Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται οι εγκλίσεις στα αρχαία ελληνικά με αναφορά και στη χρήση τους στα νέα ελληνικά.
Η οριστική στα νέα ελληνικά
Η οριστική φανερώνει το πραγματικό και το βέβαιο, π.χ.
πραγματικό | Κοιτάζει το γαλάζιο πουλί |
βέβαιο | Το νερό της θάλασσας δεν πίνεται. |
Συχνά στο λόγο παίρνει κι άλλες σημασίες. Έτσι φανερώνει
το δυνατό | δυνητική οριστική (θα + οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου) |
Θα έδινα τα πάντα, για να πετύχω Θα είχα δώσει τα πάντα, για να πετύχαινα. |
το πιθανό | πιθανολογική οριστική (θα + οριστική κάθε χρόνου) |
Ο Πέτρος δεν είναι μέσα. Θα παίζει στην αυλή. Δε θέλει να ακολουθήσει· θα κουράστηκε |
ευχή | ευχετική οριστική (άμποτε, είθε, μακάρι + να, ας + οριστική παρελθοντικού χρόνου) |
Μακάρι να μην τον γνώριζα |
παράκληση | Δεν έρχεσαι αύριο μαζί μου στη δουλειά. |
Η οριστική είναι έγκλιση των προτάσεων κρίσεως και έχει άρνηση δε(ν).
Η ευχετική οριστική είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει άρνηση μη(ν).
Η οριστική στις ανεξάρτητες προτάσεις
Η οριστική ανάλογα με τη σημασία της διακρίνεται σε: απλή οριστική, δυνητική οριστική, επαναληπτική οριστική, ευχετική οριστική.
Η απλή οριστική δηλώνει το πραγματικό στο παρόν, στο παρελθόν ή στο μέλλον και ειδικότερα το αντικειμενικά πραγματικό ή το πραγματικό κατά την κρίση του ομιλητή.
→ Λακεδαιμόνιοι πέμπουσι πρέσβεις ἐς τὴν Κόρινθον.
→ Φίλιππος δυσπολέμητός ἐστι.
Σημείωση: Σε κάποιες περιπτώσεις η έννοια του πραγματικού μετριάζεται ή και αίρεται, με αποτέλεσμα η οριστική να δηλώνει ακόμα και κάτι μη πραγματικό. Αυτό συμβαίνει κυρίως:
1ον. Με λέξεις ή εκφράσεις όπως: μικροῦ, ὀλίγου, μικροῦ δεῖν, ὀλίγου δεῖν, παρ' ὀλίγον, παρὰ μικρὸν + οριστική (αορίστου κυρίως), ὀλίγου ἐδέησε, μικροῦ ἐδέησε, ἐλαχίστου ἐδέησε, παρ' ὀλίγον ἦλθον, παρὰ μικρὸν ἦλθον + απαρέμφατο αορίστου, π.χ.
→ Ὀλίγου ἐξαπάτησάς με.
→ Ἀγησίλαος μικροῦ δεῖν τῆς χώρας ἐκράτησεν.
→ Παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀποθανεῖν.
2ον. Με τις περιοριστικές εκφράσεις της αναφοράς: τὸ ἐπ' ἐμοί, τὸ ἐπί σου, τὸ ἐπὶ τούτῳ, τὸ ἐφ' ἡμᾶς, τὸ ἐπ' ἐκείνοις κ.τ.λ.
→ Τὸ ἐπὶ τούτῳ ἀπολώλαμεν (= όσο εξαρτάται απ' αυτόν, είμαστε χαμένοι)
Η δυνητική οριστική είναι η οριστική ιστορικού χρόνου (παρατατικού, αορίστου, υπερσυντέλικου) με το δυνητικόἂν·
δέχεται άρνηση οὐ
μεταφράζεται με το «θα» + παρατατικό ή υπερσυντέλικο (δυνητική οριστική των ν.ε. δες και παραπάνω)
δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού.
→ Ἐδυνάμην ἄν ἐγὼ σῶσαι ὑμᾶς. (= εγώ θα μπορούσα να σας σώσω)
→ Εἰ δὲ κερδαίνειν ἐβούλου, τότ' ἂν πλεῖστον ἔλαβες. (... τότε θα έπαιρνες περισσότερα)
Η επαναληπτική οριστική, είναι οριστική παρατατικού ή αορίστου με το μόριο ἂν και δηλώνει κάτι πραγματικό που επαναλαμβανόταν στο παρελθόν. Μεταφράζεται με παρατατικό ή με το «συνήθως» + παρατατικό, π.χ.
→ Εἰ Ἀγησίλαος ἴδοι τοὺς νέους γυμναζομένους, ἐπῄνεσεν ἄν. (Αν / κάθε φορά που έβλεπε ... τους επαινούσε / συνήθιζε να τους επαινεί.)
→ Εἴ τινες ἴδοιέν που τοὺς σφετέρους κρατοῦντας, ἀνεθάρρησαν ἄν. (Κάθε φορά που έβλεπαν τους δικούς τους κάπου να επικρατούν, έπαιρναν θάρρος.
Η ευχετική οριστική. είναι η οριστική παρατατικού ή σπανιότερα αορίστου με τα μόρια εἰ γὰρ ή εἴθε· παίρνει άρνηση μὴ και δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη, σε αντίθεση με την ευχετική ευκτική. Μεταφράζεται με το «μακάρι να» + παρατατικό ή υπερσυντέλικο, π.χ.
→ Εἴθ' ἦσθα δυνατὸς δρᾶν, ὅσον πρόθυμος εἶ.
→ Εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην.
Η οριστική στις εξαρτημένες προτάσεις
Στις εξαρτημένες προτάσεις εκτός από την ευκτική και τη δυνητική ευκτική συναντάμε:
α. την ευκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου, που δηλώνει υποκειμενική γνώμη για γεγονότα και απόψεις του παρελθόντος,
β. την επαναληπτική
Γενικότερα η οριστική χρησιμοποιείται στις παρακάτω δευτερεύουσες προτάσεις:
1. οριστική
ειδικές όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό, πχ. Λέγει Πτολεμαῖος ὅτι Περδίκκας πρῶτος ἐνέβαλεν ἐς τῶν Θηβαίων τὴν προφυλακήν.
πλάγιες ερωτηματικές όταν δηλώνουν ερώτηση για το πραγματικό, π.χ. Ἐρήσομαι ὅστις ἐστίν ὁ διδάσκαλος.
αιτιολογικές όταν δηλώνουν αίτιο πραγματικό, π.χ. Ἐπορεύετο ἐφ' ἁμάξης, διότι ἐτέτρωτο.
τελικές όταν δηλώνουν σκοπό βέβαιο, π.χ. Συμπράττουσι ὅπως μεγίστην δόξαν ἕξουσι.
συμπερασματικές όταν δηλώνουν αποτέλεσμα πραγματικό, π.χ. Οὕτως ἰσχυρὸν ἡ ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατεῖ.
υποθετικές
όταν δηλώνουν το πραγματικό (1ο είδος), π.χ. Εἰ μὲν οὖν ἄλλο τι καλῶς ἔπραξεν, ἐπαινῶ.
όταν δηλώνουν το αντίθετο του πραγματικού (2ο είδος), π.χ. Εἰ μὲν αὐτὸς ἐποίει τι φαῦλον, εἰκότως ἂν ἐδόκει πονηρὸς εἶναι.
εναντιωματικές-παραχωρητικές όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ, π.χ. Εἰ καὶ χρήματα ἔχομεν, οὐκ εὐτυχοῦμεν.
χρονικές όταν προσδιορίζουν χρονικά κάτι καθορισμένο και πραγματικό, π.χ. Ἐπειδὴ εἰσῆλθεν, ἐπορεύτο πρὸς τὴν ἀκρόπολιν.
2. δυνητική οριστική
ειδικές όταν δηλώνουν κάτι δυνατό στο παρελθόν ή το μη πραγματικό, πχ. Δῆλον ἦν ὅτι ῥᾳδίως ἂν ἐδύναντο πολεμεῖν αὐτοῖς.
πλάγιες ερωτηματικές όταν δηλώνουν ερώτηση για κάτι δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη πραγματικό, π.χ. Πυθοίμην ἂν τίνα ἄν ποτε γνώμην περὶ ἐμοῦ εἴχετε.
αιτιολογικές όταν δηλώνουν αίτιο δυνατό στο παρελθόν ή μη πραγματικό, π.χ. Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν.
συμπερασματικές όταν δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατόν στο παρελθόν υπό προϋποθέσεις ή μη πραγματικό, π.χ. Οἱ θεοὶ οὕτως ἐσήμηναν, ὥστε καὶ ἰδιώτην ἂν ἔγνω. (κι ένας άσχετος θα καταλάβαινε)
3. οριστική ιστορικού χρόνου
τελικές όταν προηγείται ευχή ανεκπλήρωτη ή κάτι που δεν έγινε, και δηλώνουν σκοπό ανεκλπληρωτο, π.χ. Ἐχρῆν αὐτοὺς ζῆν, ἵνα ἀπηλλάγμεθα τούτου τοῦ δημαγωγοῦ.
Η υποτακτική στα νέα ελληνικά
Η υποτακτική είναι μια έγκλιση που χρησιμοποιούμε πάρα πολύ συχνά στα νέα ελληνικά.
Η υποτακτική φανερώνει κυρίως:
το επιθυμητό | α) Ας γίνω πρώτα καλά, και βλέπουμε ύστερα. |
το ενδεχόμενο | β) Αν βρω λίγο χρόνο, θα ζωγραφίσω |
Μέσα στο λόγο όμως παίρνει κι άλλες συγγενικές σημασίες. Έτσι φανερώνει:
προτροπή | γ) Εδώ ας σταθώ κι ας ξαποστάσω λίγο. |
παραχώρηση | δ) Ας έρθει κι αυτός, αφού το θέλει. |
ευχή | ε) Ας πάει στο καλό (μακάρι να πάει στο καλό) |
το δυνατό | στ) Τότε να δεις τι αξίζω (= μπορείς να δεις) |
απορία | ζ) Να το πω; Να μην το πω; Τι να κάνω; |
προσταγή | η) Μη μου ξαναμιλήσεις |
το πιθανό | θ) Έρθει δεν έρθει, εγώ θα πάω |
Η υποτακτική συνοδεύεται από τα μόρια: να, ας καθώς και από τους συνδέσμους αν, εάν, σαν, όταν, πριν, πριν να, μόλις, προτού, άμα, να, για να, μη(ν), μήπως
Η υποτακτική είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει την άρνηση μη(ν) (παρ. ζ, η)
Η πιθανολογική υποτακτική είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει την άρνηση δε(ν) (παρ. θ)
Από το σχολικό βιβλίο συντακτικού της νέας ελληνικής, ΟΕΔΒ
Η υποτακτική στις ανεξάρτητες προτάσεις
Η υποτακτική είναι η έγκλιση που εκφράζει κυρίως το προσδοκώμενο, δέχεται άρνηση μὴ και διακρίνεται σε απορηματική και βουλητική.
Η απορηματική υποτακτική εκφράζει απορία του υποκειμένου και συναντιέται στο α' πρόσωπο. Όταν η απορία του υποκειμένου συνδέεται με την επιθυμία άλλου προσώπου, μπαίνουν μπροστά από την απορηματική υποτακτική τα ρήματα: βούλει, βούλεσθε, θέλεις, θέλετε. Η απορηματική υποτακτική χρησιμοποιείται και σε ερωτηματικές προτάσεις.
→ Ὦ Ζεῦ, τί λέξω;
→ Βούλει οὖν ἐπὶ τὴν ὑπόθεσιν πάλιν ἐξ ἀρχῆς ἐπανέλθωμεν;
→ Θέλεις μείνωμεν;
Η βουλητική υποτακτική εκφράζει βούληση, επιθυμία του υποκειμένου και διακρίνεται σε:
α) προτρεπτική υποτακτική· είναι η υποτακτική που εκφράζει προτροπή, παραίνεση. Στην πραγματικότητα εκφράζει αντίστοιχη σημασία της προστακτικής, γι' αυτό και συναντιέται κυρίως στο α' πρόσωπο πληθυντικού, αλλά και στο α' ενικού. Συνοδεύεται συνήθως από προτρεπτικά μόρια, όπως ἄγε (δή), ἴθι (δή), φέρε (δή) με τη σημασία του εμπρός, εμπρός λοιπόν, έλα:
Φέρε δὴ κἀκεῖν' ἐξετάσωμεν. (Ελάτε να εξετάσουμε κι εκείνο.)
→ Ἄγε σκοπῶμεν τὰ ἐμοὶ πεπραγμένα. (Ας εξετάσουμε λοιπόν τις πράξεις μου.)
→ Φέρε δὴ πειραθῶ πρὸς ὑμᾶς ἀπολογήσασθαι. (Ας προσπαθήσω λοιπόν να απολογηθώ ενώπιόν σας.)
β) αποτρεπτική υποτακτική· είναι η υποτακτική που εκφράζει αποτροπή, απαγόρευση και συναντιέται στο β' και γ' πρόσωπο (ενικού και πληθυντικού). Λειτουργεί παρόμοια με την προστακτική.
→ Μή με ἀπολέσητε ἀδίκως. (Μη με καταστρέψετε άδικα)
Ένα διαφορετικό χωρισμό των ειδών της υποτακτικής μπορείς να δεις στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.
Η υποτακτική στις εξαρτημένες προτάσεις
Η υποτακτική χρησιμοποιείται στις παρακάτω δευτερεύουσες προτάσεις:
Ενδοιαστικές, π.χ. Οἱ τύραννοι φοβοῦνται μὴ αἱ πόλεις ἐλεύθεραι γένωνται.
Πλάγιες ερωτηματικές / απορηματική υποτακτική, π.χ. Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αὐτοὺς εἴτε τι ἄλλο χρήσωνται.
Τελικές
υποτακτική, όταν δηλώνει σκοπό προσδοκώμενο με βεβαιότητα, π.χ. Πέμπει στρατιώτας, ὅπως βοηθήσωσι τῇ πόλει.
υποτακτική + ἄν αοριστολογικό, όταν δηλώνει σκοπό προσδοκώμενο υπό προϋπόθεση, π.χ. Γύμναζε σεαυτὸν πόνοις ἑκουσίοις ὅπως ἄν δύνῃ καὶ τοὺς ἀκουσίους ὑπομένειν.
Υποθετικές
στην υπόθεση του 3ου είδους, π.χ. Ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἄλλον στρατηγὸν πέμπῃ, ἔσομαι σύμμαχος ὑμῖν.
στην υπόθεση του 4ου είδους, π.χ. Ἤν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνήσκειν.
Εναντιωματικές
όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἄν, ἤν, π.χ. Ἐὰν καὶ μὴ βούλωνται, πάντες αἰσχύνονται μὴ πράττειν τὰ δίκαια.
Παραχωρητικές
όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το ἐάν, ἄν, ἤν, π.χ. Καὶ ἄν οἱ πολέμιοι τὸ ναυτικὸν ἡμῶν νικήσωσι, κρατήσομεν αὐτῶν.
Χρονικές
όταν εκφράζουν το προσδοκώμενο, π.χ. Ἐπειδὰν τάχιστα ἡ στρατεία λήξῃ, εὐθὺς ἀποπέμψει αὐτόν.
όταν εκφράζουν αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον, π.χ. Ὅταν βούλωνται, εὑρίσκουσιν.
Στα νέα ελληνικά δε χρησιμοποιούμε την ευκτική. Στη θέση της χρησιμοποιούμε υποτακτική.
Η ευκτική στις ανεξάρτητες προτάσεις
Οι καταλήξεις της ευκτικής στην ενεργητική φωνή
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος |
-οιμι -οις -οι -οιμεν -οιτε -οιεν |
-οιμι -οις -οι -οιμεν -οιτε -οιεν |
-αιμι -αις -αι -αιμεν -αιτε -αιεν |
-οιμι -οις -οι -οιμεν -οιτε -οιεν |
Για να σχηματίσουμε την ευκτική παίρνουμε το θέμα του ρήματος και προσθέτουμε τις καταλήξεις της ευκτικής:
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος μονολεκτικός |
Παρακείμενος περιφραστικός |
λύ-οιμι λύ-οις λύ-οι λύ-οιμεν λύ-οιτε λύ-οιεν |
λύσ-οιμι λύσ-οις λύσ-οι λύσ-οιμεν λύσ-οιτε λύσ-οιεν |
λύσ-αιμι λύσ-αις λύσ-αι λύσ-αιμεν λύσ-αιτε λύσ-αιεν |
λελύκ-οιμι λελύκ-οις λελύκ-οι λελύκ-οιμεν λελύκ-οιτε λελύκ-οιεν |
λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴην λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴης λελυκώς, -κυῖα, -κός εἴη λελυκότες, -κυῖαι, -κότα εἴημεν ή εἶμεν λελυκότες, -κυῖαι, -κότα εἴητε ή εἶτε λελυκότες, -κυῖαι, -κότα εἴησαν ή εἶεν |
Ο παρακείμενος σχηματίζεται μονολεκτικά και περιφραστικά. Ο περιφραστικός τύπος είναι πιο εύχρηστος.
Με ανάλογο τρόπο σχηματίζεται η ευκτική και στα αφωνόληκτα ρήματα
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος μονολεκτικός |
Παρακείμενος περιφραστικός | |
χειλικόληκτα (π, β, φ) | γράφ-οιμι | γράψ-οιμι | γράψ-αιμι | γεγράφ-οιμι | γεγραφώς, -φυῖα, -φός εἴην |
ουρανικόληκτα (κ, γ, χ) | διδάσκ-οιμι | διδάξ-οιμι | διδάξ-αιμι | δεδιδάχ-οιμι | δεδιδαχώς, -χυῖα, -χός εἴην |
οδοντικόληκτα (τ, δ, θ) | πείθ-οιμι | πείσ-οιμι | πείσ-αιμι | πεπείκ-οιμι | πεπεικώς, -κυῖα, -κός εἴην |
Οι καταλήξεις της ευκτικής στη μέση φωνή:
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος |
-οίμην -οιο -οιτο -οίμεθα -οισθε -οιντο |
-σοίμην -σοιο -σοιτο -σοίμεθα -σοισθε -σοιντο |
-σαίμην -σαιο -σαιτο -σαίμεθα -σαισθε -σαιντο |
περιφραστικά: με τη μετοχή και την ευκτική του ρ. εἰμί |
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος περιφραστικός |
λυ-οίμην λύ-οιο λύ-οιτο λυ-οίμεθα λύ-οισθε λύ-οιντο |
λυσ-οίμην λύσ-οιο λύσ-οιτο λυσ-οίμεθα λύσ-οισθε λύσ-οιντο |
λυσ-αίμην λύσ-αιο λύσ-αιτο λυσ-αίμεθα λύσ-αισθε λύσ-αιντο |
λελυμένος, -η, -ον εἴην λελυμένος, -η, -ον εἴης λελυμένος, -η, -ον εἴη λελυμένοι, -αι, -α εἴημεν ή εἶμεν λελυμένοι, -αι, -α εἴητε ή εἶτε λελυμένοι, -αι, -α εἴησαν ή εἶεν |
Η ευκτική δηλώνει απλή σκέψη του υποκειμένου. Διακρίνεται σε ευχετική και δυνητική.
Η ευχετική ευκτική:
δηλώνει ευχή που αναφέρεται στο παρόν ή στο μέλλον
δέχεται άρνηση μή
μπροστά από την ευχετική ευκτική προτάσσονται τα ευχετικά μόρια εἴθε, εἰ γάρ
μεταφράζεται με το μακάρι να + υποτακτική
αντιστοιχεί με την ευχετική υποτακτική της νέας ελληνικής.
→ Εἴθε φίλος ἡμῖν γένοιο (Μακάρι να γίνεις φίλος μας)
→ Εἴθ' ἐθέλοιεν οἱ θεοὶ μεθ' ἡμῶν εἶναι.
Η δυνητική ευκτική:
είναι η ευκτική κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα, με το δυνητικό ἄν
δέχεται άρνηση οὐ
δηλώνει το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον
μεταφράζεται με τα «είναι δυνατόν να», «μπορεί να», «θα» + παρατατικό
αντιστοιχεί στη δυνητική υποτακτική της νέας ελληνικής.
→ Πατὴρ πονηρὸς οὐκ ἄν ποτε γένοιτο δημαγωγὸς χρηστός.
→ Τίνι ἄν πόλις ἀρέσκοι ἄνευ νόμων;
Η δυνητική ευκτική μπορεί επίσης να δηλώνει:
α) ευγενική προσταγή, αντί της προστακτικής, π.χ. Σὺ κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις
β) γνώμη με μετριοπάθεια, αντί οριστικής ενεστώτα ή μέλλοντα, π.χ. Οὐ γὰρ ἂν ὑμᾶς βουλοίμην χείρους Ἀργείων φανῆναι.
γ) έντονο ισχυρισμό, σε συνδυασμό με την άρνηση οὐ, π.χ. Οὐ γὰρ ἂν ἀπέλθοιμ', ἀλλὰ κόψω τὴν θύραν.
δ) κάτι πιθανό και ισοδυναμεί με οριστική μέλλοντα, π.χ. Ἐπιλίποι δ' ἂν ἡμᾶς ὁ πᾶς χρόνος, εἰ πάσας τὰς ἐκείνου πράξεις καταριθμησαίμεθα.
Η ευκτική στις εξαρτημένες προτάσεις
Στις εξαρτημένες προτάσεις εκτός από την ευκτική και τη δυνητική ευκτική συναντάμε:
την ευκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου, που δηλώνει υποκειμενική γνώμη για γεγονότα και απόψεις του παρελθόντος,
την επαναληπτική
Γενικότερα η ευκτική χρησιμοποιείται στις παρακάτω δευτερεύουσες προτάσεις:
1. ευκτική
τελικές
χωρίς εξάρτηση από ιστορικό χρόνο με έλξη από προηγούμενη ευκτική, π.χ. Ἆρ' οὐκ ἂν ἔλθοι βασιλεὺς ὡς πᾶσιν ἀνθρώποις φόβον παράσχοι;
όταν δηλώνει σκοπό υποκειμενικό, π.χ. Ἴσως δέ που ἀποσκάπτει, ὡς ἄπορος εἴη ἡ ὁδός.
εναντιωματικές - παραχωρητικές, όταν ο σύνδεσμος εισαγωγής περιέχει το εἰ, π.χ. Ἄξιον γὰρ ἀκοῦσαι τὸ διήγημα τοῦτο, εἰ καὶ μὴ προσήκοι Κλεοκράτει.
χρονικές (στη χρονική) όταν δηλώνουν απλή σκέψη του λέγοντος, π.χ. Ὁ ἑκὼν πεινῶν φάγοι ἄν, ὁπότε βούλοιτο.
υποθετικές στην υπόθεση του 5ου είδους (όταν δηλώνουν απλή σκέψη του λέγοντος), π.χ. Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
2. δυνητική ευκτική
ειδικές, όταν δηλώνουν το δυνατό στο παρόν ή στο μέλλον, π.χ. Οἶδα ὅτι πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε.
ενδοιαστικές (σπάνια), όταν δηλώνουν φόβο πιθανό στο παρόν ή στο μέλλον, π.χ. Φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη η κατασκευή, εἰ ὁ πόλεμος ἐγερθείη.
πλάγιες ερωτηματικές, όταν δηλώνουν ερώτηση για το δυνατόν στο παρελθόν ή για το μη πραγματικό, π.χ. Ἐβουλεύοντο πῶς ἂν τὴν μάχην συμφορώτατα ποιήσαιντο.
αιτιολογικές, όταν δηλώνουν αίτιο δυνατόν στο παρελθόν ή μη πραγματικό, π.χ. Οὐκ ἔλεγε τὰς ἐμὰς πράξεις, ὅτι ἐδείκνυεν ἂν τὴν ἐμὴν ἀρετήν.
τελικές, ως απόδοση λανθάνουσας υπόθεσης, π.χ. Ἐδίδου βοῦς, ὅπως ἂν θύσαντες ἐστιῷντο.
συμπερασματικές, όταν δηλώνουν αποτέλεσμα δυνατόν στο παρελθόν υπό προϋποθέσεις ή μη πραγματικό, π.χ. Ἐν ἀσφαλεῖ ἔσομαι, ὡς μηδὲν ἄν ἔτι κακὸν πάθοιμι.
χρονικές (στην απόδοση), όταν δηλώνουν απλή σκέψη του λέγοντος, π.χ. Ὁ ἑκὼν πεινῶν φάγοι ἄν, ὁπότε βούλοιτο.
υποθετικές στην απόδοση του 5ου είδους (όταν δηλώνουν απλή σκέψη του λέγοντος), π.χ. Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.
3. ευκτική του πλάγιου λόγου, ύστερα από ιστορικό χρόνο,
ειδικές, όταν δηλώνουν υποκειμενική γνώμη, π.χ. Ἔλεγον ὅτι βασιλεὺς σφίσι φίλος ἔσοιτο.
ενδοιαστικές, όταν δηλώνουν φόβο υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν, π.χ. Ἔδεισαν μὴ ἀποθάνοιεν.
πλάγιες ερωτηματικές, όταν δηλώνουν υποκειμενική γνώμη, π.χ. Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη.
αιτιολογικές, όταν δηλώνουν υποκειμενική γνώμη, π.χ. Οἱ στρατηγοὶ ἐθαύμαζον, ὅτι Κῦρος οὐ φαίνοιτο.
τελικές, όταν δηλώνουν σκοπό υποκειμενικό και αβέβαιο στο παρελθόν, π.χ. Ἐκάλεσί τις αὐτόν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερά.
συμπερασματικές, όταν δηλώνουν υποκειμενική γνώμη, π.χ. Οἱ νεκροὶ ὑπὸ τῷ τείχει ἔκειντο, ὥστε οὐ ῥᾴδιον εἴη ἀνελέσθαι.
4. ευκτική επαναληπτική
χρονικές, όταν δηλώνουν αόριστη επανάληψη στο παρελθόν, π.χ. Ὁπότε θύοι Κρίτων, ἐκάλει Ἀρχέδημον.
5. ευκτική ευχετική
υποθετικές, στην υπόθεση του 6ου είδους (όταν δηλώνουν αόριστη επανάληψη στο παρελθόν), π.χ. Τῶν ἐχθρῶν εἴ τινα λάβοιεν, ἀπέκτεινε.
Η προστακτική στα νέα ελληνικά
Η προστακτική φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή, π.χ. Ανοίξτε τα παράθυρα.
Ανάλογα όμως με τον πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται εκείνος που μιλά η προσταγή μπορεί να γίνει:
προτροπή | Προσκύνα, Λιάκο, τον πασά |
απαγόρευση | Μη φωνάζετε έτσι |
παράκληση | Λυπήσου με, Θεέ μου, στο δρόμο που πήρα... |
ευχή | Σύρε, παιδί μου, στο καλό |
έντονη περιέργεια | Λέγε λέγε, πέτυχες το σκοπό σου |
Η προστακτική χρησιμοποιείται στις ανεξάρτητες προτάσεις, είναι έγκλιση των προτάσεων επιθυμίας και έχει άρνηση μη(ν)
Η προστακτική στις ανεξάρτητες προτάσεις
Η προστακτική εκφράζει επιθυμία με τη μορφή προσταγής, προτροπής, απαίτησης κ.τ.λ. Δέχεται άρνηση μή. Η προστακτική πιο συγκεκριμένα δηλώνει:
προσταγή, π.χ. Ἄπελθε εἰς τὴν θάλασσαν.
αποτροπή, απαγόρευση, π.χ. Μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ' ἐν ὀλίγοις πολλά.
προτροπή ή παράκληση. Συνήθως προτάσσονται τα μόρια ἄγε (δή), φέρε (δή), ἴθι (δή), π.χ. Φέρε δὴ πρὸς θεῶν κἀκεῖνο σκέψασθε.
ευχή ή κατάρα, π.χ. Χαῖρε, ὦ ξένε Ἀθηναῖε
Η προστακτική στις εξαρτημένες προτάσεις
Στις εξαρτημένες προτάσεις συναντάμε την προστακτική στα παρακάτω είδη:
Υποθετικές, στην απόδοση του 3ου είδους (το προσδοκώμενο), π.χ. Ἐὰν πάντα ἀκούσητε, κρίνατε.
Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β', Γ' Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σε 66 ενότητες), Ν.Σπ. Ασωνίτη, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Αθήνα χ.χ.
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Καραδήμος Ιωάννης, εκδ. Φίλιππος, Θεσσαλονίκη, 1992
Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Κωνσταντίνος Σ. Κατεβαίνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1978