸ περιεχόμενό τους εἶναι ἰδιαίτερα πολύτιμο; Καὶ τί μπορεῖ νά ‘ναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δεχόμαστε μέσα στὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος;
Αὐτὴ ἡ χάρη, ποὺ τὴν δεχόμαστε μὲ τὸ Βάπτισμα, εἶναι τόσο μεγάλη, τόσο σημαντικὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν τοῦ ἀφαιρεῖται ἀκόμη καὶ ἂν γίνη αἱρετικός. Ἂν δὲν ἁμαρτάναμε ποτὲ μετὰ τὸ βάπτισμα μας, θὰ εἴμαστε ὑπηρέται τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ ἄσπιλοι. Τὰ δυστύχημα εἶναι, ὅτι ἐμεῖς, προχωρῶντας στὴν ἡλικία, δὲν αὐξάνουμε «σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ» (Λούκ. 2, 52), ὅπως ἔκανε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ ἀντίθετα φθειρόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο καὶ γινόμαστε ἁμαρτωλοί, ἀπεχθῶς μάλιστα ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ χάσαμε τὴ χάρη ποὺ εἴχαμε δεχθῇ στὴν ἀρχή. Ἂν, παρ’ ὅλα αὐτὰ, ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος ἀποφασίση νὰ ξαναγυρίση στὸν Θεὸ ἀκολουθῶντας τὴν ὁδὸ τῆς μετανοίας, πρέπει νὰ ἐξάσκηση τὶς ἀρετές, τὶς ἀντίθετες πρὸς τὰ ἁμαρτήματα ποὺ εἶχε διαπράξει. Θὰ ξαναβρῇ τότε μέσα του τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐνεργῆ καὶ νὰ θεμελιώνη τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί δὲν ἐλέχθη μάταια: «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λούκ. 17, 21). Καὶ «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Μάτθ. 11, 12).
Δεῦτε, λέει ὁ Κύριος, καὶ ἐὰν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ (Ἠσ. 1, 18).
Εἰσχωρῶντας μέσα στὸ μυστήριο, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστὴς εἶδε τέτοιους ἀνθρώπους μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, ντυμένους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, μὲ φοίνικες στὰ χέρια τους σὰν σημάδι τῆς νίκης καὶ νὰ ψάλλουν «Ἀλληλούια». Ἡ ὀμορφιὰ τῶν ὕμνων των δὲν εἶχε τὸ ὅμοιό της.
«Μιλῶντας γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ εἶπε: «Οὗτοι εἰσίν οἱ ἐρχόμενοι ἐκ τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης καὶ ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτὰς ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου» (Ἀποκ. 7, 14). «Ἔπλυναν» μέσα στὸν πόνο• «ἐλεύκαναν» κοινωνῶντας τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Ἀρνίου, ποὺ προαιώνια θέλησε νὰ θυσιασθῇ καὶ ἀκόμη καὶ σήμερα θυσιάζεται καὶ μελίζεται, οὐδέποτε ὅμως δαπανᾶται, γιὰ νὰ μᾶς κάνη κοινωνοὺς στὴν αἰώνια ζωή.
Ἡ εὐχαριστία μᾶς ἔχει δοθῇ σὰν ἀντάλλαγμα αὐτοῦ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ὁ ἐχθρός, ὁ Ἑωσφόρος, θέλησε νὰ ἀποστέρηση τὴν ἀνθρωπότητα.
Παρ’ ὅλο ποὺ ἀποπλάνησε τὴν Εὔα καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴν ἔπεσε κι’ ὁ Ἀδάμ, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο ἔστειλε στοὺς ἀπογόνους τους ἕναν Λυτρωτὴ ποὺ μὲ τὸν θάνατό του ἐνίκησε τὸν Θάνατο, ἀλλὰ καὶ στὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἀειπαρθένου, μᾶς ἔδωσε μιὰ συνήγορο ποὺ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀποθαρρύνη. Ἀφοῦ συνέτριψε τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως, μεσιτεύει γιὰ μᾶς ἀδιάκοπα πρὸς τὸν θεῖο Υἱό της καὶ κερδίζει πάντοτε, ἀκόμα καὶ ἂν πρόκειται γιὰ τοὺς πιὸ βδελυροὺς ἁμαρτωλούς. Ὀνομάζεται «ἡ Μάστιξ τῶν δαιμόνων», γιατί εἶναι ἀδύνατο στὸ Σατανᾶ νὰ καταστρέψη ἕναν ἄνθρωπο ποὺ κατέφυγε στὴν βοήθεια τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ.
Πῶς ὅμως νὰ ἀναγνώριση κανεὶς τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους;
«Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ στάρετς, «ἐπαναφέρει ἀδιάκοπα στὴ μνήμη μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ γεμίζει τὶς καρδιές μας μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη. Ἐνῶ τὸ σατανικὸ πνεῦμα, τὰ πονηρά, ἐργάζεται κατ’ ἀντίστροφη ἔννοια. Οἱ ἐνέργειές του ἐπάνω μας εἶναι θορυβώδεις, μᾶς παρακινοῦν πρὸς τὴν ἀνταρσία καὶ μᾶς κάνουν σκλάβους τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας, τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας..