Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενείς θνητές οντότητες – Τέρατα – Αυτόματα

ΧΑΡΥΒΔΗ (τέρας)


Ο Οδυσσέας ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη. Fuseli, Henry, περίπου 1806-1870



1 2 3


Σύμφωνα με τον Ησύχιο χάρυβδις είναι το θαλάσσιο χάσμα, η καταιγίδα. Άλλοι λεξικογράφοι ερμηνεύουν τη λέξη ως επικίνδυνη θαλάσσια δίνη. Στη μυθολογία έγινε θηλυκό τέρας, κόρη της Γαίας και του Ποσειδώνα, που κατοικούσε στην ασιατική ακτή του Βοσπόρου —στην ευρωπαϊκή κατοικούσε η Σκύλλα, άλλο τέρας και αυτή— και ρουφούσε το νερό της θάλασσας, καταπίνοντας [1] διερχόμενα πλοία και ναυτικούς. Αργότερα οι μυθογράφοι μετέφεραν την κατοικία των δύο τεράτων στο στενότερο μέρος του σικελικού πορθού μεταξύ Ρήγιου και Μεσσήνης. Στο σημείο αυτό παρουσιαζόταν δυο φορές την ημέρα το φαινόμενο της παλίρροιας, με συστροφή των νερών και μεγάλη δίνη. Έτσι, πολύ λογικά, η Σκύλλα και η Χάρυβδη τοποθετήθηκαν από τη φαντασία των ανθρώπων ως φρουροί στις δύο απέναντι πλευρές, η Σκύλλα κατασπαράζοντας τους ναυτικούς, η Χάρυβδη καταποντίζοντας τα πλοία, καταπίνοντας το νερό της θάλασσας και αποβάλλοντάς το ορμητικά τρεις φορές την ημέρα. Και τα δύο τέρατα εμπλέκονται στους μύθους των Αργοναυτών, του Οδυσσέα και των Τρώων του Αινεία. Ο Απολλόδωρος περιγράφει την περιπέτεια των Αργοναυτών: «Μετά τις Σειρήνες, το πλοίο περίμεναν η Χάρυβδη και η Σκύλλα και κινούμενοι βράχοι, πάνω από τους οποίους φαινόταν να καίει φωτιά μεγάλη και καπνός να υψώνεται στον αέρα. Αλλά η Ήρα παρακάλεσε τη Θέτιδα, κι αυτή, μαζί με τις Νηρηίδες, βοήθησε το πλοίο να περάσει ανάμεσά τους» (Απολλόδ. 1.136). Έτσι σώθηκαν οι Αργοναύτες. Ο Όμηρος περιγράφει τις ταλαιπωρίες του Οδυσσέα. Την πρώτη φορά που ο ήρωας διέσχισε τον πορθμό της Μεσσήνης γλύτωσε από το θηρίο. Τη δεύτερη φορά, μετά το ναυάγιο που είχε ως συνέπεια την απώλεια του καραβιού και των συντρόφων του εξαιτίας της ιεροσυλίας τους στο νησί του Ήλιου να φάνε τα ιερά ζώα του θεού, παρά τη ρητή και γνωστή σε όλους απαγόρευση, ο Οδυσσέας προσπάθησε να σωθεί καθισμένος πάνω στο κατάρτι του ναυαγισμένου πλοίου. Στην αυλή των Φαιάκων, σώος πια, διηγήθηκε πώς του ρούφηξε η Χάρυβδη το ξύλο και πώς επέζησε αρπάζοντας τα κλαδιά μιας αγριοσυκιάς του βράχου. Εκεί έμεινε κρεμασμένος, ώσπου η Χάρυβδη ξέρασε το κατάρτι και τότε έπεσε ο Οδυσσέας στη θάλασσα, κάθισε πάλι πάνω του και κωπηλατώντας με τα χέρια του, απομακρύνθηκε σώος, για να φτάσει αργότερα στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς (Όμ., Οδ. μ 101 κ.ε.δεσμός). [Εικ. 1, 2, 3] Αντίστοιχη ήταν η περιπέτεια του Αινεία και των κατατρεγμένων Τρώων στην περιοχή· μόνο που εκείνοι κατάφεραν να ξεφύγουν όλοι μαζί σε αντίθεση με τους συντρόφους του Οδυσσέα (Βιργ., Αιν. 3. 555-569δεσμός).


Σχετικά λήμματα

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣδεσμός, ΣΕΙΡΗΝΕΣ, ΣΚΥΛΛΑ




ἐκχαρυβδίζω = καταπίνω όπως η Χάρυβδη. Τη λέξη φέρεται να «εποίησε» ο κωμικός ποιητής του 5ου αι. π.Χ. Φερεκράτης.