Άγιος Πολύδωρος ο νεομάρτυρας (3 Σεπτεμβρίου)
Ο Άγιος Πολύδωρος γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου. Ο πατέρας του λεγόταν Λουκάς και η μητέρα του Ιορδανού. Κάποια μέρα γνωρίστηκε με κάποιον Κιεσίφη, αρνησίχριστο Ζακύνθιο, και έγινε γραμματικός του. Σε ένα γλέντι με ξεφαντώματα όμως ο Πολύδωρος μέθυσε, και πάνω στη μέθη του σκοτίστηκε ο νους του και αρνήθηκε τον Χριστό ασπαζόμενος τον Μωαμεθανισμό. Επειδή όμως είχε καλή διάθεση, ο Θεός τον λυπήθηκε και όταν ανένηψε από τη μέθη "ήλθε εις εαυτόν" και μετανόησε κλαίγοντας πικρά. Έτσι φεύγοντας από εκεί πήγε στο Βερούτι, βρήκε τον αρχιερέα, εξομολογήθηκε, και αυτός τον έστειλε σ' ένα Μοναστήρι στο όρος του Λιβάνου. Από εκεί ο Θεός του έδειξε το δρόμο της επιστροφής, μέσα από πολλά εμπόδια και περιπέτειες, οδηγώντας τον στη Χίο για να δείξει έμπρακτα τη μετάνοιά του. Εκεί άρχισε να αγωνίζεται με προσευχές και νηστείες και δάκρυα πολλά επικαλούμενος συνεχώς τη βοήθεια της Παναγίας. Έτσι άρχισε να καταγράφει όλες τις αμαρτίες που είχε κάνει ως τότε και τις εξομολογήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον πνευματικό. Χρίσθηκε με το Άγιο Μύρο και μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Στη συνέχεια πέρασε στη Νέα Έφεσο, το Κουσάντασι, και βρίσκει το μουφτή και του λέει: με παρέσυρε η πίστη σου, αλλαξοπίστησα, αλλά τώρα εγώ θέλω να πεθάνω Χριστιανός. Τότε του λέει αυτός: «μάλλον θα τρελάθηκες». Και του απαντάει με θάρρος ο Άγιος: «τα βάσανα τα έχω σκεφτεί, αλλά έχω την ελπίδα μου στο Χριστό ο οποίος θα με βοηθήσει». Έτσι τον έβαλαν στη φυλακή.
Εκεί γνώρισε κάποιον που θα έβγαινε από τη φυλακή, του έδωσε το Σταυρό του για να μην τον καταπατήσουν οι αλλόπιστοι, καθώς και λίγα χρήματα για να τα δώσει στους ιερείς να προσεύχονται γι' αυτόν. Την επόμενη μέρα τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον έφεραν στον κριτή. Εκεί επανέλαβε τη σταθερή του απόφαση για να μαρτυρήσει για τον Χριστό, παρ' όλες τις υποσχέσεις τους να τον κάνουν πλούσιο και με πολλή δόξα. Τότε αφού του είπαν ότι αύριο θα τον κρεμάσουν, τον έριξαν και πάλι στη φυλακή. Το βράδυ όμως εκείνο, μπήκαν κάποιοι στη φυλακή και τον βασάνιζαν, με πυρωμένα τούβλα στους ώμους και στις μασχάλες του, με σίδερο πυρακτωμένο που του το φορούσαν στο κεφάλι, και το πολύ χειρότερο, με ένα σύρμα, που του το έβαλαν στο μέρος που του είχαν κάνει περιτομή. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, τον έβγαλαν από τη φυλακή. Είχαν μαζευτεί πολλοί από τους μουσουλμάνους και τον ρωτούσαν αν ήρθε στα καλά του και μετάνιωσε για την επιλογή του, αλλιώς έφτασε το τέλος του. Σε όλη τη διάρκεια της ανάκρισης ο Πολύδωρος προσευχόταν νοερά. Τότε του έβγαλαν τα ρούχα, του έδεσαν τα χέρια, του πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό και προκαλώντας πολλή σύγχυση προσπαθούσαν να τον κάνουν να δειλιάσει, μάταια όμως. Στο τέλος τράβηξαν το σκοινί και έτσι ο μάρτυρας κέρδισε το στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου του 1794 μ.Χ. Κάποιοι Χριστιανοί πήραν το σώμα του και το έθαψαν επάνω από τα μνήματα των Αρμενίων.
Ακούστε το βίο εδώ: