Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΧΑΟΣ (φτερωτό;)





Το Χάος είναι η προσωποποίηση του πρωτογενούς κενού διαστήματος, το πρώτο από τα αρχέγονα κοσμογονικά στοιχεία, πριν από κάθε δημιουργία και τάξη στα στοιχεία του κόσμου. Γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, ύστερα την Ημέρα και τον Αιθέρα.

Στ’ αλήθεια πρώτα-πρώτα το Χάος έγινε. Κι ύστερα
η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων
που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου,
και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχο της γης με τους πλατιούς τους δρόμους.
Αλλά και ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς,
αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά
δαμάζει μες τα στήθη και τη συνετή τους θέληση.
Κι από το Χάος ακόμη έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα.
Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα:
αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.

(Ησ., Θεογ. 116-125, μετ. Στ. Γκιργκένης)

Κατά τον Υγίνο (1) το Χάος ήταν γιος της Αχλύος, από την οποία απέκτησε τη Νύκτα, την Ημέρα, το Έρεβος και τον Αιθέρα· τις Μοίρες, συμπληρώνει ο Κόιντος Σμυρναίος (3.756), τον Έρωτα ο Οππιανός (Αλιευτικά 4.10), τα πουλιά (Αριστοφ., Όρν. 685). Στην ορφική θεογονία το Χάος θεωρείται γιος του Χρόνου, ή του Χρόνου και της Ανάγκης, και αδελφός του Αιθέρα και μόνο εδώ περιγράφεται φτερωτό:

Στην αρχή υπήρχε Nύχτα και Xάος μοναχά,
πλατύς Tάρταρος κι Έρεβος μαύρο·
ούτε αέρας υπήρχε ούτε γη ή ουρανός·
τότε μέσα στου Eρέβους τον κόρφο
τον απέραντο, έν’ άσπορο αυγό στην αρχή
η μαυροφτέρουγη Nύχτα γεννάει·
κι όταν ήρθε ο καιρός, απ' τ' αυγό ο ποθητός
πρόβαλε Έρωτας· είχε στις πλάτες
δυο φτερούγες που αστράφταν χρυσές, και γοργά
στο στροβίλισμα επέτα του ανέμου.
Mε το Xάος, που κι αυτό φτερωτό ήταν, κρυφά
μες στον Tάρταρο ο Έρωτας σμίγει,
και το γένος μας έτσι ξεκλώσσησε· αυτό
μες στο φως πρωτανέβασε κιόλας.

(Αριστοφ., Όρν. 692-705, μετ. Θ. Σταύρου)


Σχετικά λήμματα

ΑΧΛΥΣ, ΕΡΩΤΑΣ, ΝΥΚΤΑ