2015 2014 2013 2012 2011 2010 2009 2008 2007 2006  

ΠΙΚΡΙΒΕΝΤΣΙΩΤΙΚΗ – ΑΜΥΓΔΑΛΙΩΤΙΚΗ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑ  (ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ)

               Ντοπιολαλιά είναι ο προφορικός κυρίως λόγος των ανθρώπων μιας περιοχής. Με άλλα λόγια, είναι το σύνολο των εκφράσεων και λέξεων, που όλες μαζί δημιουργούν τη γλωσσική ταυτότητα, το γλωσσικό ιδίωμα, την τοπική γλωσσική ιδιομορφία κάθε περιοχής μιας χώρας. Με ένα τέτοιο γλωσσικό ιδίωμα μιλούσαν οι πρόγονοί μας  στις Αμυγδαλιές  (Πικριβενίτσα) Γρεβενών και εγώ ως ένα βαθμό στην παιδική μου ηλικία. Επειδή όμως με την πάροδο του χρόνου ελάχιστες από αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούνται και επειδή υπάρχει κίνδυνος πολλές να ξεχαστούν, αποφάσισα να τις καταγράψω. Μέχρι τώρα έχω καταγράψει  περίπου 900 λέξεις σε 35 σελίδες... Σίγουρα πολλές και εγώ δεν τις θυμάμαι, με τη βοήθεια όμως όλων των Αμυγδαλιωτών πιστεύω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε… Στείλτε μας, λοιπόν, τις προτάσεις - παρατηρήσεις σας στο  pikrivenitsa@gmail.com για να το κάνουμε καλύτερο...

Α Β Γ Δ

αβραϊά = φυτώριο, βραγιά

αγάλι-αγάλι = σιγά-σιγά

Αγκρογκορτσιά = άγρια αχλαδιά

αγκωνάρ = μεγάλη πέτρα 

Αγρικώ (ρημ.) = καταλαβαίνω

Αγροκούμπανος = μαύρο μεγάλο έντομο

Αδουκήθ’κα (ρημ.) = θυμήθηκα

Αδράχτι = ξύλινη ράβδος  για  γνέσιμο

Αη Δημήτρης = Οκτώβριος

Ακουτώ (ρημ.) = τολμώ

Ακρύσιος (ο) = τυρόγαλο

Αλ’πού = η αλεπού

Αλάργα = μακριά

Αλαφρός (ο) = ο ελαφρός στο μυαλό, ο χαζός

Αλιχτώ (ρημ.) = γαυγίζω, ουρλιάζω

Αλόϊρα (επιρ.) = γύρω – γύρω

Αλτσιάρκο = λυσσασμένο

Άλτσος = αλυσίδα

Αλωνάρης = Ιούλιος

Αλώντσα = αλώνισα

Αμπαλώνου = ράβω

Αμπασκάλ  (η) = κόρφος

Αμπώχνω = σπρώχνω

Αναβουδίζουμαι = κουνιέμαι

Ανάγκασε = κάνε γρήγορα

Ανακούκουρα (επιρ.) = κάθομαι στα γόνατά μου

Ανάλαγα = χωρίς να αλλάξει ρούχα

Ανάρια = αραιά

Ανάρτου = νηστήσιμο

Ανασκιρνώ = συγυρίζω

Ανεμοσούρ = μεγάλες ποσότητες χιονιού μαζεμένες από τον αέρα

Αντάμα = μαζί

Αντάρα = ομίχλη

Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι

Αντέτ = συνήθεια, χούι

Αντηριούμι (ρημ.) = ντρέπομαι, διστάζω

Αντίκρα (επιρ.) = απέναντι

Αντράλα = ζαλάδα

Αντραλίζουμι (ρημ.) = ζαλίζομαι

Αντράς = Δεκέμβρης

Αξιάλι = μεγάλη ξύλινη βέργα για να καθαρίζουμε το αλέτρι.

Απόκαμα = κουράστηκα αρκετά 

Αποκάτ = από κάτω

Αποκρένουμι (ρήμα) = απαντώ

Απολνώ = αφήνω κάτι και σχολάω

Απόμκα = έμεινα

Απόμκει = έμεινε

Απόρξε =  απέβαλλε

Απουλουήθκα = απάντησα 

Αράδα = σειρά

Αραδώ (ρημ.) = ψάχνω

Αραθ’μούμαι (ρημ.) = θυμάμαι

Αργαλειός = εργαλείο ύφανσης

Αρίδα = πόδι

Αρίδα = τρυπάνι ή το καλάμι τού ποδιού

Αρίτσιος = σκαντζόχοιρος

Αρίτσιους = σκαντζόχοιρος

Αριτσιώνομαι (ρημ.) = ανατριχιάζω και αγριεύω

Αριτσιώνομαι= αγριεύω

Αρμάν(ι)= δάσος

Αρμνιά = λάχανο στην αρμύρα, τουρσί

Αρμόζμος = ζουμί από τουρσί

Αρμός (ο) = φόρα

Αρνίθια  = κότες

Αρχότ’ = δροσιά

Ασβισταριά = λάκκος που σβήνουμε ασβέστη

Ασκένουμι = σιχαίνομαι

Αστόησα = ξέχασα

Αστρέχα = το τμήμα της κεραμοσκεπής πού προεξέχει από τον τοίχο

Αυγατίζω = αυξάνω

Αυλαγάς =  χωράφι, κήπος

Αφ΄κριέμαι (ρημ.) = αφουγκράζομαι

Άφρα = σαπουνάδα

Αχμάκ’ς = άχρηστος

Αψχώ = συμπονώ, λυπάμαι

 

Βαένι (το) = βαρέλι

Βαζούρα = βοή

Βάϊα = το φυτό δάφνη

Βάισα = γύρισα στο πλάι, έγειρα

Βάϊσα = έγειρα ή κοιμήθηκα

Βακούφκου = της εκκλησίας

Βαλάνι = βελανίδι

Βαριμένους = χαζός 

Βαρόσι (το) = το κέντρο της πόλης

Βάρσα = χτύπησα

Βατσνιά = βάτα 

Βερβέξει (ρήμα)= φοβήθηκε πολύ

Βερεσές = πίστωση

Βερός = ήσυχο μέρος ποταμού κατάλληλο για κολύμπι

Βιλέντζα = μάλλινο σκέπασμα

Βιράγκου = σπάνιο, δυσεύρετο

Βιράνγκους (ο) = άχρηστος, επιβλαβής, γρουσούζης

Βιρβέρξα = πόνεσα

Βιρός = βαθύ νερό σε ποτάμι

Βιτούλ = μικρό κατσίκι

Βίτσα = ξύλινη ψιλή βέργα

Βουηνιά(η) = περίττωμα αγελάδας

Βραγκαλνώ (ρημ.) = πληρώνω και   θορυβώ

Βρίζα (η) = η ζεια  (με αυτό έκαναν το ψωμί τους οι αρχαίοι Έλληνες), η σίκαλη

 

Γαλατόπτα = πίττα από γάλα

Γάνιασα = κουράστηκα

Γαράφα = μπουκάλι

Γαργαλίσκα = πλύθηκα καλά

Γέρεψα = γιατρεύτηκα

Γιαννάκια = άγρια λουλούδια

Γινατιάζω (ρημ.) = θυμώνω

Γινήματα = η σοδειά των χωραφιών

Γίνκλα ή ίνκλα (η) = δερμάτινο λουρί που περνούσε κάτω από την κοιλία του ζώου και στήριζε το σαμάρι

Γιόμα = μεσημέρι

Γιόμα = μεσημεριανό φαγητό

Γιτχιά = Ιτιά 

Γκαβάθκα = τυφλώθηκα

Γκαβαλό = τζάμπα

Γκαβανάς = Μεγαριώτης

Γκαβός (ο) = τυφλός

Γκαγκαράτσα = κόπρανα προβάτου και γίδας

Γκάϊζτα = αγριολούλουδο

Γκαλαγκούτσι = κάποιος κουβαλάει κάποιον στην πλάτη του

Γκαμπλιώνου = βλέπω 

Γκαμπράνι = μικρό δοχείο

Γκανταλνιούμαι = γαργαλιέμαι

Γκανταλνώ (ρημ.) = γαργαλώ

Γκαρμπολάχανο = το λάχανο

Γκαχελώνα = χελώνα

Γκιζιρνώ (ρημ.) = τριγυρνάω

Γκιντέρ = βλάκας

Γκιντέρια = βάσανα

Γκιορντάνια = στολίδια

Γκιούμ = σκεύος για νερό

Γκιουρντάνι (το) = κολιέ

Γκίργκλας = το καρύδι τού λαιμού

Γκλάβα = κεφάλι

Γκλαβανή = καταπακτή

Γκλάρας = ψηλός και ασουλούπωτος

Γκλιούμι = κυλιέμαι

Γκλιρώθκα = πνίγηκα, στραβοκατάπια

Γκλιρώνω (ρημ.) = πνίγω

Γκλίτσα = κλίτσα (ξύλινο ραβδί) του τσοπάνη

Γκλίτσα = μπαστούνι βοσκού

Γκόλιους (επιθ.) = γυμνός

Γκόρμπιτας = παλληκαράς

Γκόρτσα = αχλάδια

Γκούβα (η)= γούρνα

Γκουγκόλα (η) = μεγάλη πέτρα

Γκουγκούμια (τα) = κλαδαριά πάνω σε δέντρο στο δάσος

Γκουργκόλες = μεγάλες πέτρες

Γκουρλώθκα = πνίγηκα

Γκουρτσιά (η) = αχλαδιά

Γκούσια = λαιμός

Γκουσιανίτσα = κάμπια

Γκουστερίτσα = μικρή σαύρα

Γκουτζάμ = μεγάλο 

Γκουτζουνούλ = μικρό γουρουνάκι 

Γκουχώ = βήχω

Γκριμπατσώνουμι (ρημ) = πιάνομαι, προσπαθώ κάπου να ανέβω

Γριντιά (η)= μεγάλο ξύλινο οριζόντιο δοκάρι

Γκριτζαρνώ = γρατζουνώ

Γκριτσλιάγκος = λαιμός, οισοφάγος 

Γκτζιουπ = κούτσουρο και μεταφορικά ο βλάκας

Γκύλαντρος = στεφάνι βαενιού για παιχνίδι

Γλάς = σωλήνας στο ρακοκάζανο

Γνουμκός = λογικός

Γουμάρα (η) = γαϊδούρα

Γουμαράγκαθου = φυτό που τρώνε τα γουμάρια - γαϊδούρια 

Γούρνα = λάκκος 

Γουρνουτσάρχα = αυτοσχέδια παπούτσια από δέρμα γουρουνιού

Γουρνουτσάρχα = τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού

Γραπώθκα = πιάστηκα από κάπου 

Γρέντωμα = ξάπλωμα κατά γης

Γριντόνουμι (ρημ.) = πέφτω

Γριντώθκα = έπεσα

 

Δαμάλ = ο μικρός ταύρος

Δαρμός = ξυλοκόπημα

Δαυλί = αναμμένο ξύλο

Δαχλήθρα = εξάρτημα ραψίματος

Δαχλιά = δακτυλικό αποτύπωμα

Δαχλύδ = δαχτυλίδι

Δεματκό = μ’ αυτό δένανε τα δεμάτια (από βρίζα)

Δικράνι = εργαλείο γεωργού (σαν πιρούνι)

Δουκιούμαι = θυμάμαι

Δραγάτης = Αγροφύλακας

Δραγάτς = αγροφύλακας

Δραγκώνουμι = πιάνομαι 

Δρεπάνι = εργαλείο θεριστή

 

Ε Ζ Η Θ

Έκα = περίμενε

Έντσα = έτυχα και ντύθηκα

Επιτώρια =προηγουμένως

Έχς = έχεις

 

Ζ’γκατάψυξ = στην κατάψυξη

Ζ’γόνου (ρημ.)= πλησιάζω, φτάνω

Ζ’μι = ζουμί

Ζ’νάρ (το) = φαρδύ μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι

Ζα = ζώα

Ζαβλακώθκα = νύσταξα, ζαλίστηκα

Ζαβόρτσα = εξώπορτα

Ζαβός (ο) = στραβός, αλλήθωρος

Ζαγάρ = κυνηγητικό σκυλί

Ζαγκαλνιούμαι = κουνιέμαι, πειράζω

Ζαμάνια = μεγάλα χρονικά διαστήματα

Ζαράλ  = ζημιά

Ζάφτ’ (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου ζάφτ΄»  κάνω διαχείριση, κάνω κουμάντο

Ζαχαράτα = γλυκά

Ζβάου = σβήνω

Ζγιάζου (ρημ.) = ζυγίζω

Ζγκούραβου (το) = βρώμικο, λερωμένο

Ζγκρουβάλ = κομμάτι - όχι λιωμένο

Ζγουρ = ζυγούρι

Ζγούρ = νεαρό αρνί

Ζγώνου = πλησιάζω

Ζερβί = αριστερό

Ζιάμπα = βάτραχος νύχτας

Ζιαμπίζω = πιέζω πολύ

Ζιαμπνάκι = η πρασινάδα που πιάνει το νερό που λιμνάζει

Ζιαντούρια (η) = δόντι

Ζιούλου = το πολύ ώριμο φρούτο

Ζιουματάει = είναι καυτό

Ζιούσκα = καρούμπαλο

Ζλάπ = άγριο ζώο

Ζμώνου = ζυμώνω

Ζουρλός = τρελός

Ζουρλουμάνταρου = δηλητηριώδες μανιτάρι

Ζουρλουντάμαρου = από τρελό ...σόι

Ζουρνάς = πνευστό λαϊκό όργανο 

Ζουστήρα = λωρίδα δέρματος, η ζώνη

Ζούτλιαρς = ατημέλητος, αυτός που είναι σαν ζητιάνος

 

 

Θανάρθς = Θα έρθεις (Παπαλιούρας Ν.)

Θάρσα = νόμισα

Θεραπεύκα = έγινα καλά

Θερμασιά = πυρετός

Θέρσα = θέρισα

Θιρμασιά = πυρετός 

Θκομ = δικό μου

Θλήκωμα = κούμπωμα

Θλιά = θηλιά

Θμος = θυμός

Θυμητκό = μνήμη

Θυμουνιά = σωρός από χόρτα 

Θύρα = πόρτα

 

Ι Κ Λ Μ

Ίγκλα = δερμάτινο εξάρτημα σαμαριού

Ιδώια = εδώ, σε αυτό το σημείο

Ιλιάτς = γιατρικό

Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι

Ιπιτώρια = πριν από λίγη ώρα

Ιπουρκά = οπωροφόρα δένδρα

Ισιάδα (η) = αλήθεια

Ίτσια = αγριολούλουδα

Ιχράμ’ και χραμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής

Ιψές = χθες βράδυ

 

Καγκαμπώς = ούτε έτσι ούτε αλλιώς

Καγκάνας = κανένας

Καθαρνώ = καθαρίζω

Καϊπχιώνου = κρύβω, εξαφανίζω

Κακάβ  = μεγάλο μεταλλικό δοχείο με χερούλι

Κακαβούλ = μικρό μεταλλικό δοχείο με χερούλι

Κακορίζκος = άτυχος στη ζωή

Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω

Κάμπους = ο κάμπος

Καμτσίκ = μαστίγιο 

Καναγκαιρίσιου = πολύ παλιό

Κανγκάνας = κανένας

Κάν κι κάν = καθόλου

Κάν’ καντίπουτας (επιρ.) = τίποτα

Κανάτ’ (το) = παραθυρόφυλλο

Κανέστρα (η) = πανέρι

Κανούτους = σταχτής

Καντάρι = ζυγαριά

Καπίστρι = χαλινάρι

Καραούλ = λόφος με θέα σε καίριο σημείο

Καρκαλιούμαι = γελάω συνέχεια

Καρδάρ = μεταλλικός κουβάς για το γάλα

Καρκαηδόν = πολύ ψηλός

Καρούτ = στόμιο που πέρναγε το νερό στο νερόμυλο

Καρυδώνου = πνίγω (σε πατώ στο καρύδι)

Κασμιρεύου = κοροϊδεύω

Κασταλαή = νερό με στάχτη για πλύσιμο ρούχων και μαλλιών

Καταΐ = κάτω

Κατιβασιά = πλημμύρα του ποταμιού

Κατίνια = πλευρά (θα σε σπάσω τα κατίνια)

Κατίντσα = κατάντησα

Κατράου = κατουρώ 

Κάτσι στα πίπκα = κάτσε κάτω

Κατσιαούλια (τα) = σαγόνια

Κατσιαρουτή =  με ανοιχτά τα πόδια

Κατώι = υπόγειο

Κάχτες = καρύδια

Καψάλα = χωράφι με ξερά χόρτα

Καψαλίσκα = κάηκα ελαφρώς

Κενώνω = γεμίζω πιάτο -ποτήρι

Κερατούκλης = κατεργαράκος

Κηπάδια = μπαχτσέδες

Κιλάρ’ (το) = αποθήκη, υπόγειο

Κιλίμ = χαλί

Κίντσα = ξεκίνησα

Κιότιψα = φοβήθηκα

Κιούπι = πήλινο σκεύος

Κεδρομπόμπολα = καρποί κέδρου

Κιφτέδις = κεφτέδες

Κλαδαριά = μεγάλη στοίβα κλαδιών

Κλαπατσίμπανα = όργανα, ορχήστρα

Κλαρνώ = κλαδεύω

Κλέτσκες = μ' αυτές έπλεκαν

Κλιαφάει = γαυγίζει το κυνηγόσκυλο

κλιματσίδα = κληματαριά

Κλιτσνίκος =

Κλούτσα = γκλίτσα, μπαστούνι (μάθε μια κλούτσα γράμματα)

Κλώθω = στρίβω 

Καζάντσα  = κέρδισα

Κόλιαντα = κάλαντα

Κόθωρος = ή άκρη τής πίτας

Κοκόνα = ψύχα αμύγδαλου

Κόμπους = χρησιμοποιείται η έκφραση «έναν κόμπουν » = μια σταλιά, ελάχιστα

Κοσιεύω = τρέχω

κόνξες = κολπάκια

Κόπανος = ξύλινο δοκάρι για χτύπημα ρούχων στο πλύσιμο

Κοπρόσκυλου = αδέσποτος σκύλος

κορφολογώ = σπάζω τίς κορυφές φυτού

Κοσιά = εργαλείο γιά κόψιμο χόρτων

Κοσκαντίκαβο = καρύδι που δεν ανοίγει εύκολα

Κότσι = αστράγαλος

Κούγκαβο = καρύδι πού δεν ανοίγει εύκολα

Κουκουτσέλας = κόκορας

Κουλουκθόπτα = πίττα από κολοκύθα

Κουμάσ (το) = το σπίτι  των γουρουνιών

Κουμπίνα = θεριζοαλωνιστική μηχανή 

Κουπάνα = σκάφη

Κουπός = στενός δρόμος μέσα σε χιόνια που ανοίχτηκε με τα πόδια

Κουρελού = υφαντό με κουρέλια

Κουρκούτ = φαγητό με αλεύρι (χυλός)

Κουρκουτιάζω = χαζεύω

Κουρτσούλ = κοριτσάκι

Κουρνιαχτός = σκόνη

Κουρόμπλα = κορόμηλα

Κουσιά = σαν  μεγάλο δρεπάνι  για το κόψιμο χόρτων

Κουσιέβου = τρέχω

Κουσιό  = γρήγορα, κυνήγι

Κουσιώρα = μεγάλο πλεχτό καλάθι

Κούτκα = κεφάλι

Κουτούλης (ανδρ. όνομα) = Κων/νος

Κούτσκο = μικρό παιδί

Κουτσινάρ = το πόδι της κότας

Κούτσκου = μικρό

Κουτώ = τολμώ

Κουφοτύλι (το) = ξύλινη τάπα για το βαρέλι

Κοψίδια = κομμάτια ψημένου κρέατος

Κρένω = μιλώ

Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό

Κριάρ = αρσενικό αρνί

Κρικέλα = γάντζος

Κριμαντζαλιέμαι = κρέμομαι

Κριτσανάει = σπάζει με θόρυβο

Κρούου (ρημ.) = χτυπώ

Κυπρί = κουδούνι

Κυρατζής (ο) = αγωγιάτης μεγάλων αποστάσεων

Κφάλα = κούφιο δένδρο ή κούφιο δόντι

Κφάλας = ο κουφός 

Κώτσιους (ανδρ. όνομα) = Κων/νος

 

Λαγάρα = το κρασί που το αποχωρίζουμε από τα στέμφυλα νωρίς

Λάβα = ζέστη

Λαγγίτες = ζυμάρι σε καυτό λάδι 

Λαέν' = πλαστικό δοχείο νερού

Λαιμαριά = περιλαίμιο του αλόγου

Λάϊος = μαύρος

Λάπατου = λάχανο

Λαφρίδας = ελαφρόμυαλος

Λαφροκάνταρο = ανισόρροπος

Λαφρούτσκους = χαζός

Λαχτάρσα = φοβήθηκα 

Λέλι λέλι = επιφώνημα πόνου

Λέραβους = άπλυτος, βρώμικος

Λέτσιους = ατημέλητος, βρώμικος 

Λιάζουμι = κάθομαι στον ήλιο

Λιανίζω = κόβω μικρά κομμάτια

Λιανίσκα = χτύπησα

Λιανουπατάου = περπατώ στις μύτες

Λιανώματα = ψιλά

Λιάρης = ασπρόμαυρος (συνήθως) σκύλος

Λίβας = ζεστός άνεμος

Λιγγέρια  = οικιακά σκεύη

Λίγδα =  ζωικό βούτυρο

Λιγκιάζω = έχω λόξυγκα

Λιέν = λεκάνη

Λιμόντουζο = χυμός λεμονιού σέ κύβους

Λιμουχώ = αναπνέω γρήγορα από κούραση

Λίμπες = πιάτα

Λιόρδα = πείνα

Λιουγκαβίζουμι = τσαλαβουτώ στα νερά

Λιφτόκαρα = φουντούκια

Λόγγος = πυκνή βλάστηση

Λόζιος = μπέρδεμα

Λόϊρα (επιρ.) = γύρω – γύρω

Λουζιάζου = μπερδεύω

Λουκανίτσα = λουκάνικα χοιρινά

Λούρα = μεγάλη ξύλινη βέργα

Λούσκα = λούστηκα, πλύθηκα

Λούτσα = μούσκεμα

 

Μ’σόχαζος = μισότρελος

Μαγαρίσκε = λερώθηκε

Μαγλίζω = νιαουρίζω

Μαζώνου = μαζεύω

Μαϊμένους = αργόστροφος, αδύναμος

Μάκα (η) = το ανδρικό μόριο

Μακελεύω = σκοτώνω

Μακελέφκα = Κόπηκα παντού

Μαλάς = το μυστρί (εργαλείο οικοδόμου)

Μαλιμάτ = κόλπα με κουβέντες

Μαλλίτ΄κο (επιθ.) = μάλλινο

Μάλουγα = μάγουλα

Μανταλώθκα = κλειδώθηκα

Μαντάρες = μανιτάρια

Μαντρί = στάβλος

Μαράγκιασε = σταφίδιασε

Μαρκάλτζμα = το ζευγάρωμα των ζώων

Μαρκαλιάτκου = το αντίτιμο για το ζευγάρωμα των ζώων (τα έπαιρνε όμως το αρσενικό)

Μαρκάτ’ (το) = γιαούρτι

Μάσιας ή μασιά = σιδερένιο διχαλωτό εργαλείο για το ανακάτεμα της φωτιάς

Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο

Μασλάτια = κουβέντες

Μάστα = μάζεψέ τα 

Μαστάρ = ίσιο σανίδι και  βυζί

Ματουγυάλια = γυαλιά οράσεως

Ματσιαλνώ =μασάω

Ματσούκα = ξύλινο ραβδί

Μαυλάου = φωνάζω τα ζώα

Μαχαλάς = γειτονιά

Μεσάντρα = ντουλάπα

Μήρθε άχαρα = δεν νιώθω καλά

Μίξαρ’ς (επιθ.) = μυξιάρης

Μισιακό = κοινό – μαζί

Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος

Μιτσμένος = μεθυσμένος

Μνημόρ’ (το) = μνήμα, τάφος

Μόγκι = μόνο

Μόλ’τσα (η) = σκόρος

Μόλτσα = Σκώρος

Μουβόρκους = αιμοβόρος

Μούιαβους = κοιμισμένος

Μουκαέτ’ς = επιτήδειος

Μουκαέτ’ς = επιτήδειος

Μούργκας  = όνομα σκύλου

Μουρόξνο = λίγο ξινό

Μουρόχαυλους = χαζός

Μούρτζιαβος= λερωμένος

Μουσαφίρ’ς = επισκέπτης

Μούσκλα = πρασινάδα στις ποταμίσιες πέτρες και στα δέντρα

Μουσμουτεύου (ρημ.) = ψάχνω

Μούτος = μουγκός

Μουχαμπέτ = συνομιλία, κουβέντα

Μπάιαγκας = η αράχνη

Μπαϊαγκοφωλιά = ο ιστός της αράχνης

Μπάϊγκας = αράχνη

Μπαΐλτσα= κουράστηκα υπερβολικά

Μπαϊρ’ = άγονο χωράφι

Μπάκακας = βάτραχος

Μπακαλνάει = μπουσουλάει 

Μπάμπου = γιαγιά

Μπανιαρίσκα = έκανα μπάνιο

Μπάρα = λακκούβα με νερό

Μπάριμ’ = τουλάχιστον

Μπιζέρσα = βαρέθηκα

Μπιλετζίκια = βραχιόλια

Μπίραβος = ταλαίπωρος

Μπιρμπερίσκα = ξυρίστηκα

Μπισλίκα  = στρογγυλή μπίλια που βγαίνει στις βελανιδιές

Μπιστιριά = γκρεμός

Μπίτσι = τελείωσε

Μπλαρ = μουλάρι

Μπλατσιάζου = συναντώ

Μπλιώρα = νεαρή γίδα

Μπόλκου = αρκετό

Μπομπόλια = όρχεις

Μπομπότα = καλαμποκίσιο  ψωμί

Μπόντσα (η) = παιχνίδι με το χώμα και νερό (ούρα)

Μπόσκιους = χαλαρός

Μπουγανίκια = γλυκά δώρο για τη λεχώνα

Μπούζι = κρύο

Μπούκλα = ξύλινο δοχείο για νερό

Μπούμπαρος = έντομο σαν την κατσαρίδα

Μπουμπούραβος=ο άρρωστος ή ο ετοιμοθάνατος

Μπουμπουρούτα = μεγάλη φωτιά

Μπουρτζάλαβος (ο) = ο ατημέλητος, ο απρόσεκτος

Μπράτμος = αυτός πού κερνάει στο γάμο (αδερφοπητός)

Μπροστούρα = κοιλιά

Μπρουζιάλα = πολλή ζέστη

Μπρουτζιαλνώ (ρημ.) = ψήνω  ψωμί

Μπρούχαβος = εύθραυστος χοντρός

Μπτζέρα =πέτσα κρέατος

Μσκάρ = μοσχάρι

Μσίρκο = Γαλοπούλα

Μσο = μισό 

Μσούρα = πήλινο βαθύ πιάτο

Μχος = χειροποίητος βιρός για το πότισμα των κήπων

 

Ν Ξ Ο Π

Να γέντς ξίκ(ι) = να φύγεις αμέσως

Νάσιους = Θανάσης

Νησ’ κουσύν’ (η) = πείνα

Νιβατό = είδος τυριού

Νιψ = πλύσου

Νότιους = βρεγμένος

Νουβουρός = η αυλή του σπιτιού 

Νουτίζου (ρημ.)= υγραίνω

Νουφαλός = ομφαλός

Νόχτος = απότομη κλίση εδάφους -όχθη

Νταβάν = μεγάλη μύγα

Νταβάς = ταψί 

Νταβρατζμένος = δυνατός

Νταϊάκι = υποστύλωμα

Νταϊακώνω = στηρίζω.

Νταϊκόνουμι (ρημ.) = πιάνομαι, στηρίζομαι

Ντάλα = ζεστό

Νταλακιάζω (ρημ.)= βαρυστομαχιάζω από το πολύ νερό

Νταλντώ = ορμώ

Νταμάρ = σόι, καταγωγή

Ντάμκα (η) = λεκές, σφραγίδα

Νταρντάρα = η φλύαρη

Ντάσιος = όνομα μουλαριού

Ντάτσκα = βάρος, φόρτωμα

Ντβάρ = τοίχος ή ο αγράμματος

Ντιβερλίγκα = ολόγυρα

Ντιλνός = χαζός, βλάκας

Ντίπ γιά ντίπ = τελείως μα τελείως

Ντιρλικώνου = τρώω καλά

Ντόντους (ανδρ. όνομα) = Θεόδωρος

Ντουμανιάζου (ρημ.) = βάζω φωτιά

Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)

Ντραγάτ’ς (ο) = αγροφύλακας

Ντριστέλα = εργαλείο νερόμυλου

 

Ξάι = το μερίδιο του μυλωνά, τα αλεστικά

Ξαποσταίνου = ξεκουράζομαι

Ξαστουχώ (ρημ.) = ξεχνιέμαι

Ξεκατινιάσκα = κουράστηκα 

Ξενομάω = διώχνω

Ξεπατώθκα = διαλύθηκα, κουράστηκα

Ξέρακας = στεγνό δέντρο

Ξεσουιάζουμι = απομακρύνομαι απο το σοι

Ξέτλιγμα = σιχαμένο

Ξεφλιέται =ξεφλουδίζεται

Ξιαρίζου (ρημ.) = καθαρίζω το χιόνι με το φτυάρι

Ξιγκλίσκει = κλαδί πού βγαίνει από την βάση του

Ξιδιαλέγου (ρημ.) = επιλέγω, ξεχωρίζω

Ξιθλικώνου = ξεκουμπώνω

Ξικλεύουμι = φεύγω κρυφά

Ξικλιάζου (ρημ.) = ξεκοιλιάζω

Ξικλιάσκα = έσκασα στο φαί

Ξικουπή = μια κι έξω

Ξικώ (ρημ.) = ξεσκίζω

Ξινουμίζου (ρημ.) = διώχνω

Ξιμπλέκου = ξεμπλέκω

Ξιμπλέτσιουτους = ατημέλητος

Ξινηστκώθκα = πείνασα πολύ

Ξινουμιρίτς = ξένος 

Ξιούρας = χοντροκέφαλος

Ξιπαστρεύου = ξεκαθαρίζω

Ξιπιτσιάσκα = ξεφλουδίστηκα

Ξιπλατίσκα = κουράστηκα

Ξισβιρκώθκα = έκανα διάρροια

Ξισιλόιαστος = άμυαλος

Ξισκανταλίσκι = πιέστηκε η σκανδάλη

Ξιταφάει = βρωμάει πολύ

Ξιτλύθκ’α = σιχάθηκα πάρα πολύ

Ξιτσίπουτος = ξεδιάντροπος

Ξιτσούφσι = η αθόρυβη πορδή

Ξιφλώ = ξεφυλλίζω

Ξλένιους (επιθ.) = ξύλινος και μεταφορικά ο μπουμπούνας

Ξνο = ξινό

Ξουράφ = ξυράφι 

Ξτρά =σύριζα

Ξύγκι = λίπος

Ξυλοφάης = εργαλείο τριβής  ξύλου

 

Ολάκερου = ολόκληρο

Ορδίνιασες = τακτοποίησες, ετοίμασες

Ορίζου (ρημ.) = προστάζω

Ουδετώραϊα = τώρα αμέσως

Ούδι έτσ’ απόμκνι (έκφραση) = έμεινε άφωνος

Ουδιέτς = σκέτο

Ουπαντό = το ένα πάνω στο άλλο

Ούρδας = χαζός

Ουρμινεύου (ρημ.) = συμβουλεύω

Ουρσούζκο = το γρουσούζικο

Ουρσουζλαμάς = ζημιάρης, γρουσούζης

Ούστ = πρόσταγμα για ξεκίνημα του γαϊδουριού

Ουχτρός = εχθρός

 

Π’θαμή = πιθαμή

Παγάλια = σιγά σιγά

Παγουτή (η) = κρύο, δριμύ ψύχος, παγετός

Πάκο = πακέτο

Παλαμαριά = ξύλινο γάντι για θέρισμα

Παπάρα =Πρωινό γάλα με κομμάτια ψωμιού

Παρα σ’καλνώ (ρήμα) = χάνω τα λογικά μου

Παραλαλώ (ρημ.) = παραμιλώ

Παρατόρσα = έφυγα φοβούμενος

Παραχώνου (ρημ.) = θάβω

Παρέκεια (έκφραση) = πιο πέρα, παραπέρα

Παρέκεια = πιο εκεί

Παρτάλι = κουρέλι

Παστός (ο) = χοιρινό λίπος

Παστρεύω = καθαρίζω

Πατούνα = φτέρνα

Πατσάλωσα = λιποθύμησα

Πατσιά (η) = πατημασιά

Πατσιαβούρ = κομμάτι παλιού υφάσματος

Πατσιαρντέ = ψευτιές

Πατσιό = αιδοίο

Παχνιστής =Νοέμβριος

Περικεντές = τιποτένιος

Πέρπιρας (ο) = πεταλούδα.

Πέτ’νους (ο) = κόκορας

Πετσί =  δέρμα

Πέφτη = πέμπτη

Πθαμή = όσο το άνοιγμα της παλάμης

Πιδικλόνουμι (ρημ.) = μπερδεύομαι, σκοντάφτω

Πιδικλουσιά = τρικλοποδιά

Πικείθε = δίπλα

Πίπ’κα (επιρ.) = τα πίπκα = μπρούμυτα

Πίπκα =  μπρούμυτα

Πιρουγλιά = κληματαριά

Πισνίκια = ψωμιά

Πκάμσου = πουκάμισο

Πλακατός = ομαλός

Πλακίδα = νεαρή κότα

Πλάρ’ = το μικρό γαϊδούρι

Πλατάρια (τα) = φτερά

Πλατσατούρα = είδος πίτας

Πλευριτώθκα = κρύωσα πολύ

Πλι = πουλί

Πλίματα = τα νερά από το πλύσιμο των πιάτων

Πλοκός = κέδρινος φράχτης

Πλόχειρου (το) = χούφτα

Πνάκ(ι) = οικιακό σκεύος

Ποδεσιά  = παπούτσια

Πονίδια = πόνοι

Πορεύω = Περνώ

Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά

Πρατσάλα = ψιχάλα

Πρατσαλνώ (ρημ.) = πιτσιλώ

Προυκάνου = προφτάνω

Πσλά = Ψηλά

Πυροστιά = μεταλλικός τρίποδας πού κρατάει το καζάνι πάνω από την φωτιά

 

Ρ Σ Τ Υ
Ραχάτ = ανάπαυση

Ρεγάλο = δώρο

Ρίξ = πήδα

Ριτσέλια =  φέτες κολοκύθας σε πετιμέζι

Ρίχνομαι = πηδώ

Ρόκα = εργαλείο για γνέσιμο μαλλιού και το καλαμπόκι

Ρόκα = καλαμπόκι 

Ρόποτος = θόρυβος

Ρουβουλώ = τρέχω

Ρουγκαλνώ (ρημ.) = ρεύομαι

Ρουκώνω = σπρώχνω κάτι σε τρύπα

Ρουμπουσίτ =το ξύλο από καλαμπόκι (ίσως από το αραβόσιτος)

Ρουπουτώ (ρημ.) = χτυπώ κάτι και κάνει θόρυβο

Ρούχουσε = το κοκκίνισμα σόμπας από τη φωτιά

Ρώτσα = ρώτησα 

 

Σ΄μά = κοντά

Σαΐσματα = σκεπάσματα

Σακατεύκα = χτύπησα πολύ

Σακάτκος = σακάτης

Σακκούλ’ (το) =  μικρός σάκος

Σακοράφα = μεγάλη βελόνα

Σαλιάργια (τα) = σαλιγκάρια

Σαλιάρ  = σαλιγκάρι και γλυκό

Σαλόνταμαρο = από σόι τρελών

Σάματ = μήπως

Σαπίτς = είδος φιδιού

Σαρμάντζα = κούνια μωρού

Σβανάς = μικρό πριόνι

Σβαρνιάρς = αυτός που σέρνει τα πόδια του

Σγκράπια = σκορπιός

Σιαΐν = γεράκι 

Σιαϊτάντς (ο) = το έξυπνο  παιδί και ο διάβολος

Σιακάτ = προς  τα κάτω

Σιαπάν = προς τα πάνω

Σιαπέρα = προς τα πέρα

Σιαπέρας = ο αδιάφορος 

Σιβαίνου (ρημ.) = μπαίνω μέσα

Σιγκούν  =  μάλλινο γιλέκο

Σιέα = πράγματα

Σιέκος =  νεκρός

Σιέτι = κουνιέται 

Σιμπράγκαλα = διάφορα πράγματα

Σιουμπώ = σκαλίζω  τη φωτιά

Σιντούκι (το) = μπαούλο

Σιούκτι = σηκωθείτε

Σιουλνάρ = η σωλήνα της βρύσης που τρέχει το νερό

Σιουρδίζου = χαζεύω

Σιούρδους = χαζός

Σιούτα =  γίδα χωρίς κέρατα

Σιρκός = αρσενικός

Σιώχαλα = ξεραμένα χόρτα

Σκανιάζω = μ΄ απασχολεί - μ΄ ενδιαφέρει

Σκαπιτώ = καταπίνω

Σκαρκάλι (το) = ακρίδα

Σκιάζισι = φοβάσαι

Σκιάθκα = φοβήθηκα

Σκλαντήθρα = σπίθα

Σκλαρίκ = σκουλαρίκι

Σκλέντζα= παραδοσιακό παιχνίδι

Σκλι = σκυλί 

Σκλικ = σκουλήκι

Σκοτίδα = σκοτεινά - χωρίς φώς

Σκούζω = φωνάζω έντονα

Σκουμπώθκα = σήκωσα τα μανίκια

Σκουντέ = καημένε

Σκουρδάρ = Σκορδαλιά

Σλιάρ = το ξύλινο μέρος του τσεκουριού  ή και ο αγράμματος

Σμα = κοντά

Σμαζώνου = συμμαζεύω

Σόϊρος = κύκλος

Σόν = φτάνει - όχι άλλο

Σουλουτόχιονο (το) = χιονόνερο

Σουντώ (ρημ.) = γαυγίζω

Σουρούκι (το) = μυτερό ξύλο

Σουρτούκου = αυτή που γυρνά από σπίτι σε σπίτι

Σουφράς (o) = τραπεζομάντηλο ή και στρογγυλό χαμηλό τραπέζι

Σοφράς = χαμηλό τραπέζι

Σπλινί = πόμολο

Σπλινίζουμι (ρημ.) = ζηλεύω

Σπουρίτ΄ (το) = σπουργίτι

Σταρήθρα =  πουλί 

Σταυρός = Σεπτέμβρης

Σταχτουμπαμπαλιάρς = φοβητσιάρης

Στέντζερος = στύλος σε αλώνι

Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι

Στούμπος = κοντός

Στουπώνω = βουλώνω

Στούραβος = πικρόξινος

Στραγγστάρ = στραγγιστήρι

Στραπέτς = το πολύ ξινό

Στρέγου = συμφωνώ

Στριμώθκα = σφήνωσα

Στρούγκα = περιφραγμένος χώρος για αιγοπρόβατα 

Στρουμπί = σκαμνάκι 

Σύρε = πήγαινε

Σφάχτς  = έντονος κοιλιακός πόνος

Σφοντίλ = εξάρτημα αδραχτιού

Σφουγγίζου = σκουπίζω

Σφούγκος = πανί για σκούπισμα σε φούρνο

Σφουγουμάντλο = μαντήλι για σκούπισμα

Σχαρίκια = ευχάριστα μηνύματα

Ταΐ (η) = η βρώμη

Τανιούμαι = τεντώνομαι

Ταπίπκα = μπρούμυτα

Ταχιά = αύριο

Ταχταραβάς = ξυλοκόπημα

Τερλίκια = κοντές κάλτσες

Τετράδ(η) = Τετάρτη

Τζαντίλα = ύφασμα που το χρησιμοποιούν στην παραγωγή τυριού

Τζιαμάλλου = γυναίκα με ανακατωμένα μαλλιά

Τζιαμάλλου = ξεχτένιστη

Τζιοπ (το) = η τσέπη

Τζιουβάν = δοχείο νερού για τις κότες 

Τζιριμές (ο) = τεμπέλης, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος

Τζιτζβές = μπρίκι

Τζιτζιρέδια = μαγειρικά σκεύη

Τζιτζιβούλ = μικρό μπρίκι

Τίγκα = γεμάτο

Τηρώ = κοιτώ

Τίκνισε = ταίριαξε

Τίλος (ο) = ξύλινη τάπα βαρελιού με τρύπα στο κέντρο

Τόπ’ = μικρή μπάλα

Τόσου ιά = τόσο δα 

Τουλούμι = ασκί δερμάτινο

Τουλούμι =  ασκί από δέρμα

Τουμάρ = παλιάνθρωπος ή δέρμα ζώου 

Τουρτούρα = τρυγόνι

Τουρτουρίζω = τρέμω από το κρύο

Τούφα = ξάπλα

Τραΐ = ο τράγος

Τρανός = μεγάλος

Τραφώθκα = λερώθηκα πολύ

Τραχανόπτα = πίτα από τραχανά

Τριότα = τρίλιζα

Τριουρίζει = έρχεται γύρω γύρω

Τριχιά  = χοντρό σχοινί

Τρουβάς = μάλλινο σακίδιο ώμου

Τσαγκρασούλ = εργαλείο τρυπήματος για ράψιμο

Τσάκια = όρχεις

Τσακίς = έλα  γρήγορα

Τσακίσκει = έπεσε και χτύπησε  ή ήρθε πολύ γρήγορα

Τσαλαπατώ = ποδοπατώ

Τσακμάκ'ι = αναπτήρας

Τσάκνο = λεπτό κλαδί

Τσαράπια = μάλλινες κάλτσες

Τσεμπέρ = κεφαλομάντηλο

Τσιακίλ = μικρή ποσότητα λάσπης για κτίσιμο

Τσιάλιασα = πολτοποίησα

Τσιαμαντάν = κεντημένο γιλέκο

Τσιανάκια = πιάτα - οικιακά σκεύη

Τσιαούλ = σαγόνι

Τσιατί = σκεπή

Τσιγαρίδες = τσιγαρισμένα κομμάτια χοιρινού κρέατος

Τσίγγους = λαμαρίνα 

Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω

Τσιοκανίζει =  πονάει συνεχώς

Τσιόλια = παλιά σχισμένα ρούχα

Τσιομπανίκα = ξύλο λεπτό με χοντρή κορυφή

Τσιούγκλα = μικρή μπάλα χιονιού

Τσιούγκους = αυτός πού δεν πιάνουν τα χέρια του

Τσιουκαλνώ (ρημ.) = ευνουχίζω

Τσιουκανίζει = πονάει επίμονα

Τσιουκλατώ = Χτυπάω κάτι υγρό

Τσιουκρίκ(ι) = εργαλείο περιτύλιξης κλωστής

Τσιουλνώ = τινάζω δένδρο

Τσιουμπώ = πολτοποιώ

Τσιούπρα = κοπέλα

Τσιουρβέλου = το κεφάλι, το μυαλό

Τσιουρίζω = τσιρίζω

Τσιούτσιαλο = το πολύ μικρό

Τσιουτσιούλιανος = το πουλί κορυδαλλός

Τσιουτσιουμάλα = παιδικό παιχνίδι με αμύγδαλα

Τσιουτσιούριασα=ανατρίχιασα

Τσίπα = γυναικείο μαντίλι και το φιλότιμο

Τσιπουλτάρα =  δρυοκολάπτης

Τσίρλα = ευκοίλια

Τσιρουπούλ = μικρό πουλί 

Τσιτσνιάζει = ανατριχιάζει

Τσότρα = γυάλινο δοχείο για τα προσκαλέσματα σε γάμο

Τσουρουβέλου = ανδρικό μόριο

Τσουρτσούφ = Κάτι αιχμηρό σε ψηλό μέρος, αλλά  και ο ξυλοδαρμός

Τσουφώ = τρυπώ

Τφέκ'ι = όπλο

Τφικάου = τουφεκάω 

 

 
Φ Χ Ψ Ω

Φαρμακώθκα = στεναχωρήθηκα

Φασούλια = φασόλια

Φελί = κομμάτι κρέατος

Φεξ = φως

Φιδιάσκα  = με τσίμπησε φίδι

Φιλέτα = φέτα ψωμιού

Φιλεύω = κερνάω στο σπίτι

Φιρό = κενό - μπόλικο

Φίτσα = έφτυσα 

Φίτσιος = παιδικό παιχνίδι

Φκιάνου = φτιάχνω 

Φκιάρ = το φτυάρι

Φουκάλ =  σκούπα

Φουκαλνώ (ρημ.) = σκουπίζω

Φουλτάκ(ι) = εξόγκωμα παλάμης λόγω χειρωνακτικής εργασίας

Φούρκα = διχαλωτό ξύλο

Φουρλάζου (ρημ.) = πετάω κάτι

Φουρλατάου = πετάω κάτι μακριά 

Φουρτωτήρα  = βοηθητικό ξύλο για φόρτωμα ζώων

Φτάου = φτύνω

Φτασμένα = ώριμα

Φτιλ = φυτίλι 

Φυράδα (η) = χαραμάδα σε ξύλο

Φύτσι = έφτυσε 

 

Χάβου = τρώω

Χάθκαμει = χαθήκαμε

χαϊμαλί = φυλαχτό

Χαΐρ  = προκοπή

Χαλές = αποχωρητήριο

Χαλεύου (ρημ.) = ζητάω

Χαντακώθκα = απέτυχα

Χαρά = γάμος

Χαραΐ (η) = πρωί, αυγή

Χαραμίστκα = χαραμίστηκα 

Χαρλίζω = ροχαλίζω

Χασουμέρς = ο αργοκίνητος

Χαστρέτκος = αυτός που ποθεί κάτι

Χατιρικά = για χάρη σου

Χάχας = αυτός πού γελάει άσκοπα

Χαψιά = μπουκιά

Χερόβολο =

Χλιάρ’ (το) = κουτάλι (αρχ. ελλ. λέξη: «κοχλιάριον»)

Χλιάρας = χαζός

Χλιμπουνιάρς = ο αρρωστιάρης

Χνάρια = αγριόχηνες

Χνέρ = μεγάλη ζημιά

Χόβολη = θράκα

Χούι = άσχημη συνήθεια

Χουϊάζου (ρημ.) = μαλώνω, φωνάζω

Χουϊάζω = μαλώνω κάποιον με φωνές

Χουράφ = χωράφι

Χουρχουλάζει = βράζει

Χουσμικιάρης = εργατικός

Χουχουβιάλα = κουκουβάγια

Χπάρ = παιδικό παιχνίδι εκτόξευσης κεδρομπόμπολων

Χπιούμι (ρημ.) = χτυπιέμαι

 

Ψες = χθες 

Ψένου = ψήνω 

Ψιματούρας = ψεύτης  

Ψίτσα = λίγο, μια σταλιά 

Ψουμουτύρ = ψωμί με τυρί 

Ψουριάρς = αρρωστιάρης

Ψουρουπηρήφανους = υπερήφανος χωρίς λόγο 

Ψουφίμ = νεκρό ζώο  

Ψυχομαχάου = ξεψυχώ 

 

 

        Αρχική

2015 2014 2013 2012 2011 2010 2009 2008 2007 2006