Η επιρροή της Ανατολής στην Ελληνική Κουζίνα(σελ. 2/3)


Κουκιά καβουρμάς, από το τουρκικό kavurma που σημαίνει καβουρδίζω (τσιγαρίζω)

Κουκιά Καβουρμάς (Γιαχνί) - Χίος: Ο όρος καβουρμάς έχει τις ρίζες του στο τουρκικό kavurma που σημαίνει καβούρδισμα. Καβουρδίζω κοινώς τσιγαρίζω σημαίνει ψήνω αργά κυρίως σε λάδι. Επίσης ένας σχετικός όρος είναι ο όρος γιαχνί (ρήμα γιαχνίζω). Και αυτός έχει τουρκική προέλευση. Προέρχεται από την τουρκική λέξη yahni ή yakhni, η οποία έχει τις ρίζες της στην περσική يخنى (yahnī) και σημαίνει την ετοιμασία φαγητού με τσιγαριστά (καβουρδισμένα) κρεμμύδια και ντομάτα. Πηγή: WikiDictionary el.wiktionary.org, Wikipedia - Αναζήτηση:yahni

 

 

Μαμούλια - Χίος: Το μαμούλι είναι ένα παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο χιώτικο γλυκάκι. Αποτελεί ένα είδος λουκουμιού με πιο αφράτη και γλυκιά ζύμη. Πιθανότατα παίρνει το όνομά του λόγω της συγγένειάς του με το παραδοσιακό λιβανέζικο γλυκό "μαμούλ" (maamoul ή mamul) το οποίο φτιάχνεται αποκλειστικά για το Πάσχα. Η διαφορά είναι ότι στο τελευταίο αντί για αλεύρι χρησιμοποιείται σιμιγδάλι και αντί για αμύγδαλα υπάρχουν παραλλαγές με ψιλοκομμένο χουρμά, καρύδια ή φιστίκια Αιγίνης. Η λέξη "μαμούλ" στα αραβικά σημαίνει το προϊόν, το δημιούργημα. Το νησί της Χίου είναι φυσικό να δέχτηκε επιδράσεις από τους Άραβες αλλά και το αντίστροφο, αφού οι τελευταίοι κατέλαβαν και λεηλάτησαν πολλές φορές το νησί. Πηγή: 1.The Food Blog - Maamoul Recipes from a traditional Lebanese Easter. 2. Maamoul (Stuffed shortbread cookies) http://chefindisguise.com/2012/08/12/ maamoul-stuffed-shortbread-cookies/ 3. Ζοζέφ Αζζάμ, Βήμα-Βήμα www.pastrychef.gr/chefs/azzam

 

 

Μποχτσαδέλια - Λήμνος: Λημνιώτικα γλυκάκια σε σχήμα πουγκιού. Η γέμιση τοποθετείται στο εσωτερικό ζύμης η οποία κατόπιν τυλίγεται σε σχήμα πουγκιού. Μποχτσαδέλι σημαίνει το μικρό πουγκί. Η λέξη φαίνεται να έχει τις ρίζες της στην λέξη "μποχτσάς" που έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει σάλι, δέμα ενδυμάτων, κεκρύφαλος (τσεμπέρι). Σε Λημνιώτικο γλωσσάρι βρίσκουμε τον μποχτσά να περιγράφεται επίσης ως χοντρό λευκό γυναικείο κεφαλομάντηλο. Ο όρος φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το δέμα από ύφασμα (ή αλλιώς μπόγο) που σχηματίζεται όταν τοποθετεί κανείς ρούχα ή άλλα είδη μέσα σε ένα μεγάλο ύφασμα/σεντόνι, το διπλώνει (ώστε να περικλείσει όλα τα αντικείμενα στο εσωτερικό του) και το δένει με σκοινί από πάνω. Η λέξη μποχτσαδέλι λόγω της κατάληξής της (-δέλι) αναφέρεται στο μικρό δεματάκι ή αλλιώς στο μικρό πουγκί. Πηγή: "Λεξιλόγιο Ελληνικών Λέξεων Παραγώμενων εκ της Τουρκικής", Κωνστ. Κουκίδη σελ.66, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Αθήναι 1960

 

 

Μποξάς: Παραδοσιακή πασχαλινή πίτα που φτιάχνεται σε πολλές περιοχές της Eλλάδας, για την παρασκευή της οποίας χρησιμοποιούνται συνήθως κομματάκια αρνιού που έχουν περισσέψει από το πασχαλινό τραπέζι. Τα κομματάκια του αρνιού μαζί με άλλα υλικά τυλίγονται και κλείνονται ερμητικά στο εσωτερικό ειδικής ζύμης και στη συνέχεια ψήνονται. Ο τρόπος με τον οποίο η ζύμη φιλοξενεί τα υλικά προσομοιάζει αυτόν του δέματος που περιγράψαμε πιο πριν. Φαίνεται λοιπόν η λέξη μποξάς να είναι συνώνυμη της μποχτσάς, που έχει τούρκικη προέλευση και όπως είπαμε και πριν σημαίνει σάλι, δέμα ενδυμάτων, κεκρύφαλος (τσεμπέρι), ενώ χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το δέμα από ύφασμα (τον μπόγο).