ΚΥΡΙΟ ΘΕΜΑ: Διάλογος του Τηλέμαχου με την Αθηνά-Μέντη, που προβάλλει:
● τα προβλήματα του Τηλέμαχου
● τις προσπάθειες της Αθηνάς να τον ενθαρρύνει και να τον πείσει να αναλάβει πρωτοβουλίες ως κύριος του σπιτιού
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 1η ημέρα:
Την ίδια ώρα ο Τηλέμαχος γύρισε να μιλήσει στη γλαυκόματη Αθηνά,
175 γέρνοντας το κεφάλι προς το μέρος της, να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι:
«Καλέ μου ξένε θα με παρεξηγήσεις αν γυμνή τη σκέψη μου σου πω;
Το μέλημά τους, ξένε, είναι αυτά που βλέπεις: κιθάρα και τραγούδι,
εύκολο μέλημα, αφού ατιμώρητοι ρημάζουν ξένα αγαθά·
ενός που τα λευκά του οστά, κάπου αφημένα στη στεριά,
180 τα σάπισε η νεροποντή, ή και το κύμα τα παρασύρει του πελάγου.
Αν όμως στην Ιθάκη γύριζε εκείνος, αν μπρος στα μάτια τους τον έβλεπαν·
όλοι τους λέω πως θα ύψωναν ευχή, πόδια να είχαν ελαφρότερα,
παρά να τους βαραίνει ο πλούτος με μαλάματα και ρούχα.
Μα τώρα αυτός αφανισμένος, όπως αφανίστηκε, με θάνατο άσχημο,
185 δεν άφησε σ’ εμάς καμιά παρηγοριά κι ελπίδα, αν κάποιος από τους
θνητούς στη γη που κατοικούμε ισχυριστεί πως θα γυρίσει·
του γυρισμού του η μέρα χάθηκε και πάει.
Όμως εσύ αποκρίσου σ’ ό,τι κι αν σε ρωτήσω, καθαρά και ξάστερα:
189-190 ποιος είσαι κι από πού; [...] / με ποιο καράβι εδώ μας ήλθες; [...]
193-194 [...] έρχεσαι πρώτη φορά στα μέρη μας, / ή μήπως είσαι φίλος πατρικός.
195 Γιατί κι άλλους πολλούς αυτό το σπίτι καλωσόρισε,
αφού κι εκείνος ήταν κοσμογυρισμένος.»
Διάβασε για τη Μαντική
Ανταλλαγές [πηγή:ΙΜΕ]
Εμπόριο κατά τους μεταβατικούς χρόνους
Δ. Λουκάτος, «Μαντική»
Ανταποκρίθηκε, τα μάτια λάμποντας, αμέσως η θεά Αθηνά:
«Πρόθυμα κι ακριβώς, όσα ζητάς να μάθεις, θα σου πω:
Μέντης το όνομά μου, γιος του εμπειροπόλεμου Αγχιάλου,
200 ο ίδιος τους θαλασσινούς Ταφίους κυβερνώ·
εδώ μ’ ένα καράβι και συντρόφους έφτασα, έτοιμος
να ανοιχτώ στο μπλάβο πέλαγος, πηγαίνοντας σ’ αλλόγλωσσους
ανθρώπους, στην Τεμέσα· γυρεύω ν’ ανταλλάξω σίδηρο γυαλιστερό
που φέρνω, με χαλκό· κι όσο για το
καράβι μου, με περιμένει
205 κάπου εκεί στα χτήματα, έξω από την πόλη, στο λιμάνι Ρείθρο,
κάτω απ’ το δασωμένο Νήιο.
Ναι, καμαρώνουμε πως είμαστε αμοιβαίοι φίλοι, γονικοί κι ανέκαθεν –
πήγαινε, αν θέλεις, να ρωτήσεις τον ανδρείο Λαέρτη, γέροντα πια,
που τώρα ακούω δεν κυκλοφορεί σαν άλλοτε στην πόλη·
210 αποτραβήχτηκε στα χτήματα, βαρύς από τα βάσανα
και μόνος, με μια γερόντισσα που τον υπηρετεί· [...].
214 Και να ’με τώρα· η φήμη μ’ έφερε
215 πως βρίσκεται ο πατέρας σου κιόλας στην πόλη –
φαίνεται όμως οι θεοί τού φράζουνε τον δρόμο ακόμη.
Ωστόσο ο θείος Οδυσσέας δεν πέθανε, και δεν τον σκέπασε
της γης το χώμα· είναι, πιστεύω, ζωντανός, κι ας εμποδίζεται
στη μέση του ανοιχτού πελάγους [...].
222 Άκουσε όμως τώρα τη μαντεία μου, όπως μέσα στον νου μου
την ξυπνούν οι αθάνατοι κι όπως νομίζω πως θα γίνει –
δεν ισχυρίζομαι πως είμαι μάντης, μήτε και καλοξέρω να εξηγήσω
225 τα σημάδια των πουλιών, κι όμως:
πολύν καιρό ακόμη δεν θα μείνει εκείνος μακριά από την πατρίδα του·
έστω κι αν τον κρατούν στα σίδερα,
θα βρει τον τρόπο να γυρίσει, αυτός που είναι πολυμήχανος.
Μα τώρα απάντησε στο ερώτημά μου και μίλησέ μου ειλικρινά:
230 αν, ένα τέτοιο παλικάρι, είσαι του Οδυσσέα, ο δικός του γιος·
231-32 απίστευτο πώς μοιάζεις στο πρόσωπο και στα όμορφά σου μάτια/εκείνου [...]»
236 Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και γνώση:
«Δεν θα σου κρύψω, ξένε, τίποτε, τη σκέψη μου θα φανερώσω·
238-39 η μάνα μου ισχυρίζεται πως είμαι γέννημα δικό του, όμως / εγώ δεν ξέρω· [...].
241 Άμποτε να ’μουν ενός άλλου ο γιος, καλόμοιρου,
που τα γεράματα τον βρίσκουν μέσα στ’ αγαθά του·
τώρα φαντάσου, ο πιο δυστυχισμένος που γεννήθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο,
αυτός μου λένε πως με γέννησε [...]
246 Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, ανταποκρίθηκε:
«Όχι, δεν το νομίζω πως οι θεοί έχουν ορίσει τη γενιά σου
ανώνυμη στο μέλλον,
αφού σε γέννησε τέτοιον που είσαι η Πηνελόπη.
Και τώρα κάτι άλλο πες μου, ειλικρινά·
250 τι γλέντι είναι αυτό; τι σόι συνάθροιση; Ποια η δική σου
υποχρέωση; καμιά γιορτή; ή μήπως γάμος;
Πάντως δεν πρόκειται για γεύμα
εταιρικό·
γιατί πολύ ξεδιάντροποι μου φαίνονται και ξιπασμένοι,
έτσι που τρων αυτοί και πίνουν στο παλάτι· θα αγανακτούσε ασφαλώς,
τα τόσα αίσχη βλέποντας, αν κάποιος κατά τύχη ερχόταν,
255 φτάνει να ήταν συνετός.»
Της αποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμος πάντα και με γνώση:
«Αφού τέτοια ερωτήματα μου θέτεις, γυρεύοντας εξήγηση –
ήταν ένας καιρός που αυτό το σπίτι είχε την τύχη του στα πλούτη,
στις τιμές, όσο εκείνος κατοικούσε αυτή τη χώρα.
260 Αλλά βουλήθηκαν αλλιώς κάποιοι θεοί, βάζοντας το κακό στον νου τους,
και τώρα εκείνον άφαντον τον έκαναν, παρά κανέναν άλλον.
Αν έβρισκε τον θάνατο, δεν θα ’ταν ο καημός μου τόσος,
αν είχε σκοτωθεί στην Τροία εκεί, με τους συντρόφους του στο πλάι,
ή, με το τέλος του πολέμου, ξεψυχούσε στων δικών τα χέρια·
265 τότε οι Παναχαιοί θα τον τιμούσαν τύμβο υψώνοντας,
και για κληρονομιά στον γιο του θ’ άφηνε μεγάλη δόξα.
Μα να που τώρα ανήκουστον τον έχουν αναρπάξει οι Άρπυιες,
κι εξαφανίστηκε, χωρίς κανείς να μάθει πού και πώς,
αφήνοντας σ’ εμένα οδυρμούς κι οδύνες.
270 Αλλά δεν κλαίω, δεν στενάζω εκείνον μόνο,
αφού μου δώσαν οι θεοί πρόσθετα και μεγάλα βάρη:
όσοι τριγύρω στα νησιά αρχηγεύουν, οι πρώτοι
στο Δουλίχιο, στη Σάμη και στη
δασωμένη Ζάκυνθο,
κι άλλοι, ρηγόπουλα στον βράχο της Ιθάκης,
275 όλοι τους έγιναν της μάνας μου μνηστήρες και μας μαδούν το σπιτικό·
εκείνη μήτε τον φριχτό τους γάμο αρνείται, μήτε και βρίσκει δύναμη
να δώσει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ οι μνηστήρες
αρπάζουν και ρημάζουν τα αγαθά μου - σε λίγο
θα κατασπαράξουνε κι εμένα.»
280 Του αντιμίλησε με πάθος η Αθηνά Παλλάδα:
«Αλίμονο κι αλήθεια, μακριά σου χρόνια ατέλειωτα, πόσο
ο Οδυσσέας σού λείπει! Που θα μπορούσε, τιμωρός, το χέρι
να σηκώσει στους αναίσχυντους μνηστήρες.
Γιατί, αν τώρα ερχόταν και στην εξώθυρα του παλατιού στεκόταν,
285 με περικεφαλαία, την ασπίδα και τα δυο του δόρατα,
ίδιος στην όψη, σαν την πρώτη εκείνη μέρα που τον είδα εγώ
στο σπίτι μας, να πίνει και να ευφραίνεται. [...]
294 Αν με την ίδια όψη ο Οδυσσέας έπεφτε στους μνηστήρες,
295 ο θάνατός τους λέω δεν θ’ αργούσε, πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε.
Όμως αυτά, όπως και να ’ναι, οι θεοί τ’ αποφασίζουν,
αν πίσω εκείνος θα γυρίσει εκδικητής, ή μήπως κι όχι,
στο παλάτι του. Εσένα τώρα συμβουλεύω να σκεφτείς,
να βρεις τον τρόπο, και να διώξεις απ’ το σπίτι τους μνηστήρες.
300 Άκου λοιπόν τι θα σου πω, και βάλε το καλά στον νου σου:
αύριο κιόλας, καλώντας σε συνέλευση τους τίμιους Αχαιούς,
σ’ όλους μπροστά εξηγήσου, κι ας είναι μάρτυρές σου οι θεοί·
δώσε διαταγή για τους μνηστήρες, πως πρέπει
να ξεκουμπιστούν, να παν στα σπίτια τους· ύστερα η μάνα σου,
305 αν η καρδιά της φλέγεται για νέο γάμο, πίσω ας γυρίσει
στο παλάτι του πατέρα της, αυτός έχει και δύναμη και πλούτη·
εκεί ας της ταιριάξουνε τον γάμο, και να της ετοιμάσουνε
γενναία προικιά, όσα στη θυγατέρα τους αρμόζουν, να τη συνοδεύσουν.
Για σένα πάλι, έχω άλλη συμβουλή, φρόνιμη αν σ’ αυτή υπακούσεις:
310 καράβι σήκωσε, το πιο γερό, μ’ είκοσι κωπηλάτες,
και πήγαινε να μάθεις νέα του πατέρα σου, αν κάποιος
άνθρωπος θνητός κάτι θα έχει να σου πει· [...].
315 Πρώτα να πας στην Πύλο, ρωτώντας τον σεβάσμιο Νέστορα,
ύστερα συνεχίζεις για τη Σπάρτη, να δεις και τον ξανθό Μενέλαο,
που τελευταίος γύρισε από τους άλλους Αχαιούς [...].
319 Εκεί ανίσως τον νόστο ακούσεις του πατέρα σου, πως ζει,
320 μ’ όλη την παιδωμή σου,
κάνε
υπομονή γι’ αυτόν τον χρόνο·
αν μάθεις όμως πως τον βρήκε ο θάνατος κι έσβησε η ζωή του,
τότε γυρίζεις πίσω στη γλυκιά πατρίδα,
υψώνεις επιτάφιο σήμα,
τιμώντας
τον νεκρό και με κτερίσματα
πολλά, όσα του πρέπουν – ύστερα δώσε και τη μάνα σου
325 σε κάποιον άλλον άντρα.
Κι όταν τελειώσεις μ’ όλα αυτά και γίνουν πράξη,
τότε με νου και σκέψη συλλογίσου, τρόπο να βρεις,
μες στο παλάτι, να σκοτώσεις τους μνηστήρες,
με δόλο
ή κι αναφανδόν· δεν πρέπει αλήθεια σαν μωρό παιδί να φέρεσαι,
330 αφού δεν είσαι πια κανένα παιδαρέλι.
Ή μήπως και δεν άκουσες πόσο μεγάλη δόξα, πανανθρώπινη,
κατέκτησε ο θείος Ορέστης, αφότου σκότωσε τον πατροκτόνο του,
τον δόλιο Αίγισθο, εκείνον τον φονιά του ξακουστού πατέρα του.
Έτσι, καλέ μου, σε βλέπω ωραίο κι αψηλό·
335 δείξου κι εσύ πως είσαι παλικάρι, να σε δοξάσουν οι μελλούμενες γενιές.
Όσο για μένα, αρμόζει να κατηφορίσω στο γοργό καράβι μου
και στους συντρόφους – θα αδημονούν μες στη μεγάλη αναμονή τους.
Δικό σου μέλημα τα υπόλοιπα,
θυμήσου και να σκέφτεσαι τις συμβουλές μου.»
340 Πάλι της αποκρίθηκεν ο τόσο γνωστικός Τηλέμαχος:
«Ξένε, το ξέρω πως αυτά τα λόγια σου μ’ αγάπη τα προφέρεις,
όπως πατέρας στο παιδί του – υπόσχομαι να μην τα λησμονήσω.
Αλλά παρακαλώ σε τώρα, λίγο καθυστέρησε, κι ας είναι βιαστικός
ο δρόμος σου· για να λουστείς, κι
ύστερα ευφρόσυνος
345 με δώρο στο καράβι να κατέβεις, που να το χαίρεται η ψυχή σου,
πάγκαλο και πολύτιμο, για να σου μείνει από μένα θυμητάρι σταθερό,
καθώς οι ξένοι που γνωρίζονται με φίλους ανταλλάσσουν.»
Το ανάκτορο της Πύλου
Το ανάκτορο του Νέστορα
Το δώρο στον μυκηναϊκό και μινωικό κόσμο και στη γεωμετρική εποχή
Αμέσως η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, του απάντησε:
«Μην προσπαθείς να με κρατήσεις κι άλλο, τώρα που ο δρόμος
350 με καλεί· το δώρο σου όμως, όποιο η καρδιά σου
επιθυμεί να μου χαρίσεις, μου το προσφέρεις την επόμενη φορά
που θ’ ανεβώ στο σπίτι σου – διάλεξε να ’ναι το καλύτερο,
έτσι κι εσύ θα πάρεις άξιο αντιχάρισμα.»
Μίλησε, κι όπως τέλειωσε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, εχάθη:
355 σαν το πουλί πετώντας, ξέφυγε από το άνοιγμα της στέγης·
εκείνου όμως την ψυχή την ενδυνάμωσε με θάρρος, ενίσχυσε και στέριωσε
τη μνήμη του πατέρα του, για να τον έχει συνεχώς στον νου του.
Αυτός καταλαβαίνοντας, έλαμψε ο νους του,
τον συνεπήρε θάμβος, ένιωσε πως θεός ήταν ο ξένος,
360 κι αυτόματα κινήθηκε προς τους μνηστήρες, ισόθεος άντρας.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης
1. Εντοπίσετε τυπικά στοιχεία από την αρχή της α ραψωδίας ως εδώ, καθώς και στα αποσπάσματα των ακόλουθων δημοτικών τραγουδιών, αφού λάβετε υπόψη σας τα εξής:
Τυπικά λέγονται τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα ή ελαφρά παραλλαγμένα. Μπορεί να είναι συνδυασμοί επιθέτων και ουσιαστικών ή άλλες φράσεις (όπως γλαυκῶπις Ἀθήνη/«η Αθηνά τα μάτια λάμποντας», ἔπεα πτερόεντα/«και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά») ή στίχοι ολόκληροι (όπως «Της αντιμίλησε ο Τηλέμαχος με φρόνηση και γνώση») ή θέματα/μοτίβα και σκηνές ολόκληρες (όπως η υποδοχή και η φιλοξενία του επισκέπτη). Δείτε και τα σχετικά με την αυτοσχεδιαστική ικανότητα των αοιδών στο 4ο θέμα της Εισαγωγής (σελ. 16-18).
Αποσπάσματα δημοτικών τραγουδιών με έκδηλα τυπικά στοιχεία
α. [Από την αναγγελία ενός θλιβερού γεγονότος]
- Τρία πουλάκια κάθουνται στον Έλυμπο, στη ράχη.
Το ’να τηράει τη θάλασσα, τ’ άλλο την Κατερίνα,
το τρίτο, το καλύτερο, μοιριολογάει και λέγει:
«Τ’ είν’ το κακό που πάθαμε εμείς οι μαύροι κλέφτες [...]
- Τρία πουλιά οχ’ την Πρέβεζα διαβήκαν εις την Πάργα.
Το ’να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Αϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο, το καλύτερο, μοιριολογάει και λέγει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε [...]
β. [Από τον αδιάκοπο πόλεμο του κλέφτη]
- Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.
- Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως κανέν’ μεντάτι
[=ενίσχυση].
(Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Γ.Μ. Σηφάκη, Για μια ποιητική του δημοτικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο
1998)
2. [Ο θάνατος στον πόλεμο] (κλέφτικο τραγούδι)
Χαρά ’στονε στον πόλεμο το θάνατ’ όποιος λάχει,
στον πόλεμ’ όποιος σκοτωθεί, κερδίζει μα δε χάνει·
κερδίζ’ όνομα αθάνατο και τση τιμής στεφάνι.
(Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Στ. Αναστασιάδη, Η διδασκαλία των ομηρικών επών [...], σελ. 59, Θεσσαλονίκη 1976.)
→ Συσχετίστε τους στίχους 263-266 με το παραπάνω κλέφτικο δημοτικό τραγούδι και αναζητήστε τα κοινά τους σημεία.