«Η Δίκη» – Franz Kafka

Ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτό το έργο και πιθανώς να μην είχε σκοπό να το ολοκληρώσει. Στο χειρόγραφό του που διεσώθη, περιλαμβάνονται δέκα ολοκληρωμένα κεφάλαια, κάποια ανολοκλήρωτα και μερικές παράγραφοι που ο ίδιος είχε διαγράψει.

 

Ένα πρωί, ο τριαντάχρονος τμηματάρχης μια τράπεζας, Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται στην πανσιόν όπου διαμένει, χωρίς προφανή λόγο και μαθαίνει πως θα παραπεμφθεί σε δίκη. Από εκείνη τη στιγμή αναλώνεται στο να συλλέξει πληροφορίες για το κατηγορητήριο, το δικαστήριο, τους δικαστές και να βρει τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε αυτή την (παράξενη, όπως αποδεικνύεται) δίκη.

«Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθα και τον συνέλαβαν» είναι η εναρκτήρια πρόταση της Δίκης.

Πρόκειται για μια ελαφρώς σουρεαλιστική ιστορία, ενός ανθρώπου που συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και περιμένει να παραπεμφθεί σε δίκη, δίχως όμως να του έχε γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τον βαραίνει. «Μολονότι παίζω το ρόλο του κατηγορημένου, είναι αδύνατο να θυμηθώ το παραμικρό παράπτωμά που θα δικαιολογούσε τη δίωξή μου»

 

Το παράδοξο είναι πως ενώ αρχικά αδιαφορεί για την επικείμενη – αλλά χρονικά απροσδιόριστη – δίκη και εκφράζεται ειρωνικά για την όλη διαδικασία και τους ανθρώπους που την υπηρετούν, καθώς όλα είναι εντελώς έξω από τα συνηθισμένα και εντελώς παράλογα («Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία», «Κατά κανόνα, ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις»), με τον καιρό, κατά έναν παράξενο τρόπο, ο Κ. πείθει τον εαυτό του να μπει στη διαδικασία αυτή και να συμμετάσχει, με τον ρόλο που ερήμην τού έχει αποδοθεί, αυτόν του κατηγορουμένου. Αρχίζει να ασχολείται εντατικά με την υπόθεση και προσπαθεί να βρει διόδους προς την αθώωσή του, σε σημείο που παραμελεί τη δουλειά του και την προσωπική του ζωή.

Στην προσπάθειά του να βγει αλώβητος από αυτήν την περιπέτεια, είναι διατεθειμένος να καταφύγει σε κάθε λογής μεθόδους. Να κάνει τα γλυκά μάτια σε οποιαδήποτε γυναίκα βρεθεί στο διάβα του και θεωρεί πως μπορεί να του φανεί χρήσιμη, να ζητήσει συμβουλές από έναν φτωχό μεσήλικα με τον οποίο σε άλλη περίπτωση ούτε που θα καταδεχόταν να συνομιλήσει και να ζητήσει τη συνδρομή ενός άγνωστου και αρκετά περίεργου ζωγράφου.

Βέβαια, παρά τις όλες προσπάθειές του, ενδόμυχα, σιγά σιγά αποδέχεται την ενοχή του και αντιλαμβάνεται ότι είναι ανώφελο να παλέψει κόντρα στο δαιδαλώδες και παράλογο δικαστικό σύστημα που τον κατηγορεί.

Μέσα στα δέκα αυτά ολοκληρωμένα κεφάλαια παρατηρούμε όλες τις προσπάθειες που κάνει ο Κ. για μπορέσει να υπερασπιστεί το εαυτού ενάντια σε αυτήν την άγνωστη κατηγορία και ταυτόχρονα να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στον περίγυρό του, αλλά και να μην αποδυναμωθεί η θέση του στην δουλειά του, όπου οι αντίπαλοι καραδοκούν να τον εκθρονίσουν. Επίσης βλέπουμε πώς επηρεάζεται η καθημερινότητά του από την όλη δοκιμασία, και πώς η ψυχολογία του και οι ελπίδες του ανεβοκατεβαίνουν από το ναδίρ στο ζενίθ ασταμάτητα.

Η αφήγηση είναι σε γ? πρόσωπο, εστιασμένη πάντα στον Κ. Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας, με τους κοφτούς αλλά συνάμα συμπυκνωμένους διαλόγους να παρεμβάλλονται σε καταλληλα σημεία. Τα διαδοχικά κεφάλαια δεν παρουσιάζουν σημαντική συνοχή (πιθανώς να μη προορίζονταν για την συγκεκριμένη αλληλουχία), αλλά αυτό δεν δυσκολεύει καθόλου την ανάγνωση.

Μετά το τέλος της ιστορίας, περιλαμβάνονται μερικά ημιτελή κεφάλαια, τα οποία κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν έχουν σε τόσο έντονο βαθμό το αφαιρετικό και δυσοίωνο ύφος από το οποίο διακρίνονται τα δέκα ολοκληρωμένα. Επίσης, περιλαμβάνονται τρεις επίλογοι τριών εκδόσεων της Δίκης, από τον Μαξ Μπροντ. Στους επιλόγους αυτούς αναφέρει κυρίως του λόγους που τον ώθησαν να δημοσιεύσει τα έργα του Κάφκα, παρότι είχε την αντίθετη εντολή

 

Ιστορία της έκδοσης

Το χειρόγραφο της Δίκης διεσώθη από τον συγγραφέα και φίλο του, Μαξ Μπροντ, ο οποίος, ενάντια στην επιθυμία του ίδιου του Κάφκα, το επιμελήθηκε και το εξέδωσε. Η ρητή και γραπτή (με επιστολή προς τον Μπροντ) επιθυμία του Κάφκα ήταν να καούν όλα τα χειρόγραφά του που τυχόν θα διασώζονταν μετά τον θάνατό του, κατά προτίμηση χωρίς να διαβαστούν από κανέναν. Όμως ο Μπροντ δεν εκτέλεσε την επιθυμία του φίλου του και το 1925 εξέδωσε την Δίκη.

Προσωπική μου άποψη είναι ότι κακώς ο Μπροντ φάνηκε ανυπάκουος στην τελευταία επιθυμία του φίλου του και δημοσίευσε τα έργα του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό οφειλόταν σε προσωπική φιλοδοξία ή απόλυτη βεβαιότητα για την μεγάλη αξία και την σίγουρη αποδοχή αυτών των έργων, αλλά σε κάθε περίπτωση το κάθε έργο ενός δημιουργού αποτελεί μιας μορφής έκθεση του εαυτού του και εφόσον κάποιος δεν επιθυμεί να εκτεθεί, πρέπει αυτό να γίνεται σεβαστό ,πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για ανολοκλήρωτα έργα. Σεβασμός, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον, εξαντλήθηκε στην παρακάτω δήλωση του Μπροντ, αναφορικά με την επιμέλεια που χρειάστηκαν τα κείμενα προτού εκδοθούν : «Σεβαστήκαμε την  πρόθεση του συγγραφέα σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του μυθιστορήματος»

«Όσο λιγότερο προσελκύεις την προσοχή τους, τόσο το καλύτερο! Να συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχεις καθόλου, κι ας μην ταιριάζει καθόλου στο χαρακτήρα σου! Αυτός ο μεγάλος δικαστικός οργανισμός βρίσκεται μονίμως σε μια κατάσταση λεπτής ισορροπίας. Όταν κάποιος παίρνει την πρωτοβουλία να κάνει και την παραμικρότερη αλλαγή, το μόνο που καταφέρνει είναι να ταρακουνήσει το έδαφος κάτω από τα δικά του πόδια με κίνδυνο να γκρεμιστεί ο ίδιος, ενώ ο μεγάλος οργανισμός ξεπερνά εύκολα την ενόχληση, δημιουργώντας σ?ένα άλλο σημείο κάποιο αντιστάθμισμα, για να παραμείνει εντελώς αμετάβλητος. Ίσως μάλιστα γίνεται ακόμη πιο απρόσιτος, πιο προσεχτικός, αυστηρός και επίβουλος.»

Αφήστε μια απάντηση