Εὐαγγελικό Ἀνάγνωσμα Κυριακῆς 4 Αὐγούστου 2024, ΣΤ΄ Ματθαίου (Ματθ. θ΄ 1-8)
Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Καί ἀφοῦ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο, πέρασε στήν ἀπέναντι ὄχθη τῆς λίμνης, καί ἦλθε στή δική του πόλη, τήν Καπερναούμ. 2 Τότε τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο, πού τόν εἶχαν βάλει πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι. Καί καθώς ὁ Ἰησοῦς εἶδε τήν πίστη πού εἶχε καί ὁ παράλυτος κι ἐκεῖνοι πού τόν μετέφεραν, εἶπε στόν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀνησυχοῦσε καί φοβόταν μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο στή θεραπεία του: Ἔχε θάρρος, παιδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου. 3 Τότε ὅμως μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: Αὐτός βλασφημεῖ, διότι σφετερίζεται δικαίωμα πού μόνον ὁ Θεός ἔχει. 4 Ὁ Ἰησοῦς τήν ἴδια στιγμή εἶδε στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους τίς σκέψεις τους καί εἶπε: Γιατί κάνετε μέσα στίς καρδιές σας σκέψεις πονηρές καί κακοπροαίρετες; 5 Καί εἶναι πράγματι οἱ σκέψεις σας αὐτές κακόβουλες καί κακοπροαίρετες, διότι, τί εἶναι εὐκολότερο: νά πεῖ κανείς· εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου, ἤ νά πεῖ, σήκω ὄρθιος καί περπάτα; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο αὐτό τό τελευταῖο. 6 Γιά νά μάθετε λοιπόν τώρα ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καί ἔνδοξος Κριτής της κατά τή δευτέρα παρουσία του, ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ στή γῆ τίς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, τότε λέει στόν παράλυτο: Σήκω ὄρθιος καί πάρε στούς ὤμους σου τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου. 7 Καί πραγματικά ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. 8 Ὅταν λοιπόν τά πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτό πού ἔγινε, θαύμασαν καί δόξασαν τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔδωσε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ στούς ἀνθρώπους τέτοια ἐξουσία, νά συγχωροῦνται δηλαδή οἱ ἁμαρτίες, καί συγχρόνως νά γιατρεύονται μ’ ἕνα λόγο ἀθεράπευτες ἀσθένειες τοῦ σώματος.