ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Εγκλιτικά - Ο τονισμός των εγκλιτικών


 

 

Τα εγκλιτικά

 

Μερικές μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες λέξεις συμπροφέρονται τόσο στενά με την προηγούμενη, ώστε ακούγονται σαν ν’ αποτελούν μαζί της μία λέξη· γι’ αυτό ο τόνος τους κανονικά ή χάνεται ή ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης ως οξεία (πβ. τα νεοελληνικά: ο αδερφός μου, ο δάσκαλός μου).

Οι λέξεις αυτές λέγονται εγκλιτικές λέξεις ή απλώς εγκλιτικά.

Συχνότερα εγκλιτικά της αρχαίας ελληνικής είναι:

οι τύποι των προσωπικών αντωνυμιών μοῦ, μοί, μέ – σοῦ, σοί, σέ - οὗ, οἷ, ἓ

όλες οι πτώσεις ενικού και πληθυντικού της αόριστης αντωνυμίας τὶς – τὶ εκτός από τον τύπο του ουδέτ. πληθ. ἄττα (= τινά = μερικά)

όλοι οι δισύλλαβοι τύποι της οριστικής του ενεστώτα των ρημάτων εἰμὶ (= είμαι) και φημὶ (= λέγω)

τα επιρρήματα πού, ποί, ποθὲν - πώς, πήπῄ) ποτὲ

τα μόρια γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νὺν και το πρόσφυμα δὲ (διαφορετικό από τον σύνδεσμο δὲ)

 

 



Ο τονισμός των εγκλιτικών

 

1. Ο τόνος των εγκλιτικών χάνεται:

 

α) σε όλα τα εγκλιτικά (μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα), όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη ή περισπώμενη:

 

οξύτονη: ναός τις, καλόν ἐστι

στην περίπτωση αυτή ο τόνος της προηγούμενης λέξης κανονικά ήταν βαρεία, εφόσον τονιζόταν στη λήγουσα· επειδή όμως ανεβαίνει ο τόνος του εγκλιτικού, η βαρεία μετατρέπεται σε οξεία.

περισπώμενη: τιμῶ σε, τιμῶ τινας

 

β) μόνο στα μονοσύλλαβα εγκλιτικά, όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη:

γέρων τις, παιδεύω σε.

 

2. Ο τόνος των εγκλιτικών ανεβαίνει στη λήγουσα της προηγούμενης λέξης (ως οξεία), όταν η προηγούμενη λέξη είναι: προπαροξύτονη (α) ή προπερισπώμενη (β) ή άτονη (γ) ή εγκλιτική (δ):

 

α) ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες, ἄξιόν ἐστι

η προηγούμενη λέξη είναι προπαροξύτονη, γι' αυτό ο τόνος φεύγει από το εγκλιτικό και ανεβαίνει στη λήγουσά της ως οξεία.

 

β) κῆπος τὶς > κῆπός τις, Ἀριαῖος τὲ > Ἀριαῖός τε

η προηγούμενη λέξη είναι προπερισπώμενη, γι' αυτό ο τόνος φεύγει από το εγκλιτικό και ανεβαίνει στη λήγουσά της ως οξεία.

 

γ) ἐν τινὶ τόπῳ > ἔν τινι τόπῳ, εἰ τὶς βούλεται > εἴ τις βούλεται

η προηγούμενη λέξη είναι άτονη, γι' αυτό ο τόνος φεύγει από το εγκλιτικό και ανεβαίνει στην ως τώρα άτονη λέξη ως οξεία.

 

δ) ἐστὶ μοί φίλος > ἐστί μοι φίλος.

Ο τόνος από το μοί πηγαίνει στο εγκλιτικό ἐστὶ. Η βαρεία από το ἐστὶ μετατράπηκε σε οξεία (ἐστί).

 

3. Ο τόνος των εγκλιτικών μένει στη θέση του (δηλ. δε γίνεται έγκλιση τόνου):

 

α) όταν η προηγούμενη λέξη είναι παροξύτονη και το εγκλιτικό δισύλλαβο:

λόγοι τινές, ανθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν·

 

β) όταν η προηγούμενη λέξη έχει πάθει έκθλιψη ή όταν πριν από το εγκλιτικό υπάρχει στίξη:

καλόν δ' ἐστίν - έκθλιψη

Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν· - στίξη

 

γ) όταν υπάρχει έμφαση ή αντιδιαστολή:

παρὰ σοῦ, πρὸς σέ·

ταῦτα σοὶ λέγω, οὐκ ἐκείνῳ.

 

 



Βιβλιογραφία

 

1. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ

2. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αχ. Τζάρτζανος, ΟΕΔΒ

3. Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2007

4. Συμφραστικός πίνακας λέξεων του Ανθολογίου Αττικής Πεζογραφίας

5. Perseus Digital Library