Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΑΓΑΘΟΔΑΙΜΩΝ (φίδι)





Αγαθοδαίμων

 

Αγαθοποιό πνεύμα, θεότητα χωρίς συγκεκριμένο όνομα και μορφή, προστάτιδα αρχικά της οικογενειακής ευδαιμονίας, της αμπελουργίας, της οινοποιίας, με λατρεία που έρχεται από παλιά, περισσότερο συνδεδεμένη με την ιδιωτική, οικιακή λατρεία. Αργότερα θεωρήθηκε προστάτης δαίμονας των πόλεων και επικράτησε η συνήθεια στο τέλος του αθηναϊκού συμποσίου να προσφέρεται ανέρωτο κρασί –ἄκρατος οἶνος– με πρόποση στον Ἀγαθὸν Δαίμοναδεσμός (ἀγαδοδαιμονισταί αποκαλούνταν όσοι έπιναν λίγο και αρκούνταν στην πρόποση αυτή). Στην Αρκαδία, στον δρόμο από τη Μεγαλόπολη στο Μαίναλο υπήρχε ναός αφιερωμένος σε αυτόν –παρὰ τὸν ποταμὸν τὸν Ἑλισσόντα ἔστι τῆς ὁδοῦ ἐν ἀριστερᾷ Ἀγαθοῦ θεοῦ ναός–, ενώ το όνομα αυτό θεωρούνταν ενίοτε ένα επίθετο του Δία:

Από τη Μεγαλόπολη, παίρνοντας κανείς το δρόμο που περνάει από την πύλη τη λεγόμενη προς το έλος και κατευθύνεται στο Μαίναλο, αριστερά του δρόμου αυτού και κοντά στον Ελισσόντα υπάρχει ναός του Αγαθού θεού· αν οι θεοί είναι δότες αγαθών στους ανθρώπους και ο Δίας είναι ο ύψιστος θεός, συμφωνώντας κανείς με την άποψη, θα μπορούσε να συμπεράνει πως το όνομα αγαθός αποτελεί επίθετο του Δία. (Παυσ. 8.36.5)δεσμός

Γι’ αυτό στην κλασική εποχή εικόνιζαν τον Αγαθοδαίμονα με τη μορφή του Δία, ενίοτε πάλι τον ταύτιζαν με τους Διόσκουρους ή τον Διόνυσο. Ωστόσο, επειδή η προσωποποίησή του έγινε σταδιακά, η υπερφυσική του παρουσία φανερωνόταν στην τέχνη με τη μορφή ενός φιδιού, ή ως νεαρός άνδρας που φέρει κέρας της Αμάλθειας στο ένα χέρι, παπαρούνα και στάχυ στο άλλο, ή φαλλό. [Εικ. 1] Θεωρήθηκε συνοδός της Αγαθής Τύχης, ενώ στη Λειβαδιά λατρευόταν ως σύζυγός της. Ο Στράβωνας αναφέρει (4.5.39) ότι ο Νείλος ονομαζόταν και Αγαθοδαίμων –ὁ καλούμενος Ἀγαθὸς δαίμων (ἢ Ἀγαθοδαίμων)–, προφανώς δηλώνοντας αυτό που έλεγε ο Ηρόδοτος για τον Νείλο, ότι ήταν το δώρο στους Αιγυπτίους.


Σχετικά λήμματα

ΝΕΙΛΟΣ