Στον Όμηρο οι Κένταυροι είναι άγρια φυλή που κατοικούσε μεταξύ Πηλίου και Όσσας και που εξολοθρεύτηκε από τους Λαπίθες (Ιλ., Λ 832· Οδ., φ 295 κ.ε.). Από τον Πίνδαρο και τους μεταγενέστερους ποιητές άρχισε να διαμορφώνεται ο μύθος των Κενταύρων.
Για την καταγωγή των Κενταύρων διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες. Λεγόταν ότι ο Ιξίονας, αφού πρώτα εξαγνίσθηκε από τον ίδιο τον Δία για τον φόνο του πεθερού του Ηιονέα, ένιωσε βαθύ έρωτα για την Ήρα, τον οποίο και της εκμυστηρεύθηκε ζητώντας της να ενωθεί μαζί του. Γι’ αυτή του την πρόθεση, και για την αγνωμοσύνη που έδειξε στον ευεργέτη του,
ο Ζευς σχημάτισε ένα είδωλο της Ήρας από σύγνεφα και του το έστειλε και ο Ιξίονας ενώθηκε με τη νεφέλη και γέννησε τους ονομαζόμενους Κενταύρους που έχουν τη μορφή ανθρώπου [...]Οι Κένταυροι [...] μεγάλωσαν στο Πήλιο από τις νύμφες και όταν αντρώθηκαν ζευγάρωσαν με φοράδες και γέννησαν τους δίμορφους Ιπποκενταύρους. Μερικοί πάλι λένε ότι οι Κένταυροι που γεννήθηκαν από τη Νεφέλη και τον Ιξίονα ονομάστηκαν Ιπποκένταυροι, γιατί πρώτοι επιχείρησαν να ιππεύσουν, και πλάστηκε μετά ο μύθος ότι ήταν δίμορφοι.
(Διόδ. Σ. 4.69.4-5-4.70.1)
[Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14]
Σύμφωνα με άλλες εκδοχές από τον Ιξίονα και τη Νεφέλη/Ήρα γεννήθηκε ένας Κένταυρος και από αυτόν και τις φοράδες της Μαγνησίας ο στρατός των Κενταύρων (Πίνδ., Π. 2.24-48). Ωστόσο, άλλοι Κένταυροι, όπως ο Φόλος και ο Χείρωνας, έχουν άλλους γονείς και, κατ’ εξαίρεση, δεν έχουν τον άγριο χαρακτήρα των ομογενών τους· είναι αγαθοί, φιλόξενοι και φιλάνθρωποι, σοφοί και παιδαγωγοί, κυρίως ο Χείρωνας, και δεν επιδίδονται σε βιαιότητες ούτε εμπλέκονται σε ιστορίες λαγνείας. Είναι, δηλαδή, ό,τι και ο σοφός Σιληνός στην ομάδα των ακράτητων Σιληνών. Οι υπόλοιποι Κένταυροι είναι άγριοι και ωμοφάγοι, εμπλέκονται σε μάχες με τους Λαπίθες, τον Ηρακλή, τον Πηλέα και είναι επιρρεπείς στο κρασί και τη λαγνεία, κάτι που φανερώνεται με επιθέσεις σε νύμφες ταγμένες σε άλλους, όπως στην Ιπποδάμεια, στη Δηιάνειρα, στη Μνησιμάχη ή Ιππολύτη ή Δηιάνειρα...
Οι Κένταυροι, θεωρώντας τους εαυτούς τους νόμιμους κληρονόμους του Ιξίονα, είχαν βλέψεις στο βασίλειο του Πειρίθοου, επίσης γιου του Ιξίονα από τη Δία, και γι’ αυτό εχθρεύονταν μόνιμα τους γείτονές τους Λαπίθες. Όταν σε σπήλαιο δίπλα στις εκβολές του Πηνειού γινόταν ο γάμος του Πειρίθοου και της Ιπποδάμειας, στη διάρκεια του γαμήλιου γεύματος οι προσκεκλημένοι Κένταυροι ήπιαν πολύ κρασί, μέθυσαν και προσπάθησαν να βιάσουν τις γυναίκες των οικοδεσποτών τους παραβιάζοντας όλους τους νόμους της φιλοξενίας, προπάντων ο Ευρυτίωνας, ο πιο άγριος από τους Κενταύρους. Μεθυσμένος από το κρασί δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη μέθη που του προκάλεσε η ομορφιά της νύφης Ιπποδάμειας, της κόρης του Άδραστου, και την άρπαξε από τα μαλλιά, ενώ οι άλλοι Κένταυροι επιτέθηκαν στις κοπέλες και τις γυναίκες που ήταν στη συνοδεία της νύφης. Στη μάχη που ακολούθησε χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα τα σκεύη του γαμήλιου συμποσίου, κρατήρες, υδρίες, κύλικες κτλ. Θησέας και Πειρίθοος υπερασπίστηκαν την Ιπποδάμεια κόβοντας τη μύτη και τα αυτιά του επίδοξου εραστή. [Εικ. 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 39, 40]
Η μάχη αυτή ήταν από τα αγαπητά θέματα των καλλιτεχνών της αρχαιότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι στο δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία, [Εικ. 41, 42, 43, 44, 45] στο ιερό του Θησέα στην Αθήνα (Παυσ. 1.17.2), στην ασπίδα του μεγάλου χάλκινου αγάλματος της Αθηνάς στην Ακρόπολη (Παυσ. 1.28.2), στις νότιες μετόπες του Παρθενώνα, [Εικ. 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61] στις έντεκα μετόπες του δωρικού γείσου στον τάφο της κρίσεως στη Μίεζα. [Εικ. 62, 63, 64], στη ζωφόρο του ναού του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες [Εικ. 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, ]
Τέταρτο άθλο του επέβαλε [ο Ευρυσθέας στον Ηρακλή] να φέρει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο [1]· αυτό το θηρίο, έχοντας για ορμητήριο το βουνό που ονομάζεται Ερύμανθος [στην Αρκαδία], κατέβαινε και προκαλούσε πολλές καταστροφές στην Ψωφίδα. Καθώς διέσχιζε τη Φολόη, φιλοξενήθηκε από τον Κένταυρο
Φόλο, γιο του Σειληνού και μιας Νύμφης των μελιών [των δέντρων]. Αυτός προσέφερε ψημένα τα κρέατα στον Ηρακλή, ενώ ο ίδιος τα έτρωγε ωμά. Όταν ο Ηρακλής ζήτησε κρασί, απάντησε ότι φοβόταν να ανοίξει πιθάρι που ανήκε σε όλους τους Κενταύρους· με παρότρυνση του Ηρακλή να μην φοβάται, το άνοιξε. Αλλά οι Κένταυροι ένιωσαν τη μυρωδιά και μετά από λίγο έφτασαν στη σπηλιά του Φόλου, οπλισμένοι με πέτρες και έλατα. Τους πρώτους που τόλμησαν να μπουν μέσα, τον Άγχιο και τον Άγριο, ο Ηρακλής τους έτρεψε σε φυγή χτυπώντας τους με δαυλούς, ενώ τους υπόλοιπους τους κυνήγησε τοξεύοντάς τους μέχρι τον Μαλέα. [Σκότωσε και άλλους έντεκα Κενταύρους· τον Δάφνη, τον Αργείο, τον Φρίξο, τον Όμαδο, τον Όρειο, τον Αμφίονα, τον Ιπποτίωνα, τον Ισοπλή, τον Μελαγχαίτη, τον Θηρέα, τον Δούπωνα.] Από εκεί [όσοι διέφυγαν] κατέφυγαν στον Χείρωνα που, διωγμένος από τους Λαπίθες από το Πήλιο, κατοικούσε στον Μαλέα. Και καθώς οι Κένταυροι μαζεύτηκαν γύρω του, ο Ηρακλής τους σημάδεψε με το τόξο του και έριξε ένα βέλος που διαπέρασε το μπράτσο του Έλατου και σφηνώθηκε στο γόνατο του Χείρωνα. Φαρμακωμένος ο Ηρακλής από το γεγονός, έτρεξε να τραβήξει το βέλος και έβαλε επάνω στην πληγή ένα φάρμακο που του έδωσε ο Χείρωνας. Επειδή όμως το τραύμα ήταν ανίατο, εκείνος αποτραβήχτηκε στο σπήλαιο. Και εκεί, μη μπορώντας να πεθάνει, επειδή ήταν αθάνατος, ο Προμηθέας [που παλιά ήταν θνητός] προσφέρθηκε στον Δία να τον κάνει αθάνατο στη θέση εκείνου· και έτσι πέθανε ο Χείρωνας. Οι υπόλοιποι Κένταυροι σκόρπισαν· κάποιοι έφτασαν στο όρος Μαλέα, ο Ευρυτίωνας στη Φολόη, ο Νέσσος στον ποταμό Εύηνο. Τους υπόλοιπους τους δέχθηκε ο Ποσειδώνας στην Ελευσίνα και τους σκέπασε με ένα βουνό. Όσο για τον Φόλο, καθώς τράβηξε από ένα σκοτωμένο Κένταυρο το βέλος, απορούσε πώς κάτι τόσο μικρό σκότωσε αυτούς που ήταν τόσο γιγαντόσωμοι· γλίστρησε όμως από το χέρι του, έπεσε στο πόδι του και τον σκότωσε αμέσως. Όταν ο Ηρακλής επέστρεψε στη Φολόη και αντίκρισε νεκρό τον Φόλο, τον έθαψε και στη συνέχεια καταπιάστηκε με το κυνήγι του αγριογούρουνου·
(Απολλόδ. 2.5.4) [Εικ.
75,
76,
77,
78,
79,
80,
81,
82,
83,
84,
85]
[Σε αγκύλη βρίσκονται πρόσθετες πληροφορίες από άλλες πηγές.]
Ο Σοφοκλής στην τραγωδία Τραχίνιες θα βάλει τον Ηρακλή να θρηνήσει για τα πάθη του, αναφέρεται στους άθλους της ζωής του και σε αυτούς με τους οποίους χρειάστηκε να πολεμήσει, ανάμεσά τους και οι Κένταυροι.
Ο Κένταυρος Χείρωνας προφύλαξε τον Πηλέα από τις βιαιότητες των υπολοίπων Κενταύρων. Έψαξε και βρήκε το μαχαίρι του που ο βασιλιάς Άκαστος είχε κρύψει στην κοπριά των βοδιών. Με το όπλο στο χέρι ο Πηλέας μπόρεσε να αμυνθεί και να σωθεί. Επιπλέον, ο Χείρωνας βοήθησε τον Πηλέα στον γάμο του με τη Θέτιδα και στην ανατροφή του παιδιού τους, του Αχιλλέα.
Ο Καινέας όταν γεννήθηκε ήταν κορίτσι και είχε το όνομα Καινίς. Είχε πατέρα τον Λαπίθη Έλατο και μητέρα την Ιππέα. Την ερωτεύτηκε ο θεός Ποσειδώνας που ξεγελάστηκε από την κόρη, όταν του ζήτησε να της κάνει μια χάρη προτού του δοθεί. Εκείνος δέχτηκε αλλά η Καινή του ζήτησε να τη μεταμορφώσει σε άνδρα αντρειωμένο, άτρωτο σε κάθε φονικό όπλο. Και πράγματι, στην Ιλιάδα ο Νέστορας τον συγκαταλέγει σε εκείνους τους άνδρες που συνάντησε στη ζωή του και ήταν πολύ αξιότεροι από τον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα. Ο Καινέας πολέμησε εναντίον των Κενταύρων, σκότωσε πέντε, αλλά παινεύτηκε για τα κατορθώματά του, πιστεύοντας ότι πια γινόταν αθάνατος, άτρομος ακόμη και απέναντι στους θεούς. Ζήτησε λοιπόν από τον λαό του να προσκυνάει το κοντάρι του, που το έστησε στην αγορά, και όχι τους θεούς. Όμως οι θεοί βρήκαν τρόπο να τον εξοντώσουν: [Εικ. 8, 24, 26]
εκείνοι [οι Κένταυροι] κορμούς πεύκων και ελάτων του έριχναν, ενώ αυτός κρατιόταν όρθιος και με μπηγμένα στο χώμα τα γόνατα, κατερχόμενος έτσι ζωντανός στα βάθη της γης, όπου είναι τα άντρα των νεκρών
(Ορφέως Αργοναυτικά, 173-175 ).
(Βλ. Καινέας)
Η μυθική παράδοση αναφέρει και θηλυκούς Κενταύρους που ζουν μαζί με τους αρσενικούς στα βουνά. Η παρουσία τους είναι εμφανής και στην τέχνη. [Εικ. 86]
Στην Πέλλα βρέθηκε αποσπασματικό ψηφιδωτό με ζεύγος Κενταύρων, ενός αρσενικού και ενός θηλυκού. Ο αρσενικός Κένταυρος δεξιά κρατά φιάλη, η Κενταυρίνα αριστερά πιθανόν οινοχόη. Διακοσμούσε το κατώφλι του ανδρώνα με το ψηφιδωτό του κυνηγιού του λιονταριού (325-300 π.Χ.). Πάλι σε κατώφλι ανδρώνα στην ίδια πόλη (αρχές 3ου αι. π.Χ.) ψηφιδωτό (του Καναλιού) δείχνει Κενταυρίνα μπροστά σε άνοιγμα σπηλιάς, πιθανόν των Νυμφών και του Διονύσου. Με το αριστερό χέρι κρατά ραβδωτή φιάλη και με το δεξί ρυτό που καταλήγει σε κεφάλι, πιθανόν σκύλου· πίσω δηλώνεται σχηματικά ένα δέντρο. [Εικ. 87] Η σπονδή που προσφέρει η Κενταυρίνα είναι πιθανό να αναπαριστά τελετή που θα γινόταν συχνά στον χώρο που διακοσμούσε το ψηφιδωτό. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε μεταμφίεση πιστών ή ιερέων σε χορό Κενταύρων. Όσο για την παράσταση ζεύγους θηλυκών Κενταύρων που στεφανώνουν την Αφροδίτη σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό του 2ου αι. μ.Χ., [Εικ. 88] αυτό μπορεί να παραπέμπει στην ερωτική ιστορία της Ίππης και στην παγκυριαρχία της Αφροδίτης και του έρωτα, ανεξάρτητα από τις όποιες συνέπειες μιας ερωτικής συνεύρεσης. Σε μια εποχή όμως με έντονη την εκκοσμίκευση του μύθου και τη χρήση του ως διακοσμητικού στοιχείου παρά ως θρησκευτικού, περισσότερο προκρίνουμε μια αισθητική ανάγνωση του έργου με τη συμμετρία και την ισορροπία μορφών και μοτίβων (στεφάνια), και μάλιστα την εποχή που η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η Pax Romana.
Ο Οβίδιος αναφέρεται ονομαστικά στην Κενταυρίδα Υλονόμη, σύζυγο του όμορφου Κένταυρου Κύλλαρου. Αυτός είχε μακριά μαλλιά –έφταναν μέχρι τη μέση της πλάτης του–, μικρή γενειάδα χρυσή, σπινθηροβόλο και ευχάριστο βλέμμα. Τα χέρια και οι ώμοι, το στήθος και τα χέρια του, γενικά όλα τα ανθρώπινα μέλη του, ήταν θαρρείς σμιλεμένα από γλύπτη. Όμως τα θηριώδη στοιχεία του σώματός του δεν ήταν κατώτερα σε ομορφιά. Ήταν κατάμαυρος με άσπρη ουρά και πόδια λευκά σαν το χιόνι. Πολλές Κενταυρίδες τον πόθησαν όμως τον κέρδισε η Υλονόμη, όμορφη και αυτή, με φροντισμένη πάντα τη χαίτη και λαμπερό το δέρμα της. Μοιράζονταν την αγάπη τους και μαζί έκαμναν τα πάντα: περιπλανιόνταν στις βουνοπλαγιές ή αναπαύονταν σε σπηλιές· μαζί πήγαν στο παλάτι των Λαπιθών και μαζί, ο ένας πλάι στον άλλον, πολέμησαν σκληρά. Όταν ένα ακόντιο χτύπησε τον Κύλλαρο αριστερά στο στήθος κοντά στον λαιμό, αν και γρήγορα το έβγαλαν από εκεί που είχε καρφωθεί, ωστόσο το σώμα του Κένταυρου άρχισε να κρυώνει. Η Υλονόμη προσπάθησε να του κλείσει την πληγή με το χέρι της κι έβαλε εκεί το στόμα της προσπαθώντας να εμποδίσει το πνεύμα του να βρει διέξοδο από εκεί και να πετάξει μακριά. Όμως ο Κύλλαρος πέθανε κι εκείνη έπεσε πάνω στο ακόντιο που σκότωσε τον σύντροφό της μη μπορώντας να ζήσει χωρίς αυτόν και μακριά από αυτόν. (Οβ., Μετ. 12.393-428)
Ο Στράβωνας γράφει ότι ο τάφος του Νέσσου, όπως και των άλλων Κενταύρων, ήταν στους πρόποδες του Ταφιασσού λόφου στην Αιτωλία (9.4.8). Ο Παυσανίας αναφέρει την εκδοχή ότι ο Νέσσος επέζησε από τα τραύματα που του επέφερε ο Ηρακλής και ότι πέθανε αργότερα στη Λοκρίδα, ότι σάπισε άταφος και η δυσώδης οσμή έδωσε την ονομασία στους κατοίκους Οζόλες Λοκροί (10.38.2-3 και Πλούτ., Αίτια 294F) –από το ρήμα ὂζω = μυρίζω ευχάριστα ή δυσάρεστα. Άλλη εκδοχή αποδίδει την ονομασία αυτή στις θειούχες πηγές της περιοχής ή στο γεγονός ότι οι Λοκροί φορούσαν αίγεια δέρματα και συναναστρέφονταν με γιδοβοσκούς, κάτι που τους καθιστούσε δυσώδεις.
Ο Δημήτριος Μάγνης για τους Κένταυρους
«Κένταυρος, υιός του Απόλλωνος και της Στίλβης ή της Νεφέλης, και αρχηγός του γένους των Κενταύρων, εκ των οποίων κατήγετο και ο Χείρων, ο παιδαγωγός του Αχιλλέως, και όλων των Ηρώων της Ελλάδος. Κατώκουν δε οι Κένταυροι περί το Πήλιον όρος· και επειδή αυτοί πρώτοι εφάνησαν έφιπποι, εμυθολογήθη, ότι είχον το επάνω μέρος του σώματός των ανθρώπου, και το κάτωθεν ίππου, καθώς φαίνεται δηλαδή ένας έφιππος άνθρωπος, όθεν και Ιπποκένταυροι ωνομάζοντο, και ούτως επαραστένοντο.» (Λήμμα από το Λεξικόν ιστορικομυθικόν και γεωγραφικόν / συντεθέν υπό Δανιήλου Δημητρίου Μάγνητος, του εκ του Πηλίου Όρους εκ κωμοπόλεως Αγίου Λαυρεντίου, εις χρήσιν της Ελληνικής νεολαίας. Εν Βενετία: Εκ της Ελληνικής τυπογραφίας Φραγκίσκου Ανδρεώλα, 1834)
Διάβασε και για τους ιχθυκένταυρους [Εικ. 89, 90, 91]
Ο Παλαίφατος για τους Κένταυρους
Ο γραμματικός του 4ου ή 3ου αι. π.Χ. Παλαίφατος διαβάζει τον μύθο των Κενταύρων με έναν τρόπο πιο ορθολογικό. Παραθέτουμε την αφήγησή του:
Για τους Κενταύρους λένε ότι ήταν τερατόμορφα πλάσματα, τα οποία είχαν σώμα αλόγου και κεφαλή ανθρώπου. Είναι, βέβαια, αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι υπήρξε τέτοιο πλάσμα, καθώς το άλογο δεν μοιάζει καθόλου με τον άνθρωπο· ούτε η τροφή τους είναι ίδια, ούτε και η τροφή του αλόγου μπορεί να περάσει από το στόμα του ανθρώπου και να κατέβει από το φάρυγγά του. Εξάλλου, αν το είδος των Κενταύρων υπήρχε κάποτε, θα υπήρχε ακόμα και σήμερα.
Η αλήθεια είναι η ακόλουθη: τον καιρό που βασιλιάς της Θεσσαλίας ήταν ο Ιξίων, μια αγέλη ταύρων στο Πήλιο αφηνίασε και κανείς δεν τολμούσε να ζυγώσει στην περιοχή. Οι ταύροι κατέβαιναν από το βουνό στις κατοικημένες περιοχές, ρήμαζαν τα δέντρα και τις καλλιέργειες και σκότωναν τα υποζύγια. Ο Ιξίων, λοιπόν, ανακοίνωσε ότι θα ανταμείψει όποιον φονεύσει τους ταύρους. Μερικοί νέοι από ένα χωριό ονόματι Νεφέλη στους πρόποδες του βουνού είχαν την ιδέα να εκπαιδεύσουν άλογα, για να τα ιππεύσουν. (Πρωτύτερα δεν γνώριζαν την τέχνη της ιππασίας αλλά χρησιμοποιούσαν τα άλογα μόνο ως υποζύγια πολεμικών αρμάτων). Στη συνέχεια, ανέβηκαν στα άλογα και, μόλις έφτασαν στο μέρος, όπου βρίσκονταν οι ταύροι, τους επιτέθηκαν έφιπποι χτυπώντας τους με ακόντια. Και όταν οι ταύροι τους καταδίωκαν, οι νέοι ξέφευγαν (διότι τα άλογα ήταν πιο γρήγορα από τους ταύρους). Όταν πάλι οι ταύροι σταματούσαν, επέστρεφαν και τους έριχναν τα ακόντιά τους. Με αυτόν τον τρόπο τους εξολόθρευσαν. Και από το γεγονός αυτό προήλθε το όνομα των Κενταύρων, οι οποίοι «τους ταύρους κατεκεντάννυσαν»
[2] (καθότι η ετυμολογία του ονόματος δεν μπορεί να σχετίζεται με τον «ταύρο», που δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Κένταυρο. Στη μορφή των Κενταύρων συνδυάζονται, αντιθέτως, ο άνθρωπος και το άλογο. Άρα πήραν το όνομά τους από το περιστατικό αυτό). Οι Κένταυροι, λοιπόν, εισέπραξαν από τον Ιξίονα την αμοιβή τους και περήφανοι για το κατόρθωμά τους και την περιουσία τους έγιναν αλαζόνες. Έκαναν πολλές ανομίες και μάλιστα στράφηκαν εναντίον και του ίδιου του Ιξίονα, του κυβερνήτη της πόλης που σήμερα ονομάζεται Λάρισα (τότε οι κάτοικοι της περιοχής λέγονταν Λαπίθες). Οι Λαρισαίοι κάλεσαν τότε τους Κενταύρους σε τραπέζι. Οι προσκεκλημένοι μέθυσαν, άρπαξαν τις γυναίκες των Λαρισαίων και, αφού τις ανέβασαν στα άλογα, έφυγαν καλπάζοντας για τα μέρη τους, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο στον πόλεμο που ξέσπασε ανάμεσά τους. Τη νύχτα κατέβαιναν στα πεδινά και έστηναν ενέδρες, ενώ τη μέρα κατέφευγαν στο βουνό, αφού πρώτα λεηλατούσαν και πυρπολούσαν την περιοχή. Καθώς απομακρύνονταν, όσοι τους έβλεπαν από μακριά διέκριναν μόνο τα νώτα του αλόγου, και όχι το κεφάλι του και ολόκληρο το σώμα του αναβάτη εκτός από τα πόδια του. Μπροστά στο πρωτοφανές θέαμα που αντίκρυζαν έλεγαν: «Οι Κένταυροι από τη Νεφέλη μας επιτίθενται». Από αυτόν τον λόγο και την αντίστοιχη εικόνα έπλασαν παραδόξως τον μύθο πως ο Κένταυρος γεννήθηκε από τη Νεφέλη στο βουνό.
(Παλαίφατος, Περί απίστων Ι, μετ. Η. Τσιριγκάκης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας 2000, σ. 17-18)
Ο Ηράκλειτος για τους Κενταύρους
Αντίστοιχη με του Παλαίφατου είναι και η γνώμη του παραδοξογράφου Ηράκλειτου:
Λέγεται περὶ τὸ Πήλιον καὶ τὴν Φολόην γεγονέναι διφυεῖς, τὰ μὲν ἐπάνω τῶν λαγόνων ἀνδρῶν ἔχοντας, τὸ δ’ ἀπὸ τούτου τοῦ μέρους πᾶν ἵππων. Οὐκ ἀληθές δὲ τοῦτο. Δύο γὰρ διηλλαγμένας φύσεις εἰς ἓν συνελθούσας ἀδύνατον ζῳογονηθῆναι καὶ τραγῆναι, ἀλλ’ ἔτι τῆς τῶν ἵππων χρήσεως οὔσης ἀγνώστου, πρῶτοι καθίσαντες ἐφ’ ἵππων κατέτρεχον τὰ πεδία λῃστεύοντες, φαντασίαν τε ἀπετέλεσαν τοῖς πρώτως θεασαμένοις μακρόθεν, ὡς ἐκ δυοῖν εἰσι γεγονότες φύσεων.
(Ηράκλειτος, περί απίστων V)
Σχετικά λήμματα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΕΛΑΤΟΣ, ΕΥΡΥΤΙΩΝΑΣ, ΗΡΑ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΧΘΥΟΚΕΝΤΑΥΡΟΙ, ΚΑΙΝΕΑΣ, ΚΥΛΛΑΡΟΣ, ΝΕΣΣΟΣ, ΝΥΜΦΕΣ, ΠΗΝΕΙΟΣ (Ήλιδα), ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΣΕΙΛΗΝΟΣ, ΥΛΟΝΟΜΗ, ΦΟΛΟΣ, ΧΕΙΡΩΝΑΣ
1. Ο μύθος του Ηρακλή, η μορφή και η δράση του ήρωα, διαμορφώθηκε σταδιακά και εξακολουθούσε να διαμορφώνεται και μέχρι τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Στην κρυστάλλωση και οργάνωση του μύθου του ήρωα συνέβαλλαν: α) αοιδοί, ποιητές, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ιστορικοί και λοιποί γραμματικοί, β) τοπικές παραλλαγές και συσσωματώσεις, γ) «γενεαλόγοι» και μυθογράφο, δ) εικαστικοί καλλιτέχνες. Για πρώτη φορά κωδικοποιούνται οι άθλοι σε κανόνα στις μετόπες του ναού του Διός στην Ολυμπία, όμως τον κανόνα αυτόν δεν τον ακολουθούν όλοι. Έτσι, ενώ το κυνήγι του Ερυμάνθιου κάπρου στις μετόπες του ναού είναι ο τρίτος άθλος και το κυνήγι του ελαφιού του όρους Κερύνεια ο τέταρτος, στον Απολλόδωρο η σειρά αυτή αντιστρέφεται.
2. Κατακεντάννυμι: κτυπώ θανάσιμα με το ακόντιο. Σκόπιμα διατηρείται ο αρχαιοελληνικός τύπος, από τον οποίο φαίνεται η προσπάθεια ετυμολόγησης του ονόματος «Κένταυρος» και ο συσχετισμός του με την εξήγηση του μύθου, που επιχειρεί ο Παλαίφατος.