Ο Άγιος Βαβύλας ο Μάρτυρας, ο διδάσκαλος, και οι 84 Μαθητές του οι Μάρτυρες (4 Σεπτεμβρίου)
Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός βρισκόταν στη Νικομήδεια, και ξεκινούσε διωγμό κατά των Χριστιανών το έτος 298, οι Χριστιανοί κρύβονταν από το φόβο τους. Τότε λοιπόν έρχεται σ' αυτόν κάποιος ειδωλολάτρης και του λέει: Βασιλιά, κάτω σε ένα κρυφό δωμάτιο κάθεται ένας γέροντας που τον λένε Βαβύλα, και διδάσκει στα παιδιά των ανόητων Χριστιανών να σέβονται τον Εσταυρωμένο και να αποστρέφονται τους θεούς. Αμέσως λοιπόν έστειλε ο βασιλιάς μαζί με αυτόν στρατιώτες και έφεραν μπροστά του τον δάσκαλο μαζί με τους 84 μαθητές του. Οπότε ο Μαξιμιανός του λέει: Γιατί γέροντα είσαι τόσο πλανημένος και πιστεύεις έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει και μάλιστα με τόσο άσχημο θάνατο τον οποίο στάυρωσαν οι Ιουδαίοι; Για δεν προσκυνάς τους θεούς τους οποίους προσκυνά όλη η οικουμένη; Γιατί κοροϊδεύεις τα μικρά παιδιά των Χριστιανών και τα διδάσκεις να μην προσκυνούν τους θεούς; Και ο Άγιος απάντησε: οι θεοί των ειδώλων, βασιλιά μου, είναι δαιμόνια. Ο δικός μας Θεός έπλασε τους ουρανούς. Εσύ και οι ειδωλολάτρες σου, με το να είστε τυφλοί, δεν βλέπετε την αλήθεια.
Όταν ο βασιλιάς άκουσε αυτά τα λόγια, θύμωσε πάρα πολύ και πρόσταξε τέσσερις στρατιώτες να χτυπήσουν τον Άγιο με πέτρες στα μάγουλα και στα πλευρά. Και ο ο Άγιος βλέποντας το σώμα του να γεμίζει από το αίμα του, φώναξε: σε ευχαριστώ Κύριε γιατί εμένα τον γέροντα και ασθενή με έκανες πιο δυνατό και από βασιλιά νέο και δυνατό. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς, δίνει αμέσως διαταγή να τον χτυπήσουν ακόμη σε όλο του το σώμα με τις πέτρες. Και αφού έσπασαν όλα τα μέλη του σώματός του, τον έδεσαν με βαριές αλυσίδες από το λαιμό, συγχρόνως τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο και τον έκλεισαν στη φυλακή. Τότε ο βασιλιάς άρχισε να καλοπιάνει τα 84 παιδιά και να τα παρακινεί να θυσιάσουν στους θεούς. Τα παιδιά όμως δεν απαντούσαν καθόλου στις παραινέσεις του, παρά μόνο έβλεπαν το ένα το άλλο. Αφού ξεχώρισε δέκα από αυτά, τα μεγαλύτερα στην ηλικία, λέει: εσείς παιδιά μου, που είστε φρόνιμα και συνετά, ακούστε τα λόγια μου και θυσιάστε στους θεούς, και έτσι θα είστε μαζί μου στο παλάτι απολαμβάνοντας πολλά αγαθά.
Δύο από αυτά, ο Αμμώνιος και ο Δονάτος, είπαν στο βασιλιά: εμείς είμαστε πιστοί Χριστιανοί και γι' αυτο ποτέ δε θα θελήσουμε να θυσιάσουμε σε κουφούς και άλαλους δαίμονες. Τα λόγια τους αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι στρατιώτες να αρχίσουν να δέρνουν τα αρνία του Χριστού. Αλλά καθώς τα έδερναν, αυτά περισσότερο ανδρειώνονταν και φώναζαν συνεχώς: είμαστε Χριστιανοί και δε θυσιάζουμε. Τότε ο βασιλιάς γύρισε προς τα άλλα παιδιά λέγοντας: θυσιάστε εσείς για να μην πάθετε κι εσείς τίποτε χειρότερο από τους άλλους. Αμέσως όμως τα παιδιά απάντησαν: Χριστιανοί είμαστε, και δε θυσιάζουμε. Αναθεματισμένοι ας είναι και οι θεοί σου και εσύ. Τότε ο τύραννος διατάζει να τα δείρουν χωρίς έλεος και να τα ρίξουν στη φυλακή. Και κανένας να μη δώσει καθόλου ψωμί, αλλά να τα αφήσουν να πεθάνουν από την πείνα.
Στη συνέχεια προστάζει να κρεμάσουν τον δάσκάλό τους Βαβύλα, και να τον γδάρουν με ωμά νεύρα βοδιών λέγοντας συγχρόνως σε κάθε παιδι να αρνηθεί το δάσκαλό του και τον Χριστό. Επειδή φυσικά κανένα από αυτά δε συμφωνούσε, διέταξε ο τύραννος να θανατωθούν με ξίφος τόσο αυτά όσο και ο δάσκαλός τους. Στο δρόμο προς τον τόπο της καταδίκης τους, ο Βαβύλας, μαζί με τους μαθητές του, έψαλλε συνεχώς «Iδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός». Με προσταγή του βασιλιά, πρώτος αποκεφαλίσθηκε ο Άγιος και έπειτα τα παιδιά. Κάποιοι χριστιανοί ήρθαν τη νύχτα, έβαλαν τα λείψανa των Αγίων σε ένα μικρό πλοίο, και τα πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα τοποθέτησαν σε τρία σεντούκια, και τα ενταφίασαν έξω από το τείχος, στο βόρειο μέρος, στη σημερινή μονή της Χώρας.
Ακούστε το βίο εδώ: