Οι Σειρήνες κατέληξαν γυναικείες μειξογενείς οντότητες με κεφάλι και μισό σώμα γυναίκας και μισό σώμα αρπακτικού πουλιού. Συχνά όμως, και κυρίως στην ετρουσκική τέχνη, εμφανίζονται με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και όχι πτηνόμορφες, και πεθαίνοντας μεταμορφώνονται σε πέτρες. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56]
Στα γενεαλογικά δέντρα που συνοδεύουν τη ζωή τους πατέρας τους εμφανίζεται τις περισσότερες φορές ο ποταμός Αχελώος ή ο θαλάσσιος θεός Φόρκης. Ο Λιβάνιος αναφέρει ότι γεννήθηκαν από το αίμα του Αχελώου, όταν τον πλήγωσε ο Ηρακλής. Μητέρα τους είναι η Μούσα Μελπομένη ή η Στερόπη, κόρη του Παρθάονα και της Ευρύτης, ή η Μούσα Τερψιχόρη.
Στην Οδύσσεια, όπου αναφέρονται για πρώτη φορά αλλά δεν περιγράφονται, είναι δύο, όπως και στα Αργοναυτικά του Ορφέα, στον Ησίοδο και τον Απολλόδωρο είναι τρεις (η μία έπαιζε αυλό, η άλλη λύρα, η τρίτη τραγουδούσε), κατά άλλους τέσσερις, στον Πλάτωνα οκτώ (Πολιτεία 617 c). Τα ονόματα που παραδίδονται είναι: Αγλαόπη και Θελξιέπεια ή Παρθενόπη, Λευκωσία, Λιγεία ή Αγλαόφωνος, Μόλπη, Θελξινόη ή Θελξιόπη και Πεισινόη, Τελής, Ραιδνή (τα δύο τελευταία αμφίβολα). Τα ονόματα αυτά τις περιγράφουν στην εξωτερική εμφάνιση και στον λόγο, τον προφορικό του τραγουδιού ή του νου. Και ανάλογα με τον αριθμό τους οι μυθογράφοι καταγράφουν επακριβώς τη θέση τους στην τριφωνία και την τετραφωνία. [Εικ. 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74]
Για πρώτη φορά περιγράφονται στην Οδύσσεια από την Κίρκη, όταν η θεά δίνει οδηγίες στον Οδυσσέα ποιο δρόμο να πάρει φεύγοντας από το νησί της και ως να προφυλαχτεί από τους κινδύνους:
Πρώτα στο δρόμο που θα πας θα φτάσεις στις Σειρήνες,
που όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους φτάσουν.
Όποιος ζυγώσει ανύποπτα κι ακούσει τη λαλιά τους,
αυτόν πια δε θα τον χαρούν το τρυφερό του ταίρι
και τα μικρά του τα παιδιά, στο σπίτι να γυρίσει,
μόν’ οι Σειρήνες με γλυκά τραγούδια τον μαγεύουν,
σ’ ένα λιβάδι καθιστές κι ένας μεγάλος γύρω
είναι από κόκαλα σωρός ανθρώπων που σαπίζουν
και το πετσί τους χάνεται. Μόν’ πέρνα από κοντά τους
και πιάσε των συντρόφων σου τ’ αυτιά να φράξεις όλων·
μ’ απαλομάλαχτο κερί, κανείς να μην ακούσει.
Κι αν θέλεις μόνος άκου τες. Μα στο κατάρτι πρώτα
ολόρθον χεροπόδαρα οι ναύτες να σε δέσουν,
κι ας σφίξουν των παλαμαριών τις άκρες από πάνω,
χαρούμενα το λάλημα ν’ ακούσεις, των Σειρήνων.
Κι αν σκούζεις στους συντρόφους σου και θέλεις να σε λύσουν,
ακόμα τότε πιο γερά να σφίγγουν τα δεσμά σου.
(Όμ., Οδ. μ 39-545, μετ. Ζ. Σίδερης· πρβ. και
μ 158-200)
Οι μόνοι που είχαν διασωθεί πριν τον Οδυσσέα ήταν οι Αργοναύτες χάρη στη μουσική και το τραγούδι του μεγάλου μουσικού Ορφέα, την αντίθετη στο τραγούδι των Σειρήνων μελωδία του, και επειδή ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης [1]. Μόνον ο Αργοναύτης Βούτης έπεσε στη θάλασσα και κολύμπησε προς αυτές, τον άρπαξε όμως η Αφροδίτη και τον εγκατέστησε στο Λιλύβαιο, τη σημερινή Μαρσάλα στη δυτική ακτή της Σικελίας. Μετά τη διάσωση των Αργοναυτών, οι Σειρήνες, που στα Ορφικά Αργοναυτικά περιγράφονται με εξολοκλήρου ανθρώπινα χαρακτηριστικά (κοῦραι), έπεσαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε βράχους. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και τον Υγίνο η μοίρα των Σειρήνων ήταν να πεθάνουν, όταν ένα πλοίο θα γλύτωνε από αυτές, κατόρθωμα που αποδίδεται άλλοτε στον Οδυσσέα και άλλοτε στον Ορφέα. Κατά άλλους οι Σειρήνες πέθαναν επειδή ηττήθηκαν σε μουσικό αγώνα με τον γιο της Μούσας Καλλιόπης, τον Λίνο.
Ήδη από την αρχαιότητα οι μυθογράφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τη διττή φύση των Σειρήνων. Σύμφωνα με τον Οβίδιο ήταν κοπέλες, συνοδοί της Περσεφόνης. Όταν την απήγαγε ο Άδης, ζήτησαν από τους θεούς να τις δώσουν φτερά, για να αναζητήσουν την κόρη σε στεριά και θάλασσα. Κατά άλλους, η μερική μεταμόρφωσή τους οφείλεται στην οργή της Δήμητρας, γιατί δεν βοήθησαν την κόρη της τη στιγμή της αρπαγής. Άλλη αιτία της μεταμόρφωσής τους θεωρείται η οργή της Αφροδίτης, γιατί οι κόρες δεν τιμούσαν τις χαρές του έρωτα· και η θεά τους πήρε την ομορφιά. Αλλά και μετά τη μεταμόρφωσή τους σε μειξογενή όντα ταλαιπωρήθηκαν. Σύμφωνα με μια βοιωτική παράδοση, η Ήρα έβαλε τις Σειρήνες να ανταγωνιστούν τις Μούσες στο τραγούδι, και όταν έχασαν, οι Μούσες μάδησαν τα φτερά των αντιπάλων τους και έπλεξαν στεφάνια με αυτά που έβαλαν στο κεφάλι τους, σαν τρόπαιο για τη νίκη τους. Γι’ αυτό και σε αρχαίο άγαλμα στην Κορώνεια η θεά Ήρα παριστάνεται να κρατά στα χέρια της Σειρήνες (Παυσ. 9.34.3). Κρητική παράδοση θέλει τον αγώνα να τελείται στον τόπο τους και τις Σειρήνες να χάνουν τα φτερά τους από τη στενοχώρια για την ήττα τους. Έγιναν κάτασπρες και ρίχτηκαν στη θάλασσα, και από τότε μια πόλη ονομάστηκε Άπτερα και ένα νησί Λευκαί (Στέφ. Βυζ., Άπτερα).
Το νησί των Σειρήνων τοποθετείται κατά μήκος της ακτής της Ν. Ιταλίας στα ανοιχτά της χερσονήσου του Σορέντο, από όπου με το πανέμορφο τραγούδι τους προσείλκυαν τους ναύτες των πλοίων που πλησίαζαν στην περιοχή τους και προκαλούσαν στη συνέχεια την καταστροφή τους. Ως εκ τούτου οι Σειρήνες συνδέθηκαν με τον θάνατο, θεωρήθηκαν θεότητες του υπερπέραν που τραγουδούσαν για όσους κατοικούσαν μακάρια στα νησιά των Ηλυσίων, και γι’ αυτό εικονίζονται στα ταφικά μνημεία. [Εικ. 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84]
Σχετικά λήμματα
1. Τον πήρε μαζί του ο Ιάσονας στην εκστρατεία του για το χρυσόμαλλο δέρας ύστερα από συμβουλή του δασκάλου του Κένταυρου Χείρωνα.