Σε μετάφραση Θ. Γ. Μαυρόπουλου, εκδόσεις Ζήτρος
ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● Αποκάλυψη της αιτίας του κακού: ο ρόλος του Αχιλλέα
● Φιλονικία Αχιλλέα και Αγαμέμνονα
● Ἀχιλλέως μῆνις
ΣΤΟΧΟΙ:
• Η σύνδεση του επεισοδίου του Χρύση και του θεόσταλτου λοιμού με τη φιλονικία Αγαμέμνονα - Αχιλλέα και με το κεντρικό θέμα του έπους, την μήνιν του Αχιλλέα.
• Οι βασικοί πρωταγωνιστές του έπους και το ήθος τους, και πώς η συμπεριφορά τους προετοιμάζει την εξέλιξη της πλοκής και προοικονομεί όσα αναφέρθηκαν στο προοίμιο.
• Στοιχεία που αφορούν τη ζωή και την οργάνωση του ελληνικού στρατοπέδου στην Τροία (λειτουργία πολιτικών διαδικασιών, όπως η συνέλευση, ιεραρχία, σχέσεις των αρχηγών με τον αρχιστράτηγο, ρόλος της θρησκευτικής εξουσίας, ληστρικές επιδρομές, διανομή λείας κτλ.).
• Οι φάσεις από τις οποίες περνάει η μήνις (θυμός) του Αχιλλέα μέχρι να εδραιωθεί· η ρήξη του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα είναι οριστική και αμετάκλητη.
• Η θεολογία της Ιλιάδας (ανθρωπομορφισμός των θεών, επιφάνεια Αθηνάς, ενδιαφέρον των θεών για τους ανθρώπους, θεϊκές επεμβάσεις στα ανθρώπινα).
• Η ευθύνη των ομηρικών ηρώων και τα όρια της ελευθερίας τους.
• Αγώνας λόγων και επική αφηγηματική τέχνη, τεχνικές και εκφραστικοί τρόποι που χρησιμοποιεί ο ποιητής (επική άνεση, επιβράδυνση, προοικονομία κτλ.).
• Ο λειτουργικός ρόλος της ένθετης αφήγησης και της χρήσης του μυθικού παραδείγματος (Κενταυρομαχία).
• Η αξία της σύνεσης, της ομόνοιας και της διαλλακτικότητας για την επίτευξη κάποιου κοινού σκοπού (λόγος του Νέστορα)
Αχιλλέας
Ερυθρόμορφος αττικός αμφορέας του Ζωγράφου του Αχιλλέα
περίπου 450 π.Χ.
Βατικανό, Μουσείο Βατικανού
Η Ιλιάδα διαρκεί 51 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 1η ως την 11η ημέρα
Άρτεμη - Απόλλων
Διάβασε για τη Μαντική
Μέρες
εννιά
βέλη θεού μες στον στρατό χτυπούσαν
τη δέκατη σε σύναξη καλούσε ο Αχιλλέας·
55 τη σκέψη αυτή του έβαλε η
ασπροχέρα Ήρα·
νοιαζόταν για τους Δαναούς βλέποντας να πεθαίνουν.
Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν κι ήρθαν στον ίδιο τόπο,
σηκώθηκε ο
γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας κι είπε:
«Ατρείδη, θα γυρίσουμε έτσι που πάει, νομίζω,
60 άπρακτοι στις πατρίδες μας, τον θάνατο αν ίσως
ξεφύγουμε, αν πόλεμος κι αρρώστια μας ρημάζουν.
Μα έλα ας ρωτήσουμε μάντη ή ιερέα
ή
ονειροκρίτη έστω -τ' όνειρο δίνει ο Δίας-
να πει γιατί έχει οργιστεί τόσο με μας ο Φοίβος,
65 αν προσφορά μας του 'λειψε, κάποια
τρανή θυσία,
μήπως θελήσει να δεχτεί αρνιών, γιδιών την κνίσα
και το θανατικό αυτό από εμάς να διώξει.»
Έτσι είπε αυτός και κάθισε. Σηκώθηκε μπροστά τους
ο Κάλχας,
γιος του Θέστορα, πρώτος από τους μάντεις,
70 που ήξερε τα τωρινά, τα πριν και τα κατόπι
κι οδήγησε στο Ίλιο των Αχαιών τα πλοία
χάρη στη μαντοσύνη του, που του 'δωσε ο Φοίβος.
Καλόγνωμος τότε γι' αυτούς μίλησε
κι είπε εκείνος:
«Αχιλλέα αρχοντικέ, προστάζεις να μιλήσω
75 για την οργή του Απόλλωνα του μακροσαγιτάρη.
Λοιπόν θα σου μιλήσω εγώ· μα σκέψου και
ορκίσου
να με συντρέξεις πρόθυμα με λόγια και με έργα.
Θ' ανάψω, λέω, την οργή άντρα που είναι πρώτος
μες στους Αργείους και αυτοί τα λόγια του ακούουν
80 ρήγας νικά, κατώτερο άντρα αν πολεμήσει·
κι αν την οργή του καταπιεί την ίδια μέρα κιόλας,
όμως κρατάει τον θυμό βαθιά στα στήθη μέσα,
ώσπου να τον εκδικηθεί· σκέψου αν θα με σώσεις.»
Γύρισε ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας
κι είπε:
85 «Τη θεία βουλή με θάρρος πες μας την, ό,τι
ξέρεις·
Κάλχα, μα τον Απόλλωνα, που τις ευχές σου ακούει
και τις βουλές στους Δαναούς τις θείες φανερώνεις,
όσο έχω τα μάτια μου και ζω σ' αυτόν τον κόσμο,
κανείς βαρύ επάνω σου χέρι δε θα σηκώσει,
90 και αν τον Αγαμέμνονα μες σ' όλους περιλάβεις,
που πρώτος απ' τους Αχαιούς πως είναι μας
καυχιέται.»
Ξεθάρρεψε ο
άψογος ο μάντης κι
είπε τότε:
«Προσφορά μας δεν του 'λειψε ούτε καμιά θυσία·
ο ιερέας αφορμή, που αψήφησε ο Ατρείδης,
95 δε λύτρωσε την κόρη του, δε δέχτηκε τα λύτρα·
ο μακρορίχτης να γιατί δίνει, θα δώσει πίκρες
και τ' άπρεπο θανατικό δε θα μας ξεμακρύνει,
πριν στον πατέρα δώσουμε τη
λαμπρομάτα κόρη
χωρίς λύτρα κι εξαγορά και στείλουμε στη Χρύσα
100 τρανή θυσία ιερή· έτσι ίσως αλλάξει.»
Έτσι είπε αυτός και κάθισε.
Σηκώθηκε μπροστά τους
ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, ο αφέντης
θυμώνοντας· από πάθος τα σκοτεινά του σπλάχνα
ξεχείλιζαν· τα μάτια του άστραφταν σαν τις φλόγες.
105 Τον Κάλχα αγριοκοίταξε πρώτα κι ύστερα είπε:
«Μάντη κακών,
λόγο καλό ποτέ σου δε μου είπες·
πάντα σου αρέσει στην ψυχή κακά να προφητεύεις·
καλό ούτε ξεστόμισες ούτ' έκαμες ποτέ σου.
Τώρα μπροστά στους Δαναούς χρησμολογώντας λέγεις
110 πως εξαιτίας μου κακά δίνει ο μακρορίχτης,
γιατί τα λύτρα τα λαμπρά της κόρης Χρυσηίδας
αρνήθηκα να τα δεχτώ, αφού πολύ τη θέλω
να την κρατώ στο σπίτι μου· την προτιμώ αλήθεια
και από τη γυναίκα μου, από την Κλυταιμνήστρα·
115 σώμα, μορφή, σκέψη και νου κατώτερα δεν έχει.
Ωστόσο, αν συμφέρει αυτό, πίσω τη δίνω αμέσως·
γερός ας είναι ο στρατός, να μου χαθεί δε θέλω.
Όμως να ετοιμάσετε για μένα άλλο δώρο,
μη χωρίς δώρο μείνω εγώ μονάχα· δεν ταιριάζει·
120 Βλέπετε με τα μάτια σας το δώρο μου να φεύγει.»
Γύρισε ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας κι είπε:
«Ατρείδη ενδοξότατε, πιο πλεονέκτη απ' όλους,
πώς οι αντρείοι Αχαιοί δώρο θα σου προσφέρουν;
Λάφυρα αμοίραστα πολλά δεν ξέρουμε πού είναι·
125
όσα από πόλεις πήραμε τα έχουμε μοιράσει
και δεν ταιριάζει ο στρατός να τα ξαναμαζέψει.
Την κόρη τώρα λύτρωσε για του θεού τη χάρη·
και συ τριπλή και τετραπλή ανταμοιβή θα έχεις,
την Τροία την καλόχτιστη ο Δίας αν μας δώσει.»
130 Γύρισε ο Αγαμέμνονας, ο άρχοντας, και είπε:
«Μ' όλη την αντρειοσύνη σου, θεόμορφε Αχιλλέα,
μη με γελάς· δε με πλανάς, δε μου αλλάζεις γνώμη.
Να έχεις συ το δώρο σου το θέλεις στα καλά σου,
ενώ να το στερούμαι εγώ, και λες να τη λυτρώσω;
135 Αν οι αντρείοι Αχαιοί βρουν και μου δώσουν δώρο,
που θα μου είναι αρεστό κι αντάξιο του άλλου...
Αν δε μου δώσουν, ο ίδιος θα πάω και θα πάρω
το δώρο σου, του Αίαντα ή και του Οδυσσέα·
και σ' όποιον φτάσω σίγουρα πολύ θα μου θυμώσει.
140 Ωστόσο, αυτά και άλλοτε μπορούμε να τα πούμε·
τώρα στην
άγια θάλασσα ας ρίξουμε καράβι
και κωπηλάτες διαλεχτούς ας βάλουμε σ' εκείνο·
τρανή θυσία ας βάλουμε, τη Χρυσηίδα ακόμη·
κι ένας ας είναι αρχηγός απ' τους ρηγάδες όλους,
145
Αίαντας ή
Οδυσσέας ή και
Ιδομενέας
ή του Πηλέα γιε εσύ, πιο τρομερέ απ' όλους,
να μαλακώσεις με ευχές τον μακροσαγιτάρη.»
Άγρια ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας είπε:
«Αλίμονο, ξεδιάντροπε και συμφεροντολόγε,
150 πώς κάποιος απ'
τους Αχαιούς πρόθυμα θα σ' ακούσει
να κάνει δρόμο ή γερά μ' άντρες να πολεμήσει;
Οι Τρώες οι πολεμιστές δεν ήταν αφορμή μου
να 'ρθω ν' αγωνιστώ εδώ· ναι, δε μου έχουν φταίξει·
δεν άρπαξαν τα βόδια μου ούτε τα άλογά μου
155 κι ούτε ποτέ στην εύφορη, την αντροθρέφτρα
Φθία
ρήμαξαν τα χωράφια μου, γιατί ανάμεσά μας
βρίσκονται σκιερά βουνά, θάλασσα αγριεμένη.
Για σένα αδιάντροπε, ήρθαμε, για χαρά σου
τους Τρώες να χτυπήσουμε, για σένα,
σκυλομούρη,
160
και τον Μενέλαο· γι' αυτά δε νοιάζεσαι, δε
νιώθεις·
να πάρεις και το δώρο μου με φοβερίζεις τώρα·
μα κόπιασα γι' αυτό πολύ, για να μου το χαρίσουν.
Δεν έχω δώρο όμοιο εγώ ποτέ μ' εσένα,
όταν
πόλη καλόχτιστη κουρσέψουμε των Τρώων
165 απ' τον σφοδρό τον πόλεμο το πιο μεγάλο μέρος
στους ώμους μου φορτώνεται· και μοιρασιά σαν γίνει,
παίρνεις δώρο τρανότερο κι εγώ γυρνώ στα
πλοία
έχοντας λίγο κι αρεστό, σαν κουραστώ στη μάχη.
Στη Φθία τώρα αναχωρώ· καλύτερα στη γη μου
170 να πάω με τα πλοία μου· νομίζω, δε θα μείνω
χωρίς τιμή να σωριάζω πλούτη, αγαθά για σένα.»
Γύρισε ο Αγαμέμνονας, ο άρχοντας, και είπε:
«Φύγε γοργά, αν το ποθεί τόσο πολύ η ψυχή σου·
δε σε παρακαλώ εγώ για χάρη μου να μείνεις·
175 κι άλλοι εμένα θα τιμούν και πιο πολύ ο Δίας.
Μου είσαι ο πιο μισητός απ' όλους τους ρηγάδες·
εσύ ποθείς τον πόλεμο, τις έριδες, τις μάχες·
κι αν είσαι δυνατός πολύ, θεού σου είναι δώρο.
Πάνε στον τόπο σου λοιπόν με πλοία, με συντρόφους,
180 τους Μυρμιδόνες όριζε· για σένα δε με νοιάζει
και τον θυμό σου αψηφώ. Κι άκου τι φοβερίζω:
Αφού τώρα ο Απόλλωνας παίρνει τη Χρυσηίδα,
με πλοία και συντρόφους μου εκείνη θα τη στείλω,
μα στη σκηνή σου εγώ θα 'ρθω, τη
Βρισηίδα τότε
185 την ωριομάγουλη, δώρο δικό σου να αρπάξω,
να ξέρεις πόσο ανώτερος εγώ είμαι από σένα
και να διστάζει να δειχτεί όμοιος κάποιος κοντά μου.»
Έτσι είπε. Και συγχύστηκε ο Αχιλλέας τότε·
στα δασιά στήθη του η ψυχή
διπλά διαλογιζόταν,
190 το κοφτερό του το σπαθί να σύρει απ' το μερί του,
να τους σκορπίσει όλους τους, να σφάξει τον Ατρείδη
ή να κρατήσει την οργή και τον θυμό να πνίξει.
Καθώς στον νου και στην ψυχή αυτά διαλογιζόταν
κι από τη θήκη έσερνε το μακρουλό σπαθί του,
195 η Αθηνά
απ' τον ουρανό ήρθε· την είχε στείλει
η Ήρα, που αγαπούσε, νοιαζόταν και τους δύο·
στάθηκε πίσω κι έπιασε τ' ολόξανθα μαλλιά του·
μόνος αυτός την έβλεπε, κανένας απ' τους άλλους.
Ο Αχιλλέας τά 'χασε, γύρισε πίσω κι είδε
200 την Αθηνά· τα μάτια της φριχτή έβγαζαν λάμψη.
Και
λόγια ανεμάρπαστα μιλώντας τότε είπε:
«Να 'ρθεις τι σ' έκαμε, τέκνο του
ασπιδοφόρου Δία;
Μήπως του Αγαμέμνονα να δεις την αδικία;
Μα κάτι τώρα θα σου πω κι ό,τι θα πω θα γίνει:
205 γι' αυτή την ξιπασιά γοργά θα χάσει τη ζωή του.»
Η γλαυκομάτα Αθηνά του είπε απαντώντας:
«Για να σου πάψω την οργή, αν ίσως με ακούσεις,
ήρθα από τον ουρανό· με έστειλε η Ήρα,
που και τους δυο σας αγαπά, σας νοιάζεται η ψυχή
της.
210 Έλα και πάψε την οργή, μη σέρνεις το σπαθί σου.
Αλλά με λόγια βρίσε τον, όπως και θα το κάνεις.
Ωστόσο τώρα θα σου πω και σίγουρα θα γίνει:
Κάποτε
τρίδιπλα λαμπρά δώρα θα σου χαρίσουν
γι' αυτήν εδώ την προσβολή. Κρατήσου, άκουσε μας.»
215 Γύρισε ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας κι είπε:
«Πρέπει να σεβαστώ, θεά, τον λόγο και των δυο σας,
κι ας έχω τόση την οργή· πιο καλά έτσι είναι·
αυτόν που ακούει τους θεούς κι εκείνοι εισακούουν.»
Στην ασημένια τη λαβή βαριά το χέρι πήγε,
220 το μακρουλό το ξίφος του ξανάσπρωξε στη θήκη
κι υπάκουσε στην Αθηνά· στον Όλυμπο εκείνη
στου Δία τα ανάκτορα προς τους θεούς τραβούσε.
Με λόγια πια πειραχτικά ο Αχιλλέας πάλι
στο γιο του Ατρέα μίλησε, δεν έπαυε ο θυμός του:
225 «Μεθύστακα,
σκυλόματε, μα με καρδιά λαφίνας,
ποτέ σου δεν το τόλμησες με τον στρατό σε μάχη
ή με αντρείους Αχαιούς να πας για μια ενέδρα.
Αυτό βέβαια θάνατος σου φαίνεται πως είναι.
Αλήθεια, είναι πιο καλό μες στο στρατόπεδο μας
230 απ' όποιον σου αντιμιλά τα δώρα του ν' αρπάζεις.
Καθώς
ανάξιους κυβερνάς, φαίνεσαι
λαοφάγος.
Αλλιώς για ύστατη φορά, Ατρείδη, θ' αδικούσες.
Όμως θα πω και μεγάλο όρκο θα κάνω τώρα:
Μα τούτο το ραβδί εδώ, που πια κλαδιά και φύλλα
235 δε θα βγάλει, μια κι άφησε στα όρη τον κορμό
του,
δε θα ξαναφυτρώσει πια·
χαλκός έχει θερίσει
τα φύλλα και τη φλούδα του· πια
το κρατούν στα χέρια
δικαιοκρίτες Αχαιοί, που απ' τον Δία παίρνουν
δικαιοσύνης ορισμούς - να, ο τρανός μου όρκος!
240 Θ' αποζητήσουν κάποτε τον Αχιλλέα όλοι
οι Αχαιοί· δε θα μπορείς, με όλο σου τον πόνο,
ο
ανδροφόνος Έκτορας όσο στη γη θα στρώνει
πολλούς, να τους παρασταθείς· θα σκίζεται η καρδιά
σου
με λύπη, που δεν τίμησες των Αχαιών τον πρώτο.»
245 Έτσι είπε ο Αχιλλέας· πέταξε το ραβδί του
το
χρυσοκάρφωτο στη γη και κάθισε ο ίδιος.
Από την άλλη ξέφρενος έστεκε ο Ατρείδης.
Πετάχτηκε ο
Νέστορας, ομιλητής της
Πύλου
γλυκός· γλώσσα γλυκύτερη από το μέλι είχε·
250 είδε να χάνονται πιο πριν δύο γενεές ανθρώπων
που έζησαν και έδρασαν στην ιερή την Πύλο
κι ήταν αυτός πια βασιλιάς στη γενεά την τρίτη.
Καλόγνωμος τότε γι' αυτούς μίλησε κι είπε εκείνος:
«Ποπό, στων Αχαιών τη γη κακό μεγάλο φτάνει!
255 Πόση χαρά θα νιώσουν πια ο Πρίαμος κι οι γιοι
του
και πόσο θα καταχαρούν οι άλλοι Τρωαδίτες,
αν πληροφορηθούν αυτά, οι δυο σας πως χτυπιέστε,
που απ' όλους είστε ανώτεροι
στη σκέψη και στη μάχη!
Μα ακούστε με! Είστε κι οι δυο νεότεροι από μένα.
260 Εγώ παρέα έκαμα μ' άντρες καλύτερους σας
παλιότερα· κι αυτοί ποτέ δε με
περιφρονούσαν.
Δεν είδα ως τώρα, δε θα δω ποτέ πια τέτοιους άντρες,
Πειρίθοο και Δρύαντα, τον αρχηγό ανθρώπων,
Καινέα και Εξάδιο, Πολύφημο τον άξιο,
265 Θησέα, του Αιγέα γιο, μ' αθάνατους παρόμοιο.
Απ' όσους ζουν πάνω στη γη ήταν οι πιο αντρείοι·
ήταν αντρείοι, τα 'βαζαν με τους αντρειωμένους,
μ' άγρια του βουνού θεριά, κι αφάνισαν τα πάντα.
Μ' αυτούς συναπαντήθηκα φερμένος απ' την Πύλο,
270 απ' έναν τόπο μακρινό· με κάλεσαν οι ίδιοι·
μαχόμουν κι από μόνος μου· μ' αυτούς δε θα μπορούσε
να αντιμετρηθεί κανείς απ' τους θνητούς του κόσμου.
Μα έπαιρναν τη γνώμη μου,
μου άκουγαν τον λόγο.
Λοιπόν ακούστε με και σεις· συμφέρει και στους δυο
σας.
275 Την κόρη συ μην αφαιρείς, κι αν έχεις την
αντρεία,
αλλ' όπως του την έδωσαν άφησε να την έχει.
Και συ τώρα μη ρίχνεσαι στον ρήγα, Αχιλλέα,
σαν όμοιός του· γιατί ποτέ όμοια τιμή δεν έχει
ο σκηπτροφόρος βασιλιάς που τον δοξάζει ο Δίας.
280 Αν είσαι αντρείος, αν θεά σε γέννησε μητέρα,
αυτός είναι ανώτερος· πιο πολλούς κυβερνάει.
Ατρείδη, πάψε την οργή· μην κρατάς, σ' εξορκίζω,
θυμό για τον Αχιλλέα, για
όλους μας που είναι
τους Αχαιούς προπύργιο στον πόλεμο τον άγριο.»
285 Γύρισε ο
Αγαμέμνονας, ο άρχοντας, και είπε:
«Ναι, γέροντα, όλα αυτά πολύ σωστά τα είπες·
όμως αυτός επιθυμεί να είναι πάνω απ' όλους,
να είναι σ' όλους αρχηγός, όλους να κυβερνάει,
σ' όλους να δίνει εντολές· κανείς δε δέχεται όμως.
290 Αν οι αθάνατοι θεοί τον έκαμαν αντρείο,
γι' αυτό του δίνουν άδεια να λέει τις βρισιές του;»
Τον έκοψε και μίλησε ο άξιος Αχιλλέας:
«Στ' αλήθεια θα με έλεγαν δειλό και τιποτένιο,
αν σ' ό,τι κάνεις, σ' ό,τι πεις εγώ υποχωρούσα.
295 Σ' άλλους να δίνεις εντολές, όχι εντολές σε
μένα!
Γιατί εγώ δε γίνεται τα λόγια σου ν' ακούσω.
Και κάτι άλλο θα σου πω και βάλε το στον νου σου:
Δε θα πιαστώ στα χέρια εγώ για χάρη αυτής της κόρης
με σένα ή με όποιον σας· δίνετε, παίρνετέ μου·
300 απ' όσα όμως στο γοργό μαύρο καράβι έχω
δε θα μου πάρεις τίποτε χωρίς εγώ να θέλω·
αν θέλεις, μπρος δοκίμασε, για να το μάθουν όλοι·
το μαύρο αίμα σου μεμιάς θα τρέξει στο κοντάρι.»
Λόγια αφού αντάλλαξαν βαριά ανάμεσά τους,
305 σηκώθηκαν και διάλυσαν τη σύναξη στα πλοία.