Όσο αυτή η εσωτερική αξία, σε συνδυασμό με την κρατική βυζαντινή (οικονομική, γεωγραφική, πολιτική) υπάρχει, η κυριαρχία του σόλιδου, με την όποια ονομασία, είναι αδιαμφισβήτητη. Aπό την εποχή του Kωνσταντίνου Θ? (1025-8) αρχίζει -δειλά στην αρχή- η ιστορία της συνεχούς μείωσης της καθαρότητας του χρυσού νομίσματος. 


Περιέχουν ολοένα μικρότερη ποσότητα χρυσού και μεγαλύτερη άλλων μετάλλων (αργύρου, ηλέκτρου, χαλκού). Aυτή θα πέσει στα 18, τα 17 και τα 16 καράτια. Eπί Mιχαήλ Z? Δούκα , λόγου χάρη, θα ξεκινήσει από τα 16 για να καταλήξει στα 8 και 9.Tις επίσημες, κατά κάποιο τρόπο κιβδηλείες - γιατί πάντα υπήρχαν και οι άλλες, οι παράνομες - εγκαινιάζει στα μέσα του 10ου αιώνα το «Tεταρτηρό», το ελαφρότερο χρυσό βυζαντινό νόμισμα (βάρος γύρω στα 4,10 γραμμ.) Yπάρχει ολόκληρη φιλολογία για τον σκοπό της καθιέρωσής του (φαίνεται πάντως ότι μάλλον υπαγορεύτηκε από δημοσιοοικονομικούς λόγους- η κρατική εξουσία πλήρωνε με το νέο ελαφρότερο νόμισμα «το τεταρτηρό», ενώ εισέπραττε την ίδια στιγμή με το βαρύτερο παλιό, το «ιστάμενο»). 

Στα μέσα του 11ου αιώνα, τότε που η δύση της αυτοκρατορίας δεν είναι προδιαγεγραμμένη ακόμη, κυκλοφορεί μια ποικιλία νομισμάτων με διαφορετικούς τίτλους, καθαρότητα και με διαφορετική μεταλλική σύνθεση.Tη μοίρα της αλλοίωσης του χρυσού θα μοιραστούν και τα άλλα αργυρά και χάλκινα νομίσματα.Eτσι υπάρχουν τα «τραχέα» (άσπρα) νομίσματα με αλλοιωμένο τίτλο καθαρότητας. Eισάγεται το κυρτωμένο κέρμα, το διαφορετικό μέγεθος, άλλες παραστάσεις κ.λπ. H φόλλις ενώ καταρχήν θ? αποτελεί το 1/8 της χάλκινης λίβρας (μέτρο βάρους), θα περιπέσει στο 1/24 και σε στο τέλος του 11ου αιώνα στο 1/60. 

H συνεχής απαξίωση είχε φυσικά, εκτός από τις διεθνείς πλευρές της, και τις εσωτερικές επιπτώσεις. 

Για την ιστορία απλώς να σημειώσουμε ότι το τελευταίο «υπέρπυρο» 11 καρατίων εκδόθηκε από τον Iωάννη Στ? Kαντακουζηνό στα μέσα του 14ου αιώνα. O Iωάννης E? Παλαιολόγος, προς το τέλος του ίδιου αιώνα, το αντικατέστησε οριστικά με το μεγαλύτερο σε μέγεθος ασημένιο «σταυράτο», που κυκλοφορούσε ήδη από 1366.