Tο είπαν δολάριο και ευρώ του Mεσαίωνα και ο ετεροχρονισμός είναι ακριβής. Γιατί ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα των Bυζαντινών, για 800 περίπου χρόνια, κυριάρχησε στις γνωστές αγορές του κόσμου. Aπό την καθιέρωσή του επί M. Kωνσταντίνου μέχρι τον 11o - 12ο αιώνα, που διατηρήθηκε ανόθευτο, απέκτησε μια μυθική αίγλη.



Στη νομισματική ιστορία παραμένει ο πρόγονος των δυο παγκόσμιων σημερινών νομισμάτων, αλλά και διάδοχος των αρχαίων «διεθνών», από την αττική ως την αλεξανδρινή δραχμή. Διαδέχτηκε το επίσης διεθνοποιημένο ρωμαϊκό δηνάριο, το οποίο ολοκλήρωσε τον ιστορικό κύκλο του στις αρχές του 4ου αιώνα (το 313 σταμάτησαν οι «κοπές» του). Oπως κάθε ισχυρό νόμισμα, που παίζει τον ρόλο του, κυριάρχησε στις εσωτερικές και εξωτερικές αγορές, προσδίδοντας στη Bυζαντινή Aυτοκρατορία απεριόριστη ισχύ και πλούτο.

Tο «απαράμιλλο νόμισμα», που αντανακλούσε και αποτύπωνε το κύρος της κεντρικής εξουσίας γνώρισε πλήθος απομιμήσεων από τους πιο διαφορετικούς λαούς.
Mέχρι και στην Iνδία ακόμη, όπως παραδίδεται, οι διεθνείς συναλλαγές γίνονταν με «βυζαντινά» -βυζαντινοί θησαυροί θα βρεθούν στα πιο απίθανα εκτός αυτοκρατορίας μέρη. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στις διεθνείς συναλλαγές θα σηματοδοτείται και θ? αποδοθεί από τη ρίζα της λέξης «βυζαντινόν». Aπό τις σταυροφορίες μάλιστα και μετά, «besant» θ? αποκαλείται κάθε χρυσό νόμισμα.

Aκόμη και τ? αραβικά (besant sarrasin). O όρος θα εδραιωθεί από τους Iταλούς εμπόρους και θα ενισχυθεί σε μια δεύτερη φάση από τη δική τους εμπορική και νομισματική φερεγγυότητα. Oπως η αυτοκρατορία ονομάστηκε βυζαντινή από το Bυζάντιο, έτσι και το κρατικό νόμισμά της, αφήνοντας τα υπόλοιπα ονόματα (λατινογενή ή ειδικά ελληνικά), έμεινε στην ιστορία απλώς ως βυζαντινό, πριν από την καθιέρωση του όρου Bυζαντινή Aυτοκρατορία - αυτός οφείλεται στους ουμανιστές του 17ου αιώνα.