Αρχαία ελληνική μυθολογία

Τρώες

ΜΕΜΝΟΝΑΣ

Μονομαχία Μέμνονα -Αχιλλέα. Μελανόμορφο αττικό τριποδικό εξάλειπτρο, περίπου 570-560 π.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47

Είχε σκοτώσει ο Αχιλλεύς
τον ανίκητον Έκτορα,
της Τροίας την ατράνταχτη κολώνα·
Είχε σκοτώσει τον Κύκνο
και τον γιο της Αυγής, τον Αιθίοπα
(Πίνδ., Ο 2.81-83, μετ. Κ.Χ. Μύρης)

Καταγωγή

Ο Μέμνονας ήταν γιος της θεότητας της αυγής, δηλαδή της αθάνατης Ηώς, και του θνητού Τιθωνού, αδελφός του Ημαθίωνα, βασιλιά των Αιθιόπων. Από την πλευρά του πατέρα του ανήκει στον Τρωικό κύκλο, καθώς ο Τιθωνός ήταν γιος του Λαομέδοντα, επομένως αδελφός του Πριάμου. [Εικ. 1] Η μητέρα του είχε ερωτευτεί τον ωραίο Τιθωνό, τον άρπαξε και τον έφερε στην Αιθιοπία, όπου έσμιξε μαζί του και του γέννησε παιδιά, τον Ημαθίωνα και τον Μέμνονα.

Κι απ' του λεβέντη Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
σηκώνουνταν να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι ανθρώπους

(Οδ. ε 1-2, μετ. Ζ. Σίδερης).
[Εικ. 2, 3, 4, 5]

Μόνο που ο Τιθωνός γερνούσε και του γέρου αφήνει Τιθωνού το πλάγ’ η χρυσωμένη / Ηώς να φέρει των θεών το φως και των ανθρώπων (Ιλ. Λ 1-2, μετ. Ι. Πολυλάς). Αυτή όμως είναι η ιστορία των γονιών του Μέμνονα, η συνέχεια της οποίας συνδέεται με μια μεταμόρφωση.

Η πατρίδα του Μέμνονα τοποθετείται στη Συρία ή στην περιοχή των Σούσων και της Βακτριανής, στο εσωτερικό της Ασίας, ή στις Αιγυπτιακές Θήβες, όπου τον ταύτιζαν με τον Ισμάνδη, έναν ήρωά τους, ή και με άλλους βασιλιάδες. Ίσως γι’ αυτό ένα από τα κολοσσιαία αγάλματα του τόπου, που τα είχε υψώσει ο Αμένοφης Γ’, επονομαζόταν Μέμνονος κολοσσός. Λεγόταν μάλιστα ότι με τις πρώτες ακτίνες της Αυγής το άγαλμα έβγαζε μελωδική φωνή σαν χαιρετισμό στη μητέρα του. [Εικ. 6, 7, 8, 9]

Ο Μέμνονας στην Τροία

Η ιστορία και η παρουσία του Μέμνονα στην Τροία από την Αιθιοπία αρχίζει μετά τον θάνατο του Έκτορα και της Αμαζόνας Πενθεσίλειας από τον ίδιο Αχαιό πολεμιστή και οι δυο, τον Αχιλλέα, και παραδίδεται αρχικά στην Αιθιοπίδαεικ. και στη Μικρά Ιλιάδα. Ο Μέμνονας κατέφτασε στην Τροία οδηγώντας ένα Αιθιοπικό σώμα στρατού φορώντας οπλισμό κατασκευασμένο από τον θεό Ήφαιστο, όπως και ο Αχιλλέας — και οι δυο εξάλλου ήταν παιδιά θεαινών [Εικ. 10, 11, 12, 13]. Παρόμοιος Άρης στην ορμή ο Μέμνονας αναπτέρωσε για λίγο το ηθικό των Τρώων (Κόιντος Σμυρναίος, Τα μεθ’ Όμηρον, Λόγος Β’ 100-110εικ.)· το ίδιο και ο στρατός του (ό.π. 215-227εικ.). Αναμετρήθηκε με τον Αίαντα αλλά δεν αναδείχθηκε κανένας νικητής, όπως και στην περίπτωση της μονομαχίας Αίαντα και Έκτορα. Ο πολύ όμορφος Μέμνονας (λ 522) σκοτώνει τον Αντίλοχο, πιο απ’ όλους γρήγορος κι από τους πιο αντρειωμένους (γ 111), τον γιο του Νέστορα, την ώρα που προσπαθούσε να προφυλάξει τον πατέρα του από την ορμή του Μέμνονα. Ένα από τα άλογα του Νέστορα είχε χτυπηθεί από τα βέλη του Μέμνονα, ο βασιλιάς της Πύλου προσπάθησε να ελευθερώσει το άρμα του που είχε ακινητοποιηθεί από το νεκρό ζώο, όμως δεν τα κατάφερε και απειλούνταν πια σοβαρά από τον Μέμνονα που ήταν έτοιμος να πετάξει το ακόντιο εναντίον του. Τότε ο Νέστορας φώναξε τον γιο του που έσπευσε να σώσει τον πατέρα του (Πίνδ., Πυθ. 6, 30-42εικ.). Ο Μέμνονας τον χτύπησεεικ. με το ακόντιό του και γύρω από το σώμα του γενναίου και πολύ αγαπητού στον Αχιλλέα φίλου —ήταν ο πιο αγαπητός του μετά τον θάνατο του Πατρόκλου [1] — έγινε άγρια μάχη, ώστε το σώμα να μη συληθεί από τους Τρώες. [Εικ. 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20] Αν και η Θέτιδα πληροφόρησε τον γιο της ότι αν σκότωνε τον Μέμνονα η Μοίρα του έγραφε να σκοτωθεί και αυτός αμέσως μετά, ο Αχιλλέας αποφάσισε να χτυπηθεί με τον Μέμνονα, οπλίστηκε, μπήκε στη μάχη και πήρε το άψυχο σώμα του Αντίλοχου, για να το θάψουν οι δικοί του όπως πρέπει. Όταν άρχισε η μονομαχίαεικ., οι δυο αθάνατες μανάδες, η Ηώ και η Θέτιδα, έσπευσαν στον Δία ανήσυχες για τη μοίρα των γιων τους [Εικ. 21]. Τότε αυτός ζύγισε τις μοίρες των δυο ηρώων, ψυχοστασία αντίστοιχη με εκείνη του Έκτορα και του Αχιλλέα (Ιλ. Χ 208-15), η ζυγαριά έγειρε προς την πλευρά του Μέμνονα [2]. [Εικ. 22, 23] Ο Αχιλλέας κατάφερε θανατηφόρα χτυπήματα στον Μέμνονα που κατέβαλαν τον ήρωα [Εικ. 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34]. Πριν προφτάσει να του πάρει τα όπλα, η Ηώ, που πέτυχε από τον Δία την αθανασία του γιου της, άρπαξε το νεκρό του σώμα, το ξέπλυνε από τα αίματα, τον συγύρισε και τον μοιρολόγησε όπως αρμόζει και ύστερα φώναξε τους αδελφούς της, τον Ύπνο και τον Θάνατο, να τον κουβαλήσουν με τα φτερά τους στη μακρινή πατρίδα του για ταφή. [Εικ. 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45] Τα δάκρυα της Ηώς είναι οι σταγόνες δροσιάς τα πρωινά στους αγρούς, ενώ οι σύντροφοί του που θρήνησανεικ. τον θάνατό του σύμφωνα με μια παράδοση μεταμορφώθηκαν σε πουλιά που ονομάζονταν Μεμνονίδες όρνιθες [Εικ. 46, 47] και κάθε χρόνο μαζεύονταν και θρηνούσαν εκεί όπου λεγόταν ότι ήταν ο τάφος του Μέμνονα, στις εκβολές του ποταμού Αίσηπου στα παράλια του Ελλήσποντου. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας ένα έργο του Πολύγνωτου στους Δελφούς [3], γράφει τα εξής για τα πουλιά: Η χλαμύδα του Μέμνονα έχει κεντημένα πουλιά. Τα πουλιά είναι οι λεγόμενες Μεμνονίδες που, όπως λένε οι κάτοικοι του Ελλησπόντου, πετάνε κάθε χρόνο ορισμένες μέρες στον τάφο του Μέμνονα και το μέρος που είναι χωρίς δέντρα και χλόη το ποτίζουν με το νερό, με το οποίο τα πουλιά βρέχουν τα φτερά τους στο νερό του Αισήπου. (Παυσ. 10.31.6εικ.)

Μονομαχία Μέμνονα - Αχιλλέα με την παρουσία της Θέτιδας και της Ηώς.

Για τα πουλιά αυτά, που ονομάζονταν και ἀντίψυχοι, γράφει ο Οβίδιος (Μετ. 13.576-610) ότι, ακούγοντας τον θρήνο της Ηώς για τον θάνατο του παιδιού της, τα έστειλε ο Δίας, κάνοντάς τα να γεννηθούν από τον καπνό της πυράς που έκαιγε το σώμα του. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν οι φίλοι του Μέμνονα που θρηνούσαν και τους μεταμόρφωσε η Ηώ σε πουλιάεικ.. Ενίοτε ο τάφος του τοποθετείται στα Σούσα, όπου κάθε χρόνο έφταναν τα πουλιά που έφεραν το όνομά του, χωρίζονταν σε δυο αντιμαχόμενες ομάδες και η μάχη δεν σταματούσε παρά μόνο όταν σκοτώνονταν τα μισά από αυτά (Αιλ. Π. Ζ. 5.1).

Σύμφωνα με τον Παυσανία το ξίφος του ήταν αφιερωμένο στον ναό του Ασκληπιού στη Νικομήδεια, ενώ ο ίδιος ο ήρωας απεικονιζόταν στη λάρνακα του Κύψελου στην Ολυμπία, όπου υπήρχε άγαλμά του, όπως και του Αχιλλέα, και μάλιστα αντιμαχόμενοι μεταξύ τους.

«Ιστορικές» παραλλαγές και συμπληρωματικές πληροφορίες

Αν η παρουσία του Μέμνονα στην Τροία αιτιολογείται από την καταγωγή του πατέρα του, σύμφωνα με μια πιο ιστορική ή ιστορίζουσα ερμηνεία του μύθου του, ο Μέμνονας υπήρξε αρχηγός στρατιάς που αποτελούνταν από δέκα χιλιάδες Αιθίοπες, δέκα χιλιάδες πολεμιστές από τα Σούσα και διακόσια πολεμικά άρματα. Τα στρατεύματα αυτά ανήκαν στον Βασιλιά της Ασσυρίας Τεύταμο ή Τευτάνη, εικοστό διάδοχο του Νινύα, η βασιλεία του οποίου συμπίπτει με την εποχή του Τρωικού πολέμου, από τον οποίο ζήτησε βοήθεια με πρέσβεις ο Πρίαμος: καὶ τὸν μὲν Πρίαμον βαρυνόμενον τῷ πολέμῳ καὶ βασιλεύοντα τῆς Τρῳάδος, ὑπήκοον δ᾽ ὄντα τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀσσυρίων, πέμψαι πρὸς αὐτὸν πρεσβευτὰς περὶ βοηθείας· τὸν δὲ Τεύταμον μυρίους μὲν Αἰθίοπας, ἄλλους δὲ τοσούτους Σουσιανοὺς σὺν ἅρμασι διακοσίοις ἐξαποστεῖλαι, στρατηγὸν ἐπικαταστήσαντα Μέμνονα τὸν Τιθωνοῦ. (Διόδ. 2.22)

Αυτός ο πέρσης στρατηγός Μέμνονας λεγόταν ότι οικοδόμησε τα Σούσα και ότι κατασκεύασε μεγάλους δρόμους που ονομάστηκαν Μεμνόνεια. Με την παράδοση αυτή δεν συμφωνούσαν οι Αιθίοπες που τον θεωρούσαν δικό τους, έλεγαν μάλιστα ότι σκοτώθηκε μετά από ενέδρα των Θεσσαλών και ότι αφού τον έκαψαν παρέδωσαν την στάχτη του στον πατέρα του Τιθωνό. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας το έργο του Πολύγνωτου στους Δελφούς, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω, γράφει τα εξής για την καταγωγή του Μέμνονα: Επειδή ο Μέμνονας ήταν βασιλιάς των Αιθιόπων, απεικονίζεται κοντά στον Μέμνονα ένα γυμνό παιδί από την Αιθιοπία. Στο Ίλιο πάντως δεν ήρθε από την Αιθιοπία, αλλά από τα Σούσα της Περσίας και από τον ποταμό Χοάσπη, αφού καθυπόταξε όλους τους λαούς που κατοικούσαν στο πέρασμά του. Οι Φρύγες δείχνουν την πορεία από την οποία έφερε τον στρατό ακολουθώντας πάντα τον συντομότερο δρόμο· κατά μήκος της πορείας έχουν βάλει τόπους για στάθμευση. (Παυσ. 10.31.7εικ.)

Κατά παραλλαγές του μύθου ο Μέμνονας ήταν Ινδός ή είχε μητέρα την Κισσία (φησὶ δὲ καὶ Αἰσχύλος τὴν μητέρα Μέμνονος Κισσίαν, Fr. 25.B.209(?)). Ενίοτε ο τάφος του τοποθετείται στην Πάλτο της Συρίας ή στα Σούσα.

Λεγόταν ακόμη ότι ο μυθικός γιος της Ηώς απέκτησε μια κόρη, τη Θεία.

Ο Μέμνονας στην τέχνη

Ήδη αναφερθήκαμε σε δύο εικαστικές παραστάσεις του Μέμνονα που περιγράφει ο Παυσανίας στην Ολυμπία και τους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο ο μύθος του ενέπνευσε τους ζωγράφους (Εικ. 1.7), ενέπνευσε όμως και τους ποιητές, τον Αισχύλο σε μια χαμένη του τριλογία από την οποία είναι γνωστοί οι δύο τίτλοι — Μέμνων και Ψυχοστασία ἐν ἧι ὁ Ζεὺς "ἵστησιν" ἐν ζυγῶι τὴν τοῦ Μέμνονος καὶ τοῦ Ἀχιλλέως "ψυχήν" (Fr. 25.B.205b2)· και τον Σοφοκλή σε μια επίσης χαμένη τραγωδία που ίσως ταυτίζεται με το αποσπασματικά σωσμένο έργο Αιθίοπες.


Σχετικά λήμματα

ΕΚΤΟΡΑΣδεσμός, ΗΜΑΘΙΩΝΑΣ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΘΑΝΑΤΟΣ, ΛΑΟΜΕΔΟΝΤΑΣ, ΠΡΙΑΜΟΣ, ΤΙΘΩΝΟΣ, ΥΠΝΟΣ,

 



1. Το πόσο κοντά ήρθε ο Αχιλλέας με τον Αντίλοχο μετά τον θάνατο του Πατρόκλου φαίνεται από μνεία που κάνει ο ποιητής της Οδύσσειας:
Τρανέ Αχιλλέα, κει μέσα κοίτουνται τα κόκαλα σου τ’ άσπρα,
με του Πατρόκλου που σκοτώθηκε σμιγμένα, κι είναι χώρια
του Αντίλοχου, που τον ξεχώριζες τιμώντας τον πιο απ’ όλους,
απ’ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος, τους άλλους σου συντρόφους
.

2. Η σκηνή αποτυπώνεται και σε ερυθρόμορφη κύλικα του ζωγράφου Επίκτητου (510 π.Χ. Ρώμη, Villa Giulia, 57912). Η παρουσία σε κατάσταση αλλοφροσύνης των δύο μανάδων, η εμβληματική παρουσία του Δία με τα σύμβολα της εξουσίας του, υποδηλώνοντας το αμετάκλητο της ψυχοστασίας, και της Ήρας που ηπιότερη τείνει τα χέρια της προς τις θεές, προσδίδει δραματικότητα στη σκηνή.

3. Στο κάτω μέρος της ζωγραφιάς, μετά τον Θράκα Θάμυρη, βλέπει κανείς καθιστό τον Έκτορα, να έχει τα δύο του χέρια γύρω από το αριστερό γόνατό του και να μοιάζει θλιμμένος. Μετά απ' αυτόν είναι καθιστός σε βράχο ο Μέμνονας και μετά τον Μέμνονα ο Σαρπηδόνας. Ο Σαρπηδόνας έχει κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, ενώ ο Μέμνονας έχει το ένα του χέρι γύρω από τον ώμο ου Σαρπηδόνα. Όλοι απεικονίζονται με γένια. (Παυσ. 10.31.5-6)