ΧΟ. Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- στροφή α΄
θρώπου δεινότερον πέλει·
τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν
πόντου χειμερίῳ νότῳ 335
χωρεῖ, περιβρυχίοισιν
περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν
τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν
ἄφθιτον, ἀκαμάταν, ἀποτρύεται,
ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος, 340
ἱππείῳ γένει πολεύων.
Κουφονόων τε φῦλον ὀρ- αντιστρ. α΄
νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ,
καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη
πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν 345
σπείραισι δικτυοκλώστοις
περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ
δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου
θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽350
ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν
οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον.
Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν στροφή β΄
φρόνημα καὶ ἀστυνόμους
ὀργὰς ἐδιδάξατο, καὶ δυσαύλων 356
πάγων ὑπαίθρεια καὶ
δύσομβρα φεύγειν βέλη
παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται360
τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον
φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται·
νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς
ξυμπέφρασται.
Σοφόν τι τὸ μηχανόεν αντιστρ. β΄
τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων, 366
τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει,
νόμους παρείρων χθονὸς
θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν
ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν 370
ξύνεστι τόλμας χάριν·
μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος
γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν
ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.375
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΧΟ. Πολλά γεννούν το δέος·
το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά·
περνά τον αφρισμένο πόντο
με τις φουρτούνες του νοτιά,
στη μέση σκάβει το βαθύ
και φουσκωμένο κύμα·
και την υπέρτατη θεά, τη Γη,
την άφθαρτη παιδεύει την ακάματη
οργώνοντας με τα καματερά340
χρόνο το χρόνο φιδοσέρνοντας τ' αλέτρι.
Και των αστόχαστων πτηνών
τις φυλές κυνηγά με τα βρόχια,
των αγρίων θηρίων τα έθνη,
των βυθών την υδρόβια φύτρα
με δίχτυα πλεγμένα στριφτά,
ο τετραπέρατος· τ' αγρίμι της βουνοκορφής
δαμάζει με τεχνάσματα· φορεί350
στων αλόγων την πλούσια χαίτη ζυγό
και στον ταύρο, που βαρβάτος βοσκάει στα όρη.
Ένας τον άλλο δίδαξε λαλιά,
τη σκέψη, σαν το πνεύμα των ανέμων,
την όρεξη να ζει σε πολιτείες·
πώς να γλιτώνει το χαλάζι μες στ' αγιάζι,
την άγρια δαρτή βροχή μέσα στον κάμπο,
ο πολυμήχανος· αμήχανος δε θ' αντικρίσει
τα μελλούμενα· το χάρο μόνο360
να ξεφύγει δεν μπορεί·
μόλο που βρήκε ψάχνοντας και γιατρειές
σ' αγιάτρευτες αρρώστιες.
Τέχνες μαστορικές σοφίστηκε
που δεν τις βάζει ο νους,
κι όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει·
όποιος κρατεί τον ανθρώπινο νόμο
και του θεού το δίκιο, που όρκος το δένει φριχτός,
πολίτης· αλήτης και φυγάς,370
όποιος κλωσάει τ' άδικο, μακάρι και μ' αποκοτιά,
ποτέ σε τράπεζα κοινή
ποτέ μου βούληση κοινή
με κείνον που τέτοια τολμάει.
(Μπαίνει η Αντιγόνη οδηγούμενη από τον φύλακα.)
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Χρηστομάνου |
ΧΟ. Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- στροφή α΄ θρώπου δεινότερον πέλει· τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειμερίῳ νότῳ 335 χωρεῖ, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν ἄφθιτον, ἀκαμάταν, ἀποτρύεται, ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος, 340 ἱππείῳ γένει πολεύων. Κουφονόων τε φῦλον ὀρ- αντιστρ. α΄ νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ, καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν 345 σπείραισι δικτυοκλώστοις περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽350 ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον. Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν στροφή β΄ φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο, καὶ δυσαύλων 356 πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται360 τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται· νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται. Σοφόν τι τὸ μηχανόεν αντιστρ. β΄ τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων, 366 τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει, νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν 370 ξύνεστι τόλμας χάριν· μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.375 |
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Πολλά είναι τα θαμαστά, μα τίποτα πιο θαμαστό δεν είναι απ᾽ τον άνθρωπο· αυτός και πέρα απ᾽ την ασπριδερή τη θάλασσα με του νοτιά τη μάνητα προβαίνει, περνώντας κύματα που γύρω του σαλεύουν και την πιο μεγαλύτερη απ᾽ τους θεούς, τη Γη, που είν᾽ αχάλαστη, και ποτέ δεν αποκάνει, την τρυγάει από χρόνο σε χρόνο,340 σκαλεύοντάς την μ᾽ άροτρα που τα γυρίζουν άλογα. Και το συνάφι των ελαφρόμυαλων πουλιών κυκλώνοντας τα πιάνει κι άγρια θεριά κοπάδια, και την πλάση όλη απ᾽ της θάλασσας τα βάθη με τα κλωστένια δίχτυα, ο τετραπέρατος! Και μηχανεύεται πολλά για να καταπονέσει τ᾽ ανήμερα θερία που περπατούνε στα βουνά, και τον μαλλιαροχαίτη ίππο τον ημέρεψε350 με του ζυγού τ᾽ αγκάλιασμα, και του βουνού τον ταύρο τον ακούραστο. Και τη λαλιά, και τη σκέψη, σαν πνοή τ᾽ ανέμου και τις αγορές για προστασία της πολιτείας μόνος του τα έμαθε, και πώς να ξεφεύγει τα βέλη του πάγου, που ξεσηκώνει απ᾽ τον ύπνο στις αυλές, και της νεροποντής τον παραδαρμό. Σ᾽ όλα έχει διέξοδο, σε τίποτα δεν τον βρίσκει360 το μέλλον χωρίς γνώμη — μόν᾽ απ᾽ τον Άδη να γλιτώσει δεν θα μπορέσει— παρά κι απ᾽ αρρώστιες δύσκολες πώς να γλιτώνει έχει σοφιστεί. Έχει ανέλπιστη σοφία για να βρίσκει τέχνες και πότε στο κακό ξεπέφτει, πότε στο καλό! Αψηφάει της χώρας τους νόμους και των θεών τ᾽ ορκισμένο δίκιο. Μεγάλος και πολύς στην πολιτεία, και πάλι χωρίς πατρίδα.370 Όποιος πάει στο κακό έτσι για τόλμη ούτε στη γενιά μου ποτέ να καθίσει ούτε με τη δική μου έχει ίδια γνώμη σαν κάνει τέτοια. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Ι. Ν. Γρυπάρη |
ΧΟ. Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- στροφή α΄ θρώπου δεινότερον πέλει· τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειμερίῳ νότῳ 335 χωρεῖ, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν ἄφθιτον, ἀκαμάταν, ἀποτρύεται, ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος, 340 ἱππείῳ γένει πολεύων. Κουφονόων τε φῦλον ὀρ- αντιστρ. α΄ νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ, καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν 345 σπείραισι δικτυοκλώστοις περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽350 ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον. Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν στροφή β΄ φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο, καὶ δυσαύλων 356 πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται360 τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται· νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται. Σοφόν τι τὸ μηχανόεν αντιστρ. β΄ τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων, 366 τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει, νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν 370 ξύνεστι τόλμας χάριν· μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.375 |
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Πολλά ᾽ναι τα θάματα, πιο θάμ᾽ απ᾽ τον άνθρωπο, τίποτα· πέρ᾽ απ᾽ την αφρομάνιστη τραβάει και πάει τη θάλασσα με του νοτιά τις φουρτούνες, περνώντας κάτω απ᾽ τα κύματα π᾽ ολόγυρά του βρυχιούνται· και την τρανύτερη μες στους θεούς την άφθαρτη ακάματη Γη, καταπονάει με τ᾽ αλέτρια, που χρόνο με χρόνο340 πάνε κι έρχουνται αλογόσυρτ᾽ απάνω της οργώνοντάς την. Και των αλαφρόμυαλων των πουλιών τη γενιά παγιδεύοντας πιάνει και τα έθνη των άγριων των θηρίων και τα θαλάσσια τα θρέμματα του πελάου μες στα διχτυόκλωστα βρόχια του ο άνθρωπος ο πολυτεχνίτης, και τ᾽ αγρίμι που ζει στων βουνών τις ερμιές με τις μηχανές του νικά350 και στο δασύτριχο γύρω τ᾽ αλόγου τον τράχηλο περνάει το ζυγό, καθώς και του αδάμαστου βουνίσιου ταύρου. Και γλώσσα και νόηση ανεμόφερτη και την καλή μες σε πόλεις κυβέρνια του έμαθε να ᾽χει· και πώς απ᾽ τα υπαίθρια τα βέλη της νύχτιας παγωνιάς και του κακού τ᾽ ανεμόβροχου να φυλάγεται — ο παντοσόφιστος· ανεφοδίαστον, τίποτα360 δεν τον βρίσκει απ᾽ ό,τι ᾽ναι νά ᾽ρθει· μόνο απ᾽ το Θάνατο γλιτωμό δε θα βρει πουθενά· όμως γι᾽ αρρώστιες, που τρόπο δεν είχανε, βρήκε ο ένας με τον άλλο γιατρειά. Κι ενώ έχει σοφία να μηχανεύεται τέχνες π᾽ ούτε μπορούσε να ελπίσει κανείς, πότε γυρνάει στο κακό και στο καλό πότε πάλι· μα όποιος τους νόμους τιμά της χώρας του και την ορκόδετη των θεών δίκη, δοξάζει την πόλη του, κι είναι χαμός της εκείνος, που370 ξεδρομίζει απ᾽ την ίσια τη στράτα χάρη στο θράσος του. Ο Θεός μην το δώσει ποτέ κάτω απ᾽ την ίδια τη στέγη να κάθεται ή να μου είναι ένας τέτοιος ομόγνωμος. |
Αρχαίο κείμενο | Μετάφραση Κ. Μάνου |
ΧΟ. Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀν- στροφή α΄ θρώπου δεινότερον πέλει· τοῦτο καὶ πολιοῦ πέραν πόντου χειμερίῳ νότῳ 335 χωρεῖ, περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ᾽ οἴδμασιν, θεῶν τε τὰν ὑπερτάταν, Γᾶν ἄφθιτον, ἀκαμάταν, ἀποτρύεται, ἰλλομένων ἀρότρων ἔτος εἰς ἔτος, 340 ἱππείῳ γένει πολεύων. Κουφονόων τε φῦλον ὀρ- αντιστρ. α΄ νίθων ἀμφιβαλὼν ἀγρεῖ, καὶ θηρῶν ἀγρίων ἔθνη πόντου τ᾽ εἰναλίαν φύσιν 345 σπείραισι δικτυοκλώστοις περιφραδὴς ἀνήρ· κρατεῖ δὲ μηχαναῖς ἀγραύλου θηρὸς ὀρεσσιβάτα, λασιαύχενά θ᾽350 ἵππον ὑπαξέμεν ἀμφίλοφον ζυγὸν οὔρειόν τ᾽ ἀκμῆτα ταῦρον. Καὶ φθέγμα καὶ ἀνεμόεν στροφή β΄ φρόνημα καὶ ἀστυνόμους ὀργὰς ἐδιδάξατο, καὶ δυσαύλων 356 πάγων ὑπαίθρεια καὶ δύσομβρα φεύγειν βέλη παντοπόρος· ἄπορος ἐπ᾽ οὐδὲν ἔρχεται360 τὸ μέλλον· Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται· νόσων δ᾽ ἀμηχάνων φυγὰς ξυμπέφρασται. Σοφόν τι τὸ μηχανόεν αντιστρ. β΄ τέχνας ὑπὲρ ἐλπίδ᾽ ἔχων, 366 τοτὲ μὲν κακόν, ἄλλοτ᾽ ἐπ᾽ ἐσθλὸν ἕρπει, νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ᾽ ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις· ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν 370 ξύνεστι τόλμας χάριν· μήτ᾽ ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο μήτ᾽ ἴσον φρονῶν ὃς τάδ᾽ ἔρδοι.375 |
ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Του κόσμου από τα θάματα δεν είναι τίποτ᾽ άλλο, που να ᾽ναι σαν τον άνθρωπο περήφανο, μεγάλο. Σε φουσκωμένα κύματα, σε θάλασσα αφρισμένη, αυτός ξέρει και μπαίνει και φύσαγε, νοτιά! Και τη θεά την υπέρτατη, τη Γη τη φαρδιοπλάτα, π᾽ ακούραστα τα χαίρεται τ᾽ αθάνατά της νιάτα, ζεύει στ᾽ αλέτρι τ᾽ άλογα340 και την περικυκλώνει, βαθιά τηνε πληγώνει και την καταπονά. Πιάνει πουλιά γοργόφτερα, βουνίσια αγρίμια πιάνει· τα ψάρια από τη θάλασσαν αυτός με δίχτυα βγάνει. Αυτός τον ταύρο, τ᾽ άλογο ξέρει να μεταπείσει τη λευτεριά ν᾽ αφήσει350 και στον ζυγό να μπει. Αυτός και γλώσσαν έμαθε, και σπίτια να σκεπάζει· και νόμους εστερέωσε, και φρόνημα σπουδάζει. Με χίλιους τρόπους έρχεται και χίλιους τρόπους ξέρει,360 και μόνο δεν θα φέρει θανάτου αποφυγή! ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ Αυτός το κάθε ανέλπιστο με τέχνη μηχανεύει· πότε κακόν ορέγεται, πότε καλό γυρεύει! Κι εκείνος οπού χαίρεται ψηλά την εξουσία των νόμων την ουσία συχνά παρεξηγά. Μα πολιτείας ανάξιος370 κείνος που τολμάει, γιατί έτσι το φαντάστηκε, τ᾽ άδικο ν᾽ αγαπάει. Και δεν τον θέλω σύμμαχο, φίλο μου δεν τον πιάνω, στο σπίτι δεν τον βάνω, οπού τα κάνει αυτά! |