|
Το ζήτημα δημιουργίας ανεξάρτητου ελληνικού κράτους τέθηκε με επιτακτικό τρόπο, για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια, μέσα από την Επανάσταση του 1821. Αρχικά (1821-1822), οι Μεγάλες Δυνάμεις αντιμετώπισαν με εχθρότητα τον ελληνικό αγώνα. Όμως, οι επιτυχίες των Ελλήνων στα πεδία των μαχών έδειξαν ότι αργά ή γρήγορα θα σχηματιζόταν κάποιας μορφής ελληνικό κράτος. Έτσι, οι Δυνάμεις αναθεώρησαν τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες. Η Μεγάλη Βρετανία, αρχικά, και η Ρωσία στη συνέχεια άρχισαν να δείχνουν θερμότερο ενδιαφέρον για την τύχη της Ελληνικής Επανάστασης. Μάλιστα προχώρησαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (1826) που πρόβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου ελληνικού κράτους. Μετά την άρνηση της οθωμανικής πλευράς να δεχτεί αυτή τη ρύθμιση, η Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία προχώρησαν στην υπογραφή της Ιουλιανής Σύμβασης του Λονδίνου (1827), η οποία έκανε λόγο για ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους. Αντιμετωπίζοντας τη νέα άρνηση του Σουλτάνου, οι Δυνάμεις προχώρησαν σε ναυτική σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία, τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1827), προκειμένου να επιβάλλουν τους όρους τους. Παρά την ένοπλη επέμβαση των Δυνάμεων, η οποία λειτούργησε υπέρ των Ελλήνων, πολλά προβλήματα έμεναν άλυτα: η ακριβής υπόσταση του νέου κράτους (αυτόνομο, όπως επιθυμούσαν οι Δυνάμεις ή ανεξάρτητο, όπως ήθελαν οι Έλληνες), τα εδάφη που θα περιλάμβανε, η άρνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να δεχτεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους, οποιασδήποτε μορφής. Παράλληλα, η όξυνση των σχέσεων των Δυνάμεων με την Οθωμανική αυτοκρατορία, εξαιτίας του αποτελέσματος της ναυμαχίας του Ναβαρίνου, οδήγησε στην έκρηξη ενός νέου ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829). Οι ρωσικές στρατιές όχι μόνο νίκησαν τον τουρκικό στρατό αλλά και έφτασαν λίγα χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η Ρωσία, πανίσχυρη τόσο απέναντι στο Σουλτάνο όσο και απέναντι στις άλλες Δυνάμεις, φαινόταν έτοιμη και ικανή να λύσει μόνο της το Ελληνικό Ζήτημα επιβάλλοντας μια λύση που θα της εξασφάλιζε τα μεγαλύτερα οφέλη. Αντιμέτωπες μ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σημαντικό ρόλο στην κατάληξη αυτή έπαιξε και ο Ιωάννης Καποδίστριας , Κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1828, που ασκούσε διπλωματικές πιέσεις στις Δυνάμεις. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) που έμεινε γνωστό ως Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας ήταν η πρώτη διπλωματική πράξη που υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την Οθωμανική αυτοκρατορία και αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με αυτό η ελληνική επικράτεια θα περιλάμβανε τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής που ενώνει τους ποταμούς Αχελώο και Σπερχειό (συνοριακή γραμμή Αχελώου-Σπερχειού). Η ρύθμιση αυτή άφηνε έξω από την ελληνική επικράτεια σημαντικό τμήμα της δυτικής Στερεάς Ελλάδας το οποίο βρισκόταν υπό ελληνικό έλεγχο και κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Αυτό έγινε για δύο, κυρίως, λόγους: αφενός για να πειστεί η Οθωμανική αυτοκρατορία να αποδεχτεί την ελληνική ανεξαρτησία και αφετέρου γιατί η Μεγάλη Βρετανία δεν επιθυμούσε το νέο ελληνικό κράτος να έχει άμεση γεωγραφική επαφή με τα αγγλοκρατούμενα, τότε, Επτάνησα. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συμφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόμπουργκ ως ηγεμόνα του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές έμελλε να μην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεμόνα. H τελική ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος θα επέλθει αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832. Τελικά, η δημιουργία της Ελλάδας, του ανεξάρτητου νεοελληνικού κράτους, ήταν αποτέλεσμα δύο, κυρίως, παραγόντων: από τη μια πλευρά του πολύχρονου και πολυαίμακτου αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε με την Επανάσταση του 1821 και από την άλλη πλευρά των διαβουλεύσεων και της παρέμβασης των ισχυρών Δυνάμεων της εποχής. |