Ο Εριχθόνιος είναι από τους πρώτους βασιλείς της Αθήνας, στενά συνδεδεμένος με τη θεά Αθηνά, τόσο ως ιδιότυπη μητέρα του όσο και γιατί εγκατέστησε το ξόανο της θεάς στην Ακρόπολη και οργάνωσε προς τιμή της τη γιορτή των Παναθηναίων με πομπή κατά την οποία κόρες της Αθήνας μετέφεραν δια της ιεράς οδού το πέπλο που είχαν υφάνει για να ντύσουν το άγαλμα της θεάς. Από αυτόν, και προς τιμή της θεάς, ονομάστηκαν οι κάτοικοι της πόλης Αθηναίοι.
Κάποιες παραδόσεις του δίνουν για μητέρα την Ατθίδα, την κόρη του Κραναού. Άλλοτε είναι ιδιότυπος γιος της Αθηνάς και του Ήφαιστου, παιδί που προέκυψε από μια ατελή ερωτική επαφή με παρένθετη μητέρα τη Γαία. Πιο συγκεκριμένα: Όταν η Αθηνά επισκέφτηκε τον αδελφό της στο εργαστήριό του, για να του παραγγείλει όπλα, εκείνος ένιωσε βαθιά ερωτική έλξη για τη γαλανομάτα θεά. Αν και χωλός, την πρόλαβε την ώρα που προσπαθούσε να ξεφύγει και να κρυφτεί κάπου (ο τόπος ονομάστηκε Ἡφαιστεῖον). Στη διάρκεια της πάλης μεταξύ τους, η Αθηνά πλήγωσε τον επίδοξο βιαστή με το δόρυ της και το σπέρμα του χύθηκε επάνω στον μηρό της. Αηδιασμένη η Αθηνά σκούπισε με μαλλί αυτό που θεώρησε μίασμα και στη συνέχεια το έριξε στη γη. Και όπως από το σπέρμα του Ουρανού αναδύθηκε από τη θάλασσα η Αφροδίτη, έτσι και από τη Γη, γονιμοποιημένη μ’ αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκε ένα παιδί. Παρά την απέχθειά της για το συμβάν, η Αθηνά, ατελής μητέρα, περιμάζεψε το παιδί και το ονόμασε Ερι-χθόνιο από το ἔριον, το μαλλί, που χρησιμοποίησε για να σκουπιστεί, και τη χθόνα, τη Γη, που το κυοφόρησε. Το μέρος που μεγάλωσε το παιδί ονομάστηκε Ερέχθειο. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10]
Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές η Αθηνά ήταν το έπαθλο που υποσχέθηκαν οι θεοί στον Ήφαιστο, προκειμένου να ξεκρεμάσει τη μητέρα του Ήρα από τον θρόνο της. Στην αρχή, χολωμένος ο Ήφαιστος που ο πατέρας του τον είχε πετάξει από τον Όλυμπο κάτω, γιατί ήταν χωλός, αρνήθηκε. Δέχθηκε να το κάνει μόνο όταν ο Διόνυσος τον ανέβασε μεθυσμένο στον Όλυμπο και ο Δίας του έταξε να του κάνει όποια χάρη του ζητούσε. Με προτροπή του Ποσειδώνα, αντίπαλου της Αθηνάς στον αγώνα για την ονομασία της πόλης των Αθηνών, ζήτησε την Αθηνά για γυναίκα του. Οι θεοί δέχθηκαν αλλά η Αθηνά, με προτροπή του πατέρα της Δία, υπερασπίστηκε την παρθενιά της με τα όπλα. Ο Ήφαιστος δεν μπόρεσε να ενωθεί μαζί της και ακολούθησε η πτώση του σπέρματος στο πόδι της Αθηνάς και στη συνέχεια στη γη.
Η Αθηνά, κρυφά από τους άλλους θεούς, θέλησε να κάνει το παιδί αθάνατο ρίχνοντας στα μάτια του δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργώς, η μία για να φέρνει θάνατο στους εχθρούς του, η άλλη για να προφυλάσσει το ίδιο από τις αρρώστιες. Ύστερα έκλεισε τον Εριχθόνιο μέσα σε ένα καλάθι (κίστη) και το εμπιστεύτηκε σε μια από τις κόρες του Κέκροπα, την Πάνδροσο, με την εντολή να μην ανοίξει κανένας την κίστη πριν επιστρέψει η ίδια από την Πελλήνη, όπου πήγε για να φέρει ένα βουνό, προτείχισμα στην Ακρόπολη. Οι άλλες δυο Κεκροπίδες, η Άγραυλος και η Έρση, γεμάτες περιέργεια άνοιξαν το καλάθι και αντίκρισαν το παιδί, που το φύλαγαν δύο φίδια. Σύμφωνα με μερικές παραλλαγές, το ίδιο το παιδί είχε σώμα που τέλειωνε σε ουρά φιδιού, όπως τα περισσότερα όντα που γεννήθηκαν από τη Γη· ή ότι το παιδί ξέφυγε από το ξεχασμένο ανοιχτό καλάθι έχοντας πάρει τη μορφή ενός φιδιού και βρήκε καταφύγιο πίσω από την ασπίδα της θεάς. Τρομοκρατημένες από το θέαμα οι κοπέλες τρελάθηκαν και αυτοκτόνησαν πέφτοντας από την Ακρόπολη· σύμφωνα με άλλες εκδοχές πέθαναν από τα δαγκώματα των φιδιών1. [Εικ. 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22]
Η Αθηνά ανέθρεψε τον Εριχθόνιο μέσα στον ιερό περίβολο του ναού της στον ιερό βράχο. Αργότερα ο Κέκροπας του έδωσε την εξουσία· ή ο ίδιος ο Εριχθόνιος την κατέλαβε διώχνοντας τον Αμφικτύωνα, που βασίλευε στην Αθήνα. Όπως και να έχει, υπήρξε ένας από τους πρώτους βασιλιάδες της πόλης.
Παντρεύτηκε τη Ναϊάδα Νύμφη Πραξιθέα (που έχει το ίδιο όνομα με τη γυναίκα του Ερεχθέα, του εγγονού του Εριχθόνιου), με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα, που τον διαδέχτηκε στον θρόνο της Αθήνας. Εκείνος έθαψε τον πατέρα του στον τόπο που είχε μεγαλώσει, δηλαδή στο Ερέχθειο. Ηρόδοτος (8.41) και Αριστοφάνης (Λυσιστράτη 759) αναφέρουν ότι στον ναό ζούσε ο μεταμορφωμένος σε φίδι Εριχθόνιος, στον οποίο οι Αθηναίοι προσέφεραν κάθε μήνα μελόπιτες σε μια ιδιαίτερη γιορτή. Ο Παυσανίας, περιγράφοντας το άγαλμα της Αθηνάς στην Ακρόπολη, αναφέρεται σε ένα φίδι πλάι στο δόρυ της και λέει ότι αυτό είναι μάλλον ο Εριχθόνιος. Το φίδι, σαν φρουρός και φύλακας του μικρού Εριχθόνιου μέσα στην κίστη, θεωρήθηκε έκτοτε φύλακας γενικά των βρεφών· γι’ αυτό και οι Αθηναίοι συνήθιζαν να βάζουν στις κούνιες των μωρών τους χρυσά αποτροπαϊκά φίδια. Και άλλοι θεωρούσαν τα μωρά-φίδια φύλακες γενικότερα.
Του αποδίδουν την επινόηση της κοπής νομισμάτων ή της εισαγωγής ασημιού στην Αττική και την εφεύρεση του τέθριππου άρματος. Το έφτιαξε μιμούμενος το άρμα του Ήλιου, έζεψε τέσσερα άσπρα άλογα και, έχοντας πλάι του ηνίοχο που κρατούσε ασπίδα και φορούσε κράνος με τρία λοφία, πέρασε μέσα από την αγορά. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις το ζέψιμο των αλόγων του το έμαθε η Αθηνά, η οποία λατρευόταν και με το επίθετο Χαλινίτις. Μερικές από αυτές τις εφευρέσεις αποδίδονται επίσης στον εγγονό του, τον Ερεχθέα.
Τον κατηστέρισε ο Δίας, για το άρμα που έκανε (Ερατ., Κατ. 1.13). Στους ώμου του ηνιόχου, δεξιά και αριστερά, υπάρχουν λαμπρά αστέρια που ονομάζονται Αἶγα και Ἔριφοι. Ο Ερατοσθένης μεταφέρει την πληροφορία του Μουσαίου ότι η κατσίκα αυτή είναι καταστερισμένη η τροφός στην οποία παρέδωσε η Θέμιδα τον μικρό Δία· της τον είχε εμπιστευτεί η Ρέα, για να σώσει το παιδί από τις βουλιμικές τάσεις του πατέρα του Κρόνου. Το όνομα της τροφού ήταν Αμάλθεια, Νύμφη εν ζωή ή πραγματική κατσίκα που έθρεψε με το γάλα της τον μικρό. Η ύπαρξη αυτών των αστεριών προκάλεσε σε μεταγενέστερους αστρονόμους την απορία αν πράγματι ο Ηνίοχος που καταστερίστηκε ήταν ο Εριχθόνιος ή κάποιος άλλος –ίσως ο Μυρτίλος, ηνίοχος του Οινόμαου, γιος του Ερμή, θεού που συνδέεται με τα κοπάδια. (Βλ. και Εριχθόνιος)
Σχετικά λήμματα
ΑΓΡΑΥΛΟΣ, ή ΑΓΛΑΥΡΟΣ, ΗΦΑΙΣΤΟΣ, ΗΡΑ, ΜΥΡΤΙΛΟΣ, ΝΥΜΦΕΣ
1. Σε ανάμνηση της ιστορίας της κίστεως καθιερώθηκε στην Αθήνα η γιορτή των Αρρηφορίων κατά την οποία δύο κοπέλες έφεραν στο κεφάλι τους καλάθια κλειστά με πράγματα μυστικά.